
Άγιος Γεροντας Σωφρόνιος
«Εἶναι καταπληκτικὸς χορευτὴς ποντιακῶν. Θυμᾶμαι ἤμασταν στὸ ‘Φιλίππειο’, ἕναν χῶρο ἀναψυχῆς στὴν πόλη. Μάζεψα 15 παιδιὰ μὲ φορεσιές, πῆρα τὸν λυράρη καὶ ἕναν πιτσιρικὰ μὲ νταούλι καὶ εἶπα ‘παῖξτε λετσίνα’! Ὁ Ἰμάμογλου σηκώθηκε ἀμέσως, πιάστηκε στὸν κύκλο καὶ χόρεψε. Πᾶμε πίσω, στὸ 2016, ὅπου ὁ Ἰμάμογλου, τραβώντας τὰ μύρια ὅσα δικαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἐρντογάν, βρέθηκε στὰ Γιαννιτσᾶ. (...)
«Μία φωτογραφία τοῦ 1900 ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα, μία φανέλα τοῦ ποδοσφαιρικοῦ συλλόγου Τράμπζονσπορ, ἕνας ζωηρὸς ποντιακὸς χορός («τρομαχτὸς») καὶ πολλὴ συγκίνηση συνθέτουν τὸ παρασκήνιο τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Τούρκου Ἐκρὲμ Ἰμάμογλου στὰ Γιαννιτσᾶ, τὸν Μάϊο τοῦ 2016. Ὁ νέος δήμαρχος Κωνσταντινούπολης... γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὸ χωριὸ Φυσερὰ κοντὰ στὰ Πλάτανα -Ἀτσαπάτ, ὅπως εἶναι ἡ τουρκικὴ ὀνομασία τῆς περιοχῆς- δυτικὰ τῆς Τραπεζούντας, τὴν ὁποία φαίνεται πῶς δὲν ξεχνᾶ ποτέ.».
(...) «Τα Γιαννιτσὰ θεωροῦνται ἱερὴ πόλη γιὰ τοὺς Τούρκους, καθὼς ἐδῶ εἶναι θαμμένος ὁ στρατηλάτης Γαζὴ Ἐβρενός. Ἔρχονται πολλοὶ Τοῦρκοι, κυρίως ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη» σημειώνει καὶ θυμᾶται τί ἦταν αὐτὸ πού ἔκανε τὸν Ἰμάμογλου νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ τὴν καρέκλα τοῦ στὸ δημαρχεῖο τῶν Γιαννιτσῶν, ὅταν πρωτοσυναντήθηκαν. «Μία φράση ξεστόμισα: Αὐτὸς εἶναι Καραντενίζ (σ.σ Μαύρη Θάλασσα). Μόλις ἄκουσε τὴν λέξη, σηκώθηκε καὶ ἀρχίσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ Σιμοχώρια τῆς Τραπεζούντας καὶ τῶν Πλατάνων».
Το ένζυμο
(ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἄρθρο, μὲ τίτλο «Ὅταν ὁ Ἰμάμογλου χόρεψε ποντιακὰ στὰ Γιαννιτσά», Πηγή: https://www.pellanews.gr/otan-o-imamoghloy-khorepse..., ἡμερομηνία 20 Μαρτίου 2025)
Ερωτηίς έρωτι Χριστού πυρπολουμένη, των χειρών σου αγλαϊστόν καλλιτέχνημα!
.Νίκου Αθ. Ματσούκα
Ο π. Γεώργιος Calciu είναι ένας Ορθόδοξος ιερέας, ο οποίος τώρα έχει περάσει τα εβδομήντα. Στα είκοσί του, είχε μπει σε μια Ρουμανική κομμουνιστική φυλακή, όπου έμεινε για δεκαέξι χρόνια. Εκείνη την εποχή υπέστη το επιστημονικό πείραμα του Pitesti: το πιο διαβολικό σύστημα βασανιστηρίων που επινοήθηκε ποτέ, το οποίο επιχείρησε να ξεγυμνώσει την ανθρώπινη προσωπικότητα και να την αντικαταστήσει με τον κομμουνιστή «νέο άνθρωπο». Όπως αναθυμόταν αργότερα, «δεν υπήρχε βασανιστήριο, είτε ηθικό είτε σωματικό, που να μην είχε χρησιμοποιηθεί».
Αφού τα θεμέλια της ψυχής του απογυμνώθηκαν, ο π. Γεώργιος πέρασε μια μακρά και οδυνηρή διαδικασία μετανοίας, όπου βρήκε την εσωτερική δύναμη να στραφεί προς το Χριστό και έλαβε την υπεράνθρωπη δύναμη να αγαπήσει και να συγχωρήσει τούς βασανιστές του. Όταν στα τριάντα έξι του βγήκε από τη φυλακή, φλεγόταν από αγάπη για το Θεό και για ολόκληρη τη δημιουργία αφού, ενώ υπέφερε αφάνταστα, το πνεύμα του είχε καθαρθεί, θεραπευτεί και αναγεννηθεί από το Θείο Πυρ. Έγινε ιερέας και λίγο αργότερα άρχισε να καλεί τούς νέους της Ρουμανίας, οι οποίοι είχαν ανατραφεί με το ψέμα του υλισμού, να επιστρέψουν στο αληθινό νόημα της ζωής. Παρόλο που οι κομμουνιστικές αρχές διαρκώς δεν τον άφηναν σε ησυχία και απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν, αυτός συνέχισε να διδάσκει δημόσια. Τελικά τον συνέλαβαν και πάλι και τον έριξαν στη φυλακή για έξι χρόνια ακόμη. Αυτά τα χρόνια είχε τις βαθύτερες εμπειρίες της ζωής του, γιατί κατ’ αυτά βίωσε την Θεία Ενέργεια του Χριστού όπως ποτέ πριν.
Όσο έμενε στο μοναστήρι μας, ο π. Γεώργιος ακτινοβολούσε μια αίσθηση υπερκόσμιας γαλήνης και μια χαρά παιδιάστικη. Μάλιστα έδειχνε και νέος, πράγμα αξιοσημείωτο, όχι μόνο λόγω της ηλικίας του, αλλά και γιατί έζησε σε υγρές, υπόγειες, γεμάτες αρρώστιες φυλακές, με ελάχιστα κομμάτια ψωμί. […] Είχε γίνει ένα μικρό παιδί. Όποτε μιλούσε για τα βασανιστήρια πού υπέστη, χαμογελούσε ή και γελούσε ακόμη. Δεν είχε μίσος ή μνησικακία, είχε συγχωρήσει, και ήταν ελεύθερος. […]
1. Ο Π. Βενεδικτοσ Ghius
[Διηγείται ο π. Γεώργιος Calciu] «Πριν με συλλάβουν, πάντοτε μου άρεσαν τα μοναστήρια. Έτσι κάθε φορά πού μου δινόταν η δυνατότητα να πάω σε κάποιο μοναστήρι, βρισκόμουν εκεί. Πολύ κοντά στο Βουκουρέστι βρίσκεται ένα πολύ σημαντικό μοναστήρι που ονομάζεται Cernica. Την καρδιακή προσευχή την πήρε ο Γεώργιος, ένας μαθητής του Παϊσίου Velichkovsky* και την έφερε στην Cernica. Από τότε και μέχρι τώρα – δύο αιώνες σχεδόν – κάθε μοναχός στην Cernica εφαρμόζει αυτή την προσευχή. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίωξης από τον Τσαουσέσκου τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει από το να προσεύχονται.
»Μια Κυριακή ήμουν στο ναό στην Cernica και λειτουργούσα μαζί με κάποιους μοναχούς. Στην αρχή της Θείας Λειτουργίας ήταν εκεί ο π. Βενέδικτος Ghius, ένας πολύ πνευματικός άνθρωπος. Ήταν ο πνευματικός ηγέτης της κίνησης της Καιομένης Βάτου στη Μονή Antim, η οποία ήταν μια ομάδα αφοσιωμένη στην προσευχή, που είχε σχηματιστεί από μοναχούς για χάρη των πιο σημαντικών διανοητών στο Βουκουρέστι κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Άτομα από την Καιομένη Βάτο συλλαμβάνονταν μέχρι που η ομάδα εξολοθρεύτηκε και πολλοί από αυτούς πέθαναν στη φυλακή. Ο π. Ghius συνελήφθη επίσης, αλλά ελευθερώθηκε την ίδια εποχή με μένα – το 1965– και άφησε τα πάντα και μπήκε στη Μονή Cernica, όπου ασκούσε την Προσευχή του Ιησού. […] Ποτέ δεν τον είδα λυπημένο ή θυμωμένο.
»Επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένος, δεν λειτουργούσε. Όταν αρχίσαμε τη Λειτουργία, αυτός καθόταν σε μια καρέκλα στο ιερό, ακίνητος. Κάποια στιγμή ένοιωσα κάτι παράξενο στο ιερό. Κοίταξα προς τα αριστερά μου και είδα ότι στη γωνία που καθόταν ο π. Ghius άρχισε να λάμπει ένα Φως. Το Φως κάλυπτε τον π. Ghius εντελώς, αλλά δεν απλωνόταν σε όλο το ιερό. Ηταν ακριβώς γύρω από το σώμα του. Είμαι σίγουρος πώς ο π. Ghius δεν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε σ’ αυτόν. Οι άλλοι μοναχοί είδαν ό,τι έβλεπα κι εγώ, αλλά δεν έδωσαν σημασία γιατί είχαν συνηθίσει σ’ αυτό. Το είχαν δει πολλές φορές. Ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό γι’ αυτούς. Είχα μείνει κατάπληκτος. Και αυτό το Φως συνέχιζε μέχρις ότου τελείωσε η Λειτουργία. Όταν ο π. Ghius ήρθε να κοινωνήσει, τα χέρια του ήταν χέρια Φωτός. Υποκλίθηκα μπροστά του, και αισθάνθηκε πολύ, πολύ ντροπιασμένος – πιστεύω γιατί αισθάνθηκε ότι δεν ήταν άξιος τέτοιου σεβασμού. Βγήκε από το ιερό χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Καθώς έβγαινε, είδα το Φως να εξαφανίζεται και αυτός να γίνεται και πάλι κανονικός άνθρωπος.
»Καθόταν σε μια καρέκλα στο ιερό ακίνητος. Αλλά αν τον κοιτούσες, και χωρίς να ξέρεις τίποτα για το Φως του Χριστού, για το Άκτιστο Φως, μπορούσες να δεις το πρόσωπό του όλο Φως.»
2. Μια Εμπειρια από την Παιδικη Ηλικια
»Ο π. Γεώργιος συνέχισε να μας μιλάει για άλλες εμπειρίες πού είχε από το Άκτιστο Φως. Θυμήθηκε πώς μια φορά, όταν ήταν οχτώ χρονών, στεκόταν μπροστά στο χωράφι των γονιών του και αναλογιζόταν πώς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το χωράφι ήταν γεμάτο από Φως. «Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν», μας είπε. «Αυτό το Φως δεν είχε σκιά ούτε προοπτική. Ίσως γιατί είχα συνηθίσει στην εικόνα του φυσικού φωτός στο χωράφι, μπορούσα να δω όλες τις λεπτομέρειες, αλλά μόνο στο Φως, χωρίς σκιά. Έμεινα αποσβολωμένος. δεν ξέρω για πόση ώρα ήμουν έτσι. και όταν συνήλθα, το χωράφι ήταν φυσιολογικό. Δεν είπα τίποτε γι’ αυτό στην αδελφή μου ή στον αδελφό μου. Αλλά, αργότερα, όταν ήμουν μαθητής στο λύκειο, μίλησα στη μητέρα μου γι’ αυτό. Δεν εξεπλάγη. Υποθέτω ότι ήξερε κάτι γι’ αυτό, αλλά απλά έκανε το σημείο του Σταυρού πάνω μου […]».
3. Στη Φυλακη
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου φυλάκισής του, είχε άλλες δύο εμπειρίες αυτού του Φωτός. Διηγείται ο π. Γεώργιος, τη δεύτερη εμπειρία του.
«Ο Τσαουσέσκου ήταν πολύ θυμωμένος μαζί μου και ήθελε να με σκοτώσει στη φυλακή. Δεν μπορούσε να με καταδικάσει σε θάνατο γιατί η περίπτωσή μου ήταν πολύ γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο, έτσι διέταξε να με βάλουν σ’ ένα κελί με σαδιστές εγκληματίες. Με έβαλαν λοιπόν μαζί με δύο τέτοιους εγκληματίες. Ο ένας από αυτούς είχε σκοτώσει τη μητέρα του. Δεν την είχε απλά σκοτώσει. Την είχε βασανίσει επί πολλές μέρες, κόβοντας τα δάχτυλά της και το σώμα της. Ο άλλος είχε σκοτώσει δύο νεαρούς με τον ίδιο σαδιστικό τρόπο...
»Αμέσως οι δύο συγκρατούμενοί μου άρχισαν να με κακομεταχειρίζονται, αλλά όχι πολύ άσχημα. Ξέρετε, είχαν και κάτι το ανθρώπινο. Παρατήρησα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς τίποτα στην ψυχή τους - εγκληματίες και κλέφτες και λοιπά – είχαν μέσα τους κάτι πολύ, πολύ αγαπητό, μέχρι και κάτι το άγιο.
»Κάθε μέρα αυτούς τους δύο ανθρώπους τους καλούσε η διοίκηση. Νομίζω ότι τους μάλωναν γιατί δεν μου είχαν κάνει τίποτε. Νομίζω ότι τούς ζητούσαν να με σκοτώσουν. Μια μέρα, μετά από τρεις μήνες, τους κάλεσαν ξανά στη διοίκηση. Ήταν πολύ αναστατωμένοι όταν ήρθαν πίσω. Δύο φορές την εβδομάδα μας επέτρεπαν να βγούμε έξω σε μια μικρή αυλή, δεκαπέντε επί είκοσι πόδια. Πήγαμε έξω και μου είπαν, ‘Στάσου εκεί’. Πήγαν στην άλλη γωνία και μίλησαν μεταξύ τους. Ήμουν σίγουρος ότι είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσουν. Στεκόμουν εκεί με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Προσευχόμουν, εξομολογούμενος τα αμαρτήματά μου στο Θεό. Μετά από δέκα λεπτά – είχαμε μόνο δέκα λεπτά για περίπατο – ήρθαν σε μένα και είπαν, ‘Πάτερ’ – αυτή ήταν η πρώτη φορά πού με έλεγαν Πάτερ – ‘Πάτερ, αποφασίσαμε να μη σε σκοτώσουμε. Ας σε σκοτώσουν οι φύλακες.’ Άρχισα να κλαίω. Το είχα για σίγουρο ότι θα πέθαινα. Μπήκαμε στο κελί και τώρα μιλήσαμε μαζί. Τους είπα για τον εαυτό μου και για τα πάντα. Μου είπαν για τη δική τους εμπειρία, και για το ότι τώρα πρόσεξαν πώς ήμουν καλός άνθρωπος. Την επόμενη μέρα πήρα την άδειά τους να κάνω Θεία Λειτουργία στο κελί.
»Ήσαν πολύ περίεργοι να δουν τι ήταν η Λειτουργία. Γι’ αυτούς, ο παπάς ήταν κάποιος πού εκμεταλλευόταν τούς ανθρώπους και τούς έπαιρνε χρήματα. Ή ίσως έβλεπαν τον παπά σαν ένα μάγο. Δεν ήξεραν τίποτα για την πίστη. ίσως ήξεραν λίγα πράγματα για τη θρησκεία και την εκκλησία, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν ήξεραν τίποτα για τη Λειτουργία.
»Έτσι, την Κυριακή, άρχισα να ετοιμάζω τον άρτο, το νερό, το κάλυμμα. Με κοίταζαν. Εκείνη την Κυριακή δεν δούλευαν, έτσι είχαμε μια αργία της Εκκλησίας. Με αγριοκοίταζαν, ίσως γιατί νόμιζαν πως αυτά ήταν τα μαγικά μου εργαλεία. Άρχισα τις προσευχές μου με πολύ χαμηλή φωνή, γιατί οι φύλακες δεν επέτρεπαν να κάνουμε τελετή με δυνατή φωνή. Οι συγκρατούμενοί μου με πλησίασαν, απλά για ν’ ακούσουν τι έλεγα. Σιγά-σιγά, όσο προχωρούσε η Λειτουργία, η φλόγα της πίστης μου μετέφερε την ψυχή μου σε άλλο επίπεδο και αυτό τούς άγγιξε – είμαι σίγουρος. Δεν υπήρχε κίνηση. Δεν κουνήθηκαν. Δεν μίλησαν. Ήταν εκεί, μαζί μου, μέχρι το τέλος. Δεν στράφηκα προς το μέρος τους, αλλά μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, αφού κοινώνησα, στράφηκα προς αυτούς και έμεινα έκπληκτος. Τους είδα γονατιστούς, να προσεύχονται μαζί μου και να περιβάλλονται από το Φως. Ήταν μέσα σ’ αυτό το Φως, ορατό Φως, Άκτιστο Φως αλλά ορατό...Ο Θεός απλά άνοιξε τα μάτια μου για να δω αυτό το Φως, και αυτό τους περιέβαλλε. Παρατήρησα ότι ολόκληρο το κελί ήταν γεμάτο από Φως. Δεν ήξερα τότε και δεν ξέρω ούτε τώρα πότε εμφανίστηκε αυτό το Φως. Ίσως όταν άρχισα τη Λειτουργία το Φως να ήταν γύρω μας, αλλά ήμουν συγκεντρωμένος μόνο στην ιερή ακολουθία. Ίσως το Φως να εμφανίστηκε τη στιγμή που έλεγα την επίκληση** και από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού το Φως απλώθηκε στο κελί. Ή ίσως το Φως να εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή που στράφηκα προς αυτούς, ή ίσως να ήταν περικυκλωμένοι από το Φως συνεχώς.
»Αυτό το Φως μεταμόρφωσε τις ψυχές τους! Όχι οι προσευχές μου ούτε η ίδια η τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Ο Θεός μεταμόρφωσε τις ψυχές τους εκχύνοντας αυτό το Άκτιστο Φως πάνω τους. Μέσω αυτού του Φωτός ήμασταν ικανοί να αγαπηθούμε, να προσευχηθούμε και να νιώσουμε ότι έχουμε κάτι κοινό. Ήταν η παρουσία του Θεού, του Ιησού Χριστού.
»Το υπόλοιπο της ημέρας πέρασε με φιλία και αγάπη, μιλώντας για το Χριστό. Για πρώτη φορά μπόρεσα να τους μιλήσω για το Χριστό, για την πίστη, για την αγάπη. Ο ένας τους με ρώτησε: ‘Μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει; Σκότωσα τη μητέρα μου. Πώς μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει;’ Ο άλλος είπε, ‘Μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει αφού σκότωσα δύο νέους; Ίσως πάω και σκοτώσω και άλλους. Μπορεί ο Χριστός να με συγχωρήσει για το έγκλημα πού έκανα;’ Είπα, ‘Μπορεί. Ίσως η ανθρώπινη δικαιοσύνη να μη μπορεί να σας συγχωρήσει, αλλά ο Ιησούς θα σας συγχωρήσει, αν μετανοήσετε. Θα σας δώσει το Σώμα Του και το Αίμα Του, αν μετανοήσετε και αποφασίσετε να μην κάνετε άλλα εγκλήματα.’ Πίστεψαν και δεν πίστεψαν. Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να καταλάβουν, γιατί σε όλη τους τη ζωή ήταν σε συνεχή σύγκρουση με την κοινωνία. Κοίταζαν να σκοτώσουν, να κλέψουν, να εξαπατήσουν την κοινωνία, και η κοινωνία κοίταζε να τους συλλάβει. Ήταν μία συνεχής πάλη και σε αυτή την πάλη δεν υπήρχε χώρος για αγάπη. Ο πρώτος δεν αγαπούσε τη μητέρα του – σκότωσε τη μητέρα του. Ο άλλος δεν αγαπούσε τους φίλους του – τους σκότωσε. Μια στιγμή αγάπης δεν είχαν. Ίσως όταν ήταν παιδιά η μητέρα τους και ο πατέρας τους να τους αγαπούσαν, αλλά όταν μεγάλωσαν η ζωή τους δεν είχε χώρο για αγάπη. Δεν καταλάβαιναν ακριβώς ποιο ήταν το νόημα της αγάπης – της αγάπης του Ιησού – αλλά η λέξη αγάπη ήταν μια λέξη που τους γοήτευε. Εκείνη την ημέρα επέμεινα στην αγάπη και τούς είπα, ‘Ο Ιησούς είπε, «Αγαπάτε αλλήλους .... από αυτό οι άνθρωποι θα γνωρίσουν ότι είσαστε μαθητές μου, από το αν έχετε μεταξύ σας αγάπη...Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Ευλογείτε αυτούς που σας καταριώνται. Ευεργετείτε αυτούς πού σας καταδιώκουν.’ Είπαν, ‘Αυτό είναι αδύνατον. Δεν είναι ανθρώπινο!’ ‘Έχετε δίκιο’ είπα, ‘δεν είναι ανθρώπινο. Αλλά τέτοια αγάπη υπάρχει στον κόσμο – είμαι ένα ζωντανό παράδειγμα για σας.’ Την επόμενη μέρα χωρίσαμε. Η διοίκηση κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε με μένα και ότι αυτοί οι άνθρωποι αρνούνταν να με σκοτώσουν, έτσι με άφησαν μόνο μου στο κελί.
»Δεν ξέρω αν αυτοί οι δύο άνθρωποι συνειδητοποίησαν την παρουσία του Φωτός που είδα στο κελί, αλλά αυτό το Φως λειτούργησε στην καρδιά τους και τους έκανε αδελφούς μου. Η Ενέργεια του Ιησού Χριστού τους έκανε ίσως από εγκληματίες αγίους. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ύστερα από αυτό έγιναν ξανά εγκληματίες. Είμαι πεπεισμένος ότι έχουν σωθεί, και προσεύχομαι γι’ αυτούς συνέχεια. Ακόμα και σήμερα προσεύχομαι γι’ αυτούς. Ποτέ στην προσευχή μου δεν τους βλέπω σαν εγκληματίες. Είμαι σίγουρος ότι έχουν σωθεί.»
4. Τό Δωρο του Φωτος
»Αυτό πού ήθελα να σας πω είναι ότι ο Θεός δίνει το Φως Του όχι μόνο σε κάποιους μοναχούς, αφού έχουν πρώτα κάνει μακρόχρονη άσκηση, καθισμένοι στην απομόνωση του κελιού τους συγκεντρωμένοι, ενώνοντας τον νου και την καρδιά, υποτάσσοντας το νου στην καρδιά. Δίνει επίσης το Φως Του σαν δώρο σε κάποιον χωρίς να το αξίζει, χωρίς να ζητάει κάτι από αυτό το άτομο. Μου έδωσε αυτό το Φως χωρίς να το αξίζω, χωρίς να μου ζητήσει να κάνω κάτι γι’ Αυτόν.
»Τα δώρα του Θεού δεν είναι μια ανταμοιβή για μας. Δεχόμαστε δώρα από το Θεό μόνο από την αγάπη Του για μας. Όπως είπα, ήμουν ο μεγαλύτερος αμαρτωλός σ’ εκείνη την πτέρυγα. Ωστόσο, ο Θεός με διάλεξε. Γιατί; Δεν υπάρχει εξήγηση. Αυτά τα παιδιά ήταν εγκληματίες, ωστόσο ο Θεός τους αγάπησε, μέσα στο Φως. Γιατί; Επειδή ήθελε να μεταμορφώσει τις ψυχές τους – και είμαι σίγουρος ότι τις μεταμόρφωσε».
Σημειώσεις:
* Ο άγ. Παΐσιος Velichkovsky (1722-1794) ήταν αυτός πού ξανα-ανακάλυψε και συνέταξε την ανθολογία τών αρχαίων κειμένων πού είναι γνωστή ως Φιλοκαλία.
** Επίκληση: οι προσευχές για τον καθαγιασμό τών Τιμίων Δώρων.
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Δαμασκηνού Χριστός, το αιώνιο Ταό, απόδοση στα ελληνικά Μ. Ζ.
Αντιγραφή: Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Labels: Εντυπώσεις
Αγιον Όρος Ι.Μ.Δοχειαρίου Δοξαστικό Αποστίχων Παναγίας Γοργοϋπηκόου
Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, τὰ παμφαῆ μεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου δοξάσωμεν· ὡς γὰρ πύλη τοῦ ἀΰλου φωτός, πρὸς ἀποῤῥήτων ἀναβάσεων μύησιν, ἀνάγει καὶ εἰσάγει, τοὺς ἐντρυφῶντας ἐν τοῖς θαύμασιν Αὐτῆς· ἐλλαμφθῶμεν οὖν ταῖς φρεσίν, οἱ τῷ φωτὶ αὐτῆς πορευόμενοι· ἰδοὺ γὰρ παραγίνεται, ἑνὶ ἑκάστῳ χορηγοῦσα, ἀγαθοποιοὺς δωρεάς· ὁ ἔμψυχος οὐρανός, ἡ χρυσοφαὴς λυχνία, ὁ ἐπηρμένος τοῦ Δεσπότου Θρόνος, ἡ περίβλεπτος καὶ περιώνυμος πόλις, ἐν ᾗ τὸ ἀκατάληπτον μυστήριον, τῆς τοῦ Λόγου κενώσεως τετέλεσται, εἰς ἀνάπλασιν ἡμῶν, καὶ ζωὴν αἰώνιον.
Γράφει ο όσιος γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής για τον δάσκαλο του παπα Δανιήλ:
«Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέροντα Αρσένιον από έναν νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον Παπα-Δανιήλ. Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτο ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αυτό και αργούσε πολύ.»
Καμμιά
φορά τα φέρνει έτσι ο καλός Θεός τα πράγματα ώστε να μεταφέρονται
τροπικώς, οι ερημιές των ησυχαστών στην μισόκαλη τσιμεντούπολη.
Είναι ένας νέος παπάς σε μια μεγάλη ενορία του Λεκανοπεδίου που ώρες -ώρες δε μπορεί να συγκρατήσει τα κύματα αγάπης, χαράς και κατανύξεως κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας ώστε κάποτε δυσκολεύεται μέχρι και να προφέρει τις εκφωνήσεις , και γίνεται αντιληπτός από τους ενορίτες του, κάποιοι από τους οποίους μοιράζονται την συν-κίνηση και κλαίνε μαζί με τον ποιμένα τους , μπροστά στον Αμνό του Θεού , τον προσφερόμενο και μηδέποτε δαπανώμενο.
Κάποιοι θεωρούσαν και θεωρούν υπερβολικό τον λόγο του οσίου Συμεών του νέου Θεολόγου «Άνευ δακρύων μη κοινωνήσης ποτέ», τον οποίο επανέλαβε στους χρόνους μας και ο γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Όμως στο πρόσωπο αυτού του νέου ιερέως βλέπουμε τον λόγο αυτό να σαρκώνεται , να γίνεται καθ΄ ημέραν πράξη....
«Πλύνον με τοις δάκρυσι μου κάθαρον αυτοίς με Λόγε...»
ΔΙΕΛΥΣΕ την τοξική νεοφεμινιστική ελληνοφοβική προπαγάνδα μέσα στο ίδιο της το σπιτάκι, την οικογενειοκτόνα ελληνέζικια τιβι των άθλιων προτύπων!
Τα ηλιοτρόπια δεν επιλέγουν το μέρος που θα φυτευτούν, επιλέγουν όμως πάντα να στρέφουν το «κεφάλι» τους προς τον ήλιο. Έτσι και εμείς, 𝝳𝝴𝝼 𝝻𝝿𝝾𝞀𝝾ύ𝝻𝝴 𝝼𝝰 𝝴𝝿𝝸𝝺έ𝝽𝝾𝞄𝝻𝝴 𝞃𝝾𝝼 𝝹ό𝞂𝝻𝝾 𝝿𝝾𝞄 𝝷𝝰 𝝵ή𝞂𝝾𝞄𝝻𝝴, 𝝻𝝿𝝾𝞀𝝾ύ𝝻𝝴 ό𝝻𝞈ς 𝝼𝝰 𝝴𝝿𝝸𝝺έ𝝽𝝾𝞄𝝻𝝴 𝝿𝝾ύ 𝝷𝝰 𝝴𝞂𝞃𝝸ά𝞂𝝾𝞄𝝻𝝴 𝞃𝝶𝝼 𝝿𝞀𝝾𝞂𝝾𝞆ή 𝝻𝝰ς. Μπορούμε να επιλέξουμε το τι θα αφήσουμε να γεμίσει την καρδιά μας, γιατί ό𝞃𝝰𝝼 𝝴ί𝝻𝝰𝞂𝞃𝝴 𝝲𝝴𝝻ά𝞃𝝾𝝸 𝝻𝝴 𝞃𝝾 𝞅𝞈ς της αγάπης, της δημιουργικότητας και της προσφοράς, 𝝹𝝰𝝼έ𝝼𝝰 𝞂𝝹𝝾𝞃ά𝝳𝝸 𝝳𝝴𝝼 𝝻𝝿𝝾𝞀𝝴ί 𝝼𝝰 𝞃𝞀𝞄𝝿ώ𝞂𝝴𝝸 𝞂𝞃𝝸ς 𝞇𝞄𝞆ές 𝝻𝝰ς.
Επιστολή 45 (απόσπασμα)*
… Πάλι με αγάπη προσευχήθηκα για την Αλεξάνδρα. Στο παρελθόν σου είπα και σου έγραψα ότι αυτή η δύστυχη πέρασε τη ζωή της σε απόγνωση.
Και
εξαιτίας αυτού έγινε αδύνατη σε όλους η σαφής αίσθηση της παρουσίας του
Θεού. Στην τύφλωση από το μίσος οι άνθρωποι χάνουν τελείως την αίσθηση
αυτή, και τότε γι’ αυτούς «πεθαίνει ο Θεός». Για την επιβεβαίωση της
σκέψεώς μου έστρεψα από πολλού ήδη την προσοχή μου στο ότι και τα
τέσσαρα Ευαγγέλια αρχίζουν με αναφορά στην προφητεία του Ησαΐου:
«Ετοιμάσατε
την οδόν Κυρίου … Πάσα φάραγξ (δηλαδή υποβάθμιση και άσκηση βίας επάνω
στους ανθρώπους) πληρωθήσεται και παν όρος (δηλαδή βίαιη κυριαρχία επάνω
στους αδελφούς) ταπεινωθήσεται … και αι τραχείαι εις οδούς λείας, και
(μόνο τότε) όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού»[1].
Αν βρεις, να διαβάσεις τον υπέροχο εικοστό τέταρτο λόγο του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου…
Ο άγιος αυτός, σε συμφωνία με όλους εκείνους που προηγήθηκαν από αυτόν
και με εκείνους που ήρθαν στον κόσμο μετά από αυτόν, λέει ότι:
«Ο
Θεός για τη ζωή στον κόσμο αυτό δημιούργησε πατέρα και υιό και όχι
δούλο και μισθωτό… Η δουλεία προήλθε από την μεταξύ των ανθρώπων έχθρα,
εξαιτίας της οποίας άρχισαν να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου και ο
ένας να υποδουλώνει τον άλλον. Και η εξαγορά των ανθρώπων εξαιτίας της
φτώχειας και των ελλείψεων, που άρχισαν να κυριεύουν τους πιο αδυνάτους
λόγω της απληστίας και της πλεονεξίας των ισχυροτέρων … Χωρίς βία και
φτώχεια κανένας δεν θα γινόταν δούλος ή μισθωτός …».
Αυτός ο παραμορφωμένος από το μίσος των ανθρώπων κόσμος κρύβει από την όραση το Υπέροχο Πρόσωπο του Θεού.
Ο
Θεός δεν ενεργεί με βία· διαφυλάσσει με άγιον τρόπο την ελευθερία
εκείνου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του.
Επιπλέον βλέπει με υπομονή και τις κακές ακόμη εκδηλώσεις της ελευθερίας του ανθρώπου.
Και
η υπομονή Του αυτή θα διατηρηθεί τόσο, ώστε να γίνει δυνατή η εμφάνιση
του αντιχρίστου, που θα αποπειραθεί να παραμερίσει τον Αληθινό Θεό και
ακολούθως να ανακηρύξει θεό τον εαυτό του.
Την οδό του αντιχρίστου θα συνοδεύσει αναπόφευκτα άσκηση παγκόσμιας βίας… Πολλοί θα σκανδαλισθούν με αυτό.
Θα εγερθεί σ’ αυτούς το ερώτημα: Πού είναι λοιπόν ο Θεός; Πού είναι η Πρόνοιά Του για κάθε κτίσμα;
Ανάμεσα
σ’ αυτούς που σκανδαλίστηκαν ήταν και η δική μας φτωχή Αλεξάνδρα. Δεν
αντιλήφθηκε τις οδούς του Θεού και υπερασπιζόμενη το ανθρώπινο δίκαιο
απέρριψε τη δικαιοσύνη του Θεού. Τώρα όμως που βρέθηκε σε συνθήκες που
μπορεί να δει ότι ο Θεός είναι δυνατός και μετά θάνατον να δώσει στον
άνθρωπο το πλήρωμα της ζωής και της μακαριότητος, με απλότητα και χαρά
θα προχωρήσει στη συνάντησή Του: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την
δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται» [2].
Θα ήθελα να μου
περιέγραφες εσύ, όσο το δυνατό λεπτομερέστερα, τις τελευταίες ημέρες της
ζωής της Αλεξάνδρας μας. Γνωρίζω ότι ο θάνατος του ανθρώπου είναι
τραγικός και μόνο από τη φύση του. Είναι χαροποιός, μόνο όταν το πνεύμα
του ανθρώπου πέρασε αληθινά τα όρια του θνητού και με δύναμη αισθάνεται
την αδυναμία του θανάτου. Γράψε μου, αν μπορείς, τα βάσανά της. Για τις
θλίψεις όλων σας δεν ερωτώ, γιατί η πλευρά αυτή μου είναι σαφής.
Ολοένα
υποφέρεις από πονοκεφάλους. Ο π. Ραφαήλ [3] σου είπε ήδη ότι «καλύτερα
να είναι κάποιος ανόητος, παρά να υποφέρει από πονοκεφάλους». Εγώ όμως
δεν συμφωνώ μαζί του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από το να είναι
κάποιος ανόητος, έστω και αν κανένας από αυτούς δεν το συνειδητοποιεί.
Κάτι που είναι ακόμη χειρότερο:
Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν
είναι ικανοποιημένη με τη «μοίρα» τους, αλλά είναι φοβερά δύσκολο να
συναντήσεις άνθρωπο που δεν είναι ικανοποιημένος με τον νου του. Με πόση
βεβαιότητα μιλούν όλοι για το δίκιο τους! Η πιο συνηθισμένη απάντηση
είναι το «όχι» απέναντι στη σκέψη του άλλου …
Η μνήμη είναι σαν την πηρουνιά στο φύλλο της πίττας, σημάδι ανεξίτηλο, υπογραφή μαζί και βαλβίδα εξαέρωσης για να ξεθυμαίνει η γέμιση μην ξεχυθεί καθώς ψήνεται.
Άφησε πίσω τακτοποιημένα: ένα μπολ με δυο χαράματα λαρδί γρινί, ψιλοκομμένο σε τετράγωνα μικρά κομματάκια, ένα κιλό τυροβολιά να ξεπαγώνει στο νεροχύτη, δυο αβγά, δυο κρεμμύδια ξερά που δεν είχε προλάβει να ξύσει στον ξύστη. Στον καταψύκτη φύλαγε πάντα άνηθο ψιλοκομμένο, γιατί πάντα ήξερε πως μπορεί να χρειαστεί …να έτσι, “δυο λεφτά, να ψήσω μια πίττα”… και που να τρέχει στον μανάβη.
Ήταν ανήσυχη στο Ιπποκράτειο: πάρε τηλέφωνο, …στο νεροχύτη άφησα την τυροβολιά να ξεπαγώνει, πες να την βάλουν στο ψυγείο …και το λαρδί. Μην πάει χαμένο!
Μαλάκωσε σαν έμαθε πως όλα ήταν τακτοποιημένα.
Λοιπόν σήμερα έχει γιορτή και ξέρω τι κάνει. Τους έχει πάλι μαγεμένους, με τρία τέταρτα του κιλού αλεύρι σκληρό, ένα καρύδι μαγιά λειωμένη σε χλιαρό νερό, λίγο λάδι, λίγο αλάτι κι ανοίγει φύλλο.
Να πιάσω να ξύσω τα κρεμμύδια, να λαδώσω ένα ταψί, ν’ απλώσει το φύλλο, έτσι που να καλύπτει, μπόλικο μπόλικο το μέγεθος του ταψιού. Ν’ απλώσουμε μαζί τη γέμιση, καλά ζυμωμένη, με τα όλα της. Κι αν έχει τίποτα κρεμμυδάκια φρέσκα, καυκαλήθρες και δυο φέσκουλα ζεματισμένα (και καλά στημένα μη βγάλουνε ζουμιά) τόσο το καλύτερο.
Στο τέλος τσικ τσικ τσικ… θα σπρώξει εκείνη τα κομματάκια το λαρδί στη γέμιση και μ’ ένα ακόμα φύλλο θα τα σκεπάσει, θα κάμει τα καλλιτεχνικά της διπλώνοντας όμορφα το φύλλο στο γύρο, θα χαράξει ρόμβους και τέλος αυτό που πιο πολύ μ’ αρέσει… θ’ αρχίσει τις πηρουνιές για να ‘χει να ξεθυμαίνει σα θα μπει στο φούρνο!
Ξέρω τι κάνει απόψε. Τους κοροϊδεύει στην αποσπερίδα, πως τάχαμου δεν έχει χοληστερίνη το λαρδί, γιατί γλυστρά στην κοιλιά και χάνεται κι εκείνοι ξεκαρδίζονται αφού πια δεν έχουν τέτοιες έγνοιες.
Χαΐνηδες, Κρεμμυδόπιττα με λαρδί, ένα ποτήρι κρασί κι ένα κεράκι, της γιορτής!
Η Ορθοδοξία ως θεραπεία_Γέροντας Δαμασκηνός Αγιορείτης
Μια θαυμάσια εκλαϊκευμένη κατήχησηΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ
ΟΤΙ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗ
αλλά μην νοιώθετε «λύπη»
που αντιγράφουμε τα δικά σας ,
χωρίς να σας ρωτήσουμε...
Για την παράγκα μας
είναι γ ε λ ο ι ό τ η τ α η λεγόμενη
«δεοντολογία περί πνευματικών δικαιωμάτων!»