Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Ο,ΤΙ ΚΟΨΕΙ Ο ΝΟΥΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΚΗ ΡΟΥΧΑ και ΜΑΞΙΛΑΡΑΚΙ για το αεροπλάνο σε ένα!

Ο χαριτωμένος π. Ιωάννης Καλαΐδης και το θαύμα της Αγίας Παρασκευής!

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Στο Νεοχώρι Σιντικής του νομού Σερρών, όπου ζούσε ο άγιος Πατήρ, υπάρχει ένα παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής, στους πρόποδες του βουνού.
Επειδή η περιοχή έχει πολλά παρεκκλήσια, όπου έγιναν πολλά θαύματα, ο παππούλης μάς έλεγε ότι ο τόπος αυτός είναι ένα δεύτερο Άγιον Όρος!
Κάποτε λοιπόν μας διηγήθηκε:
«Στους πρόποδες του βουνού ( Μπέλες), υπάρχει ένα πολύ παλιό εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής. Πήραμε άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία για να το επισκευάσουμε και χρειάστηκε να αφαιρεθεί η παλιά στέγη του ναού. Πλησίαζε η γιορτή της αγίας και σκεφτόμουν πώς θα κάνουμε την θεία λειτουργία χωρίς την οροφή, διότι είχε πολλή ζέστη. Για μένα είχαν τοποθετήσει μια μικρή τέντα, στο ιερό. Τότε είπα: Αγία Παρασκευή πώς θα σταθούν οι ηλικιωμένες γυναίκες μέσα στον ήλιο; Σε παρακαλώ κάνε το θαύμα σου! Ήρθε η ημέρα της γιορτής και κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας, ήρθε ένα συννεφάκι και στάθηκε επάνω από τους πιστούς μέχρι το τέλος της ακολουθίας! Διαλύθηκε δε όταν αποχώρησαν όλοι»!
Το συγκλονιστικό αυτό θαύμα όπως μας το διηγήθηκε ο παππούλης μάς συγκίνησε και εδραίωσε μέσα μας την βεβαιότητα ότι είχαμε μπροστά μας έναν αγιασμένο Πατέρα της Εκκλησίας!
Ο σεβασμιώτατος επίσκοπος Μόρφου κ.κ. Νεόφυτος αναφερόμενος σε συνέντευξή του στο π. Ιωάννη είπε σχετικά με τις προφητείες του για την Πόλη»» Ο όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης Καλαΐδης, αγιότατος… !»
Η ζωή του μακαριστού Πατρός Ιωάννη θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε ένα νέο Γεροντικό των σύγχρονων αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας!
Η αγία ευχή του να μας σκεπάζει και να μας στηρίζει πάντοτε! Αμήν!
Μιλτιάδης Τσεσμετζής – εκπαιδευτικός

Αρχαία Γεροντικά στο σήμερα..

Ο κυρ Μηνάς..

  Μπορεί να είναι εικόνα 3 άτομα 
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο  και παρατηρώ έναν παππούλη, μόλις που στέκεται όρθιος με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού. Για κάποιο λόγο το βλέμμα μου στάθηκε σε εκείνον και για κάμποση ώρα παρατήρησα τις κινήσεις του μέχρι που απόφασισα να κατέβω κάτω στον δρόμο να τον συναντήσω. Ο παππούλης προσπαθούσε να σταματήσει ένα ταξί αλλά δυσκολευόταν ακόμη και να κάνει σινιάλο. Έτσι αφού στάθηκα στην απέναντι μεριά για λίγο, αποφάσισα να καλέσω ένα ταξί για εκείνον.
- «Ράδιο Ταξί Ηρακλείου παρακαλώ».
- «Ναι παρακαλώ ένα ταξί θα ήθελα Αγίου Μήνα και Κατεχάκη».
- «Για που;»
- «Μισό λεπτό να ρωτήσω γιατί δεν είναι για μένα».
- «Παππούλη που πηγαίνεις; Έχω καλέσει ταξί για σένα».
- «Μασταμπά πάω παιδί μου. Εσυ;»
Ο οδηγός θα έφτανε σε 3 λεπτά οπότε έκατσα να κάνω παρέα στον παππούλη και να μου προσφέρω ένα μικρό μάθημα ζωής.
- «Πως σε λένε παππού;»
- «Μηνά Ευτυχίδη.. Ευτυχίδη» μου απάντησε σα να ήθελε τόσο πολύ να μου πει το όνομα του!
- «Είσαι καλα;»
- «Δόξα τω Θεω παιδί μου, έζησα 94 υπέροχα χρόνια! Δεν στερήθηκα τίποτα και ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο…», είπε με μια γλυκιά νοσταλγία στο βλέμμα του «…αλλά η ζωή είναι γλυκιά και πάντα κάτι παραπάνω θα θέλεις για να είσαι ευτυχισμένος».
- «94; Ζωή να έχεις παππού. Να είσαι γερός!»
- «Ε παιδί μου δεν είναι καλό»
- «Δεν είναι καλό;»
- «Ναι δεν είναι καλό να ζει κανείς πολλά χρόνια. Έχω χάσει όλους τους φίλους μου, όλοι έχουν φύγει»..
- «Εντάξει παππού αλλά έζησες όμορφα χρόνια»
- «Δεν έχω παράπονο. Αλλά η ζωή είναι γλυκιά και πάντα κάτι παραπάνω θα θέλεις για να είσαι ευτυχισμένος».
Την ίδια ακριβώς φράση την επανέλαβε μέσα σε λίγα λεπτά σα να ήθελε να του κάνω την ερώτηση που ακολούθησε,
- «Εσύ τι θέλεις για να είσαι ευτυχισμένος παππού;»
- «Ε να παιδι μου, ένα εγγόνι.. άλλοι στα 70 έχουνε δισέγγονα και εγώ ούτε ένα εγγόνι. Βλέπεις παντρεύτηκα μεγάλος γιατί ήθελα να ζήσω τη ζωή μου! Και την έζησα! Δυό φορές παντρεύτηκα…»
- «Παιδιά έχεις παππού;»
- «Έχω μια κόρη 32 χρόνων. Μόλις αρραβωνιάστηκε» είπε σα να της είχε παράπονο και συνέχισε «πρέπει να παντρεύεσαι μικρός, να κανείς μικρός παιδιά!»
- «Γερός να είσαι παππού και σύντομα θα σου χαρίσει η κόρη σου το εγγονάκι» του απάντησα ενθαρρυντικά.
Ο Κυρ Μηνάς με κοίταξε χαμογελώντας ελαφρά και κουνώντας το κεφάλι σα να άφηνε την απάντηση να τη δώσει ο Θεός.
Το ταξί καθυστερούσε. Είπαμε κι αλλά πολλά. Για την καταγωγή του, την επαγγελματική του καριέρα… μιλήσαμε σα να γνωριζόμασταν. Σα να είχαμε ανάγκη και οι δύο αυτό τον διάλογο, ο καθένας για τους λόγους του.
Το ταξί έφτασε. Αφού άνοιξα την πόρτα στον παππούλη ζήτησα στον οδηγό να ανοίξει το παράθυρο. Του έδωσα λίγα περισσότερα χρήματα από το αναμενόμενο κόστος της διαδρομής.
«Τι έκανες εκεί;» μου λέει ο παππούς.
«Δώρο από εμένα κύριε Μηνά, να είσαι καλά!
Ο παππούλης με κοιτάει απορημένος και ευχάριστα έκπληκτος… Ο οδηγός επιταχύνει και ο παππούλης που ήθελε να ξέρει ποιόν να ευχαριστήσει μόλις που πρόλαβε να ρωτήσει καθώς απομακρυνόταν:
«Πώς σε λένε……;;;;»
Να είσαι καλά παππούλη και δεν έχει σημασία πως με λένε. Άλλωστε οι ψυχές μας γνωρίζονται γιατί αυτή η συνάντηση δεν ήταν τυχαία·
Έφυγα από το σημείο γαλήνιος και ανάλαφρος ...
Via: Stylianos Rouvakis

Κύπρος Αγαπημένη

ΑΝΑΧΩΡΗΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗΣ σε ηλικία 96 ετών.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο 
 Ήταν ο μοναχός που έβγαλε το σκουφί και το ράσο του και τα έδωσε, μαζί με το όνομά του, στον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Σημειώνεται ότι, ο Χρύσανθος Μαχαιριώτης ίδρυσε το Μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Γελήνι Κορινθίας και τον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονα, στα Γεληννιάτικα Ξυλόκαστρου, όπου και μόναζε.
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ. ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΤΟΝ Γρηγόρη Αυξεντίου.

ΠΟΛΕΜΕΙΤΕ ΠΟΛΥ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ !

 

ΕΔΩ

!!!

 


Διαδρομή

 Λήψεις με drone πάνω στη διαδρομή Λιβάδι-Κόντουρ Μάρι -Κισάτσα - Μεγάλες Μπιστεριές - Προφήτης Ηλίας (21-7-2024) 

Το ξεχωριστό που συνοδεύει το βίντεο ηχογραφήθηκε το 1987 στο Λιβάδι Ολύμπου. Παίζουν οι: Θεοδωρής Σωτήρης κλαρίνο, ο Γεωργούλης Βαγγέλης κλαρίνο, ο Γκρίζος Βαγγέλης κορνέτα και ο Γκατζούνης Κώστας ακορντεόν.

''Η Οθωμανίδα άλλαξε πίστη και βαπτίσθηκε χριστιανή, με τ' όνομα Παρασκευή και το παιδί της γιατρεύτηκε"...

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Στο 114 φύλλο της εφημερίδας ΑΡΤΟΖΗΝΟΣ έχει δημοσιευθεί ομιλία του Σερβαίου ιστοριοδίφη  Νίκου Παπαγεωργίου, σε εκδήλωση που οργάνωσε ο Σύνδεσμος του χωριού μας στις 16 Αυγούστου 1997, κατά την οποία έγινε αποκάλυψη αναμνηστικής πλάκας στου "Παπά το Λιθάρι". Αντιγράφουμε από την ομιλία το κείμενο που αναφέρεται στο Θαύμα της Αγίας Παρασκευής.

"...Με αισθήματα υπερηφάνειας και ευγνωμοσύνης συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ στου «Παπά το λιθά­ρι» για να εκπληρώσουμε με καθυ­στέρηση ένα μεγάλο χρέος. Συγκεντρωθήκαμε να τιμήσουμε κυρίως ένα προγονό μας, τον παπα-Γιώργη Δάρα για τη θρη­σκευτική και εθνική του προσφορά και ν' αποτίσουμε φόρο τιμής στους Σερβαίους αγωνιστές της Παλιγγενεσίας μας.

Πριν από λίγο έγινε αποκάλυψη της μαρμάρινης πλάκας που γρά­φει:
«ΤΟΠΟΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΑΝΩ­ΘΕΝ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΥΠΟ ΙΕΡΕΩΣ Γ. ΔΑΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΒΗΛΩΣΑΝΤΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥ ΚΑΤΑΚΤΗΤΟΥ (ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΝΤΩΝ) ΕΙΣΑΚΟΥΣΘΕΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΕΗΣΕΩΣ».

 Ο παπα-Γιώργης Δάρας, γνή­σιος και αντάξιος απόγονος γε­νιάς αγωνιστών, που όταν αργότερα εξερράγη η επανάσταση άλλαξε το θυμιατό με το καριοφύλι. βρισκόταν προεπαναστατικά μια μέρα εδώ.Αγναντεύοντας προς του "Ντάρδα Κλώνη" (αχλάδια του Κλώνη αρβανίτικα), βλέπει να κα­τηφορίζει έφιππος ένας Τούρκος ερχόμενος από το μέρος των Λαγκαδίων. Σταμάτησε ο Τούρκος στη βρύση, πότισε τ' άλογο του και στη συνέχεια φτάνοντας στην εκ­κλησία της Αγίας Παρασκευής δί­νει μια κλοτσιά στην πόρτα, την άνοιξε κι έβαλε μέσα τ' άλογο του. Το αίμα του παπα-Γιώργη ανέβηκε στο κεφάλι. Αποκαλύφθηκε, γονά­τισε και προσευχήθηκε.

-Αγία μου Παρασκευή, αν δεν κάνεις το θαύμα σου, δεν θα σου ξα­νανάψω το καντήλι.
Επεκτείνοντας μάλιστα την απειλή του, πρόσθεσε:
-Θα σε κλείσω με παλιούρια, (είδος αγκαθωτού θάμνου).

Ο Τούρκος γύρισε το απόγευμα, πήρε τ' άλογο του, το καβάλησε και πήγε στη βρύση να το ποτίσει (τότε δεν ήταν πλακόστρωτο αλλά βούρκος}. Ενώ πότιζε το άλογο, έπαθε επιληψία και έπεσε μέσα στο βούρκο. Οι πρόγονοι μας που τον είδαν, τρομοκρατήθηκαν (περιγράψαμε προηγουμένως τις συνέπειες που είχε για τους Έλληνες ο θάνατος ενός Τούρκου, 99 Έλληνες έπρεπε να σκοτωθούν). Έτρεξαν να του προσφέρουν τη βοήθειά τους. Ταυτόχρονα μερικοί ταχύποδες έφυγαν για τα Λαγκάδια προκειμέ­νου ν' αναφέρουν το περιστατικό στην οικογένειά του. Ήρθε η οικο­γένεια του και τον μετέφερε με φορείο στα Λαγκάδια. Ενώ ο ασθε­νής ήταν στο σπίτι του και η οικο­γένεια του προσπαθούσε να τον γιατρέψει, η μητέρα του είδε στ' όνειρο της μια μαυροφορεμένη γυ­ναίκα, που της είπε:
-Είμαι η Αγία Παρασκευή.

Έντρομη και αισθανόμενη ένα παράξενο συναίσθημα ρώτησε τις Ρωμιές τι έπρεπε να κάνει. Εκείνες της συνέστησαν να στείλει αφιε­ρώματα στην εκκλησία. Ακολούθη­σαν δώρα προς την εκκλησία, μεταξύ των οποίων και ένα φόρτωμα λιβάνι και ένα φόρτωμα κερί. Στη συνέχεια οι Ελληνίδες όταν την είδαν να ενδίδει και να ζητά τις συμβουλές τους, της συνέστησαν ν' αλλάξει πίστη.

Η Οθωμανίδα άλλαξε πίστη και βαπτίσθηκε χριστιανή, με τ' όνομα Παρασκευή και το παιδί της γιατρεύτηκε"...

ΚΥΠΡΟΣ _ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δεν χτύπησε ούτε σήμερα η καμπάνα, ανήμερα της Μνήμης της, μισός αιώνας τώρα!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία. 

Το έδαφος της κοινότητας ανήκει εκ του νόμου (de jure) στην Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας είναι κοινότητα που υπάγεται διοικητικά στην Επαρχία Αμμοχώστου. Ωστόσο, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το χωριό ελέγχεται απο το ψευδοκράτος. ..

Picture 

Ο Ναός της Αγίας Παρασκευής  είναι ο ενοριακός ναός του χωριού, μήκους 50 ποδών και πλάτους 25,5. Εκτίσθη το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα πάνω απο τα ερείπια παλαιοτέρου ναού, εκεί μεταξύ των πετρών των ερειπίων υπήρχε θέση με κανδήλα, την οποίαν οι κάτοικοι του χωριού άναβαν για να "ξορίση ο Θεός το κακό" Η Αγία Παρασκευή επροστάτευεν τον κόσμον από τον ελώδη πυρετόν. Ο ναος εμυρώθη επί Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυρίλλου του Γ´ στις 23 Οκτωβρίου 1923.

 Η κατάσταση της Εκκλησίας περιγράφει το ήθος και την βαρβαρότητα του δαιμονικού Ισλάμ .

Γιαλάφτης - Ο μαντιναδολόγος του έρωτα

Έτσι μου είπε ο γλυκός απο έλεος και άφατος στους οικτιρμούς Ιησούς

 



Ἡ ἁγία Παρασκευὴ

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦτο δώδεκα χρονῶν κόρη ἀπὸ γένος εὐγενικόν. Μείνασα ὀρφανὴ ἐμοίρασεν ὅλην της τὴν περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ αὐτὰ ἠγόρασεν τὸν παράδεισον. Καὶ μετεχειρίζετο ὡς φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμουμένη τὰς ἁμαρτίας της. Ὡς σκουλαρίκια εἶχε τὰ ὦτα της ἀνοικτὰ διὰ ν᾿ ἀκούη τὰς Ἁγίας Γραφάς. Ὡς κορδόνι εἶχε τὰς πολλὰς νηστείας, ὁποὺ ἔκαμνον τὸν λαιμόν της καὶ ἔλαμπεν ὡς ἥλιος. Ὡς δακτυλίδια τοὺς κόμβους τῶν δακτύλων της ἀπὸ τὰς πολλὰς μετανοίας ὁποὺ ἔκαμνεν. Ὡς χρυσοῦν ζωνάριον τὴν παρθενίαν ὁποὺ ἐφύλαξεν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν ὁποὺ εἶχε εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁποὺ τὴν ἐσκέπαζεν. Ἔτσι ἐστολίζετο ἡ Ἁγία. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένα κορίτσι καὶ θέλη νὰ στολίζεται, ἂς στοχασθῆ τί ἔκαμνεν ἡ Ἁγία, νὰ κάμνη καὶ ἐκείνη, ἂν θέλη νὰ σωθῆ.Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφώτατη. Καὶ διὰ τὴν καθαρότητά της τὴν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε καὶ θαύματα. Ἰατρευε τυφλούς, κωφούς· ἀνέστηνε νεκρούς. Δυὸ Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάμνη θαύματα, τὴν ἐφθόνησαν καὶ τὴν διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνίνον ὡς χριστιανήν. Τὴν κράζει λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς, νὰ τὴν κάμνη βασίλισσαν. Λέγει του ἡ Ἁγία: Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν διάβολον· ν᾿ ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε νὰ ἄφηνες καὶ σὺ τὸ σκότος καὶ νὰ ἤρχεσο εἰς τὸ φῶς. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλῆ μὲ τοιαύτην παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως θέλωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μὴ φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους μήτε δαίμονας, νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν μας. Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας: Σοῦ δίδω τρεῖς ἡμέρες διορίαν· ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ θανατώσω. Λέγει του ἡ ἁγία: Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ὁποὺ θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κᾶμε τὸ τώρα, διότι ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου. Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊὰν καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμάτο πίσσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέπουσα ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ἐχαίρετο, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον καὶ νὰ ὑπάγη εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον. Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν ἁγίαν εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐμβαίνει μέσα. Περιμένει δυὸ - τρεῖς ὥρας ὁ βασιλεὺς καὶ βλέπων ὁποὺ δὲν καίεται ἡ Ἁγία της λέγει: Παρασκευὴ διατὶ δὲν καίεσαι; Λέγει του ἡ Ἁγία: Διότι ὁ Χριστὸς ἐδρόσισε τὸ νερὸ καὶ δὲν καίομαι. Λέγει της ὁ βασιλεύς: Ραντισόν με καὶ ἐμὲ διὰ νὰ ἴδω, καίει; Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰς δυό της χείρας καὶ τοῦ ρίπτει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθη καὶ ἐγδάρθη τὸ πρόσωπόν του. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγώ· καὶ ἔβγα νὰ μὲ βαπτίσῃς. Ἐβγῆκεν ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τὸ βασίλειον. Ἔπειτα τὴν ἀπεκεφάλισεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε.
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, διδαχή β΄

Ιδανικά, θα μπορούσε να ήταν κι έτσι...

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Τελικά υπάρχουν νούσιμοι Αγιονορείτες

 ΜΕΓΑΛΟ ΟΧΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ Ο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΕΞΩ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ! 

Μόνο οι Μονές Λαύρας, Ιβήρων & Ξενοφώντος, μαζί με τη νέα λεγόμενη "νεα αδελφότητα δηλ δυο κούκους" της Εσφιγμένου ψήφισαν υπέρ!


Ο Βοϊδομάτης ποταμός

 Ο Βοϊδομάτης ποταμός Ν. Ιωαννίνων: είναι ποταμός του νομού Ιωαννίνων, παραπόταμος του Αώου. Οι κύριες πηγές του βρίσκονται κάτω από το χωριό Βίκος. Στην διαδρομή του δέχεται και άλλα υδάτινα ρεύματα που σχηματίζονται στις πλαγιές της Τύμφης ή προέρχονται από το Φαράγγι του Βίκου και τελικά συμβάλει στον Αώο κοντά στην Κόνιτσα. Ο ποταμός έχει συνολικό μήκος 15 χιλιόμετρα. Η ονομασία του Βοϊδομάτη προέρχεται από το σλάβικο Μπόντε - Ματ, που σημαίνει καλό νερό.

Κάψα

 κυρ

Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι βλογημένα. Τότε ποὺ ἔκανε τὸν κόσμο, εἶδε πὼς εἶναι πολὺ καλὰ ὅσα ἔκανε. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Καὶ τὸ κρύο κ’ ἡ ζέστη, κ’ ἡ καλοσύνη κ’ ἡ φουρτούνα, κι ὁ χειμῶνας καὶ τὸ καλοκαίρι, κ’ ἡ δροσιὰ κ’ ἡ πάχνη. Ἀληθινά, ὅλα εἶναι καλά. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι˙ πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ˙ τὰ ὄρη καὶ πάντες βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι».

Τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα φυσικὰ καὶ βλογημένα, θυμᾶμαι πὼς ὅλα μοῦ φαινόντανε καλά. Ὅλα τὰ δεχόμουνα μὲ χαρά, καὶ τὰ πιὸ σκληρὰ˙ φουρτοῦνες, παγωνιές, βροχές, κούραση, δίψα, πεῖνα καὶ κάθε κακοπάθηση. Καὶ μάλιστα εὕρισκα πολλὴ εὐχαρίστηση νὰ τὰ περνῶ μὲ ὑπομονή. Καὶ τώρα ποὺ τὰ θυμᾶμαι, μοῦ φαίνονται ἀκόμα πιὸ ἔμορφα.

Ἔτσι, καὶ τίς ὧρες ποὺ ἔκανε κάψα, κ’ ἡ γῆς καβουρντιζότανε καὶ μύριζε στουρναρόπετρα, ἔνιωθα πολλὰ πράγματα μέσα μου, μυστήρια ποιητικά, ποὺ μὲ κάνανε νὰ τὴν ἀγαπῶ. Τ’ ἀπομεσήμερο, τὴν ὥρα ποὺ βράζει ὁ κόσμος, βαστᾶ μιὰ βουβὴ ἡσυχία, σὰν νά ‘ναι νύχτα βαθιά.

Στὸ νησί μου ἡ ἐρημιὰ φαινότανε πιὸ μεγάλη αὐτὲς τίς ὧρες. Πολλὲς φορὲς τύχαινε νὰ πάρω τὴ βάρκα μου ἀπὸ νωρὶς καὶ νὰ πάγω νὰ ψαρέψω. Ἔπαιρνα μαζί μου ψωμὶ μαῦρο, ντομάτες, ἐλιὲς μέσα σὲ μιὰ ξυλόκουπα, ἕνα μαχαίρι, σπίρτα καὶ καπνό. Τραβοῦσα παραμέσα στὸ μπουγάζι, κατὰ τὸ μαΐστρο. Περνοῦσα δυὸ – τρεῖς μικροὺς κάβους καί, σὰν ἔφτανα σ’ ἕναν κόρφο, φουντάριζα ἀνοιχτὰ καὶ ψάρευα. Ἔπιανα καμιὰν ὀκὰ μικρόψαρα, τὰ πιὸ πολλὰ ἤτανε σαργοί, ποὺ εἶναι πολὺ νόστιμοι.

Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνου), π. 1925, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη

Κατὰ τὸ μεσημέρι πήγαινα γιαλό, ἄραζα τὴ βάρκα σὲ κάποιο μέρος ποὺ εἶχε ρηχὰ νερά, κοντὰ σ’ ἕνα μονόπετρο. Ἐκεῖ πέρα εἶχε καβούρια καὶ μύδια μέσα στὴ φυκιάδα. Ὡς νὰ πάγω ἀπὸ δῶ ἴσαμε ἐκεῖ, γέμιζε ἕνα καλάθι θαλασσινά, μύδια, κοροχύλες, καλογριές. Ἔπιανα καὶ λίγα μεγάλα καβούρια, ποὺ εἶχε μερμηγκιά, καὶ ποὺ δαγκάνανε τὰ δάχτυλά μου ἐκεῖ ποὺ ἔψαχνα γιὰ μύδια, καὶ τά ‘βαζα μέσα στὴ βάρκα. Ὕστερα πεταγόμουνα λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιά, ποὺ εἴχαμε ἕνα μποστάνι δίχως νὰ τὸ φυλάγει κανένας, κ’ ἔκοβα ἕνα δυὸ καρπούζια καὶ κανένα ξυλάγκουρο ποὺ μοσκοβολοῦσε, καὶ γύριζα στὴ βάρκα. Ἔπιανα τὰ κουπιά, καβατζάριζα τὸ μονόπετρο καὶ τραβοῦσα παραμέσα, μέσα σὲ μιὰν ἀγκάλη, ποὺ τελείωνε σὲ μιὰ μικρὴ ἔρημη ἁλυκή.

Ὁ κόσμος ἔβραζε ἀπὸ τὴ λάβρα. Ὁ ἥλιος ἤτανε σὰν φωτιὰ˙ τὰ μάτια μου θαμπώνανε, δὲν μποροῦσα νὰ κοιτάξω, κι ὧρες – ὧρες τὰ σφαλοῦσα. Ὁ ἱδρῶτας ἔσταζε ἀπάνω στὸ μπάγκο της βάρκας. Τὸ μοῦτρο μου ἄναβε, τὰ μηλίγγια μοῦ χτυπούσανε. Τὰ χέρια μου καὶ τὰ ποδάρια μου ἤτανε κεραμιδιά, ψημένα ἀπὸ τὴν ἄρμη κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἐρημιὰ στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα. Δὲ σάλευε τίποτα! Ἀκουγόντανε μοναχὰ οἱ σκαρμοὶ ποὺ τρίζανε, καὶ τὸ νερὸ ποὺ βουτούσανε τὰ κουπιά. Οἱ τρυπωτήρες καιγόντανε σὰν ἴσκα καὶ τοὺς ἔριχνα νερό. Ἡ κουπαστὴ λὲς κ’ ἤτανε πυρωμένο σίδερο, τὸ χέρι δὲν δεχότανε ν’ ἀκουμπήσει ἀπάνω της. Οἱ κάβοι καθόντανε σὰ στοιχειωμένοι.

Κατὰ τὴ νοτιᾶ φαινόντανε τὰ δυὸ βουνά, ποὺ τό ‘νὰ τὸ λένε τοῦ Λαγοῦ τ’ Αὐτιὰ καὶ τ’ ἄλλο Τοῦ Δαιμόνου ἡ Τράπεζα, ἔρημα καὶ βουβὰ σὰ νὰ ἤτανε στὸν ἄλλον κόσμο. Ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν ἀγκάλη ποὺ βρισκόμουνα, ἔβλεπα τὴ Νησοπούλα, ἕνα μικρὸ νησάκι μ’ ἕνα ρημοκκλήσι, καὶ μοῦ φαινότανε πὼς ἡ θάλασσα ἔβραζε γύρω της σὰν τὸ νερὸ ποὺ χοχλακὰ μέσα στὸ λεβέτι. Πέρα, κατὰ τὴν ἀντικρινὴ ἀκρογιαλιά, ἡ θάλασσα τόσο πολὺ ἄστραφτε, λὲς κ’ ἤτανε λιωμένο ἀσήμι, ποὺ ξέσκιζε τὸ μάτι σου νὰ τὴν κοιτάξεις. Ἡ πλάση ἤτανε βουβὴ κ’ ἔρημη. Μονάχα πολὺ μακριά, πίσω ἀπὸ ἕναν κάβο, ἂν ἔψαχνε καλὰ τὸ μάτι σου, ξεχώριζε μιὰ ψαρόβαρκα μὲ μιὰ τέντα, φουνταρισμένη σὰν νά ‘τανε στοιχειωμένη, γιατί ὁ ψαρᾶς θὰ κοιμότανε. Στὸ πέλαγο δὲ φαινότανε ψυχὴ ζωντανή. Τὸ ἴδιο καὶ στὴ στεριὰ˙ δὲν ἔβλεπες τίποτα νὰ σαλέψει. Ἕνας πελεκάνος ποὺ καθότανε ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, εἶχε γίνει κι ὁ ἴδιος πέτρα. Τὸ μονάχο πρᾶγμα ποὺ σάλευε, ἤτανε ἡ βάρκα κ’ ἐγὼ ποὺ τραβοῦσα κουπὶ σὰν ἀφιονισμένος.

Εἶπα πὼς δὲν ἀκουγότανε τίποτα, μὰ δὲν εἶπα σωστά. Μὲσ’ ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ καιγόντανε, ἔβγαινε ἕνα βουητὸ ἀπὸ τὰ τζιτζίκια, τζὶ-τζὶ-τζί, ποὺ ἐρχότανε κύματα – κύματα ἀπάνω στὸ πέλαγο, μιὰ δυνάμωνε, μιὰ λασκάριζε. Ἀλλά, ἕνα πρᾶγμα παράξενο! Αὐτὴ ἡ βουὴ ὄχι μοναχὰ δὲν λιγόστευε τὴ βουβὴ ἐρημιά, παρὰ σὰν νὰ τὴν ἔκανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη. Ὅπως περνοῦσε ἡ ἀκρογιαλιὰ δίπλα μου, κοίταζα νὰ δῶ μήπως σαλεύει τίποτα˙ μὰ ὅλα ἤτανε πεθαμένα κι ἀγριευόμουνα. Πέτρες, ἀγκάθια, ἀμμουδιές, σφερδούκλια, σκίνα, ὅλα ἤτανε στοιχειωμένα. Ὧρες – ὧρες ἔνιωθα σὰν φόβο, ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σ’ ἕνα ἔρημο μέρος περασμένα τὰ μεσάνυχτα.

Μ’ ὄλα ταύτα, ὁ ἥλιος μὲ στράβωνε, τὸ φῶς του περίλουζε ὅλη τὴν πλάση μὲ μιὰ πορτοκαλιὰ φωτιά. Μὰ τὰ μυστήρια δὲν εἶναι κρυμμένα μοναχὰ μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ ἐκείνη τὴ μεσημεριανὴ τὴν ὥρα ἕνα βαθὺ μυστήριο περισκέπαζε τὴν οἰκουμένη. Μ’ ὅλο ποὺ δὲ σάλευε τίποτα, σὲ κάθε πέτρα, σὲ κάθε τούφα ἀγριάγκαθο, σὲ κάθε βράχο, σὲ κάθε σφέρδουκλα, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, καὶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, ἔνιωθα πὼς παραφυλάγανε βουβὰ τελώνια, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ εὕρισκε ἀπάνω στὰ φλογισμένα ρημονήσια τῆς Ἰντίας ὁ Σεβὰχ Θαλασσινὸς κι ὁ Ἀμπουλβάρης.

Σὰν ἔφτανε βαθιὰ μέσα στὴν ἀγκάλη ποὺ εἶπα, κοντὰ στὴν ἔρημη τὴν ἁλυκή, ἄραζα τὴ βάρκα. Γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἔριχνα καὶ τὸ σίδερο, μὴν τυχὸν πάρει ἀγέρας τὴν ὥρα ποὺ θὰ κοιμᾶμαι καὶ ξουριάσει τὴ βάρκα.

Ἔβγαινα στὴ στεριὰ καὶ κοίταζα γύρω μου. Ἄλλο ζωντανὸ πλάσμα ἐξὸν ἀπὸ μένα κι ἀπὸ τὰ καβούρια ποὺ χαρχαλεύανε μέσα στὸν ντενεκέ, δὲν ἤτανε. Μοῦ φαινότανε πὼς ἤμουνα ὁ Ροβινσόνας ὁ ἴδιος, ποὺ εἶχε νὰ δεῖ ἄνθρωπο δέκα χρόνια στὸ ρημονήσι του. Πήγαινα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος, γιατί εἶχε κάτι δέντρα κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιά, καὶ λίγο παραπάνω ἤτανε ἕνα πηγάδι μὲ κρύο νερό, ποὺ ποτίζανε τὰ πρόβατα οἱ τσομπάνηδες. Πρῶτα – πρῶτα μάζευα κλαδιὰ κι ἀγκάθια κι ἄναβα φωτιὰ κ’ ἔψηνα ὅσα ψάρια θά ‘τρωγα. Ὕστερα πήγαινα στὸ πηγάδι καὶ γέμιζα ἕνα κανάτι ποὺ εἶχα, γέμιζα καὶ τὸν κουβᾶ καὶ τά ‘βαζα στὸν ἴσκιο, μέσα στὸν σκίνο. Γιὰ μεζὲ ἄνοιγα κανένα μύδι ὠμό, γιὰ κανένα κυδώνι. Γιὰ τραπέζι ἔβγαζα ὄξω τὸ καφάσι τῆς βάρκας.

Ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγα κοίταζα γύρω μου. Στὸ μέρος ποὺ καθόμουνα ἤτανε ἴσκιος, γιατί εἶχε πυκνὰ δέντρα, ποὺ ἀρχίζανε ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ σκεπάζανε τὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε ἀπὸ πάνω μου, σωστὴ ζούγκλα. Κάπου – κάπου ἄκουγα κ’ ἕνα κρὰκ δυνατό, ἀπὸ κανένα κλωνὶ ποὺ ἔσκαζε ἀπὸ τὴν κάψα.

Σὲ καμιὰ πενηνταριὰ πατήματα ἀπὸ μένα ἔπιανε ἡ ἁλυκή, ἴσια καὶ κάτασπρη. Τὰ μάτια μου δὲν μπορούσανε νὰ βαστάξουνε σὲ κεῖνο τ’ ἄσπρο τ’ ἁλάτι, ποὺ ἔβγαζε κάτι φλόγες στριφτές, ὁποὺ κάνανε νὰ τρέμουνε οἱ πέτρες καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ σφερδούκλια, ποὺ βρισκόντανε παραμέσα, σὰν νὰ τά ‘βλεπα πίσω ἀπὸ ἕνα θολὸ τζάμι, ὁποὺ σάλευε ὁλοένα καὶ μὲ ζάλιζε. Σὲ μιὰν ἄκρη τῆς ἁλυκῆς, ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα, στεκότανε ἕνα χάλασμα, τοῖχοι γκρεμνισμένοι, κίτρινοι καὶ κατάξεροι.

Ἀφοῦ τελείωνα τὸ φαγί μου, ξάπλωνα κατ’ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κοιμόμουνα. Σὰν ξυπνοῦσα κι ἄνοιγα τὰ μάτια μου, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα. Ἐκείνη ἡ φωτιὰ εἶχε σβήσει, μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἥλιος βρισκότανε ἀκόμα ψηλὰ μέσα στὸν οὐρανό. Μοναχὰ εἶχε γείρει κατὰ τὴν ὄξω θάλασσα, ἀπάνω ἀπὸ τ’ ἀντικρινὸ βουνό. Ὁ μπάτης εἶχε καλάρει φρέσκος κ’ ἡ βάρκα χόρευε καὶ κούναγε τὴν ἀντένα της. Ἡ θάλασσα ἄφριζε δροσερὴ˙ τὰ μικρὰ κύματα σιγοβουΐζανε χαρούμενα καὶ σβήνανε ἀπάνω στὰ βραχάκια καὶ στὰ ρηχά της ἁλυκῆς. Ἡ πλάση σὰ νὰ πανηγύριζε, ξυπνημένη ὕστερ’ ἀπὸ τὸν βαρὺν ὕπνο της.

Ἔμπαινα στὴ βάρκα, σαλπάριζα τὸ σίδερο, ἄνοιγα τὸ πανὶ καὶ καθόμουνα στὸ τιμόνι. Τὰ νερὰ κάνανε κλὰκ – κλὰκ στὴ μάσκα τῆς βάρκας, τὸ πανὶ φούσκωνε σὰν τ’ ἀθῶο μάγουλο τοῦ παιδιοῦ. Ἡ στεριὰ ἔφευγε κατὰ πίσω, κ’ ἐγὼ κοίταζα τό ‘νὰ καὶ τ’ ἄλλο, σὰ νά ‘μουνα βασιλιᾶς. Ποιός ἄνθρωπος μποροῦσε νά ‘ναι πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ μένα;

Ὄξω, στὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, ἕνα σωρὸ καράβια, λογῆς – λογῆς, βολτατζάρανε. Τὰ πανιὰ ἀσπρίζανε σὰν γλάροι μέσα στὴ μαβιὰ τὴ θάλασσα. Τὸ πέλαγο βούιζε γλυκὰ πέρα ὡς πέρα. Στὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, πίσω ἀπὸ τοὺς κάβους καὶ μέσα στὶς ἀγκάλες, ξετρυπώνανε ψαρόβαρκες, ἴδιες μὲ τίς πιρόγες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄγριοι τοῦ ὠκεανοῦ. Οἱ ἄνθρωποι σαλεύανε μέσα, καὶ δίνανε ζωή. Καὶ στὴ στεριὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ φαινόντανε ἀνθρῶποι: ἄλλοι περπατούσανε στὴν ἀκρογιαλιά, ἄλλοι λιχνίζανε στ’ ἁλώνια, ἄλλοι σαλαγούσανε τὰ πρόβατα καὶ κουδουνίζανε τὰ κουδούνια. Ὥρα σπερνοῦ, ἀκουγόντανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὸ Μοσκονήσι καὶ πέρα, ἀπὸ τ’ Ἀϊβαλί, ποὺ εἶχε δώδεκα ἐκκλησιές.

Τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, χρύσωνε τὴν πλάση σὰν νά ‘τανε εἰκόνισμα μαλαμοκαπνισμένο. Τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν κοκκινίζανε, κ’ ἡ θάλασσα σκούραινε σὰν μαβιὰ γαλαζόπετρα. Σιγᾶ – σιγά τό φῶς λιγόστευε, κι ὅλα ἀρχίζανε καὶ σκεπαζόντανε μ’ ἕνα γλυκὸ μυστήριο.

Ὅπως καθόμουνα στὸ τιμόνι, νανουριζόμουνα σὰν τὸ μωρὸ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας του. Ἄξαφνα ἔβγαινε τὸ φεγγάρι πίσω ἀπὸ τὸ Χοντρόβουνο, σὰν μεγάλο ὑδραργυρένιο πρόσωπο, κ’ ἔριχνε τὸ κρύο φῶς του στὴ θάλασσα. Θαρροῦσες πὼς βρίσκεσαι σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὸν ἔκαιγε ὁ ἥλιος ὅλη τὴ μέρα. Ἡ ἁρμύρα τῆς θάλασσας μύριζε πιὸ πολύ. Στὸ πρόσωπο καταλάβαινα τὴν ἄναψη ἀπὸ τὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ.

Οἱ γρύλοι τραγουδούσανε ἀπὸ τὰ σκίνα της ἀκρογιαλιᾶς κρὶ – κρὶ – κρί… Τὸ τραγούδι τους ἀνακατευότανε μαζὶ μὲ τὸ μαλακὸ καὶ δροσερὸ βούισμα ποὺ βγάζανε τὰ κύματα καὶ μὲ τὸ κλὰκ – κλὰκ ποὺ κάνανε στὴν πλώρη τῆς βάρκας. Τὸ φεγγάρι ψήλωνε σιγᾶ – σιγᾶ καὶ σάλευε ἀνάμεσα στὰ ξάρτια, μὲ τὸ σκαμπανέβασμα ποὺ ἔκανε ἡ βάρκα. Ἀπὸ μακριὰ ἀκουγόντανε τραγούδια ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίχως νὰ βλέπω τὴ βάρκα ποὺ καθόντανε οἱ τραγουδιστάδες, κι ἄλλα τραγούδια ἐρχόντανε στ’ αὐτί μου ἀπὸ τὴ στεριά. Σὲ λίγο περνούσανε ἀπὸ κοντά μου βάρκες καὶ περάματα κι ἀκουγότανε γιὰ μιὰ στιγμὴ φωνὲς καὶ γέλια, ὡς ποὺ ξεμακραίνανε.

Σὰν κόντευα στὴν ἀραξιά μου, κατέβαζα τὸ πανί, φουντάριζα τὸ σίδερο, ἔδενα τὴ βάρκα καὶ πήγαινα καὶ κοιμόμουνα. Ἔτσι θὰ κοιμοῦνται καὶ στὸν Παράδεισο.

 

Ὑποσημείωση:

  1. Τρυπωτήρα εἶναι τὸ σκοινὶ ποὺ εἶναι δεμένο τὸ κουπὶ στὸν σκαρμό.

Να ακολουθεί κάποιος τον Χριστό, σημαίνει να πάσχει, για να θεραπευθεί, και να σωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα... Δεν μπορεί να είναι διαφορετικά...

 Μπορεί να είναι εικόνα παραλία, ορίζοντας, ωκεανός, λυκόφως και νερό


~ Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΕΚΤΑΚΤΟ! ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ! ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΑΜΦΟΤΕΡΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ & ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

5 γενετικές τάσεις που κληρονομείς από τη μητέρα σου

 5 γενετικές τάσεις που κληρονομείς από τη μητέρα σου - OW.GR

Υπάρχουν κάποιοι τομείς στους οποίους φαίνεται ότι τα γονίδια που κληρονομείς από τη μητέρα σου βαραίνουν περισσότερο από εκείνα του πατέρα σου.

Τους μοιάζουμε. Ό,τι κι αν λέμε, τους μοιάζουμε. Κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και συχνότερα «πιάνουμε» τον εαυτό μας να μιμείται μια κίνηση, μια γκριμάτσα, μια απλή μαμαδίστικη συνήθεια. Αυτό το ξέρουμε, όπως ξέρουμε και ότι η συναισθηματική σχέση με τη μητέρα μας είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία μας.

Αυτό που ίσως δεν ξέρουμε είναι ότι τα περισσότερα μοναδικά χαρακτηριστικά μας –από το τι μας αρέσει να τρώμε, μέχρι τον τρόπο που συνδεόμαστε συναισθηματικά με τους άλλους ανθρώπους– επηρεάζονται άμεσα από γονίδια τα οποία κληρονομούνται από τη μητέρα μας!

Ας δούμε ποια είναι αυτά και ποιες εκφάνσεις της δραστηριότητάς μας αφορούν.

1. Οι συνήθειες στον ύπνο και ο ρυθμός καρδιακών παλμών

Τα γονίδια του κιρκάδιου ρυθμού, όπως το CLOCK, το PER3 και άλλα, επηρεάζουν τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου, και κατά συνέπεια, την υγεία μας. Οι καρδιακοί παλμοί καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από γονίδια τα οποία κληροδοτούνται από τις μητέρες στα παιδιά και διαμορφώνουν από την πρώιμη παιδική ηλικία την «συμπεριφορά» που έχουμε στον ύπνο.

5 γενετικές τάσεις που κληρονομείς από τη μητέρα σου

2. Τo ύφος προσκόλλησης

Γονίδια που σχετίζονται με τους υποδοχείς οξυτοκίνης, όπως το OXTR, επηρεάζουν το προφίλ μας στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Επηρεάζουν, με άλλα λόγια, τη δυνατότητά μας να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον ώστε να εκφράσουμε ελεύθερα τα συναισθήματα μας στους οικείους μας. Τα ύφη προσκόλλησης, γνωστά και ως attachment styles, διαμορφώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία και επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά μας στις ενήλικες σχέσεις μας.

3. Διατροφικές συνήθειες και προτιμήσεις

Υπάρχουν γονίδια που σχετίζονται με τους γευστικούς μας κάλυκες, όπως ο υποδοχέας γεύσης TAS2R38, που είναι υπεύθυνος για την αντίληψη της πικρής γεύσης. Οι τροφές και οι γεύσεις που προτιμάμε (γλυκιά γεύση, πικρή, πικάντικη κ.ά.) έχουν γενετική προέλευση, κληρονομούνται δηλαδή με κάποιο τρόπο. Οι μητέρες κυρίως (οι βασικές τροφοί μας από την στιγμή της γέννησης) είναι ικανές να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό το διατροφικό μας πλαίσιο για όλη την διάρκεια της ζωή μας.

4. Εξυπνάδα και γνωστικές ικανότητες

Πολλά γονίδια που συνδέονται με την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου, όπως το FMR1, μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητά μας να λύνουμε προβλήματα, πρακτικά ή επιστημονικά, τα επιτεύγματά μας σε σχέση με τη μάθηση και γενικότερα την οξυδέρκειά μας. Η εξυπνάδα, αυτή η σύνθετη λειτουργία του εγκεφάλου, επηρεάζεται σίγουρα από πολλές παραμέτρους, τόσο κληρονομικές, όσο και επίκτητες. Μολονότι και οι δυο γονείς «προικίζουν» τα παιδιά τους γονιδιακά, η συμβολή της μητέρας φαίνεται πως είναι η κυριότερη.

5. Συναισθηματική και νοητική υγεία

Διάφορα γονίδια παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και νοητική μας κατάσταση, π.χ. το 5-HTT ή διαβιβαστής σεροτονίνης, και το BDNF που κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη γνωστή ως εγκεφαλικός νευροτροφικός παράγοντας. Τα γονίδια αυτά θα μπορούσαν ως ένα βαθμό να προκαθορίσουν προδιάθεση για κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και άλλα ψυχικά νοσήματα. Και σε αυτή την περίπτωση, χωρίς να υποτιμάται κανένας από τους δυο γονεϊκούς ρόλους, η μητέρα φαίνεται να έχει την ισχυρότερη γονιδιακή επιρροή στην ψυχική και νοητική υγεία των παιδιών από την αρχή της ζωής τους.

πηγή

Τζουμέρκα μου περήφανα

Άιντε μωρέ τζουμέρκα μουΤζουμέρκα μου περήφανα
Τζουμέρκα μου περήφαναΒουνά μου ξακουσμένα
Άιντε μωρέ σαν τι κακόΣαν τι κακό να πάθατε
Σαν τι κακό να πάθατεΤι τάχα να θρηνείτε
Άιντε μωρέ τον κατσαντωΤον κατσαντώνη πιάσανε
Τον κατσαντώνη πιάσανεΣτα γιάννενα τον πήγαν
Άιντε κι εκεί τον εΚι εκεί τον εσκοτώσανε
Κι εκεί τον εσκοτώσανεΚαι κλαίμε τον χαμό του

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».

Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;

Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  

Άγιον Όρος Ι.Μ.Μεγίστης Λαύρας _Η ύψωση της Θεοτόκου

Τό Άξιον Εστίν στην πανηγυρική τράπεζα της πανήγυρης του Αγίου Αθανασίου ,η ύψωση της Θεοτόκου.

Το εκκλησάκι της Κρασοπαναγιάς

 Μπορεί να είναι εικόνα Σαντορίνη

Το εκκλησάκι της Κρασοπαναγιάς στα Μέθανα, είναι μία εκκλησία χτισμένη από... κρασί και χώμα,
ο μύθος της λέει πως πριν από πολλά χρόνια ένας ναυτικός, είχε φορτώσει τη βάρκα του με βαρέλια κρασί και πήγαινε στον Πειραιά.
Ωστόσο ο καιρός δεν του τα έφερε καλά.
Στο δρόμο για τον Πειραιά τον έπιασε δυνατή φουρτούνα.
Τότε εκείνος παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να φτάσει σώος στον προορισμό του, υποσχόμενος ότι θα έφτιαχνε ένα εκκλησάκι από κρασί.
Η ιστορία λέει ότι η Παναγία πράγματι τον βοήθησε και, όταν γύρισε έφτιαξε αυτό το εκκλησάκι.
Λέγεται, λοιπόν, ότι για το χτίσιμό του, ανακάτεψε χώμα με κρασί αντί για νερό, γι’ αυτό και το εκκλησάκι ονομάστηκε Κρασοπαναγιά

Άγιος Σωφρόνιος_ Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» [Ματθ. 6,12.].

 Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα, η Βασιλική του Εθνικού Ιερού της Αμώμου Συλλήψεως και κείμενο

Η δύναμη λοιπόν αυτή της συγχωρήσεως για τις πληγές που μας προξένησαν εκπορεύεται από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτή ήταν φυσική στον άνθρωπο πριν από την πτώση του, αλλά τώρα είναι για μας υπερφυσική. Εμείς δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε με δική μας δύναμη για τον πόνο που ζήσαμε.
Σου έγραψα ήδη, μου φαίνεται, ότι από πολύ παλιά άρχισα να βλέπω όλα όσα «συμβαίνουν» σε μένα, όχι μόνο ως προσωπικό μου δράμα ή ακόμη και τραγωδία, αλλά ως αποκάλυψη εκείνων που διαδραματίζονται στον ανθρώπινο ωκεανό, στην απεραντοσύνη της ζωής του κόσμου, που περνάει από μένα σαν θάλασσα από κάποιον «πορθμό». Ο πορθμός αυτός δεν είναι η ίδια η θάλασσα, αλλά το νερό μέσα σε αυτόν είναι το ίδιο με το νερό της θάλασσας. Και αυτό αποτελεί τον δρόμο για τη βαθύτερη κατανόηση των λόγων του Χριστού: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» Ματθ. 7,12.
Επιστολή 36 του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ
Πηγή: Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Σαχάρωφ, Γράμματα στη Ρωσία,εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας, 2009, σ. 114-115.

Φλεγόμενο ουράνιο τόξο.

 

Ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο που εμφανίσθηκε στον ουρανό της Αλάσκας.
 
Μπορεί να είναι εικόνα σύννεφο

Όντως, μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι, Δημήτρη Δημητριάδη.


*Εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» 23/07/24 απ’ όπου και σταχυολογώ δηλώσεις του Δημήτρη Δημητριάδη.

Όρος Άγιο πολιτεία ανθρώπινη !

Μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του Ιερομονάχου Χαρίτων με συγκλονιστικές αλήθειες για την σημερινή πραγματικότητα στο περιβόλι της Παναγιάς.

 Μπορεί να είναι εικόνα λυκόφως

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

η νύχτα μυρίζει γιασεμί

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο

Ένας κόσμος τραγούδιαΈνα δάσος "σ' αγαπώ"Μες στα μάτια σου παίζουνε κρυφτόΈχεις μπει στη ζωή μουΤην καρδιά μου να πονάςΚι απ' το γέλιο στο δάκρυ με γυρνάς
Να σε πάρω δικιά μου με έναν έρωτα τρελόΦουρτουνιάζει κι απόψε το μυαλόΤο φεγγάρι αλήτης σού χαϊδεύει το κορμίΚι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Τώρα τι να σου πω;Φταίω, που σ' αγαπώΤ' άστρα χίλιοι καημοίΚι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Ταξιδεύω μαζί σουΚι είν' οι σκέψεις μου κρυφέςΜα ταξίδι δεν κάναμε ποτέςΝα σε κάνω δικιά μου σε φωνάζω τις βραδιέςΜα δεν ήρθες και σήμερα και χθες
Είμαι μόνος κι απόψε μέσα σε όνειρα φωτιάΗ αγκαλιά σου για μένα ξενιτιάΤο φεγγάρι αλήτης σού χαϊδεύει το κορμίΚι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Τώρα τι να σου πω;Φταίω, που σ' αγαπώΤ' άστρα χίλιοι καημοίΚι η νύχτα μυρίζει γιασεμί

Το θαύμα της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον ‘Αγγελο Σικελιανό

 

Στην ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας, του Αγίου Όρους, φυλάσσεται το ιερό λείψανο του αριστερού χεριού της Αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Το χέρι είναι άφθαρτο, με όλο του το δέρμα και τους τένοντες. Διατηρείται σε φυσική θερμοκρασία ζωντανού σώματος και ευωδιάζει. Μάλιστα, εξαιτίας των θαυμάτων της, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή θεωρείται και δεύτερος κτήτορας της ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας.

Αρκετοί είναι αυτοί που γνωρίζουν το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Μαγδαληνή», το οποίο κλείνει με τους στίχους: «Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι· σέ μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό, γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι· κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!» (Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή», Λυρικός Βίος, ό.π., τ. Δ ́, σσ. 136-138).

Λίγοι, όμως, είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού εμπνεύστηκε τους στίχους αυτούς ο μεγάλος ποιητής, Άγγελος Σικελιανός.

Η ιστορία είναι πίσω από το ποίημα έχει ως εξής. Τον Νοέμβριο τού 1914, ο νεαρός Άγγελος Σικελιανός επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ήταν, τότε, μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης. Μαζί του είχε τον Νίκο Καζαντζάκη.

Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.

Σε αυτό το ταξίδι «πάλεψαν» με τον Θεό, αλλά τουλάχιστον στην περίπτωση του Καζαντζάκη, φαίνεται ότι στο τέλος νίκησε το «εγώ» του. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό του και προτίμησε την αυτοθέωση από την αληθινή θέωση. Ανακήρυξε τον εαυτό του θεό, αντί να φτάσει στον Θεό.

Ανάμεσα στα μοναστήρια που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα. Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή. Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.

Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της Αγίας. Η κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές! Στη συνέχεια θα αποτυπώσει τη θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους: «κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»

Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν τη στιγμή: Στής Σιμωνόπετρας. «Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα· ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής. Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα. Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα. Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει  απίστευτα· δαφνοπόταμος. Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί. Το κύμα  ακούεται κάτου, κι πάνου το νερό. Δάσος δαφνών βαΐα. Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο σα γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους. Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο· τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής. Όλο το σώμα νικητήριο μέσ᾿ π᾿ τα άγια».

Μέσα από τη θέρμη του χεριού της Αγίας ο Σικελιανός βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό, που νίκησε και αυτόν τον θάνατο.

πηγή