Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024
Ο χαριτωμένος π. Ιωάννης Καλαΐδης και το θαύμα της Αγίας Παρασκευής!
Ο κυρ Μηνάς..
![Μπορεί να είναι εικόνα 3 άτομα](https://scontent.fnic1-2.fna.fbcdn.net/v/t39.30808-6/452288868_1655239661782076_6171257493174239811_n.jpg?_nc_cat=109&ccb=1-7&_nc_sid=aa7b47&_nc_ohc=JlEUERHvh_IQ7kNvgHAwDvo&_nc_ht=scontent.fnic1-2.fna&gid=ARKRO9RdTOF_EaUcGB4vGBP&oh=00_AYAUacfNVPaN8Jp1VswXnHb019EQmsE6YKL-M83DYKPjNA&oe=66A99720)
ΑΝΑΧΩΡΗΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗΣ σε ηλικία 96 ετών.
![Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο](https://scontent.fnic1-2.fna.fbcdn.net/v/t39.30808-6/453015121_1904918836679808_8387489247449655175_n.jpg?_nc_cat=109&ccb=1-7&_nc_sid=127cfc&_nc_ohc=xKf2s8zqzR4Q7kNvgFe7ZB_&_nc_ht=scontent.fnic1-2.fna&oh=00_AYBAgi7WysWDY5L2lOic7QZ8D_Gf8H9dlU1nEhmORppxMw&oe=66A983BD)
Διαδρομή
Λήψεις με drone πάνω στη διαδρομή Λιβάδι-Κόντουρ Μάρι -Κισάτσα - Μεγάλες Μπιστεριές - Προφήτης Ηλίας (21-7-2024)
Το ξεχωριστό που συνοδεύει το βίντεο ηχογραφήθηκε το 1987 στο Λιβάδι Ολύμπου. Παίζουν οι: Θεοδωρής Σωτήρης κλαρίνο, ο Γεωργούλης Βαγγέλης κλαρίνο, ο Γκρίζος Βαγγέλης κορνέτα και ο Γκατζούνης Κώστας ακορντεόν.
''Η Οθωμανίδα άλλαξε πίστη και βαπτίσθηκε χριστιανή, με τ' όνομα Παρασκευή και το παιδί της γιατρεύτηκε"...
"...Με αισθήματα υπερηφάνειας και ευγνωμοσύνης συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ στου «Παπά το λιθάρι» για να εκπληρώσουμε με καθυστέρηση ένα μεγάλο χρέος. Συγκεντρωθήκαμε να τιμήσουμε κυρίως ένα προγονό μας, τον παπα-Γιώργη Δάρα για τη θρησκευτική και εθνική του προσφορά και ν' αποτίσουμε φόρο τιμής στους Σερβαίους αγωνιστές της Παλιγγενεσίας μας.
Πριν από λίγο έγινε αποκάλυψη της μαρμάρινης πλάκας που γράφει:
«ΤΟΠΟΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΑΝΩΘΕΝ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΥΠΟ ΙΕΡΕΩΣ Γ. ΔΑΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΒΗΛΩΣΑΝΤΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥ ΚΑΤΑΚΤΗΤΟΥ (ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΝΤΩΝ) ΕΙΣΑΚΟΥΣΘΕΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΕΗΣΕΩΣ».
Ο παπα-Γιώργης Δάρας, γνήσιος και αντάξιος απόγονος γενιάς αγωνιστών, που όταν αργότερα εξερράγη η επανάσταση άλλαξε το θυμιατό με το καριοφύλι. βρισκόταν προεπαναστατικά μια μέρα εδώ.Αγναντεύοντας προς του "Ντάρδα Κλώνη" (αχλάδια του Κλώνη αρβανίτικα), βλέπει να κατηφορίζει έφιππος ένας Τούρκος ερχόμενος από το μέρος των Λαγκαδίων. Σταμάτησε ο Τούρκος στη βρύση, πότισε τ' άλογο του και στη συνέχεια φτάνοντας στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής δίνει μια κλοτσιά στην πόρτα, την άνοιξε κι έβαλε μέσα τ' άλογο του. Το αίμα του παπα-Γιώργη ανέβηκε στο κεφάλι. Αποκαλύφθηκε, γονάτισε και προσευχήθηκε.
-Αγία μου Παρασκευή, αν δεν κάνεις το θαύμα σου, δεν θα σου ξανανάψω το καντήλι.
Επεκτείνοντας μάλιστα την απειλή του, πρόσθεσε:
-Θα σε κλείσω με παλιούρια, (είδος αγκαθωτού θάμνου).
Ο Τούρκος γύρισε το απόγευμα, πήρε τ' άλογο του, το καβάλησε και πήγε στη βρύση να το ποτίσει (τότε δεν ήταν πλακόστρωτο αλλά βούρκος}. Ενώ πότιζε το άλογο, έπαθε επιληψία και έπεσε μέσα στο βούρκο. Οι πρόγονοι μας που τον είδαν, τρομοκρατήθηκαν (περιγράψαμε προηγουμένως τις συνέπειες που είχε για τους Έλληνες ο θάνατος ενός Τούρκου, 99 Έλληνες έπρεπε να σκοτωθούν). Έτρεξαν να του προσφέρουν τη βοήθειά τους. Ταυτόχρονα μερικοί ταχύποδες έφυγαν για τα Λαγκάδια προκειμένου ν' αναφέρουν το περιστατικό στην οικογένειά του. Ήρθε η οικογένεια του και τον μετέφερε με φορείο στα Λαγκάδια. Ενώ ο ασθενής ήταν στο σπίτι του και η οικογένεια του προσπαθούσε να τον γιατρέψει, η μητέρα του είδε στ' όνειρο της μια μαυροφορεμένη γυναίκα, που της είπε:
-Είμαι η Αγία Παρασκευή.
Έντρομη και αισθανόμενη ένα παράξενο συναίσθημα ρώτησε τις Ρωμιές τι έπρεπε να κάνει. Εκείνες της συνέστησαν να στείλει αφιερώματα στην εκκλησία. Ακολούθησαν δώρα προς την εκκλησία, μεταξύ των οποίων και ένα φόρτωμα λιβάνι και ένα φόρτωμα κερί. Στη συνέχεια οι Ελληνίδες όταν την είδαν να ενδίδει και να ζητά τις συμβουλές τους, της συνέστησαν ν' αλλάξει πίστη.
Η Οθωμανίδα άλλαξε πίστη και βαπτίσθηκε χριστιανή, με τ' όνομα Παρασκευή και το παιδί της γιατρεύτηκε"...
ΚΥΠΡΟΣ _ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δεν χτύπησε ούτε σήμερα η καμπάνα, ανήμερα της Μνήμης της, μισός αιώνας τώρα!
Το έδαφος της κοινότητας ανήκει εκ του νόμου (de jure) στην Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας είναι κοινότητα που υπάγεται διοικητικά στην Επαρχία Αμμοχώστου. Ωστόσο, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το χωριό ελέγχεται απο το ψευδοκράτος. ..
Ο Ναός της Αγίας Παρασκευής είναι ο ενοριακός ναός του χωριού, μήκους 50 ποδών και πλάτους 25,5. Εκτίσθη το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα πάνω απο τα ερείπια παλαιοτέρου ναού, εκεί μεταξύ των πετρών των ερειπίων υπήρχε θέση με κανδήλα, την οποίαν οι κάτοικοι του χωριού άναβαν για να "ξορίση ο Θεός το κακό" Η Αγία Παρασκευή επροστάτευεν τον κόσμον από τον ελώδη πυρετόν. Ο ναος εμυρώθη επί Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυρίλλου του Γ´ στις 23 Οκτωβρίου 1923.
Η κατάσταση της Εκκλησίας περιγράφει το ήθος και την βαρβαρότητα του δαιμονικού Ισλάμ .
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ
Τελικά υπάρχουν νούσιμοι Αγιονορείτες
ΜΕΓΑΛΟ ΟΧΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ Ο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΕΞΩ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ!
Μόνο οι Μονές Λαύρας, Ιβήρων & Ξενοφώντος, μαζί με τη νέα λεγόμενη "νεα αδελφότητα δηλ δυο κούκους" της Εσφιγμένου ψήφισαν υπέρ!
Ο Βοϊδομάτης ποταμός
Ο Βοϊδομάτης ποταμός Ν. Ιωαννίνων: είναι ποταμός του νομού Ιωαννίνων, παραπόταμος του Αώου. Οι κύριες πηγές του βρίσκονται κάτω από το χωριό Βίκος. Στην διαδρομή του δέχεται και άλλα υδάτινα ρεύματα που σχηματίζονται στις πλαγιές της Τύμφης ή προέρχονται από το Φαράγγι του Βίκου και τελικά συμβάλει στον Αώο κοντά στην Κόνιτσα. Ο ποταμός έχει συνολικό μήκος 15 χιλιόμετρα. Η ονομασία του Βοϊδομάτη προέρχεται από το σλάβικο Μπόντε - Ματ, που σημαίνει καλό νερό.
Κάψα
κυρ Φώτης Κόντογλου
Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι βλογημένα. Τότε ποὺ ἔκανε τὸν κόσμο, εἶδε πὼς εἶναι πολὺ καλὰ ὅσα ἔκανε. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Καὶ τὸ κρύο κ’ ἡ ζέστη, κ’ ἡ καλοσύνη κ’ ἡ φουρτούνα, κι ὁ χειμῶνας καὶ τὸ καλοκαίρι, κ’ ἡ δροσιὰ κ’ ἡ πάχνη. Ἀληθινά, ὅλα εἶναι καλά. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι˙ πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ˙ τὰ ὄρη καὶ πάντες βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι».
Τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα φυσικὰ καὶ βλογημένα, θυμᾶμαι πὼς ὅλα μοῦ φαινόντανε καλά. Ὅλα τὰ δεχόμουνα μὲ χαρά, καὶ τὰ πιὸ σκληρὰ˙ φουρτοῦνες, παγωνιές, βροχές, κούραση, δίψα, πεῖνα καὶ κάθε κακοπάθηση. Καὶ μάλιστα εὕρισκα πολλὴ εὐχαρίστηση νὰ τὰ περνῶ μὲ ὑπομονή. Καὶ τώρα ποὺ τὰ θυμᾶμαι, μοῦ φαίνονται ἀκόμα πιὸ ἔμορφα.
Ἔτσι, καὶ τίς ὧρες ποὺ ἔκανε κάψα, κ’ ἡ γῆς καβουρντιζότανε καὶ μύριζε στουρναρόπετρα, ἔνιωθα πολλὰ πράγματα μέσα μου, μυστήρια ποιητικά, ποὺ μὲ κάνανε νὰ τὴν ἀγαπῶ. Τ’ ἀπομεσήμερο, τὴν ὥρα ποὺ βράζει ὁ κόσμος, βαστᾶ μιὰ βουβὴ ἡσυχία, σὰν νά ‘ναι νύχτα βαθιά.
Στὸ νησί μου ἡ ἐρημιὰ φαινότανε πιὸ μεγάλη αὐτὲς τίς ὧρες. Πολλὲς φορὲς τύχαινε νὰ πάρω τὴ βάρκα μου ἀπὸ νωρὶς καὶ νὰ πάγω νὰ ψαρέψω. Ἔπαιρνα μαζί μου ψωμὶ μαῦρο, ντομάτες, ἐλιὲς μέσα σὲ μιὰ ξυλόκουπα, ἕνα μαχαίρι, σπίρτα καὶ καπνό. Τραβοῦσα παραμέσα στὸ μπουγάζι, κατὰ τὸ μαΐστρο. Περνοῦσα δυὸ – τρεῖς μικροὺς κάβους καί, σὰν ἔφτανα σ’ ἕναν κόρφο, φουντάριζα ἀνοιχτὰ καὶ ψάρευα. Ἔπιανα καμιὰν ὀκὰ μικρόψαρα, τὰ πιὸ πολλὰ ἤτανε σαργοί, ποὺ εἶναι πολὺ νόστιμοι.
Κατὰ τὸ μεσημέρι πήγαινα γιαλό, ἄραζα τὴ βάρκα σὲ κάποιο μέρος ποὺ εἶχε ρηχὰ νερά, κοντὰ σ’ ἕνα μονόπετρο. Ἐκεῖ πέρα εἶχε καβούρια καὶ μύδια μέσα στὴ φυκιάδα. Ὡς νὰ πάγω ἀπὸ δῶ ἴσαμε ἐκεῖ, γέμιζε ἕνα καλάθι θαλασσινά, μύδια, κοροχύλες, καλογριές. Ἔπιανα καὶ λίγα μεγάλα καβούρια, ποὺ εἶχε μερμηγκιά, καὶ ποὺ δαγκάνανε τὰ δάχτυλά μου ἐκεῖ ποὺ ἔψαχνα γιὰ μύδια, καὶ τά ‘βαζα μέσα στὴ βάρκα. Ὕστερα πεταγόμουνα λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιά, ποὺ εἴχαμε ἕνα μποστάνι δίχως νὰ τὸ φυλάγει κανένας, κ’ ἔκοβα ἕνα δυὸ καρπούζια καὶ κανένα ξυλάγκουρο ποὺ μοσκοβολοῦσε, καὶ γύριζα στὴ βάρκα. Ἔπιανα τὰ κουπιά, καβατζάριζα τὸ μονόπετρο καὶ τραβοῦσα παραμέσα, μέσα σὲ μιὰν ἀγκάλη, ποὺ τελείωνε σὲ μιὰ μικρὴ ἔρημη ἁλυκή.
Ὁ κόσμος ἔβραζε ἀπὸ τὴ λάβρα. Ὁ ἥλιος ἤτανε σὰν φωτιὰ˙ τὰ μάτια μου θαμπώνανε, δὲν μποροῦσα νὰ κοιτάξω, κι ὧρες – ὧρες τὰ σφαλοῦσα. Ὁ ἱδρῶτας ἔσταζε ἀπάνω στὸ μπάγκο της βάρκας. Τὸ μοῦτρο μου ἄναβε, τὰ μηλίγγια μοῦ χτυπούσανε. Τὰ χέρια μου καὶ τὰ ποδάρια μου ἤτανε κεραμιδιά, ψημένα ἀπὸ τὴν ἄρμη κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἐρημιὰ στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα. Δὲ σάλευε τίποτα! Ἀκουγόντανε μοναχὰ οἱ σκαρμοὶ ποὺ τρίζανε, καὶ τὸ νερὸ ποὺ βουτούσανε τὰ κουπιά. Οἱ τρυπωτήρες καιγόντανε σὰν ἴσκα καὶ τοὺς ἔριχνα νερό. Ἡ κουπαστὴ λὲς κ’ ἤτανε πυρωμένο σίδερο, τὸ χέρι δὲν δεχότανε ν’ ἀκουμπήσει ἀπάνω της. Οἱ κάβοι καθόντανε σὰ στοιχειωμένοι.
Κατὰ τὴ νοτιᾶ φαινόντανε τὰ δυὸ βουνά, ποὺ τό ‘νὰ τὸ λένε τοῦ Λαγοῦ τ’ Αὐτιὰ καὶ τ’ ἄλλο Τοῦ Δαιμόνου ἡ Τράπεζα, ἔρημα καὶ βουβὰ σὰ νὰ ἤτανε στὸν ἄλλον κόσμο. Ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν ἀγκάλη ποὺ βρισκόμουνα, ἔβλεπα τὴ Νησοπούλα, ἕνα μικρὸ νησάκι μ’ ἕνα ρημοκκλήσι, καὶ μοῦ φαινότανε πὼς ἡ θάλασσα ἔβραζε γύρω της σὰν τὸ νερὸ ποὺ χοχλακὰ μέσα στὸ λεβέτι. Πέρα, κατὰ τὴν ἀντικρινὴ ἀκρογιαλιά, ἡ θάλασσα τόσο πολὺ ἄστραφτε, λὲς κ’ ἤτανε λιωμένο ἀσήμι, ποὺ ξέσκιζε τὸ μάτι σου νὰ τὴν κοιτάξεις. Ἡ πλάση ἤτανε βουβὴ κ’ ἔρημη. Μονάχα πολὺ μακριά, πίσω ἀπὸ ἕναν κάβο, ἂν ἔψαχνε καλὰ τὸ μάτι σου, ξεχώριζε μιὰ ψαρόβαρκα μὲ μιὰ τέντα, φουνταρισμένη σὰν νά ‘τανε στοιχειωμένη, γιατί ὁ ψαρᾶς θὰ κοιμότανε. Στὸ πέλαγο δὲ φαινότανε ψυχὴ ζωντανή. Τὸ ἴδιο καὶ στὴ στεριὰ˙ δὲν ἔβλεπες τίποτα νὰ σαλέψει. Ἕνας πελεκάνος ποὺ καθότανε ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, εἶχε γίνει κι ὁ ἴδιος πέτρα. Τὸ μονάχο πρᾶγμα ποὺ σάλευε, ἤτανε ἡ βάρκα κ’ ἐγὼ ποὺ τραβοῦσα κουπὶ σὰν ἀφιονισμένος.
Εἶπα πὼς δὲν ἀκουγότανε τίποτα, μὰ δὲν εἶπα σωστά. Μὲσ’ ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ καιγόντανε, ἔβγαινε ἕνα βουητὸ ἀπὸ τὰ τζιτζίκια, τζὶ-τζὶ-τζί, ποὺ ἐρχότανε κύματα – κύματα ἀπάνω στὸ πέλαγο, μιὰ δυνάμωνε, μιὰ λασκάριζε. Ἀλλά, ἕνα πρᾶγμα παράξενο! Αὐτὴ ἡ βουὴ ὄχι μοναχὰ δὲν λιγόστευε τὴ βουβὴ ἐρημιά, παρὰ σὰν νὰ τὴν ἔκανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη. Ὅπως περνοῦσε ἡ ἀκρογιαλιὰ δίπλα μου, κοίταζα νὰ δῶ μήπως σαλεύει τίποτα˙ μὰ ὅλα ἤτανε πεθαμένα κι ἀγριευόμουνα. Πέτρες, ἀγκάθια, ἀμμουδιές, σφερδούκλια, σκίνα, ὅλα ἤτανε στοιχειωμένα. Ὧρες – ὧρες ἔνιωθα σὰν φόβο, ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σ’ ἕνα ἔρημο μέρος περασμένα τὰ μεσάνυχτα.
Μ’ ὄλα ταύτα, ὁ ἥλιος μὲ στράβωνε, τὸ φῶς του περίλουζε ὅλη τὴν πλάση μὲ μιὰ πορτοκαλιὰ φωτιά. Μὰ τὰ μυστήρια δὲν εἶναι κρυμμένα μοναχὰ μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ ἐκείνη τὴ μεσημεριανὴ τὴν ὥρα ἕνα βαθὺ μυστήριο περισκέπαζε τὴν οἰκουμένη. Μ’ ὅλο ποὺ δὲ σάλευε τίποτα, σὲ κάθε πέτρα, σὲ κάθε τούφα ἀγριάγκαθο, σὲ κάθε βράχο, σὲ κάθε σφέρδουκλα, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, καὶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, ἔνιωθα πὼς παραφυλάγανε βουβὰ τελώνια, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ εὕρισκε ἀπάνω στὰ φλογισμένα ρημονήσια τῆς Ἰντίας ὁ Σεβὰχ Θαλασσινὸς κι ὁ Ἀμπουλβάρης.
Σὰν ἔφτανε βαθιὰ μέσα στὴν ἀγκάλη ποὺ εἶπα, κοντὰ στὴν ἔρημη τὴν ἁλυκή, ἄραζα τὴ βάρκα. Γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἔριχνα καὶ τὸ σίδερο, μὴν τυχὸν πάρει ἀγέρας τὴν ὥρα ποὺ θὰ κοιμᾶμαι καὶ ξουριάσει τὴ βάρκα.
Ἔβγαινα στὴ στεριὰ καὶ κοίταζα γύρω μου. Ἄλλο ζωντανὸ πλάσμα ἐξὸν ἀπὸ μένα κι ἀπὸ τὰ καβούρια ποὺ χαρχαλεύανε μέσα στὸν ντενεκέ, δὲν ἤτανε. Μοῦ φαινότανε πὼς ἤμουνα ὁ Ροβινσόνας ὁ ἴδιος, ποὺ εἶχε νὰ δεῖ ἄνθρωπο δέκα χρόνια στὸ ρημονήσι του. Πήγαινα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος, γιατί εἶχε κάτι δέντρα κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιά, καὶ λίγο παραπάνω ἤτανε ἕνα πηγάδι μὲ κρύο νερό, ποὺ ποτίζανε τὰ πρόβατα οἱ τσομπάνηδες. Πρῶτα – πρῶτα μάζευα κλαδιὰ κι ἀγκάθια κι ἄναβα φωτιὰ κ’ ἔψηνα ὅσα ψάρια θά ‘τρωγα. Ὕστερα πήγαινα στὸ πηγάδι καὶ γέμιζα ἕνα κανάτι ποὺ εἶχα, γέμιζα καὶ τὸν κουβᾶ καὶ τά ‘βαζα στὸν ἴσκιο, μέσα στὸν σκίνο. Γιὰ μεζὲ ἄνοιγα κανένα μύδι ὠμό, γιὰ κανένα κυδώνι. Γιὰ τραπέζι ἔβγαζα ὄξω τὸ καφάσι τῆς βάρκας.
Ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγα κοίταζα γύρω μου. Στὸ μέρος ποὺ καθόμουνα ἤτανε ἴσκιος, γιατί εἶχε πυκνὰ δέντρα, ποὺ ἀρχίζανε ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ σκεπάζανε τὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε ἀπὸ πάνω μου, σωστὴ ζούγκλα. Κάπου – κάπου ἄκουγα κ’ ἕνα κρὰκ δυνατό, ἀπὸ κανένα κλωνὶ ποὺ ἔσκαζε ἀπὸ τὴν κάψα.
Σὲ καμιὰ πενηνταριὰ πατήματα ἀπὸ μένα ἔπιανε ἡ ἁλυκή, ἴσια καὶ κάτασπρη. Τὰ μάτια μου δὲν μπορούσανε νὰ βαστάξουνε σὲ κεῖνο τ’ ἄσπρο τ’ ἁλάτι, ποὺ ἔβγαζε κάτι φλόγες στριφτές, ὁποὺ κάνανε νὰ τρέμουνε οἱ πέτρες καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ σφερδούκλια, ποὺ βρισκόντανε παραμέσα, σὰν νὰ τά ‘βλεπα πίσω ἀπὸ ἕνα θολὸ τζάμι, ὁποὺ σάλευε ὁλοένα καὶ μὲ ζάλιζε. Σὲ μιὰν ἄκρη τῆς ἁλυκῆς, ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα, στεκότανε ἕνα χάλασμα, τοῖχοι γκρεμνισμένοι, κίτρινοι καὶ κατάξεροι.
Ἀφοῦ τελείωνα τὸ φαγί μου, ξάπλωνα κατ’ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κοιμόμουνα. Σὰν ξυπνοῦσα κι ἄνοιγα τὰ μάτια μου, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα. Ἐκείνη ἡ φωτιὰ εἶχε σβήσει, μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἥλιος βρισκότανε ἀκόμα ψηλὰ μέσα στὸν οὐρανό. Μοναχὰ εἶχε γείρει κατὰ τὴν ὄξω θάλασσα, ἀπάνω ἀπὸ τ’ ἀντικρινὸ βουνό. Ὁ μπάτης εἶχε καλάρει φρέσκος κ’ ἡ βάρκα χόρευε καὶ κούναγε τὴν ἀντένα της. Ἡ θάλασσα ἄφριζε δροσερὴ˙ τὰ μικρὰ κύματα σιγοβουΐζανε χαρούμενα καὶ σβήνανε ἀπάνω στὰ βραχάκια καὶ στὰ ρηχά της ἁλυκῆς. Ἡ πλάση σὰ νὰ πανηγύριζε, ξυπνημένη ὕστερ’ ἀπὸ τὸν βαρὺν ὕπνο της.
Ἔμπαινα στὴ βάρκα, σαλπάριζα τὸ σίδερο, ἄνοιγα τὸ πανὶ καὶ καθόμουνα στὸ τιμόνι. Τὰ νερὰ κάνανε κλὰκ – κλὰκ στὴ μάσκα τῆς βάρκας, τὸ πανὶ φούσκωνε σὰν τ’ ἀθῶο μάγουλο τοῦ παιδιοῦ. Ἡ στεριὰ ἔφευγε κατὰ πίσω, κ’ ἐγὼ κοίταζα τό ‘νὰ καὶ τ’ ἄλλο, σὰ νά ‘μουνα βασιλιᾶς. Ποιός ἄνθρωπος μποροῦσε νά ‘ναι πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ μένα;
Ὄξω, στὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, ἕνα σωρὸ καράβια, λογῆς – λογῆς, βολτατζάρανε. Τὰ πανιὰ ἀσπρίζανε σὰν γλάροι μέσα στὴ μαβιὰ τὴ θάλασσα. Τὸ πέλαγο βούιζε γλυκὰ πέρα ὡς πέρα. Στὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, πίσω ἀπὸ τοὺς κάβους καὶ μέσα στὶς ἀγκάλες, ξετρυπώνανε ψαρόβαρκες, ἴδιες μὲ τίς πιρόγες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄγριοι τοῦ ὠκεανοῦ. Οἱ ἄνθρωποι σαλεύανε μέσα, καὶ δίνανε ζωή. Καὶ στὴ στεριὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ φαινόντανε ἀνθρῶποι: ἄλλοι περπατούσανε στὴν ἀκρογιαλιά, ἄλλοι λιχνίζανε στ’ ἁλώνια, ἄλλοι σαλαγούσανε τὰ πρόβατα καὶ κουδουνίζανε τὰ κουδούνια. Ὥρα σπερνοῦ, ἀκουγόντανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὸ Μοσκονήσι καὶ πέρα, ἀπὸ τ’ Ἀϊβαλί, ποὺ εἶχε δώδεκα ἐκκλησιές.
Τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, χρύσωνε τὴν πλάση σὰν νά ‘τανε εἰκόνισμα μαλαμοκαπνισμένο. Τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν κοκκινίζανε, κ’ ἡ θάλασσα σκούραινε σὰν μαβιὰ γαλαζόπετρα. Σιγᾶ – σιγά τό φῶς λιγόστευε, κι ὅλα ἀρχίζανε καὶ σκεπαζόντανε μ’ ἕνα γλυκὸ μυστήριο.
Ὅπως καθόμουνα στὸ τιμόνι, νανουριζόμουνα σὰν τὸ μωρὸ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας του. Ἄξαφνα ἔβγαινε τὸ φεγγάρι πίσω ἀπὸ τὸ Χοντρόβουνο, σὰν μεγάλο ὑδραργυρένιο πρόσωπο, κ’ ἔριχνε τὸ κρύο φῶς του στὴ θάλασσα. Θαρροῦσες πὼς βρίσκεσαι σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὸν ἔκαιγε ὁ ἥλιος ὅλη τὴ μέρα. Ἡ ἁρμύρα τῆς θάλασσας μύριζε πιὸ πολύ. Στὸ πρόσωπο καταλάβαινα τὴν ἄναψη ἀπὸ τὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ.
Οἱ γρύλοι τραγουδούσανε ἀπὸ τὰ σκίνα της ἀκρογιαλιᾶς κρὶ – κρὶ – κρί… Τὸ τραγούδι τους ἀνακατευότανε μαζὶ μὲ τὸ μαλακὸ καὶ δροσερὸ βούισμα ποὺ βγάζανε τὰ κύματα καὶ μὲ τὸ κλὰκ – κλὰκ ποὺ κάνανε στὴν πλώρη τῆς βάρκας. Τὸ φεγγάρι ψήλωνε σιγᾶ – σιγᾶ καὶ σάλευε ἀνάμεσα στὰ ξάρτια, μὲ τὸ σκαμπανέβασμα ποὺ ἔκανε ἡ βάρκα. Ἀπὸ μακριὰ ἀκουγόντανε τραγούδια ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίχως νὰ βλέπω τὴ βάρκα ποὺ καθόντανε οἱ τραγουδιστάδες, κι ἄλλα τραγούδια ἐρχόντανε στ’ αὐτί μου ἀπὸ τὴ στεριά. Σὲ λίγο περνούσανε ἀπὸ κοντά μου βάρκες καὶ περάματα κι ἀκουγότανε γιὰ μιὰ στιγμὴ φωνὲς καὶ γέλια, ὡς ποὺ ξεμακραίνανε.
Σὰν κόντευα στὴν ἀραξιά μου, κατέβαζα τὸ πανί, φουντάριζα τὸ σίδερο, ἔδενα τὴ βάρκα καὶ πήγαινα καὶ κοιμόμουνα. Ἔτσι θὰ κοιμοῦνται καὶ στὸν Παράδεισο.
Ὑποσημείωση:
- Τρυπωτήρα εἶναι τὸ σκοινὶ ποὺ εἶναι δεμένο τὸ κουπὶ στὸν σκαρμό.
Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024
5 γενετικές τάσεις που κληρονομείς από τη μητέρα σου
Υπάρχουν κάποιοι τομείς στους οποίους φαίνεται ότι τα γονίδια που κληρονομείς από τη μητέρα σου βαραίνουν περισσότερο από εκείνα του πατέρα σου.
Τους μοιάζουμε. Ό,τι κι αν λέμε, τους μοιάζουμε. Κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και συχνότερα «πιάνουμε» τον εαυτό μας να μιμείται μια κίνηση, μια γκριμάτσα, μια απλή μαμαδίστικη συνήθεια. Αυτό το ξέρουμε, όπως ξέρουμε και ότι η συναισθηματική σχέση με τη μητέρα μας είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία μας.
Αυτό που ίσως δεν ξέρουμε είναι ότι τα περισσότερα μοναδικά χαρακτηριστικά μας –από το τι μας αρέσει να τρώμε, μέχρι τον τρόπο που συνδεόμαστε συναισθηματικά με τους άλλους ανθρώπους– επηρεάζονται άμεσα από γονίδια τα οποία κληρονομούνται από τη μητέρα μας!
Ας δούμε ποια είναι αυτά και ποιες εκφάνσεις της δραστηριότητάς μας αφορούν.
1. Οι συνήθειες στον ύπνο και ο ρυθμός καρδιακών παλμών
Τα γονίδια του κιρκάδιου ρυθμού, όπως το CLOCK, το PER3 και άλλα, επηρεάζουν τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου, και κατά συνέπεια, την υγεία μας. Οι καρδιακοί παλμοί καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από γονίδια τα οποία κληροδοτούνται από τις μητέρες στα παιδιά και διαμορφώνουν από την πρώιμη παιδική ηλικία την «συμπεριφορά» που έχουμε στον ύπνο.
2. Τo ύφος προσκόλλησης
Γονίδια που σχετίζονται με τους υποδοχείς οξυτοκίνης, όπως το OXTR, επηρεάζουν το προφίλ μας στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Επηρεάζουν, με άλλα λόγια, τη δυνατότητά μας να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον ώστε να εκφράσουμε ελεύθερα τα συναισθήματα μας στους οικείους μας. Τα ύφη προσκόλλησης, γνωστά και ως attachment styles, διαμορφώνονται στην πρώιμη παιδική ηλικία και επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά μας στις ενήλικες σχέσεις μας.
3. Διατροφικές συνήθειες και προτιμήσεις
Υπάρχουν γονίδια που σχετίζονται με τους γευστικούς μας κάλυκες, όπως ο υποδοχέας γεύσης TAS2R38, που είναι υπεύθυνος για την αντίληψη της πικρής γεύσης. Οι τροφές και οι γεύσεις που προτιμάμε (γλυκιά γεύση, πικρή, πικάντικη κ.ά.) έχουν γενετική προέλευση, κληρονομούνται δηλαδή με κάποιο τρόπο. Οι μητέρες κυρίως (οι βασικές τροφοί μας από την στιγμή της γέννησης) είναι ικανές να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό το διατροφικό μας πλαίσιο για όλη την διάρκεια της ζωή μας.
4. Εξυπνάδα και γνωστικές ικανότητες
Πολλά γονίδια που συνδέονται με την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου, όπως το FMR1, μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητά μας να λύνουμε προβλήματα, πρακτικά ή επιστημονικά, τα επιτεύγματά μας σε σχέση με τη μάθηση και γενικότερα την οξυδέρκειά μας. Η εξυπνάδα, αυτή η σύνθετη λειτουργία του εγκεφάλου, επηρεάζεται σίγουρα από πολλές παραμέτρους, τόσο κληρονομικές, όσο και επίκτητες. Μολονότι και οι δυο γονείς «προικίζουν» τα παιδιά τους γονιδιακά, η συμβολή της μητέρας φαίνεται πως είναι η κυριότερη.
5. Συναισθηματική και νοητική υγεία
Διάφορα γονίδια παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και νοητική μας κατάσταση, π.χ. το 5-HTT ή διαβιβαστής σεροτονίνης, και το BDNF που κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη γνωστή ως εγκεφαλικός νευροτροφικός παράγοντας. Τα γονίδια αυτά θα μπορούσαν ως ένα βαθμό να προκαθορίσουν προδιάθεση για κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και άλλα ψυχικά νοσήματα. Και σε αυτή την περίπτωση, χωρίς να υποτιμάται κανένας από τους δυο γονεϊκούς ρόλους, η μητέρα φαίνεται να έχει την ισχυρότερη γονιδιακή επιρροή στην ψυχική και νοητική υγεία των παιδιών από την αρχή της ζωής τους.
Τζουμέρκα μου περήφανα
Τζουμέρκα μου περήφανα
Βουνά μου ξακουσμένα
Σαν τι κακό να πάθατε
Τι τάχα να θρηνείτε
Τον κατσαντώνη πιάσανε
Στα γιάννενα τον πήγαν
Κι εκεί τον εσκοτώσανε
Και κλαίμε τον χαμό του
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».
Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’ εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».
Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…» Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’ αυτών τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;
Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’ αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.
Άγιον Όρος Ι.Μ.Μεγίστης Λαύρας _Η ύψωση της Θεοτόκου
Το εκκλησάκι της Κρασοπαναγιάς
Άγιος Σωφρόνιος_ Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» [Ματθ. 6,12.].
Όντως, μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι, Δημήτρη Δημητριάδη.
Γράφει ο Μέτοικος
Έχει δίκαιο ο Σοφοκλής που, στην Αντιγόνη υποστηρίζει ότι: «τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν τῷ δ᾽ ἔμμεν’ ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν» τουτέστιν «ο Θεός σκοτίζει το μυαλό εκείνου που έχει αποφασίσει να τον οδηγήσει στη συμφορά» ή, στην νεώτερη εκδοχή: «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι».
Και φαίνεται ότι ο Δημήτρης Δημητριάδης, συγγραφέας του υπερτιμημένου πεζογραφήματος «Πεθαίνω σαν χώρα», πεθαίνει πνευματικά στη μοναξιά του.
Συνεντευξιαζόμενος στον Δημήτρη Δανίκα* απάντησε-επιτέθηκε στους διανοητές Χρήστο Γιανναρά και Στέλιο Ράμφο αναμασώντας και διαστρεβλώνοντας την άποψη του Νίτσε πως: «ο χριστιανισμός είναι αντεστραμμένος Πλατωνισμός».
«Η Εκκλησία εκπροσωπεί το ψεύδος και την απάτη του χριστιανισμού» διακηρύσσει από τη μοναξιά του ο Δ.Δημητριάδης.
Εάν έλεγε ότι, τη γνώμη του αυτή τη στηρίζει στον βίο και την πολιτεία καμιά εβδομηνταριά επισκοπιδίων μπορεί να γινόταν πιστευτός, αν ανοήτως ταύτιζε την εκκλησία με τους επισκόπους. Όμως, Δημήτρη Δημητριάδη τα φαινόμενα απατούν. Η Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια αρμονική συνύφανση σε ένα σώμα λαού και κλήρου με κεφαλή τον Κύριο Ιησού Χριστό και, πραγματώνει στον κόσμο κατά τη διάρκεια της Ευχαριστίας τη Μία και Μοναδική Αλήθεια πως ο Χριστός είναι η Ζωή και η ανακεφαλαίωση όλης της δημιουργίας και που, ναι! Σπανίως μπορούν να εκφράσουν οι «χθεσινοί Μίτσοι και Κώτσοι» από την έδρα μιας «χρυσοστόλιστης πεταλούδας».
Ο Δ.Δημητριάδης όντας ανιστόρητος, όπως ο ίδιος παραδέχεται στη συνέντευξή του και, άσχετος με την Ορθόδοξη θεολογία υποστηρίζει κάτι που «κανείς Έλληνας δεν ξέρει», αλλά γνωρίζει μόνο αυτός! Πως «Το βρέφος που πηγαίνουν για να το βαφτίσουν θεωρείται ήδη φορέας του Σατανά»!
Τη γνώση αυτή ο Δ.Δ μάλλον την απέκτησε ακούγοντας τους Βέλγους προτεστάντες ή τους κατόλικους που τον σπούδασαν, γιατί ακόμη και οι χειροτονίες των Βαρθολομαίου – Ιερώνυμου έχουν ακούσει ή διαβάσει τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης που αποφαίνεται ότι : «Τό ἱερώτατον Βάπτισμα καί ἀναγέννησίς ἐστι, καί ἀνάπλασις, κάθαρσίς τε καί φωτισμός καί υἱοθεσία, καί χάρισμα καί ἁγιασμός. Τυποῖ (=προτυπώνει) δέ ἐξαιρέτως τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ καί τήν τριήμερον ἔγερσιν».
Ο άσχετος ιστορικά Δ.Δ στη συνέντευξή του στον Δημήτρη Δανίκα υποστηρίζει «ότι η Εκκλησία φέρει την ευθύνη για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης», γιατί δεν υποτάχτηκε στους παπιστές! Ποτέ του ο Δ.Δημητριάδης δεν διάβασε, έστω και σε εφημερίδες, για τις ολέθριες επιπτώσεις της απάνθρωπης λατινικής σκλαβιάς στους Έλληνες με την άλωση της Βασιλεύουσας των Πόλεων το 1204, επιπτώσεις που οδήγησαν έως και την οριστική πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους;
Αμφισβητεί και, είναι δικαίωμα τού Δ.Δ την Ανάσταση του Κυρίου. Όμως, όταν αμφισβητείς ένα κοσμοσωτήριο γεγονός με το γελοίο επιχείρημα :«Αν όντως ο Χριστός αναστήθηκε και υπάρχει, γιατί δεν εμφανίστηκε επί 2.000 χρόνια;»!!! Τότε όντως υπάρχουν στον Δ.Δημητριάδη εμφανέστατα ίχνη πνευματικής κόπωσης.
Ότι φυραίνει ο άνθρωπος με το πέρασμα του χρόνου είναι γεγονός. Είναι, όμως, ιδιαίτερα λυπηρό ένας άνθρωπος των γραμμάτων σαν τον Δ.Δ να αμφισβητεί τη δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός με το αίολο επιχείρημα-ερώτημα: «Ποιος ήταν παρών όταν δημιουργούσε τον κόσμο ο Θεός ώστε να το καταγράψουν μετά;».
Εκείνη, όμως, η δήλωση του ημιμαθή άθεου Δ.Δημητριάδη που απογοητεύει είναι πως: «ο Σαντ και ο ναζισμός είναι η αλήθεια του ανθρώπου»!
Φρίκη! Κρίμα. Τα χιλιοειπωμένα τσιτάτα και ρηχά εναλλακτικά στερεότυπα που χρησιμοποιεί ο Δ.Δ εναντίον του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας το μόνο που φανερώνουν είναι μια στέρφα καρδιά.
Εάν, Δημήτρη Δημητριάδη, ο χριστιανισμός, όπως υποστηρίζεις μας έχει κάνει βλάκες, είναι λογικό εσύ ως οπαδός του Δαρβίνου και απευθείας απόγονος του πιθήκου βλακωδώς να πιθηκίζεις.
*Εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» 23/07/24 απ’ όπου και σταχυολογώ δηλώσεις του Δημήτρη Δημητριάδη.
Όρος Άγιο πολιτεία ανθρώπινη !
Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024
η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Ένα δάσος "σ' αγαπώ"
Μες στα μάτια σου παίζουνε κρυφτό
Έχεις μπει στη ζωή μου
Την καρδιά μου να πονάς
Κι απ' το γέλιο στο δάκρυ με γυρνάς
Φουρτουνιάζει κι απόψε το μυαλό
Το φεγγάρι αλήτης σού χαϊδεύει το κορμί
Κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Φταίω, που σ' αγαπώ
Τ' άστρα χίλιοι καημοί
Κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Κι είν' οι σκέψεις μου κρυφές
Μα ταξίδι δεν κάναμε ποτές
Να σε κάνω δικιά μου σε φωνάζω τις βραδιές
Μα δεν ήρθες και σήμερα και χθες
Η αγκαλιά σου για μένα ξενιτιά
Το φεγγάρι αλήτης σού χαϊδεύει το κορμί
Κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Φταίω, που σ' αγαπώ
Τ' άστρα χίλιοι καημοί
Κι η νύχτα μυρίζει γιασεμί
Το θαύμα της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον ‘Αγγελο Σικελιανό
Στην ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας, του Αγίου Όρους, φυλάσσεται το ιερό λείψανο του αριστερού χεριού της Αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Το χέρι είναι άφθαρτο, με όλο του το δέρμα και τους τένοντες. Διατηρείται σε φυσική θερμοκρασία ζωντανού σώματος και ευωδιάζει. Μάλιστα, εξαιτίας των θαυμάτων της, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή θεωρείται και δεύτερος κτήτορας της ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας.
Αρκετοί είναι αυτοί που γνωρίζουν το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Μαγδαληνή», το οποίο κλείνει με τους στίχους: «Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι· σέ μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό, γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι· κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!» (Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή», Λυρικός Βίος, ό.π., τ. Δ ́, σσ. 136-138).
Λίγοι, όμως, είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού εμπνεύστηκε τους στίχους αυτούς ο μεγάλος ποιητής, Άγγελος Σικελιανός.
Η ιστορία είναι πίσω από το ποίημα έχει ως εξής. Τον Νοέμβριο τού 1914, ο νεαρός Άγγελος Σικελιανός επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ήταν, τότε, μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης. Μαζί του είχε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.
Σε αυτό το ταξίδι «πάλεψαν» με τον Θεό, αλλά τουλάχιστον στην περίπτωση του Καζαντζάκη, φαίνεται ότι στο τέλος νίκησε το «εγώ» του. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό του και προτίμησε την αυτοθέωση από την αληθινή θέωση. Ανακήρυξε τον εαυτό του θεό, αντί να φτάσει στον Θεό.
Ανάμεσα στα μοναστήρια που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα. Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή. Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.
Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της Αγίας. Η κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές! Στη συνέχεια θα αποτυπώσει τη θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους: «κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν τη στιγμή: Στής Σιμωνόπετρας. «Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα· ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής. Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα. Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα. Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα· δαφνοπόταμος. Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί. Το κύμα ακούεται κάτου, κι πάνου το νερό. Δάσος δαφνών βαΐα. Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο σα γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους. Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο· τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής. Όλο το σώμα νικητήριο μέσ᾿ π᾿ τα άγια».
Μέσα από τη θέρμη του χεριού της Αγίας ο Σικελιανός βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό, που νίκησε και αυτόν τον θάνατο.