Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Φώς ιλαρόν..

Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ.
Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν.
Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς οσίαις. Υιε Θεού, ζωήν ο διδούς• διο ο κόσμος Σε δοξάζει».

 

Ψάλλει ο  πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Λεωτσάκος 1968, λίαν κατανυκτικός...

2 σχόλια:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... "Φώτης Κόντογλου

Μυστικὰ Ἄνθη


Ἡ μεγάλη μονοτονία τῆς φύσης καὶ τῶν μεγάλων ἔργων (απόσπασμα)​

Πόσα ἔχει ἀκούσει τούτη ἡ τέχνη ἀπὸ τὴν ἀμάθεια κι ἀπὸ τὴν ἐπιπολαιότητα, ποὺ αὐτά, ἴσια-ἴσια, εἶναι ἡ τρανώτερη ἀπόδειξη τῆς ἀξίας της!

Γιὰ τὴ μονοτονία κατηγοροῦνε καὶ τὴν ὑμνῳδία μας, ἰδίως τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας, ποὺ χρειάζουνται πνευματικὰ αὐτιὰ γιὰ νὰ τὴ νοιώσει κανένας, ὅπως χρειάζονται πνευματικὰ μάτια γιὰ νὰ νοιώσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία μας. Εἶναι ἀπίστευτες οἱ ἀνοησίες κι οἱ ἐλαφρότητες ποὺ λένε οἱ ἐπικριτές τους γιὰ νὰ τὶς κατακεραυνώσουνε, μὲ μιὰ κωμικὴ αὐταρέσκεια.

Ἀπὸ τὴν ὑμνῳδία τῆς Ἐκκλησίας μας ἂς πάρουμε τὸν «Ἐπιλύχνιον Ὕμνον», δηλαδὴ τὸ «Φῶς ἱλαρόν», ποὺ τὸ ψέλνουνε οἱ ἱερεῖς στὸν Ἑσπερινὸ κάθε μεγάλης γιορτῆς, μετὰ τὴν Εἴσοδο.

Αὐτὸς ὁ ὕμνος εἶναι, ὅπως γράφουνε τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, ποίημα Ἀθηνογένους τοῦ Μάρτυρος, ποὺ μαρτύρησε κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς διωγμούς. Ἀλλά, ὅπως λέγει ἡ παράδοση, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ πολὺ ἀργότερα, ἀπὸ τὸν Σωφρόνιο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει γράψει γι᾿ αὐτὸν τὸν ἐξαίσιον ὕμνο τὰ παρακάτω λόγια: «Οἱ πατέρες μας δὲν θελήσανε νὰ δέχουνται σιωπηλὰ τὴ χάρη τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός, ἀλλὰ μόλις φανεῖ (τὸ χρυσὸ φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ βασιλεύει), θέλουνε νὰ εὐχαριστοῦνε τὸν θεὸ (ποὺ ζήσανε κι αὐτὴ τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ τὸ δοῦνε)». Καὶ παρακάτω λέγει πὼς εἶναι ὕμνος ποιημένος ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθηνογένη, ποὺ τὸν ἔψελνε τὴν ὥρα ποὺ τὸν ρίξανε οἱ δήμιοι στὴ φωτιά.

Τὰ ἱερὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ ὕμνου εἶναι τοῦτα: «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, θεόν. Ἄξιόν Σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναὶς αἰσίαις, Υἱὲ θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς. Διὸ ὁ κόσμος Σὲ δοξάζει».

Ὅπως βλέπει κανένας, ἡ γλῶσσα αὐτοῦ τοῦ ὕμνου εἶναι βιβλική, Ἱερατική, μυστική, λιτή, αὐστηρή, δογματική. Τοῦτος ὁ ὕμνος εἶναι σὰν ἕνας μέγας ποταμός, ποὺ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς μυστηριώδους Ἀσίας, ποὺ κυλᾷ τὰ νερά του μὲ μονότονη μεγαλοπρέπεια, καὶ ποὺ τὸ μονότονο βούϊσμά του εἶναι «ἡ φωνὴ ὑδάτων πολλῶν», ποὺ λέγει ἡ Γραφή. Κι ἡ μουσικὴ μὲ τὴν ὁποία ψελνότανε, φαίνεται πὼς ἤτανε καὶ κείνη ἀρχαία, σὰν τὸ κείμενο, κι ἔφταξε ἴσαμέ μας, ἱερατική, ἀργή, ἀποκαλυπτική, μονότονη, αὐστηρή.

Ἀλλά, οἱ κούφιοι ἄνθρωποι ποὺ εἶπα, δὲν ἀφήσανε ἀπείραχτο μήτε αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο κι ἱερὸ κειμήλιο, καὶ θελήσανε νὰ τὸ «τελειοποιήσουνε», οἱ κουτσοὶ καὶ στραβοί, καὶ βάλανε βέβηλο χέρι καὶ σ᾿ αὐτό, ἀνύποπτοι γιὰ τὸ τί πρᾶγμα πηγαίνανε νὰ χαλάσουνε. Στὸ κείμενο, ποὺ εἶναι ἀκατάλυτο σὰν κάστρο, δὲ μπορέσανε νὰ βροῦνε κανέναν ἁρμὸ γιὰ νὰ χώσουνε καμμιὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς βλακώδεις «τελειοποιήσεις» καὶ τὸ μόνο ποὺ ἐπιχειρήσανε ἤτανε νὰ ἀλλάξουνε τὸ «φωναῖς αἰσίαις» μὲ τὸ «φωναῖς ὁσίαις», γιατὶ δὲν ἤτανε σὲ θέση νὰ νοιώσουνε τὴν ἐκφαντορικὴ ὡραιότητα καὶ πρωτοτυπία ποὺ ἔχει ἡ φράση «φωναῖς αἰσίαις», κι ἀκόμα, γιατὶ δὲν ἤτανε σὲ θέση, τουλάχιστον, νὰ προσέξουνε πὼς τὸ «φωναῖς αἰσίαις», ποὺ θὰ πεῖ «μὲ φωνὲς χαρούμενες, εὐχαριστήριες», ἔχει ἀντιστοιχία μὲ τὸ «φῶς ἱλαρόν» ποὺ θὰ πεῖ «φῶς χαροποιό, φῶς ἐλπιδοφόρο, φῶς κατανυκτικό». Ἐνῷ τὸ «ὁσίαις» εἶναι σὰν ξεχρωματισμένο, κοινὸ καὶ ἄτονο, ὅπως εἶναι οἱ λογιώτατοι νεωτεριστές, τὰ πνευματικὰ ξερίχια ποὺ δὲν χωνεύουνε τὴν παράδοση. Λοιπόν, μικρὴ ἡ ζημιὰ γιὰ τὸ κείμενο.

Ἀλλὰ ἡ καταστροφὴ ἔγινε στὴ μουσική, ἀπὸ τὸν νεωτεριστὴ καὶ ἐραστὴ τοῦ «φιλοπαίγμονος» ὕφους καὶ ἐχθρό της αὐστηρῆς μονοτονίας Ἰωάννη Σακελλαρίδη, ποὺ ἐπιχείρησε νὰ «συγχρονίσει» τὴ μουσικὴ τοῦ ὕμνου, μὴ σκαμπάζων ἀπὸ τὰ μυστήρια ποὺ εἴπαμε, κι ἔτσι, ἀντὶ τῆς μεγαλόπρεπης καὶ ἀποκαλυπτικῆς παλαιᾶς μουσικῆς, ἕντυσε τὰ βαθειὰ λόγια τοῦ ὕμνου μὲ μία χορευτικὴ καὶ «γλυκείαν» εὐρωπαϊκὴν μουσικήν, σχεδὸν βαρκαρόλας ἢ παστοράλε, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ μελοποιήσει κάποιο ποίημα τοῦ μακαρίτη Ἰωάννη Πολέμη ἢ τοῦ Δροσίνη. Καμαρῶστε τὰ χάλια τῶν μοντερνιστῶν στὰ τῆς Ἐκκλησίας μας."

(συνεχίζεται)


ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

(συνέχεια)

καυστικός ὁ κύρ Φώτης,

ἀλλά καὶ πὼς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ ξαναβάλλει στὴν ρότα τους τὰ πράγματα

ποὺ καὶ τότε, εἴχαν ἄσχημα ξεϕύγει...

καὶ ξεστρατίσει...

ἀϕοῦ εἶναι στὴν πτωτική μας ϕύση πλέον, μόνιμο κουσούρι

ἡ... περιέργεια...



ὁ... περί τὸ ἕργον, ἤτοι,

παρασυρμός...

καὶ διάχυση τοῦ νοός μας... !



(σ'χωρᾶτε με λοιπόν... καὶ...

ὁ χωρῶν, χωρεῖτο... !)