Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

~ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980)

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Ἡ ζωή παρέρχεται. Ἔχω 97 χρόνια καί πῶς πέρασαν οὔτε το κατάλαβα καθόλου. Σαν μιά ώρα. Ἔτσι καί ὅλα τά χρόνια περνοῦν.
Ἡ αἰώνιος ζωή είναι αἰώνιος. Ἐκεῖ οὔτε πόνος οὔτε ἀσθένεια οὔτε πειρασμός οὔτε θλίψις οὔτε νύχτα οὔτε χειμών οὔτε καῦσις ἡλίου, οὔτε κανένα κακόν. Ολα εἶναι χαροποιά, ὅλα οὐράνια, ὅλα αἰώνια.
Εὐτυχεῖς νομίζουν ὅλοι οἱ μάταιοι, οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι τούς μακράν τοῦ Θεοῦ ζῶντας, καί ὅτι τά πλούτη τους εἶναι εὐτυχία, καί δέν ἄκουσαν τόν Κύριον λέγοντα
«Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεῷ καί μαμωνα». Ἐσκοτίσθησαν. Πρῶτα να φροντίσωμε να θεραπευθῇ ἡ ψυχή μας, καί τίποτε νά μή μᾶς χωρίσῃ ἀπό τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ...

«Από τό βιβλίο «Ό Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος (Ο οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος, 1884-1980). Ένας σύγχρονος ὅσιος πατήρ τῆς Ορθοδόξου Χριστοῦ Εκκλησίας», Τόμος Α, 'Εκδόσεις «Ορθόδοξη Κυψέλη» σελ. 828

Γι' αυτό κάηκε η Χίος! Αποκάλυψη σεισμός!

Η «Προσευχή του ταπεινού» και η παρωδία του Βάρναλη


Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Έργο του Γιώργου Μαυροΐδη 
Καρχαρίας Παπαφαταούλας vs Ζαχαρία Παπαντωνίου
του Νίκου Σαραντάκου

Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Έργο του Γιώργου Μαυροΐδη
Μια ειδική κατηγορία της σατιρικής ποίησης είναι η παρωδία, η σατιρική μίμηση του ύφους ενός ποιητή ή ενός συγκεκριμένου ποιήματός του, είτε για να επικριθεί ο ποιητής είτε, συχνότερα, για να σχολιαστεί σατιρικά η επικαιρότητα. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, που η (έμμετρη) ποίηση είχε μεγαλύτερη θέση στη ζωή μας, η Αυγή φιλοξενούσε καθημερινά ένα στιχούργημα στην πρώτη σελίδα της, το οποίο κάποτε παρωδούσε κάποιο γνωστό ποίημα, του Καβάφη, ας πούμε, ή του Βάρναλη, για να σατιρίσει γεγονότα της επικαιρότητας, π.χ. την αναχώρηση του Καραμανλή από την Ελλάδα το 1963 ή την αποστασία του 1965.
Φυσικά, η αξία της παρωδίας εξαρτάται και από το ποιητικό μέγεθος όχι μόνο του παρωδού αλλά και του παρωδούμενου. Όταν και οι δυο είναι μάστορες, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απολαυστικό και να αντέξει στο χρόνο, σε αντίθεση με τις παρωδίες της σειράς, που προορίζονται να ξεχαστούν. Μια τέτοια παρωδία θα παρουσιάσω σήμερα — θα δούμε πώς παρώδησε ο Κώστας Βάρναλης την «Προσευχή του ταπεινού» του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Sarantakos 2Το ποίημα παραμένει και σήμερα γνωστό, αλλά στην εποχή του είχε κάνει πάταγο. Πράγματι, το εκδοτικό γεγονός των Χριστουγέννων του 1931 ήταν η κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής Θεία δώρα του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το βιβλίο δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές από τον Τύπο, επαινέθηκε δημόσια από πολιτικούς αρχηγούς όπως ο Αλέξ. Παπαναστασίου ή ο Γ. Καφαντάρης, αλλά είχε και εμπορική επιτυχία (όχι πάντοτε αυθόρμητη: γράφτηκε ότι η Εθνική Τράπεζα αγόρασε 2.000 αντίτυπα!) Αμέσως ξεχώρισε ένα ποίημα, «Η προσευχή του ταπεινού». Όχι άδικα:

Η προσευχή του ταπεινού
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.
Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Ωστόσο, αν και άξιος λογοτέχνης, ο Παπαντωνίου είχε ταυτιστεί απόλυτα με τα βενιζελικά κόμματα που νέμονταν την εξουσία τις δύο προηγούμενες δεκαετίες και είχε ωφεληθεί πολλαπλά από αυτό, έχοντας διοριστεί κατ’ επανάληψη νομάρχης, από το 1919 διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (όχι εντελώς αταίριαστα: είχε σπουδάσει ζωγραφική και έγραφε τεχνοκριτικά άρθρα) και αργότερα καλλιτεχνικός σύμβουλος της Εκδοτικής Τράπεζας (που αργότερα εξελίχθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος) με παχυλούς μισθούς.
Σε συνδυασμό με την κάθε άλλο παρά ταπεινή υποδοχή του ποιήματος, οι στίχοι της «Προσευχής» ηχούσαν σχεδόν σαν πρόκληση — ή τουλάχιστον σαν πρόσκληση για παρωδία, στην οποία ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος είχε απολυθεί από καθηγητής εξαιτίας της συμμετοχής του στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στο λεγόμενο σκάνδαλο των Μαρασλειακών. Ο Βάρναλης λοιπόν, δημοσίευσε την εξής αριστοτεχνική (και δηλητηριώδη) παρωδία:

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
Κύριε, σαν ήρθε η βραδιά και μάτι δε μας βλέπει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, εξόν απ’ τα ταμεία.

Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Που να μη την εβούτηξα θέση σπουδαία δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γκρεκούς το σύμπαν έχω εισπράξει

Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα
όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των Αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.

Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
(Αφού το Κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκιά πατρίδα).
Σ’ ευχαριστώ, που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.

Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.

(Σιγά στ’ αφτί του θεού)

Με τρόπο της ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».

                                                            Καρχαρίας Παπαφαταούλας
(Από τα «Ηλίθια δώρα»)

Κάποιες επεξηγήσεις χρειάζονται. Η αναφορά σε «Γκρεκούς» είναι λογοπαίγνιο με τον Γκρέκο· ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ο Παπαντωνίου είχε πρόσφατα ταξιδέψει στη Γερμανία για να αγοράσει σε πλειστηριασμό τον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Η συναυλία των αγγέλων» για λογαριασμό της Πινακοθήκης. Τα «πενήντα χιλιάρικα» είναι το έπαθλο που είχε προκηρύξει η Ακαδημία Αθηνών για το καλύτερο ποιητικό έργο της χρονιάς, που σύμφωνα με τις φήμες προοριζόταν για τον Παπαντωνίου.
Η παρωδία δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, το ανεπίσημο λογοτεχνικό όργανο του ΚΚΕ, στο τεύχος του Φεβρουαρίου 1932. Σαν δείγμα παρωδίας, το βρίσκω έξοχο: επαναλαμβάνει ελαφρά παραλλαγμένους αρκετούς στίχους του υποδείγματός του, αντιστρέφοντας μαστόρικα το νόημα για να το αντιστοιχίσει στον βίο και την πολιτεία του ποιητή του. Η υπογραφή βέβαια στάζει βιτριόλι: τα «Θεία» δώρα παραφράζονται σε «Ηλίθια», ο γλυκός Ζαχαρίας σε αδηφάγο Καρχαρία και ο Παπαντωνίου σε Παπαφαταούλα. Όχι τυχαία, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού υπήρχε κι ένα τσουχτερό σχόλιο για την υπερπροβολή του βιβλίου του Παπαντωνίου, τη μαζική αγορά αντιτύπων από την Εθνική Τράπεζα κτλ.
Οι περισσότεροι παροικούντες τη λογοτεχνική πιάτσα της προπολεμικής Αθήνας σίγουρα θα ήξεραν ή θα μάντεψαν τον δημιουργό της παρωδίας, η οποία απέκτησε ευρύτερο ακροατήριο λίγο αργότερα, αφού αναδημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος, του Δημ. Πουρνάρα, που έκανε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Βενιζέλου από αριστερές θέσεις, χωρίς όμως να ταυτίζεται με το ΚΚΕ.
Στο φύλλο της 13.3.1932, με τον τίτλο «Η μεταμφίεσις ενός ποιητού» και τον επίτιτλο «Αποκριάτικη σάτιρα», δημοσιεύτηκε η ίδια παρωδία, με εκτενή εισαγωγή στην οποία δικαιολογείται η επίθεση εξαιτίας του «μοχθηρού χαρακτήρα» του Παπαντωνίου και της πολυθεσίας του, ενώ για τον παρωδό αναφέρεται υπαινικτικά ότι είναι «έτερος διακεκριμένος ποιητής — αποφεύγομεν ημείς τα ονόματα». Το κείμενο είναι πανομοιότυπο με τη δημοσίευση στους Νέους Πρωτοπόρους, με μόνη διαφορά ότι τώρα το υπογράφει ο Καρχαρίας Φαγαντωνίου.
Απ’ όσο ξέρω, ο πρώτος που απέδωσε ρητά την πατρότητα της παρωδίας στον Βάρναλη ήταν ο ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, που τη δημοσίευσε στο τεύχος αρ. 2 του περιοδικού Πολιτιστική (1984), στο άρθρο του «Θέματα από το έργο του Βάρναλη», το οποίο περιλήφθηκε αργότερα στο βιβλίο του Κώστας Βάρναλης – Μελέτες. Ο Παπαϊωάννου δεν θυμόταν το περιοδικό της πρώτης δημοσίευσης, ούτε το ψευδώνυμο (την ανεύρεση την οφείλουμε στον ιστορικό Γιώργο Πετρόπουλο), αλλά ίσως είχε πρόσβαση σε μεταγενέστερο χειρόγραφό της αφού το κείμενο που δίνει έχει μικρές αλλαγές σε σχέση με την πρώτη δημοσίευση.
Παρόλο που σήμερα έχουν ξεχαστεί οι λεπτομέρειες από τις αντιπαραθέσεις της εποχής, και οι δυο ποιητές έχουν πάρει ο καθένας τη θέση του στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, νομίζω ότι η παρωδία του Βάρναλη διατηρεί την αξία της σαν σάτιρα όχι ειδικά του Παπαντωνίου, αλλά του κάθε κρατικοδίαιτου διανοούμενου — αν και οι περισσότεροι σημερινοί ως λογοτεχνικά μεγέθη μάλλον ωχριούν μπροστά στον Παπαντωνίου.

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και στowww.sarantakos.com.


“Σκέφτομαι άρα υπάρχω”

 Μπορεί να είναι εικόνα ωκεανός

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΨΕΥΔΟΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ: ΜΙΑ ΑΚΌΜΗ ΣΤΙΒΑΡΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΑΝΟΥΡΙΣΤΕΣ"

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο                                                                                   τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα

Σέ παλαιότερες ἀναρτήσεις ἔχω ἤδη γράψει πολλά γιά τήν διαστρέβλωση ὅσων εἶπε κάποτε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἐπί τοῦ μείζονος θέματος τῶν ταυτοτήτων καί τῆς ψηφιακῆς ἀριθμοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Εἴτε μιλᾶμε γιά μητροπολῖτες καί λοιπούς θολοθεολογοῦντες πού ὑποβαθμίζουν τήν πνευματική διάσταση τοῦ ζητήματος καί κάνουν λόγο ἁπλῶς γιά ρύθμιση πού ἀφορᾶ στίς σχέσεις κράτους καί πολίτη (καί συνεπῶς «δέν πειράζει» καί νά τήν ἀποδεχθοῦμε), εἴτε μιλᾶμε γιά ἐπίσημες ἁγιορείτικες ἐπιστολές καί ἐξίσου ἐπίσημες θέσεις κομματιδίων πού στέκονται μόνο στό θέμα τῆς ὑποχρεωτικότητας (ἐνῷ στήν πραγματικότητα ὀφείλουμε νά πολεμήσουμε τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ δαιμονικοῦ νόμου καί ὄχι ἁπλῶς νά συμβιβαστοῦμε μέ τό μήν εἶναι ὑποχρεωτικός).


 Μέσα στό πλαίσιο λοιπόν τοῦ νά ξεκαθαριστεῖ τί ὄντως εἶπε ὁ Ἅγιος Παΐσιος (σέ πεῖσμα τῶν κάθε λογῆς παραχαρακτῶν) ἔχει μεταξύ ἄλλων μεγάλη σημασία καί τό παρακάτω ἠχητικό (τό παραθέτω στό πρῶτο σχόλιο), πού διασώζει τήν φωνή τοῦ ἐν ἁγίοις γέροντος Γρηγορίου Παπασωτηρίου, κτίτορος καί πνευματικοῦ τοῦ Ἱεροῦ Ἠυχαστηρίου Τιμίου Προδρόμου στήν Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς. Τό ἴδιο καί ἡ ἰδιόχειρη ἐπιστολή του , γραμμένη τό 2015, ὅπου ἀναφέρει κάτι πού τοῦ εἶχε πεῖ γιά τήν λεγόμενη «ἔξυπνη κάρτα» ὁ Ἅγιος Παΐσιος περί τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’80.

Γιά ὅσους δέν γνωρίζουν, ὁ παπα-Γρηγόρης (πού ἐκοιμήθη τό 2019, ἀφήνοντάς μας ὀρφανοῦς - ἀλλά ὄχι καί ἀπαρηγόρητους, καθώς εἶναι πάντα κοντά μας καί ἔχει ἤδη πραγματοποιήσει ἔκτοτε πολλά σημεῖα καί ἐμφανίσεις) ἦταν πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου. Εἶχε ἱδρύσει τό ἐν λόγῳ μοναστήρι μέ προτροπή τοῦ Ἁγίου τό 1975 καί ἦταν πάντα σέ πολύ στενή πνευματική σχέση μαζί του, ὅποτε μάλιστα ὁ Ἅγιος ἔβγαινε ἀπό τό Ὅρος, πάντοτε περνοῦσε καί ἀπό ἐκεῖ (χαρακτηριστική ἡ φωτογραφία, ὅπου διακρίνονται ἀμφότεροι, μαζί καί μέ τήν τότε - μακαριστή πλέον - καθηγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ γερόντισσα Εὐφημία). 
 
Ἔχοντας ἀκούσει καί ἐγώ προσωπικά πάρα πολλά ἀπό τά χείλη τοῦ παπα-Γρηγόρη (ὡς πνευματικό του τέκνο ἀπό τό 1987 καί ἐπί 32 συναπτά ἔτη), θά μποροῦσα νά μεταφέρω πολλά σημαντικά ἀπό ὅσα τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος καί γιά τίς ταυτότητες καί γιά τά γεγονότα τῆς Πόλης καί γιά ἄλλα ζητήματα. Μιά πού ζοῦμε ὅμως σέ καιρούς δυσπιστίας, τό νά τό ἀκοῦς ἀπό τήν ἴδια τήν φωνή του καί νά τό διαβάζεις ἀπό τό ἰδιόχειρο σημείωμά του ἔχει ἀναμφίβολα ἄλλη ἀξία. 
 
 Μπορεί να είναι εικόνα αποκομμα εισιτηρίου και κείμενο
Θά προσθέσω δέ ἀκόμη ὅτι ὁ γέροντας Γρηγόριος εἶχε καί ὁ ἴδιος ἰδιαίτερη εὐαισθησία γιά τά ὅσα ἀποκαλυπτικά καί ἐφιαλτικά ἀνοίγονται μπροστά μας. Καί μπορεῖ νά τόνιζε ὅτι δέν πρέπει οἱ Χριστιανοί νά ἀσχολοῦνται νυχθημερόν μέ τόν Ἀντίχριστο καί ὅλα τά ἐπερχόμενα, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως μέ τόν Χριστό, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δέν σταματοῦσε ποτέ καί νά ὑπογραμμίζει τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε ἅπαντες ἐνημερωμένοι καί προετοιμασμένοι. Καί «τοῦτο δεῖ ποιῆσαι κἀκεῖνο μή ἀφιέναι» λοιπόν, σέ πεῖσμα των νανουριστῶν πού φασκιώνουν τά πνευματικά τους τέκνα μέ «δέν πειράζει» καί λοιπές ἀγαπουλίστικες ὠραιολογίες. Οἱ Ἅγιοι ὅμως καί οἱ πραγματικοί πνευματικοί πατέρες εἶναι ἀφυπνιστές καί ὄχι νανουριστές. 
 
 
Τίς εὐχές καί τίς πρεσβεῖες τους νά ἔχουμε πάντοτε...

Κόκκινη κάρτα από Άγιο Όρος σε Μητσοτάκη !

Ἄκουσε πὼς μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: «Ἐπειδὴ (γάρ) ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν...».

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Αύτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους. Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλαδή ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, μὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε «μέγαν ρήτορα», αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῆ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ», καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: «Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι᾿ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι «κενὴ ἀπάτη», τὸν ἀνακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον «κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Θέλουνε νὰ τὸν κάνουνε «ἐφάμιλλον τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων οἵτινες ἐδόξασαν τὴν ἀνθρωπότητα», ὥστε νὰ ἔχη κι᾿ ὁ Χριστιανισμὸς κάποιους μεγάλους νόας κι᾿ ὄχι μοναχά τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι, τὰ φτωχαδάκια, τοὺς ἀγράμματους Ἀποστόλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀσκητάδες, τοὺς εὐκολόπιστους μάρτυρες καὶ ἁγίους. Τοὺς τέτοιους ψευτοχριστιανοὺς τοὺς τρώγει ἡ περηφάνια, ἡ κοσμικὴ ματαιοδοξία, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος «εἰκῆ φυσιούμενοι ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτῶν», καὶ «ἐν σαρκὶ ὄντες» καὶ τὰ σαρκικὰ τιμῶντες, ου θέλουν «Θεῷ ἀρέσει». Τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε τὸν φοβερὸ τοῦτον λόγο «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» δηλ. «ὅ,τι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἁμαρτία», μὲ τὴ μικρόλογη διάνοιά τους, τὸν κατεβάσανε στὰ μέτρα τους, κάνοντας τὸν λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, ἐπειδὴ αὐτὰ καταλαβαίνουνε, κι᾿ αὐτὰ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι τίτλοι ποὺ μποροῦνε νὰ φαντασθοῦνε. Μὲ πιὸ γερὰ λόγια καὶ πιὸ καθαρά, ζωηρὰ καὶ τρανταχτά, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα κανένα στόμα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο, καὶ ὅμως δὲν πήρανε χαμπάρι οἱ καινούριοι γραμματεῖς. Ἂς εἶναι τὰ λόγια του σὰν σφυριὰ ποὺ κοπανᾶνε τὰ ξερὰ καύκαλά τους, ἐκεῖνοι: τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι.
Ἄκουσε πὼς μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: «Ἐπειδὴ (γάρ) ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν...». Λοιπόν, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Παῦλος καὶ τί διδάσκουνε οἱ ἐξηγητὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου, δηλαδὴ τὴ μεμωραμένη σοφία, ποὺ θεωρεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μωρία.
Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὸ κατακάθαρο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου, «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον», μὲ τὰ βαλτόνερα τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας ποὺ πίνανε κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», χωρὶς νὰ ξεδιψάσουνε, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τυφλοὶ ὁδηγοὶ στραβώνουνε τὸν κόσμο, καὶ γίνουνται αἰτία μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ πέφτουνε οἱ νέοι στὴν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς ποὺ θρέφονται μὲ τὴν «κενὴ ἀπάτη», ποὺ θὰ καταντήσουνε παρὰ στὴν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;
Ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραμορφωμένο Χριστιανισμὸ ποὺ μαθαίνουν ὅσοι δασκαλεύονται στὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσης, ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ οὐμανισμοῦ, κ᾿ ὕστερα τὸν φέρνουνε αὐτὸ τὸν ὀρθολογιστικὸ Χριστιανισμὸ σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ ἔχουμε τὴν κατάρα νὰ μαθαίνουνε ὅλα τὰ δικά μας ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀκόμα καὶ τὴν ἀρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στὸν Παῦλο, γιὰ νὰ πάρω ἀπ᾿ αὐτὸν κι᾿ ἄλλα θεόπνευστα λόγια ποὺ βγάζουνε ψεῦτες αὐτοὺς τοὺς φραγκοσπουδασμένους οὐμανίστες ψευτοχριστιανούς. Καὶ παίρνω ὅλο λόγια τοῦ Παύλου, γιατὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο φανερώνουνε τὴν περισσότερη ἐκτίμησή τους, ἐπειδή, μὲ τὰ μέτρα ποὺ τὸν κρίνουνε, βρίσκουνε σ᾿ αὐτὸν περισσότερη ἐγκόσμια γνώση, κοινωνικὴ δραστηριότητα, ρητορικὴ δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογικὴ cξύτητα, κι᾿ ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια ποὺ τὰ ἐκτιμοῦνε πολύ, χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ δοῦνε οἱ θεότυφλοι πὼς ὁ Παῦλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος καὶ σφοδρότερος ἐχθρὸς καὶ κατακριτὴς τῆς στραβῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουνε γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Γράφει λοιπὸν ὁ θεόγλωσσος Παῦλος καὶ ρωτᾶ: «Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; (δηλ. τῆς κοσμικῆς σοφίας). Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» Σὰν νὰ λέγη: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς του κόσμου τούτου, ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς δεινοὺς συζητητᾶς, μὲ τὴ διαλεκτική τους, θὰ μπορέση νὰ συζητήση, ἢ κἂν νὰ καταλάβη αὐτὰ ποὺ λέμε ἐμεῖς οἱ μωροί, ἐμεῖς ποὺ δὲν γνωρίζουμε τὰ μαστορικὰ γυρίσματα τῆς διαλεκτικῆς, ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι ἀνατολίτες, κι᾿ ὄχι κατὰ βάθος ἐμεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸ στόμα μας;»
Καὶ παρακάτω γράφει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων». Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ καταργούμενοι, παρὰ οἱ φιλόσοφοι κ᾿ οἱ ρήτορες κ᾿ οἱ ἄλλοι λογῆς-λογῆς μαστόροι τῆς κοσμικῆς λογοτεχνίας, ποὺ τὰ σκοτεινὰ φῶτα τους, λένε οἱ τυφλοὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ πὼς χρειάζονται στὸ χριστιανό, σὰν νὰ μὴν τοὺς φθάνη τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει «ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχουνε μέσα τους (οἱ τέτοιοι) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τοὺς πόσο πρέπει νὰ εἶναι;»
Ἡμεῖς κάναμε ἕνα δικό μας Χριστιανισμό, ἕνα βολικό, ἕναν ἀνθρωπινὸ καὶ λογικὸ Χριστιανισμό, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστὴς τοῦ Ντοστογιέφσκη, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνεφάρμοστος, ἀπάνθρωπος. Ἐμεῖς, ἀντὶ ν᾿ ἀνέβουμε πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ λέγει «ἐγὼ σὰν ὑψωθῶ, θὰ σᾶς τραβήξω ὅλους πρὸς ἐμένα», τὸν κατεβάσαμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε ἐμεῖς, καὶ κάναμε ἕνα Χριστιανισμὸ σύμφωνο μὲ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς κοσμικὲς φιλοδοξίες μας, καὶ δώσαμε καὶ στοὺς ἁγίους τὰ προσόντα ποὺ ἐκτιμοῦμε καὶ ποὺ θαυμάζει ἡ ὑλοφροσύνη μας, τοὺς κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, ἐπιστήμονες κ.λπ. Ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστής, σὰν πήγανε μπροστά του τὸν Χριστὸ (ποὺ πρόσταξε νὰ τὸν πιάσουνε, ἐπειδὴ ξανακατέβηκε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ κόσμος), τοῦ εἶπε: «Τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο ἔφερες στοὺς ἀνθρώπους μία θρησκεία σκληρή, ἀνεφάρμοστη, ἀπάνθρωπη. Ἐμεῖς τὴν κάναμε βολική, ἀνθρωπινή. Τί ξαναἦρθες νὰ κάνης πάλι στὸν κόσμο; Νὰ μᾶς τὴ χαλάσης, μόλις τὴ βάλαμε στὸ δρόμο; Γι᾿ αὐτό, θὰ διατάξω νὰ σὲ κάψουνε ἐν ὀνόματί σου, σὰν αἱρετικόν».
Ὁ βολικός, ὁ ἀνθρωπινὸς Χριστιανισμός, αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, εἶναι ἡ συχαμερὴ παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑλοφροσύνη τῆς σαρκός.
κυρ ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Απ τα ΜΝΗΜΟΝΙΑ στον #ΟΠΕΚΕΠΕ..

 

Πρωτο μέρος

''Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σας στη γη να μην τον ζήσετε σύμφωνα με τις ανθρώπινες επιθυμίες, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού...'' ~ Απόστολος Πέτρος (Πέτρου Α’, 4, 2)

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Οκτώ αιτίες κακοπάθειας των Αγίων:

Вечерња

1) Αφήνει ό Θεός να κακοπάθουν οι ενάρετοι για να μην υπερηφανεύονται για την αγιότητα τους.

2) Για να μην τούς θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι θεούς και όχι ανθρώπους.

3) Για να φαίνεται ότι ή δύναμη του Θεού υπερισχύει και γίνεται ισχυρή με τούς ασθενείς.

4) Για να γίνεται φανερή ή υπομονή τους, και ή αφοσίωση τους στο Θεό και να παραδειγματίζονται οι άλλοι.

5) Για να μας θυμίζουν ότι υπάρχει άλλη ζωή πού θα απολαύσει ό καθένας κατά τα έργα του.

6) Για να έχουν παρηγοριά όσοι θλίβονται βλέποντας τούς αγίους να υποφέρουν.

7) Για να μιμούμαστε τούς αγίους πού υποφέρουν.

8) Ή θλίψη οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη.

ΣΟΛΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ-ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ!

Kείμενο γραμμένο το 1890 από μια Ινδιάνα της Tribu των Oriα


Δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις για να ζήσεις,
θ έ λ ω να μάθω...
Τι Πράγμα στη Ζωή σε κάνει ν'ανασαίνεις,
και αν έχεις την δύναμη να ρισκάρεις
για να βρείς της καρδιάς τα ό ν ε ι ρ α.

Δεν με ενδιαφέρει πόσο χρονών είσαι.
θέλω να ξέρω
αν ακόμα μπορείς να πάρεις το ρίσκο
και να φανείς αφελής για την Α γ ά π η,

για το Ό ν ε ι ρ ο και για την περιπέτεια

του να είσαι ακόμα... ζ ω ν τ α ν ό ς.

Δεν θέλω να μάθω
ποιοί πλανήτες απειλούν την Σελήνη σου.
Θέλω να μάθω
αν ά γ γ ι ξ ε ς το κέντρο του π ό ν ο υ
κι αν έμεινες ακόμα α ν ο ι χ τ ό ς
μετά απ'τις απιστίες της Ζωής
ή αν έκλεισες ερμητικά την καρδιά σου
από φόβο μήπως ξαναπληγωθείς.

Θέλω να μάθω
αν καταφέρνεις να μ έ ν ε ι ς με τον πόνο
τον δικό μου και τον δικό σου.

Αν μπορείς να χορέψεις ανέμελα
και ν'αφήνεις την έκσταση να φτάσει
μέχρι την άκρη των δακτύλων
χωρίς ν'αντιδράσεις με σύνεση
ή να γίνεις ξαφνικά ρεαλιστής
ή να θυμηθείς τα ανθρώπινα όρια.

Δεν θέλω να μάθω
αν είναι αληθινή η ιστορία που μου διηγείσαι.
Θέλω να μάθω
αν είσαι ικανός να απογοητεύσεις τους άλλους
παραμένοντας μέσα σου α υ θ ε ντ ι κ ό ς.

Κι αν μπορείς ν'αντέξεις
την κατηγορία μιας απιστίας
χωρίς ν'α π α ρ ν η θ ε ί ς την ψυχή σου.

Θέλω να μάθω
αν είσαι π ι σ τ ό ς και άρα έ μ π ι σ τ ο ς.

Θέλω να μάθω
αν ξέρεις να β λ έ π ε ι ς την Ομορφιά,
ακόμα κι αν δεν είναι πάντα όμορφη,
αν είσαι ικανός να περνάς τη ζωή σου,
συντροφιά μόνο με τον ε α υ τ ό σου.
Θέλω να ξέρω
αν μπορείς να ζήσεις με το σπάσιμο
το δικό σου ή το δικό μου.

Δεν με ενδιαφέρει να μάθω που ζείς.
ή πόσα χρήματα έχεις,
με ενδιαφέρει αν μπορείς να ξ υ π ν ή σ ε ι ς
μετά από μια νύχτα πόνου
θλιμμένος και κομμένος στα δύο,
και να κάνεις το χ ρ έ ο ς σου για τα Π α ι δ ι ά .

Δεν με ενδιαφέρει
Ποιος είσαι και πώς έφτασες μέχρι εδώ.
θέλω να μάθω αν καταφέρνεις
να μ ε ί ν ε ι ς μες την φ ω τι ά μαζί μου
και να μην το σκάσεις.

Δεν θέλω να μάθω
τι σπούδασες με ποιόν ή πού.
Θέλω να μάθω
Τι σε κρατάει μ έ σ α σου όταν όλα σε παρατάνε.

Θέλω να μάθω
αν μπορείς να μένεις μόνος με τον ε α υ τ ό σου
κι αν π ρ ά γ μ α τ ι σ'αρέσει η π α ρ έ α
που έχεις στις άδειες σου στιγμές."

What Makes You Beautiful

"Ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς αλλ᾽ εμεγάλυνεν αυτούς ο λαός"

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι χριστιανοί σήμερα αισθανόμαστε συχνά απομονωμένοι από την κοινωνία και τον κόσμο. Πιστεύουμε ότι το να είναι κάποιος χριστιανός αποτελεί ιδιότητα που γίνεται αφορμή απόρριψης, περιφρόνησης ή αδιαφορίας. Ο Χριστιανισμός σήμερα θεωρείται ένα ιδεολογικό σύστημα, μία θρησκεία, χρήσιμη για την κοινωνία και για κάποιους, όχι όμως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ταυτότητας. Οι πολλοί δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, η οποία αποτελεί το κλειδί της πίστης, ή, ακόμη κι αν πιστεύουν, αυτό έχει θεωρητική ισχύ. Δεν μεταμορφώνει την ζωή, απλώς της δίνει παρελθόν σε ό,τι αφορά στο ιδεολογικό της μέρος, και ίσως μέλλον, καθώς οι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε ότι μετά τον θάνατό μας υπάρχει ένα είδος ζωής και γιατί όχι επανόδου μας κάποια στιγμή, όταν θα σταματήσει το κακό και ο θάνατος, σ’ αυτή την πραγματικότητα.

Όταν οι μαθητές του Χριστού άρχισαν να κηρύττουν το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση στους Ιουδαίους, οι πρώτοι χριστιανοί συγκεντρώνονταν στο ναό των Ιεροσολύμων για να ακούσουν το κήρυγμα, αλλά και για να χαρούνε με τα θαύματα τα οποία γίνονταν από τους αποστόλους στο όνομα του Χριστού. Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων επισημαίνει σ’ αυτό το σημείο το εξής χαρακτηριστικό: «των δε λοιπών ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς, αλλ’ εμεγάλυνεν αυτούς ο λαούς» (Πράξ. 5, 13). Από τους άλλους που ήταν στο ναό κανείς δεν τολμούσε να προσκολληθεί σ’ αυτούς, όμως ο λαός τους είχε σε μεγάλη υπόληψη. Η φράση αυτή μας παρηγορεί για το σήμερα, διότι μας δείχνει ότι οι νοοτροπίες των ανθρώπων δεν αλλάζουν. Μολονότι οι Ιουδαίοι που πίστευαν στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, θρήσκευαν θα λέγαμε, καταλάβαιναν ότι η πίστη στο Χριστό δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αλλά έδινε άλλη δυναμική και νόημα στη ζωή, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν και να προσκολληθούν στους Αποστόλους. Είχαν την περιέργεια να ακούσουν, αλλά δεν τολμούσαν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Δεν τολμούσαν να αποδεχθούν την αλήθεια, όντας εκείνοι που είχαν σταυρώσει τον Χριστό. Κι ενώ μέσα τους ένιωθαν πως η ζωή του κόσμου άλλαζε, δεν ήθελαν να κάνουν το μεγάλο βήμα να υπερβούν τον εαυτό τους και την νοοτροπία τους, αλλά παρέμεναν στο παλαιό.

Αυτή η στάση έναντι της Ανάστασης, έναντι του Χριστού, έναντι της Εκκλησίας λοιπόν επιβιώνει στους αιώνες σε όσους θεωρούν την πίστη στο Χριστό ότι πρέπει να εξαντλείται στα όρια της θρησκείας και δεν τολμούν να κάνουν το βήμα της εισόδου τους σε σχέση ζωής και εμπιστοσύνης μαζί Του εν τη Εκκλησία. Είναι οι παρατηρητές της ζωής που ο Χριστός έφερε. Είναι όσοι διακατέχονται από ένα πνεύμα συμβιβασμού με τον κόσμο και την πραγματικότητά του και δεν θέλουν να τολμήσουν να κάνουν το μεγάλο βήμα να γευθούν μιαν άλλη ζωή. Είναι όσοι είναι δειλοί εσωτερικά, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε ρήξη με τις κατεστημένες νοοτροπίες, οι οποίες θέλουν την πίστη ως μία θρησκευτική ιδεολογία, ακίνδυνη για την μεταποίηση της ζωής σε θαύμα αγάπης, αιωνιότητας και φωτός. Είναι όσοι λειτουργούν με γνώμονα τον ορθολογισμό, που θέλουν αποδείξεις για να δικαιολογήσουν την απιστία ή την πίστη, χωρίς όμως και να είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την αλλαγή. Είναι όσοι μεταθέτουν για το μέλλον τον προβληματισμό, διότι προέχουν οι βιοτικές μέριμνες, οι κοσμικοί στόχοι, η χαρά της επίγειας ζωής. Είναι, τέλος, οι αρνητές της Ανάστασης, οι οποίοι δεν εννοούν να αποδεχτούν ότι ο Θεός υπάρχει και αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε έγινε υπήκοος μέχρι θανάτου, για να νικήσει τον θάνατο.

«Ο λαός εμεγάλυνεν αυτούς». Αν δεν ανήκουμε σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες, ο λόγος αυτός αποτελεί για μας μία μεγάλη πρόκληση. Ο λαός είχε τους αποστόλους και τους χριστιανούς σε μεγάλη υπόληψη. Ακόμη κι αν δεν αποδέχονταν ανεπιφύλακτα την πίστη τους, έβλεπε την ζωή τους, η οποία ήταν σύμφωνη με τον τρόπο που δίδαξε ο Χριστός. Έβλεπε την αγάπη την οποία είχαν. Έβλεπε την ταπείνωση. Την συμμετοχή στην λατρεία. Την προσφορά στο συνάνθρωπο. Τη αλήθεια που εξέπεμπε η ζωή τους. Την αποφασιστικότητα της πίστης τους. Την προσευχή τους. Την χάρη του Θεού. Τον δυναμισμό που η διδασκαλία του Ευαγγελίου έφερε και την συνεχή ενασχόληση μ’ αυτό. Την αίσθηση της παρουσίας του Χριστού μέσα στις καρδιές τους, που μεταμόρφωνε την ζωή τους. Τα θαύματα. Το ότι δοξάζονταν ο Θεός. Το ότι δεν περιοριζόταν η πίστη τους σε ένα θρησκευτικό τυπικό. Με έναν λόγο, την γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους. Ήταν ό,τι πίστευαν! Γι’ αυτό, ακόμη και οι λιγότερο κατηρτισμένοι, οι πιο απλοί, εκτιμούσαν τους χριστιανούς.

Σε μία εποχή αμφισβήτησης, αδιαφορίας, απόρριψης, περιορισμού του χριστιανισμού σε μία θρησκευτική τελετουργία ή εγκλωβισμού του σε έναν κοινωνικό προνοιακό μηχανισμό υπέρ των αδυνάτων, η πίστη μας αποτελεί την δύναμη που μας παρηγορεί για το ότι λειτουργούμε ως ένα «λείμμα» που εξακολουθεί να αγαπά τον Αναστημένο Χριστό. Για το ότι Εκείνος είναι το Α και το Ω της ζωής μας, ακόμη κι αν οι αμαρτίες μας ταλαιπωρούν και θα μας ταλαιπωρούν. Και η πίστη σ’ Αυτόν κάνει την ζωή μας κρυστάλλινη. Είμαστε ό,τι πιστεύουμε. Αυτόν τον δρόμο αν προσπαθούμε να ζούμε, τότε η ζωή της Εκκλησίας θα έχει νόημα όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όσους αμφισβητούν ή δεν τολμούν να κάνουν το μεγάλο βήμα, να αποδεχθούν την Ανάσταση ως την μοναδική πρόταση ζωής που λυτρώνει και νοηματοδοτεί χθες και σήμερον και εις τους αιώνας κάθε ανθρώπινη ζωή.

Οὐκρανικὸ Ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα: Μὶα ἀνοικτὴ πληγὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία

"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"


Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα. 
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"

Γονιός...Τι δύσκολο πράγμα!

 Το απολαυστικό βίντεο που πρέπει όλοι να δούμε!

 Το να φέρουμε ένα μωρό στον κόσμο, είναι ένα μαγικό συναίσθημα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη υπευθυνότητα. Η ζωή μας αλλάζει. Οι μήνες της εγκυμοσύνης περνούν σχετικά γρήγορα και στην συνέχεια γεννιέται το παιδί, μεγαλώνει, μαθαίνει και γίνεται έτοιμο για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της κοινωνίας μας. Μέχρι όμως να φτάσει αυτή η στιγμή, τα πρώτα χρόνια που είναι μικρό παιδάκι δεν είναι και τόσο ρόδινα! Δεν σας αφήνει να κοιμηθείτε τα βράδια, κάνει ζημιές και το σπίτι μετατρέπεται σε μία παιδική χαρά! Όλα αυτά περιλαμβάνονται σε ένα άκρως απολαυστικό βίντεο, που είναι η διαφήμιση αναψυκτικού στην Αργεντινή! «Η στιγμή που αποκτάς παιδιά δεν είναι απλά η πιο σημαντική της ζωής σου, αλλά και ο καλύτερος τρόπος να ανακαλύψεις την ευγενική σου πλευρά», αναφέρει χαρακτηριστικά ο creative director, Sebastian Wilhelm. 

 σκεφτείτε πόσοι από εσάς βρεθήκατε στην ανάλογη θέση!