Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης_Ελεύθερος και Αγαπημένος Άγιος!

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

 
"...Ο Μάξιμος για να αποφύγει την όποια δόξα και έπαινο μπορούσε να του αποδώσει ο πατριάρχης άρχισε να προσποιείται τον τρελό.
Ζούσε κοντά στο ναό των Βλαχερνών, όπου όλη μέρα ο κόσμος τον κορόιδευε εμπαίζοντάς τον για τις διάφορες παλαβομάρες που έκανε, ενώ τα βράδια προσευχόταν στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου του ναού.
Μετά από όλα αυτά έφυγε για το Άγιον Όρος και συγκαταριθμήθηκε στην αδελφότητα της Μεγίστης Λαύρας .
Εκεί υπέδειξε ιδιαίτερη υπακοή στον ηγούμενο αλλά και σε όλους τους αδελφούς μοναχούς και προσπαθούσε όσο το δυνατό να μιμείται τους μεγάλους ασκητές του Άθω. Δεν έμενε σε κελί για να μην απολαμβάνει καμία άνεση και όταν έψαλλε στο ναό ήταν πάντοτε δακρυσμένος. Κάποτε είδε την Παναγία μας σε όραμα που τον πρόσταξε να πάει στην κορυφή του Άθωνα για να προσευχηθεί. Εκεί, ενώ προσευχόταν για τρία συνεχόμενα μερόνυχτα του παρουσιάστηκε η Υπεράχραντη Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τον ενδυνάμωσε στον αγώνα του , δίνοντάς του άρτο και λέγοντάς του από τούδε και στο εξής να μείνει μόνος στις απότομες πλαγιές του Άθωνα , όπου θα έσωζε πολλούς που θα πρόστρεχαν κοντά του.
Ο άγιος μετά πήγε στο γέροντά του και του ζήτησε ευλογία να φύγει ιστορώντας του το όραμα. Εκείνος δεν είχε διάκριση κι τον κατηγόρησε ότι είχε δαιμονική φαντασία, γινόμενος παιχνίδι στα χέρια των δαιμόνων. Ο Μάξιμος εξέλαβε αυτά τα λόγια ως θεία βούληση να συνεχίσει την άσκηση της σαλότητας. Άρχισε να ζει στερούμενος ό,τι μπορούσε να του δώσει κάποια άνεση, ακόμα και τα πιο απαραίτητα. Τριγυρνούσε στις κακοτράχηλες ράχες του Άθωνα ανυπόδητος , εκτεθειμένος στις ακραίες καιρικές συνθήκες του χώρου, ιδιαίτερα του Χειμώνα. Έφτιαχνε πρόχειρες καλύβες για να μένει, τις οποίες μετά από λίγο χρονικό διάστημα έκαιγε, για να μην έχει ο,τιδήποτε δικό του ή κάτι με το οποίο μπορούσε να δεθεί συναισθηματικά. ( Έτσι απέκτησε τον τίτλο του καυσοκαλυβίτη ) .
Προσπάθειά του ήταν να γίνεται αντικείμενο χλευασμού από όποιον τον επισκεπτόταν για να μην τυγχάνει σεβασμού. Όποιοι όμως πήγαιναν κοντά του έφευγαν ωφελημένοι από τις νουθεσίες του, παρόλο που αυτές λεγόντουσαν μέσα σε ασυνάρτητα και παλαβά λόγια. Ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης
( 12 Απριλίου ) ακούγοντας για τον Μάξιμο τον έψαξε και όταν τον βρήκε τον έπεισε να του μιλήσει για τους αγώνες του. Όταν τον άκουσε προσεκτικά και αντελήφθη ότι πρόκειται για άγιο άνθρωπο τον συμβούλεψε να αφήσει πια τη σαλότητα και την ερημιά και να μείνει μόνιμα σε ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να το βρίσκουν όποιοι τον έψαχναν για ψυχική τους ωφέλεια.
Ο Μάξιμος του έκανε υπακοή και έφτιαξε μια, μόνιμη πλέον , καλύβα, χωρίς όμως ίχνος υλικών που θα τον ευκόλυναν να ζει άνετα. Βασανισμένοι, δυστυχισμένοι, εμπερίστατοι ακόμα και δαιμονισμένοι έβρισκαν παρηγοριά και γιατρειά κοντά του. Έλαβε από το Θεό το προορατικό χάρισμα και προφήτεψε στους αυτοκράτορες Ιωάννη ΣΤ΄ τον Κατακουζηνό (1347- 1354 ) και Ιωάννη Ε΄ τον Παλαιολόγο (1341-1391 ) σε επισκέψεις τους κοντά του για τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε .
Έζησε στην καλύβα του αυτή, που ήταν κάτω από σπήλαιο, για 15 χρόνια και μετά πήγε στη Μεγίστη Λαύρα σε ένα μικρό κελί , στο οποίο αργότερα έμενε ο μαθητής και βιογράφος του άγιος Νήφωνας ( 14 Ιουνίου ) . Απεβίωσε ειρηνικά στις 13 Ιανουαρίου 1375 σε ηλικία 95 χρονών..."
 
 
 *Μας έλεγε ο μακαριστός Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης: Μας εδιηγούντο οι Γεροντάδες μας ότι ο άγιος Μάξιμος ησκείτο στη Μεγίστη Λαύρα. Παρακαλούσε συνεχώς την Παναγία να του δώσει την «καρδιακή προσευχή». Να τον φωτίσει, δηλαδή, να προσεύχεται με την καρδιακή, τη νοερά προσευχήν. Η Παναγία εισήκουσε τις προσευχές του και του έδωσε την εντολή να πάει στην κορυφή του Αθωνος, λέγοντάς του συγχρόνως: «Ελα κι εκεί θα σου αποκαλύψω το αιτούμενον»! Ο πατήρ Μάξιμος μια και δυο πήρε το μπαστουνάκι του και ξεκίνησε. Βάδιζε, βάδιζε ώρες ολόκληρες, έξι, επτά, οκτώ, 10 ώρες! Με το ένα χέρι κρατούσε το ραβδάκι και με το άλλο τραβούσε το κομποσχοίνι του. Κάποτε έφθασε στην κορυφή. Γονάτισε αμέσως κι άρχισε να προσεύχεται θερμά στην Παναγία μας. Εμεινε γονατιστός, προσευχόμενος τρία μερόνυκτα! Κάποια στιγμήν ο Γέροντας αισθάνθηκε μίαν άρρητη ευωδία και συγχρόνως είδε άπλετο φως να τον κατακλύζει! Τον περιέλουσε το άκτιστο φως... Μέσα σ' αυτές τις συγκλονιστικές συνθήκες εμφανίσθηκε η Παναγία! Ο πατήρ Μάξιμος εκάλυψε με τις παλάμες το πρόσωπό του λέγοντας: «Υπεραγία Θεοτόκε, δεν είμαι άξιος να δω το υπεράγιο Πρόσωπό Σου». Η Παρθένος τού μίλησε για λίγο. Ο άγιος του Θεού ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά από αγαλλίασιν. Εκείνη, βλέποντας την ταπείνωσή του, του έδωσε το χάρισμα της νοεράς προσευχής κι εξαφανίσθηκε μέσα στη λάμψη στην οποία και είχεν εμφανισθεί! Η Παναγία -εκτός από τη νοερά προσευχή- του έδωσε και άλλη μίαν ιδιαίτερη χάρη, να ίπταται! Μάλιστα, γι' αυτό τον ονομάζουν το «πτηνόν του Αθω»! Συγκεκριμένα, στους Χαιρετισμούς των Αγιορειτών Αγίων διαβάζουμε: «Χαίροις, Μάξιμε πάτερ, αετέ υψιβάμον»!
 
 
 
Απολυτίκιο

Μητρικής εκ νηδύος, όσιε Μάξιμε, εκλογής ως δοχείον ανατεθείς τω Θεώ, του θείου γνόφου ως Μωσής κατηξίωσαι, και τα πόρρω προοράν, κατά τον μέγαν Σαμουήλ, του Άθω το θείον θαύμα, της Θεοτόκου ο μύστης, η και πρεσβεύεις Πάτερ υπέρ ημών.

Μεγαλυνάριο


Αίγλη απροσίτω καταστραφθείς,
τη επιφανεία της Παρθένου τε και Αγνής,
ώφθης υψιβάμων μετά σαρκός πολεύων,
τα υπέρ νούν και λόγον,
όσιε Μάξιμε

*Δείτε επίσης : Γέρων Δανιήλ (Δανιηλίδης ο Γ') Εκ…. ο πρύτανης της ψαλτικής και μουσικής παράδοσης του Αγιωνύμου Όρους ΕΔΩ

Γέροντας Ιωσήφ της Βίγλας. Το είπε πριν ξεσπάσει η καταστροφική πυρκαγιά στην Αμερική.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ...

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Μια διήγηση για την ευωδία του Αγίου Πνεύματος
Κάποτε, επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος, βρέθηκα στα
Κατουνάκια. Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος ,ο οποίος είχε
φτάσει σε μεγάλο ύψος αγιότητος.Ομοίαζε περισσότερο
με άγγελο.Το πρόσωπό του έλαμπε από τη Χάρη του
Θεού.Στην πορεία μου αυτή για τα Κατουνάκια είχα μαζί
μου δύο καθηγητές θεολόγους και ένα φοιτητή του
Πολυτεχνείου.Φτάσαμε στο γέροντα μετά από μεγάλη
ανάβαση.Μας υποδέχτηκε με απέραντη χαρά κι αγάπη.
" Έχω μεγάλη χαρά" έλεγε:¨"Παπάς ήρθε στο κελί μου".
Καθίσαμε και ένας από τους καθηγητές ρώτησε;
"Γέροντα μπορείτε να μας πείτε κάτι για την ευωδία του
Αγίου Πνεύματος;" Ο γέροντας σοβάρεψε και ρώτησε:
" Tι εννοείς;"
"Να,γέροντα τα άγια Λείψανα,οι ιερές εικόνες δεν εκπέμπουν κάποια ευωδία;"
"Α,α" είπε ο γέροντας και καθώς σκέφτονταν τι να απαντήσει ,έσκυψε το κεφάλι και μια σιωπή απλώθηκε
παντού.
Ύστερα...ω,ύστερα μια ευωδία πλημμύρισε όλο τον τόπο.
Σήκωσα τα μάτια μου και είδα τους άλλους τρεις με μάτια
γεμάτα δάκρυα να με κοιτάνε.Ο γέροντας παρέμεινε με
σκυμμένο το κεφάλι .Μια γλυκύτητα πλημμύρισε τις καρδιές
μας,μια κατάσταση που θύμιζε εκείνο το "επί καρδίαν
ανθρώπου ουκ ανέβη " όπως λέγει και ο μεγάλος Απ.Παύλος. Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι του,σαν
ντροπιασμένο παιδί και μας είπε:
"Να με συγχωρέσετε ,δεν ήξερα να σας το πω και ζήτησα
από το Θεό να σας το δείξει"
Ιερομόναχος Λουκάς Γρηγοριάτης

Δόξα Σοι Τω Δείξαντι Το Φως

Δοξολογία ήχος δευτερόπρωτος (Μακάμ Σούρι) Μέλος Joseph Yazbeck. ذوكصولوجيا باللحن الأول - ثاني ( شوري) تأليف : جوزيف يزبك. آداء : ريبال وهبه.

Απολείπην ο Θεός Αντώνιον

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο

Άγνωστες πτυχές της ζωής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου

Να είστε σίγουροι ότι, στους καιρούς μας, είναι πράξη ομολογίας πίστης να λέμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος ο Θεός μας. Οι δυνάμεις του σκότους δεν το θέλουν αυτό.

Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα

Η ζωή μου ήταν μια κόλαση μιας πάλης. Μόνο το όνομα του Χριστού και της Μητέρας του Θεού με βοήθησε να το ξεπεράσω όλο αυτό. Και όποιος δεν καλεί κάθε μέρα το όνομα του Χριστού και της Μητέρας του Θεού δεν μπορεί να λέγεται Χριστιανός.

Οι Άγιοι Πατέρες, που φωτίστηκαν, μας άφησαν αυτές τις μικρές προσευχές. Λίγα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς» και «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς. » Δεν χρειάζεται να διαβάζουμε εγκυκλοπαίδειες, όχι πολλά βιβλία. Με αυτές τις δύο σύντομες προσευχές, όλοι οι Χριστιανοί μπορούν να σωθούν.

Είθε ο Κύριος να σας χαρίσει, γνωρίστε το Άγιο Πνεύμα. Εργαστείτε και οικοδομήστε τον Κύριο μέσα σας, τηρώντας τις εντολές του ευαγγελίου και διατηρώντας την ειρήνη στις καρδιές σας. Να έχετε αγάπη, καλή κατανόηση, και πάντα να επικαλείστε το όνομα του Χριστού και της Θεοτόκου. Οι Άγιοι Άγγελοι να σας συνοδεύουν πάντα!

+Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης


Πλειάδες

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου.

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι.
Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες.
Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό.
Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας.
Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο.
Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο.
Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία..
Τρισδυστυχισμένοι..
Πεθαμένη ἡ ψυχή τους..
Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους. Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου.
Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις.
Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου.
Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων.
Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου.
Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου.
Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικὰ καὶ ποὺ σοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός».
κυρ  Φώτης Κόντογλου

Σε αγαπώ (te amo)

Τα θεία δεν μαθαίνονται …παθαίνονται ! (Εις μνήμην π.Λουκά Φιλοθεϊτη)

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο

...Επιστρέψαμε στο Καθολικό της Φιλοθέου για το Απόδειπνο με τους Χαιρετισμούς . Μια εκπληκτική τάξη , απροσποίητη και αξιοσήμαντη επικρατούσε κατά την διάρκειά τους . Η ημέρα φτάνει στο τέλος της . Οι Μοναχοί ετοιμάζονται για το πιο σπουδαίο μέρος του κανόνα τους . Προσευχή , κομποσκοίνια ,μετάνοιες , μελέτη , δάκρυα και λιγοστή ανάπαυση σώματος . Όλα αυτά θα γίνουν και θα πάρουν ευλογία και δύναμη όταν στης Γλυκοφιλούσας την αγκαλιά γείρουν για τελευταία φορά μες στην μέρα που κλείνει εκεί στ’ αριστερό προσκυνητάρι . Καταφυγή και στερέωμα ..Αν δεις Φιλοθεΐτες να Την προσκυνούν όσο τα Χαίρε Της ακούγονται , τότε θα νοιώσεις το αληθινό νόημα αυτών , των σαν βάλσαμο για κάθε ταλαίπωρη ψυχή επιθέτων της Κυρίας Θεοτόκου …
Μπήκαμε έπειτα στη σειρά να προσκυνήσουμε τα Άγια Λείψανα…
Λείψανο θα πει απομεινάρι …Μα όταν μπροστά σου έχεις την δεξιά του Αγίου Χρυσοστόμου άφθορη σε σχήμα ευλογίας και όταν ασπάζεσαι το πόδι της Αγίας Μαρίνας , αυτό που πάτησε τον Σατανά και βλέπεις το δέρμα της να αγκαλιάζει ακόμα τον μηρό Της , τότε αισθάνεσαι πως δεν είναι αυτά ό,τι απόμεινε απ τους Αγίους του Θεού , μα είναι οι ίδιοι οι Άγιοι εκεί και παραστέκονται και βλέπουν και χαίρονται με την ευλάβειά σου και συμπονούν με την ανάγκη σου …
Βγήκαμε έξω και κατευθυνθήκαμε προς την έκθεση της Μονής …Στο δρόμο μας φώναξε ξανά ο Γερων Ισίδωρος . Ήθελε να μας δώσει ακόμα κάτι απ τον Γέροντά του . Έναν ψηφιακό δίσκο που πάνω του έγραφε Άγιον Πάσχα - Ι.Μ.Αγίου Αντωνίου Αριζόνα…Να δούμε και εμείς αυτά που …είδε εκείνος και θαύμασε και πάντα γλυκά θα νοσταλγεί .
Ο Πατήρ.Γ μιλά στην έκθεση και δίνει αφορμές για ωφέλιμη σκέψη και ψυχής ενδοσκόπηση .
–Δεν ωφελεί αδερφοί μου η Αγία Γνώση, εάν δεν είναι στον καιρό της και εάν δεν έχει τον αληθινό σκοπό . Η γνώση δίνει αέρα στα μυαλά μας . Μα τα Θεία δεν μαθαίνονται …παθαίνονται .
Πάσχει κανείς με εσωτερικές αλλοιώσεις , Θείες αλλοιώσεις που τις ενεργεί ο Θεός ; Πάσχει με σκοπό να αλλοιωθεί μέσα του; Αυτός θέλει να πάθει ! Για να γίνουν όμως αυτά πρέπει να αγαπάμε και λίγο τα βάσανα αδερφοί μου …
Μέσα σε λίγες μόνο φράσεις ο Πάτερ Γ. συνόψισε Χριστοδίδακτες παραινέσεις . Τα Θεία δεν μαθαίνονται …παθαίνονται ! Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα … Έλκυσε την χάρη του Αγίου Πνεύματος μέσα απ την αρχοντική αγάπη για τα δύσκολα , τα τεθλιμμένα…Θυμήθηκα τον Κυρ-Φώτη τον Κόντογλου που έλεγε :
"Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως"
Λίγες στιγμές αργότερα τα ίδια σκέφτηκα μόλις κάθισα αντίκρυ απ τον Γέροντα Λουκά στο αρχονταρίκι .
Σαν να συνέχισε από εκεί που είχαμε μείνει λίγο μόλις πριν :
-Όσοι αποθνήσκουν στερούμενοι θα ζήσουν αιώνια !
Παιδιά μου , ψάχνουμε συνεχώς κάποιον με αναμμένο κερί . Πρέπει εμείς να ανάψουμε το κεράκι της πίστης ! Να αρχίσουμε το έργο το προσωπικό , το δικό μας . Να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας . Όσοι μετανοούν, σταυρώνουν τον εαυτό τους συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις …Ας σταυρώσουμε τα πάθη μας ! Δυστυχώς όμως δεν έχουμε το φόβο της διαρκούς παρουσίας του Θεού στη ζωή μας ! Αν σήμερα πεθάνουμε είμαστε σίγουροι ότι αγαπάμε τον Χριστό μας πιο πολύ απ τα πάθη μας;
Οι ματιές όλων χαμηλώνουν …Η συνείδηση ξεκινά τα δικό της έργο . Το αρχονταρίκι της Φιλοθέου εκείνο το απόγευμα μοιάζει έστω και για λίγες στιγμές με χωνευτήρι παθών. Κάθε λέξη του Γέροντα Λ. χτυπά στο μέρος της καρδιάς . Κι είναι ο πόνος αλλιώτικος , άμοιαστος με κάθε άλλον .
-Παιδιά μου να ασχολούμαστε με το έργο και όχι με την περιέργεια …Τα περί βρίσκονται κάτω απ τον ουρανό …
Να χουμε πραότητα , όχι φαινομενική …Δεν διαπιστώνεις αν έχεις εσωτερική γαλήνη όταν είσαι ήρεμος…μα όταν σε πολιορκεί ο θυμός …Τι είναι ο θυμός; Είναι η διεκδίκηση των επιθυμιών . Έλεγε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : Εάν έχεις το χέρι σου σπασμένο , το σηκώνεις σ’ αυτόν που σε θυμώνει ; Έτσι πρέπει να είναι και οι καρδιές μας…Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη ο Θεός ουκ εξουδενώσει !
Καμιά αβαρία να μην έχει η συνείδησή μας . Τίποτα να μην την δυσκολεύει …
Θυμήθηκε αυτόν που συνεχώς δίδασκε περί καθαρής συνειδήσεως , τον παππού του Ιωσήφ τον ησυχαστή όταν εκείνος ως Λαϊκός ακόμα ξεκινούσε τον δύσβατο επίγειο δρόμο του . –Τότε ο Φραγκίσκος όπως ήταν το κοσμικό του όνομα είχε συνεταιριστεί με κάποιον . Κάποια στιγμή ο συνεταιρισμός από υπαιτιότητα του άλλου διαλύθηκε . Όταν ήρθε η ώρα να λογαριαστούν, παράφορα και εξόφθαλμα ο Φραγκίσκος αδικήθηκε . Τότε είχε ρώμη σωματική απίστευτη και θα μπορούσε αλλιώς και με τη βία να διεκδικήσει το δίκιο του …Αυτός όμως έκανε κάτι χειρότερο για το οποίο μετάνιωνε σε όλην την υπόλοιπη ζωή του . Είπε στον πρώην συνέταιρό του : Απ’ το Θεό να το’ βρεις ! Και εκείνος πηγαίνοντας για το σπίτι του σκοτώθηκε στο δρόμο από αυτοκίνητο! Τότε ο Γέροντας φοβήθηκε του Θεού την αποτομιά ! Βίωσε με πόνο ψυχής το Ευλογείτε και μην καταράσθε ! Κατάλαβε επίσης ότι ο Θεός ναι μεν είναι μακρόθυμος μα κάποτε- κάποτε είναι και απότομος στην κρίση του μιας και μόνο Αυτός ξέρει της ψυχής το συμφέρον και έχει του καθενός τα μέτρα…Γι αυτό και ο ίδιος ο Κύριος υπέδειξε στον Φραγκίσκο τον ησυχαστικό δρόμο . Κάποτε που ξαναασχολήθηκε με το εμπόριο του παρουσιάστηκε και του είπε : Δεν θέλω παιδί μου να εμπορεύεσαι την πρόσκαιρη πραμάτεια ! Γι αυτό ο Γέρων Ιωσήφ έφυγε απ τα μάταια και αναζήτησε τον Μόνο Θεό στης προσευχής το Φως το ατελεύτητο . Αυτό το φως αναζητούσε στα πρώτα του Αθωνικά σκιρτήματα ο Άγιος Πατήρ μόλις ανέβαινε ως το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, για να ανάψει το καντηλάκι της Παναγίας της Εγγυήτριας , της εικόνας που θαυματουργικά σκαρφάλωσε στο Ιερό βουνό , αυτής που έβαλε την πρώτη της μετάνοια η Αγία Μαρία η Αιγυπτία , λαμβάνοντας υπόσχεση και εγγύηση βοηθείας από την Παναγία , λίγο πριν αναχωρήσει για της ερήμου τα ζοφερά τα παλαίσματα. Εκεί προσευχόταν ο Γέροντας νοιώθοντας του Θαβωρείου φωτός το δέος λέγοντας αυτά τα λόγια : Συ Κύριε που μεταμορφώθηκες έλα να μεταμορφώσεις και εμένα . Στείλε μια ακτίνα από το Φως της Χάρης Σου ! Άρχισε να λέει τότε την ευχή και έλαμψε για πάντα το γύρω του και το μέσα του ….
Πέρασαν αλησμόνητα δυο περίπου ώρες .
Τα καντηλάκια στο διπλανό ξωκκλήσι του Αη Νικόλα δίπλα στο δωμάτιό μας ήδη είχαν φωτίσει της νύχτας τον ερχομό . Συνεπαρμένοι από αυτά που ακούσαμε μα κυρίως νοιώσαμε ολημερίς, τα επαναλαμβάναμε , τονίζοντας στην μνήμη μας όλα εκείνα που θα έπρεπε πλέον να βιώσουμε , ώστε να μην καταστούμε εν εκείνη τη ημέρα αναπολόγητοι …Μιλούσαμε δυνατά, με ενθουσιασμό και κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε πως οι Λευκορώσοι αδερφοί μας που είχαν πέσει για ύπνο δεν μπορούσαν να ησυχάσουν . Κι όμως για αρκετή ώρα ούτε δυσανασχέτησαν ούτε είπαν το παραμικρό , όπως θα έκανα εγώ σε παρόμοια περίπτωση ..με νομιζόμενη διάκριση …
Η ευγένειά τους η απροσποίητη και η βαθιά αγάπη για τα Θεία που πήγαζε από κάθε τους κίνηση θα τους συνοδεύουν στις σελίδες της Αγιορείτικης της θύμησής μας . Λίγες ώρες αργότερα σηκώθηκαν πρώτοι απ τις 3 για να ναι στις ακολουθίες , αν και πολύ πιο κουρασμένοι μιας και είχαν διανύσει πολλά χιλιόμετρα διασχίζοντας το Όρος απ άκρη σ άκρη με τα πόδια . Εκ του ύπνου ανιστάμενοι ,σαν να βόησαν με αυτήν τους την ζηλευτή φιλακολουθία τον ύμνο των Αγγέλλων : Άγιος Άγιος Άγιος ει ο Θεός ! Στο στασίδι αργότερα ο νέος κοιμάται. Ο Αριστοτέλης τον παρατηρεί και θαυμάζει την γαλήνια όψη του. Μέσα στο ….πλοίο που ταξιδεύει νοιώθει παιδί του Χριστού …Ασφαλής και δίκαιος ο λίγος ύπνος του στου μεσονυκτικού τα άγια τα γράμματα ….
Ο Γέροντας Νικόδημος εξομολογεί μέσα στο σκοτάδι . Η αυστηρή επιβλητική όψη του Ηγουμένου της Φιλοθέου δίνει τη θέση της στην γλυκιά παραίνεση στην πατρική ορμήνια…
Κύλησε ο χρόνος με κατάνυξη απερίγραπτη και φωνές υπερκόσμιες . Προσκυνήσαμε με τάξη όλες τις εικόνες και πλησιάσαμε το Άγιο Ποτήριο. Μια αλυσίδα ανθρώπινη γεμάτη από αγάπη και δίψα για τα Θεία μυστήρια σχηματίστηκε ως του ζώντος Θεού, τον άσπαστο τον Κρίκο που μας ενώνει σε ένα σώμα…
Σύσσωμοι και σύναιμοι Κυρίου των δυνάμεων ….
Νώντας Σκοπετέας.
Του Παραδείσου τ' όνειρο

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ!

 

Τη συνέχεια την ξέρουμε...

ΨΑΛΜΟΣ 13ος
Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός*. οὐχὶ γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ ἐσθίοντες τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο. ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δικαίᾳ....

Άγιος Μάξιμος :«Το θείον οι θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην, ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν. Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κινείται· ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά»

 


Εικών ειμί, της άρρητου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων...

Εντρυφήστε εδώ

Lhasa de Sela




Llorando
de cara a la pared
se apaga la ciudad
Llorando
Y no hay màs
muero quizas
Adonde estàs?
Soñando
de cara a la pared
se quema la ciudad
Soñando
sin respirar
te quiero amar
te quiero amar
Rezando
de cara a la pared
se hunde la ciudad
Rezando
Santa Maria
Santa Maria
Santa Maria

With face against the wall


Weeping
with face against the wall
the city's dying down

 

Weeping
and there's nothing left
than to die perhaps
Where are you?

 

Dreaming
with face against the wall
the city's burning down

 

Dreaming
without a breath
I want to love you
I want to love you

 

Praying
with face against the wall
the city's sinking down

 


Praying

Mother Mary

Mother Mary

Mother Mary

Η ωμή αλήθεια με τα μάτια ενός κτηνοτρόφου: «Εμείς θέλουμε ύπαιθρο με ανθρώπους και η ΜΚΟ με αρκούδες και λύκους!»

«Γιατί λένε ότι οι αρκούδες τρώνε μόνο φυτά; Τι είναι… vegan


πηγή

Είναι ωραίο να μοιράζεσαι σπάνια γεγονότα στη φύση που δεν θα περίμενες ποτέ να δεις!

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ο Φινλανδός φωτογράφος Lassi Rautiaainen απαθανάτισε τον εξαιρετικό δεσμό μεταξύ ενός θηλυκού γκρίζου λύκου και μιας αρσενικής καφέ αρκούδας, που παρατηρήθηκε την νύχτα σε διάστημα δέκα ημερών. Το ζευγάρι περνούσε ώρες ο ένας με την παρέα του άλλου, ακόμη και μοιραζόμενοι γεύματα.
"Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ακριβώς γιατί ή πώς ο θηλυκός λύκος και η αρκούδα έγιναν φίλοι. Νομίζω ότι ίσως ήταν και οι δύο μόνοι και νέοι και λίγο αβέβαιοι για το πώς να επιβιώσουν μόνοι...
».. Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Μπορεί να είναι εικόνα αιλουροειδές
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Τζουμέρκα μου περήφανα

 

Άιντε μωρέ τζουμέρκα μουΤζουμέρκα μου περήφανα
Τζουμέρκα μου περήφαναΒουνά μου ξακουσμένα
Άιντε μωρέ σαν τι κακόΣαν τι κακό να πάθατε
Σαν τι κακό να πάθατεΤι τάχα να θρηνείτε
Άιντε μωρέ τον κατσαντωΤον κατσαντώνη πιάσανε
Τον κατσαντώνη πιάσανεΣτα γιάννενα τον πήγαν
Άιντε κι εκεί τον εΚι εκεί τον εσκοτώσανε
Κι εκεί τον εσκοτώσανεΚαι κλαίμε τον χαμό του

Πρωτοχρονιά στη Σιβηρία. Στο εκκλησάκι το πάτερ Ιωνά

 

Του κυρ  Φώτη Κόντογλου*

 Προχτές πήγα να δώ τον μπάρμπα – Ηρακλή Γιαβάσογλου, που τον λένε Γιαβάς-Θαλασσινόν από το κοσμογύρισμα που έκανε σ’ όλη τη ζωή του. Καθότανε στη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα και πυρωνότανε.

Φορούσε ένα καλπάκι από αστραχάν, κι είχε τρυπωμένα τόνα χέρι του μέσα στο μανίκι τα’ αλλουνού. Μου φάνηκε πως βρισκόμουνα στην καλύβα κανενός Γιακούτου, στις χιονισμένες χώρες, μέσα στην Ασία. Ο μπάρμπα-Ηρακλής είναι πολύ γέρος, ως ενενηνταπέντε χρονών, μα βαστά καλά, γέρος-αγέραστος.

Άμα τον είδα ντυμένον έτσι, χαμογέλασα. Κι εκείνος μου λέγει: «Ένα μπαίγνιο είναι ο άνθρωπος. Τώρα που γέρασα κρυώνω με τούτη την τιποτένια ψύχρα. Κείνον τον καιρό που ταξιδεύαμε στα παγωμένα μέρη με τις καζάκες (έλκυθρα), το κορμί μας άναβε, κι ας κρεπάρανε οι πέτρες από το τάντανο»

Του λέγω: «Δε μου λές καμιά ιστορία, μπάρμπα-Ηρακλή, από κείνα τα μέρη;».

«Μετά χαράς να σου πώ», μου λέγει. «Σε τούτον τον μάταιον τον ντουνιά, ούλα γίνουνται ιστορίες και περνούνε. Μα σήμερα θα σου πώ μιαν ιστορία καλή, και τη θυμήθηκα λίγο πρίν νάρθεις, την ώρα που άναψα τη φωτιά και μυρίσανε τα ξύλα.

Με τη μυρουδιά και με τα’ αστραχάν που φόρεσα στο κεφάλι μου, ήρθανε στο νού μου καθαρά, σαν νάτανε προχτές, κάτι πράματα ξεχασμένα, πρίν από τον Ρωσο-Γιαπωνέζικον πόλεμο. Κείνη τη χρονιά βρέθηκα… Για πες που βρέθηκα;… Στη Σιβηρία!».

Εγώ, σαν άκουσα «Σιβηρία», ενθουσιάστηκα, και τον αγκάλιασα τον μπάρμπα-Ηρακλή, που χαμογελούσε και με κοίταζε καλοκάγαθα. Με όλο που ήξερα πως είχε ταξιδέψει σ’ όλη την υδρόγειο σφαίρα, μ’ όλα ταύτα δεν περίμενα νάχε πάγει και στη Σιβηρία.

Πήγα δυό φορές στη Σιβηρία, μούπε, κι έχω να σου πω πολλές ιστορίες. Ήτανε κι άλλοι Ρωμιοί πηγαιμένοι σε κείνα τα μέρη. Σήμερα θα σου πώ την πιο καλή ιστορία, και μπορείς να τη γράψεις στη φημερίδα, οι μέρες πούναι.

Το λοιπόν, σαν τέτοιες χρονιάρες μέρες , Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, βρέθηκα, όχι μονάχα στη Σιβηρία, αλλά πέρασα και στο νησί που το λένε Σαχαλίνα. Γι αυτό σου λέγω πως η σημερινή ιστορία είναι σπουδαία από τις σπουδαίες.

Στη Σαχαλίνα δεν μπορούσε να πάγει όποιος κι όποιος, γιατί εκεί πέρα βρισκότανε οι φυλακές που στέλνανε τους βαρυποινίτες απ’ ούλη τη Ρουσία. Το λοιπόν, σ’ αυτό το μέρος έκανα Χριστούγεννα και τα’ αγιού Βασιλείου, κι έκλαψα, γιατί πήγα και λειτουργήθηκα σε εκκλησία!

Και τι εκκλησία: Ορθόδοξη σαν τις δικές μας, με παπάδες σαν τους δικούς μας, με εικονίσματα, με ψαλμωδίες σαν τις δικές μας. Το «Πάτερ ημών», το «Κύριε ελέησον», κι άλλα γράμματα, τα λέγανε ελληνικα. Που; Εκεί που θαρρεί κανένας πως βρίσκεται στον άλλον κόσμο.

Μπόρεσα και πήγα στη Σαχαλίνα, γιατί ήμουνα τότες μαζί μ’ έναν Ρούσο μηχανικό Αντρώποφ, που είχε άδεια να πάγει να κάνει εξέταση για πετρέλαια. Γιατί αυτό το καταραμένο νησί τι δεν βγάζει: Κάρβουνο, πετρέλαιο, χρυσάφι, σίδερο, ψάρια, γούνες, φώκες, φάλαινες…    Μ΄ όλο που είναι πολύ μεγάλο, δεν έχει καμιά πολιτεία απάνω του, εξόν από πεντέξι μαζέματα καλύβες, το Ντουέκ, τα’ Αλεξαντρόβσκ, το Ονόρ, κι ένα-δύο άλλα.

Σ’ αυτά τα μέρη βγάζανε πετροκάρβουνο. Δουλεύανε Ρούσοι, Τάταροι, Αρμένηδες, Έλληνες και Τούρκοι, ούλοι ύποπτοι, της κοπριάς τ’ άνθος. Το νησί αυτό το λέγανε καταραμένο από τις φυλακές, από τα κάτεργα, που τα λέγανε κι οι Ρούσοι Κάτοργκα.

Το τι είδανε τα μάτια μου, όσον καιρό κάθισα σ’ αυτόν τον τόπο, και τι σκληρά πράγματα άκουσα να λένε για τους καταδίκους, θα σου τα πώ άλλη φορά.

Υπήρχανε κάτεργα σε δυό-τρία μέρη, όλα στο ίδιο σχέδιο, τα γραφεία, η εκκλησία, η καζάρμα, δυό-τρία μικρομάγαζα, κι οι φυλακές, κάτι μπουντρούμια, που καλύτερα να πεθαίνει κανένας στην καρμανιόλα, παρά νάναι ζωντανός εκεί μέσα.

Εξόν απ’ αυτά που είπα, εκείνο τα’ απέραντο νησί ήτανε έρημο. Από τη μεγάλη στεριά της Ταταρίας το χωρίζει ένα μπουγάζι, που έχει φάρδος από 12 έως 50 μίλια.

Τον χειμώνα παγώνει αυτό το μπουγάζι, και περνάνε από την Ταταρία κρυφά Τάταροι, Μογγόλοι και άλλοι. Περνάνε από τη στεριά και αγρίμια. Περνούσανε από το νησί στη στεριά και κατσάκηδες (δραπέτες), που καταφέρνανε να φύγουνε από τα κάτεργα και γυρίζανε μέσα στα χιόνια οι δυστυχισμένοι, χωρίς θροφή, χωρίς τίποτα. Οι περισσότεροι πεθαίνανε.

Εγώ με τον μηχανικό είχαμε ξεμπαρκάρει στη Σαχαλίνα μπαίνοντας ο Δεκέμβριος. Επειδή ήμουνα ορθόδοξος, με περιποιόντανε  πολύ όπου πήγαινα γιατί, μ’ όλο που οι πιο πολλοί ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού, είχανε μεγάλο σέβας για τη θρησκεία.

Τα Χριστούγεννα βρέθηκα σ’ ένα χωριό που το λέγανε Μοτνάρ, απάνω στην ακροθαλασσιά που κοιτάζει στο τατάρικο μπουγάζι. Εκεί πέρα βρήκα κι ακόμα ένα Ρωμιό από τα μέρη της Μακεδονίας, που είχε δυό-τρία χρόνια σ’ αυτό το μέρος και πήγαμε μαζί και προσκυνήσαμε στην εκκλησία.

Ήτανε κανωμένη με ξύλα, αλλά στο σχέδιο ήτανε απαράλλαχτη με τις δικές μας, με κουμπέ και με καμπαναριό, με τέμπλο, με μανάλια, με όλα τα καθέκαστα σαν τις δικές μας εκκλησιές. Την είχανε στολισμένη για τα Χριστούγεννα, «Ροζντεστβό Χριστόβο». Η σκεπή της ήτανε φορτωμένη από χιόνι. Τα καλύβια τα μισά χωμένα στο χιόνι. Χιόνι! Χιόνι! Χιόνι!

Τη νύχτα, εκεί που κοιμώμουνα, με ξύπνησε η καμπάνα. Νόμισα πως ονειρεύουμαι, ν’ ακούγω καμπάνα της εκκλησιάς μας, ύστερα από χρόνια που είχα ζήσει μέσα στις ερημιές, χωρίς καλά-καλά να βλέπω άνθρωπο. Σηκώθηκα κι έκανα τον σταυρό μου, ντύθηκα και τράβηξα κατά την εκκλησία.

Τη βλέπω από μακριά και φεγγοβολούσε από τα πολυέλαια, κι από τις λαμπάδες, κι οι άνθρωποι περπατούσαν μέσα στο χιόνι με φανάρια στα χέρια, και πηγαίνανε κατά την εκκλησιά από τα καλύβια τους. Δάκρυσα! Τι είναι η θρησκεία για τον άνθρωπο!

Μπήκα μέσα, άναψα ένα κερί κι ανεσπάσθηκα την εικόνα του άγιου Παντελεήμονα. Ύστερα πήγα και στάθηκα σ’ ένα στασίδι.

Ο παπάς ήτανε ως σαράντα χρονών με ξανθά ανάρηα γένεια, με τ’ απανωκαλύμαυκο, με το φελόνι, με το πετραχήλι, με το θυμιατό στα χέρια. Πέρασε από κοντά μου και με θύμιασε., εγώ έσκυψα, έσκυψε και εκείνος.

Έλεγα πως βρισκόμουνα στ’ Άγιον Όρος. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήτανε γονατιστοί, με το κεφάλι σκυμμένο στη γή. Διάφορες φυσιογνωμίες, λογιών-λογιών ράτσες, Ρούσοι στρατιώτες, Τάταροι, Μογγόλοι, Οροχόνοι, Γκόλντοι, Κοζάκοι.

Είδα και κάτι ανθρώπους αλλοιώτικους. Ήτανε κοντόσωμοι και με μικρά ποδάρια, τριχωτοί σαν ουραγκουτάγκοι. Τα πρόσωπά τους δεν φαινόντανε από τα μαλλιά, από τα μουστάκια κι από τα γένεια. Στεκόντανε συμμαζεμένοι σαν φοβισμένοι, ήσυχοι, ταπεινοί.

Μου είπανε πως τους λέγανε Άϊνος, και πως ήτανε ντόπιοι της Σαχαλίνας, οι πιο αθώοι άνθρωποι που έπλασε ο Θεός.

Είναι μια φυλή με τους Γιαπωνέζους, μονάχα πως οι Άϊνος βρίσκουνται σε άγρια κατάσταση. Υστερώτερα έκανα γνωριμία με κάμποσους τέτοιους, ταξίδεψα και μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι ψαράδες και κυνηγοί, κι εξόν από τη Σαχαλίνα, βρίσκουνται κι απάνω στα νησιά που είναι βορεινά από τη Γιαπωνία.

Σαν απόλυσε η εκκλησία και πήρα αντίδωρο, δεν ήθελα να φύγω, τόσο με τραβούσε η εκκλησιά. Καταλάβαινα σαν να βρισκόμουνα στον τόπο μου με τους δικούς μου.

Επειδής ήμουνα νεοφερμένος, ήρθανε κοντά μου κάμποσοι ντόπιοι και με ρωτούσανε από τι έθνος είμαι, από πού ήρθα και για ποια δουλειά.

Φχαριστηθήκανε πολύ που ήμουνα Έλληνας, «Γκρέκ όρτοντόξ», και με καλέσανε να πάγω στα σπίτια τους. Κι οι στρατιώτες ακόμα, που ήτανε άγριοι και απότομοι, κι αυτοί μου μιλούσανε γελαστοί. Κατά βάθος, όλοι ήτανε καλοί άνθρωποι.

Τους είπα πως θα φεύγαμε την άλλη μέρα για τα βορεινά της Σαχαλίνας, για τη δουλειά μας.

Μούπανε, πως εκεί που θα πάγω, βρίσκεται ένας άγιος άνθρωπος, ένας καλόγερος, «μονάχα», λεγόμενος πάτερ Ιωνάς, που ζεί σ’ εκείνην την έρημο πολλά χρόνια, και πως δεν τρώγει τίποτα, και πως σ’ αυτόν πηγαίνουνε όσοι νησιώτες θέλουνε να ξομολογηθούνε, για να τους βλογήσει να μη πάθουνε κακό στη θάλασσα και στη στερηά, καθώς και όσοι κατάδικοι τύχει να δραπετέψουνε από τα κάτεργα, σ’ αυτόν καταφεύγουνε να τους προστατέψει από τους στρατιώτες, επειδής οι στρατιώτες κι οι άνθρωποι του τσάρου φοβούνται να τον αγγίξουνε, γιατί όποιος τον αγγίξει ή του αντιμιλήσει, πεθαίνει.

Και πως αυτός ο ασκητής είχε ένα καράβι, και μ’ αυτό κυκλόφερνε ένα γύρω στο νησί, και γλύτωνε όσους κατσάκηδες (δραπέτες) εύρισκε να κινδυνεύουνε να πνιγούνε μέσα σ’ εκείνες τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, επειδή φεύγανε με παλιόβαρκες.

Την άλλη μέρα φύγαμε με τον κυρ-Αντρώποφ. Περπατήσαμε δύο μερόνυχτα καβάλλα στ’ άλογα, σε κάποια μέρη πιο έρημα απ’ όσα είχα ιδωμένα. Δεν συναπάντησαμε μηδέ έναν άνθρωπο, μηδέ μια καλύβα. Τίποτα!

Τέλος φτάξαμε σ’ ένα μέρος, απ’ όπου είδαμε τη βορεινή θάλασσα που τη λένε Θάλασσα του Οκχότς, κι είδαμε τον βορεινόν κάβο της Σαχαλίνας, μια μύτη από άμμο, τον κάβο-Μαρία.

Εκατομμύρια πουλιά πετούσανε απάνω από την ακροθαλασσιά, και μας ξεκουφαίνανε με τις φωνές τους. Σαν φτάξαμε κοντήτερα, είδαμε απάνω στην ακρογιαλιά έναν μεγάλο σταυρό στημένον απάνω σ’ έναν βράχο, και κανωμένον από δύο δέντρα σταυρωμένα.

Πήγαμε κοντά και διαβάσαμε γραμμένα στα ρούσικα «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Απομείναμε αμίλητοι, κοιτάζοντας αυτόν τον σταυρό που στεκότανε μέσα σε κείνη την ερημιά. Βγάλαμε τα καλπάκια μας, κάναμε τον σταυρό μας και τον ανασπασθήκαμε με ευλάβεια.

Ακόμα θυμάμαι πως απομείναμε βουβοί κάμποση ώρα από τη μεγαλοπρέπεια που είχε εκείνη η άγρια τοποθεσία. Πέρα άπλωνε η βορεινή θάλασσα αφρισμένη, νερό ατελείωτο και έρημο. Αποπίσω μας ήτανε ένα πυκνό δάσος. Μπροστά μας φαινότανε ο κάβο-Μαρία, μια μύτη άμμο.

Ο άμμος άπλωνε ολόγυρα στον κάβο, γιατί όπως φαίνεται, τον σκορπούσανε και τον στοιβιάζανε οι φοβεροί αγέρηδες που ερχόντανε από τον βόρειον ωκεανό, κι ήτανε αυτός ο άμμος κύματα-κύματα, σαν τη θάλασσα, και τόσο βαθύς, που βουλιάζαμε, εμείς και τα άλογα.

Σαν περάσαμε τον άμμο κι ανηφορίσαμε λίγο, είδαμε ένα παληό σπίτι κανωμένο από δέντρα, που υα είχανε μαυρισμένα η βροχή, το χιόνι κι ο αγέρας. Στη βορεινή μπάντα είχε έναν μικρόν πύργο μ’ έναν σταυρό στην κορφή του.

Πήγαμε κοντά στην πόρτα και χτυπήσαμε. Μα κανένας δεν ακούσθηκε από μέσα. Πιάσαμε και φωνάξαμε, και τότε φανερωθήκανε δυό-τρείς Άϊνος που καθότανε πίσω από το σπίτι, στ’ απάγκειο, για να φυλαχθούνε από τον αγέρα, και μας είπανε τσάτρα-πάτρα πως ο ασκητής έλειπε με το καράβι, και πως τον περιμένανε κι αυτοί να τους βλογήσει.

Μας είπανε να περάσουμε μέσα στο σπίτι και να μείνουμε ως νάρθει ο καλόγερος, γιατί φχαριστιότανε πολύ όποτε εύρισκε ξένους στο σπίτι του, που ήτανε πάντα ανοιχτό.

Για να μην τα πολυλογούμε, καθήσαμε δυό μέρες στο σπίτι. Την Τρίτη μέρα τα χαράματα, μας ξυπνήσανε οι σκύλοι που είχανε οι Άϊνος.

Σαν βγήκαμε έξω, είδαμε μια σκούνα που φουντάριζε και μάζευε τα πανιά της. Σε λίγο βγήκανε με τη βάρκα τρείς νοματαίοι, κι ερχόντανε κατά το σπίτι. Μπροστά πήγαινε ένας καλόγερος ψηλός κι αδύνατος σαν σκέλεθρο.

Σαν πήγαμε κοντά του, σκέπασε τη σκούφια του με το επανωκαλύμαυκο, και μας βλόγησε. Τα γένεια του ήτανε ανάρηα κι άσπρα.

Μέσα στο σπίτι είχε μια εκκλησιά πολύ μικρή. Εκεί λειτουργηθήκαμε την Πρωτοχρονιά, γιατί ο πάτερ Ιωνάς ήτανε ιερομόναχος, «ότετς Γιονάς». Τι να σου πω κυρ-Φώτη, εσύ που αγαπάς τα θρησκευτικά! Τέτοια λειτουργία δε μπορώ να την παραστήσω!

Ο πάτερ Ιωνάς έψελνε, κι ολοένα έλεγε «άγιος Βασίλιε», και θαρρούσες πως λειτουργούσε ο ίδιος ο άγιος Βασίλειος.

Πού;  Στη Σαχαλίνα, στον κάβο-Μαρία! Όξω φυσομανούσε ο αγέρας με το χιόνι, κι ακουγότανε το βογγητό της θάλασσας. Μέσα είμαστε: εγώ, ο Αντρώποφ, ένας Μογγόλος που είχε τάλογα, κι οι τρείς Άϊνος. Τα κονίσματα, όπως μούπε ο καλόγερος, ήτανε αγιορείτικα.

Ο ίδιος ο πάτερ Ιωνάς είχε κάνει στ’ Άγιον Όρος, στα Καρούλια, και μιλούσε τα ελληνικά. Είχε κι έναν γέροντα Γερόντιο απ’ τ’ Αϊβαλί, κι έλεγε πως ήτανε άγιος. Σαν γύρισε στη Ρουσία, πήγε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο Τόμσκ.

Μα σαν έμαθε τι μεγάλη δυστυχία ήτανε στη Σαχαλίνα με τα Κάτοργκα, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του για να ανακουφίσει εκείνους τους δυστυχισμένους.

Είχε 40 χρόνια στη Σαχαλίνα. Αυτός έκανε Χριστιανούς τους Άϊνος. Οι κακόμοιροι φιλούσανε τα χέρια μου και λέγανε χαρούμενοι δείχνοντας με «Ορτοντόξ! Ορτοντόξ!». Σ’ όλη τη λειτουργία έκλαιγα, εγώ που πέρασα του λιναριού τα πάθη χωρίς να δακρύσω.

*από το βιβλίο «Ταξιδευτές κι ονειροπόλοι»
των εκδόσεων «Ακρίτας»

Ο πλούσιος πατέρας προσπάθησε να δείξει στο παιδί του τι σημαίνει να είσαι φτωχός. Η απάντηση όμως του γιου ήταν αποστομωτική!



img_8457


Πρόκειται για ένα πλούσιο πατέρα που πηγαίνει ένα ταξίδι με τον γιο του, για να του δείξει πως ζουν οι φτωχοί άνθρωποι. Πιστεύοντας πως αυτή η εμπειρία θα κάνει το παιδί του να αποκτήσει κίνητρα για να δουλέψει σκληρά στη ζωή του, μένει έκπληκτος από τα όσα έμαθε τελικά ο γιος του.
Είναι γνωστό πως οι φτωχότεροι άνθρωποι είναι πιο γενναιόδωροι.
Η Μητέρα Τερέζα είπε κάποτε: «Κάποιες φορές νομίζουμε πως φτώχεια είναι να είσαι πεινασμένος, γυμνός και άστεγος. Φτώχεια είναι να είσαι ανεπιθύμητος, αντιπαθής και αδιάφορος. Για να γιατρέψουμε αυτού του είδους τη φτώχεια πρέπει να ξεκινήσουμε από τα σπίτια μας.»
Διαβάστε την ιστορία παρακάτω.

Μια μέρα ένας πλούσιος πατέρας πήρε το γιο του στην εξοχή με μόνο σκοπό να του δείξει πως είναι να είσαι φτωχός. Πέρασαν μερικές μέρες και νύχτες σε ένα αγρόκτημα μιας θεωρητικά πολύ φτωχής οικογένειας.
Μετά την επιστροφή τους από το ταξίδι, ο πατέρας ρώτησε το παιδί του αν του άρεσε το ταξίδι.
«Ήταν ωραία.» απάντησε ο γιος.
«Είδες πως είναι οι φτωχοί άνθρωποι;» ρώτησε πάλι.
«Ναι!» αποκρίθηκε το παιδί.
«Οπότε τι έμαθες από το ταξίδι;»

«Είδα πως εγώ έχω ένα σκύλο, ενώ εκείνοι έχουν 4. Εμείς έχουμε μια πισίνα που φτάνει στη μέση του κήπου μας και εκείνοι έχουν ένα ρυάκι που δεν έχει τέλος.»

«Έχουμε τοποθετήσει φανάρια στον κήπο μας ενώ εκείνοι έχουν άστρα τη νύχτα. Η βεράντα μας φτάνει ως τον μπροστινό κήπο και εκείνοι έχουν όλο τον ορίζοντα. Εμείς έχουμε ένα μικρό μέρος γης για να ζήσουμε και εκείνοι έχουν εκτάσεις που δεν μπορούμε να δούμε μέχρι το τέλος. Έχουμε υπαλλήλους να μας εξυπηρετούν, αλλά αυτοί εξυπηρετούν άλλους.»

«Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας αλλά αυτοί το καλλιεργούν. Έχουμε τοίχους γύρω από την ιδιοκτησία μας για να μας προστατεύει ενώ εκείνοι έχουν φίλους για να τους προστατεύουν»

Ο πατέρας είχε μείνει άφωνος.
Το παιδί συνέχισε: «Μου έδειξε πόσο πραγματικά φτωχοί είμαστε.»
Πολλές φορές ξεχνάμε τι έχουμε και επικεντρωνόμαστε σε όσα δεν έχουμε. Κάτι που είναι άχρηστο για κάποιος, μπορεί να μοιάζει ανεκτίμητο για κάποιον άλλον. Όλα εξαρτώνται από το πώς βλέπει κανείς τα πράγματα.
Κάποιες φορές χρειάζεται ένα παιδί να μας θυμίζει τι είναι σημαντικό μέσα από τη δική του οπτική.
Από τη στιγμή που ο Asmussen δημοσίευσε την ιστορία έχει αναδημοσιευτεί περισσότερες από 250.000 φορές. Το μάθημα είναι απλό: η ευγνωμοσύνη είναι το παν.

"Γιατί έγινα μοναχή" - Πρώην φιλόλογος εξομολογείται

ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ του ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ο βασιλιάς τοῦ σκότους πού μπῆκε μέσα στήν ψυχή, αὐτός ὁ πονηρός ἄρχοντας, ἀφοῦ αἰχμαλώτισε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀρχή, τήν κάλυψε καί τήν ἔνωσε μέ τή σκοτεινή του δύναμη. Συνέβη τότε πως γίνεται ταν θέλουν νά κάνουν κάποιον βασιλιά. Τόν ντύνουν βασιλικά ροῦχα, τοῦ φοροῦν ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά νύχια βασιλικά ροῦχα. ῎Ετσι ἔντυσε κι ὁ διάβολος τήν ψυχή καί ὁλόκληρη τήν ὑπόστασή της μέ τήν ἁμαρτία. ῎Ετσι τή μόλυνε ὁλόκληρη καί ὁλόκληρη τήν αἰχμαλώτισε στό βασίλειό του. Δέν ἄφησε οὔτε ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς πού νά μή τό κάνει δικό του, οὔτε τούς λογισμούς, οὔτε τό νοῦ, οὔτε τό σῶμα, ἀλλά τήν ἔντυσε μέ τήν στολή τοῦ βασιλείου τοῦ σκότους. Διότι, πως στό σῶμα ταν ἀσθενήσει δέν ὑποφέρει μόνο ἕνα μέρος ἤ ἕνα μέλος του, ἀλλ᾿ ὑποφέρει ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὁλόκληρη ἀρρώστησε καί πάσχει ἀπό τά πάθη τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας. ῎Εντυσε λοιπόν μέ τήν κακία του, δηλαδή μέ τήν ἁμαρτία ὁ πονηρός ὁλόκληρη τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασικό μέλος καί μέρος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἔτσι ἔγινε τό σῶμα παθητό καί φθαρτό. Διότι ὅταν ὁ ἀπόστολος λέει· “ἀποβάλετε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας τόν παλαιό ἄνθρωπο” (῎Εφεσ. 4,22) ἐννοεῖ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, καί τά μάτια μέ ἄλλα μάτια, τό κεφάλι μέ ἄλλο κεφάλι, τά αὐτιά μέ ἄλλα αὐτιά, τά χέρια μέ ἄλλα χέρια, τά πόδια μέ ἄλλα πόδια. Διότι ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή, τόν μόλυνε καί τόν ἔκανε κομάτια ὁ πονηρός.
῾Ολόκληρο τόν ἄνθρωπο τόν ἔντυσε μέ τήν ἁμαρτία καί τόν ἔκανε παλαιό καί βδελυρό ἄνθρωπο, ἀκάθαρτο καί θεομάχο, ἀνυπότακτο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά βλέπει πλέον ὁ ἄνθρωπος ὅπως θέλει, ἀλλά νά βλέπει πονηρά, καί νά ἀκούει πονηρά, καί τά πόδια του νά τρέχουν γιά νά κάνουν τό κακό, καί τά χέρια του νά δουλεύουν στήν παρανομία, καί ἡ ψυχή του νά λογίζεται πονηρά.
῎Ας παρακαλέσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τόν Θεό νά πετάξει ἀπό πάνω μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, διότι μόνο Αὐτός μπορεῖ νά πετάξει ἀπό πάνω μας τήν ἁμαρτία. ᾿Επειδή εἶναι πιό δυνατοί ἀπό ἐμᾶς αὐτοί πού μᾶς αἰχμαλώτισαν καί μᾶς κρατοῦν στό βασίλειό τους. Αὐτός μᾶς ὑποσχέθηκε τι θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό αὐτή τήν βαριά αἰχμαλωσία. Συμβαίνει κι ἐδῶ τι ἀκριβῶς καί μέ τήν ἁμαρτία πού ἔχει ἐνωθεῖ μέ τήν ψυχή, γιατί ἄλλη ἡ φύση τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τῆς ἀμαρτίας. ῞Οταν λοιπόν ὑπάρχει ἥλιος καί φυσάει ἕνα ἀεράκι, που ὁ μέν ἥλιος ἔχει δικό του σῶμα καί δική του φύση, ἐπίσης καί ὁ ἄνεμος ἔχει δικό του σῶμα καί δική του φύση, καί κανείς δέν μπορεῖ νά διαχωρίσει τόν ἄνεμο ἀπό τόν ἥλιο, παρά μόνο ὁ Θεός, ἄν σταματήσει τόν ἄνεμο γιά νά μή πνέει πλέον.
Εἶναι ἀδύνατο λοιπόν νά χωρισθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τήν ἁμαρτία ἄν δέν σταματήσει καί δέν ἀπομακρύνει ὁ Θεός τόν πονηρό αὐτό ἄνεμο πού κατοικεῖ μέσα στήν ψυχή καί στό σῶμα. Νά τό ποῦμε καί ἀλλοιῶς. ῞Οπως κάποιος πού βλέπει ἕνα πτηνό πού πετάει, καί θέλει καί ὁ ἴδιος νά πετάξει, μή ἔχοντας ὅμως φτερά, εἶναι ἀδύνατο νά πετάξει, ἔτσι συμβαίνει καί στόν ἄνθρωπο. “Τό νά ἐπιθυμεῖ μέν τό καλό, τό νά εἶναι δηλαδή καθαρός, ἄμεμπτος, ἀμόλυντος, καί νά μήν ἔχει κακία μέσα του καί νά εἶναι πάντα μέ τόν Θεό, αὐτό εἶναι στό χέρι του” (Ρωμ. 7,18), τή δυνατότητα ὅμως καί νά πετύχει τήν ἐπιθυμία του δέν τήν ἔχει. Θέλει μέν νά πετάξει στόν θεϊκό ἀέρα καί στήν ἐλευθερία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄν ὅμως δέν ἀποκτήσει φτερά, δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό.
῎Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τόν Θεό νά μᾶς δώσει τά φτερά τῆς περιστερᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γιά νά πετάξουμε πρός Αὐτόν καί ἐκεῖ νά ἀναπαυθοῦμε. Καί νά διαχωρίσει καί νά ἀπομακρύνει τόν πονηρό ἄνεμο ἀπό τήν ψυχή καί τό σῶμα μας, δηλαδή τήν ἁμαρτία πού κατοικεῖ στά μέλη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας. Διότι μόνο Αὐτός μπορεῖ αὐτό νά τό κάνει. Εἶπε: “Νά ὁ ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ πού θά πάρει πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου” (᾿Ιω. 1,29). μόνο Αὐτός ἔκανε αὐτή τή φιλανθρωπία στούς ἀνθρώπους πού πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Διότι τούς λυτρώνει ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί σ᾿ ἐκείνους πού πάντοτε προσδοκοῦν καί ἐλπίζουν καί Τόν παρακαλοῦν ἀκατάπαυστα χαρίζει τήν ἀνέκφραστη αὐτή σωτηρία.
῾Ο ἄνθρωπος πού ἔχει πέσει στά χέρια τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντα αὐτοῦ τῆς νύχτας καί τοῦ σκοταδιοῦ, μοιάζει μέ ὅλα ἐκεῖνα τά φυτά καί τά σπαρτά πού τή σκοτεινή κι ὁλόμαυρη νύχτα, σείονται καί τινάζονται, ἀπό τόν ἄγριο ἄνεμο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός ἐπειδή βρίσκεται πλέον μέσα στό πνευματικό σκοτάδι ταράσσεται ὁλόκληρος ἀπό τό φοβερό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας, σείεται, ταράσσεται καί πάσχει ὁλόκληρη ἡ φύση του, ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του καί οἱ λογισμοί του. Κανένα μέλος σωματικό ἤ πνευματικό αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀνεπηρέαστο, ἀπό τήν ἁμαρτία πού φωλιάζει μέσα του.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἡμέρα τή φωτεινή πού πνέει ὁ θεϊκός ἄνεμος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Αὐτός ὁ ἄνεμος φυσάει καί δροσίζει τίς ψυχές πού βρίσκονται στό θεϊκό φῶς τῆς ἡμέρας καί διέρχεται ὅλη τήν ὕπαρξή τους· τήν ψυχή, τούς λογισμούς, ἀκόμα καί τά σωματικά μέλη τοῦ ἀνθρώπου ἀνακουφίζει καί εἰρηνεύει μέ θεϊκή καί ἀνείπωτη ἀνάπαυση. Αὐτό ἐννοοῦσε καί ὁ ᾿Απόστολος ὅταν ἔγραφε· “ἐμεῖς δέν εἴμαστε τέκνα τῆς νύχτας καί τοῦ σκότους. ῞Ολοι σας εἴσαστε τέκνα τοῦ φωτός καί τῆς ἡμέρας” (Α΄ Θεσσ. 5,5).
Καί ὅπως ὅταν πλανήθηκε ὁ τέλειος ἄνθρωπος ντύθηκε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί φοράει ἀπό τότε τό ἔνδυμα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, ἔνδυμα βλασφημίας, ἀπιστίας, ἀφοβίας τοῦ Θεοῦ, ματαοδοξίας, ὑπερηφάνειας, φιλαργυρίας, ἐπιθυμίας κακῆς, καί τά ἄλλα ὅμοια ἐνδύματα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, τά κουρελιασμένα καί ἀκάθαρτα καί βρωμερά, ἔτσι πάλι ἐδῶ. ῞Οσοι ἀπέβαλαν τόν παλαιό καί δόλιο ἄνθρωπο (Κολ. 3,9). Σ᾿ αὐτούς ὁ Χριστός ἔβγαλε τά ἐνδύματα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καί τούς ἔντυσε μέ τόν καινούργιο καί ἐπουράνιο ἄνθρωπο τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό κατά τόν ἴδιο τρόπο. ῎Αλλαξε τά μάτια μέ τά καινούργια μάτια, τά αὐτιά μέ τά καινούργια αὐτιά, τό κεφάλι μέ τό καινούργιο κεφάλι, ὥστε νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος καθαρός καί νά φέρει τήν ἐπουράνια μορφή (Α Κορ. 15,47-49).
Καί τούς ἔντυσε ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀνέκφραστης βασιλείας τοῦ φωτός. Μέ τά ἐνδύματα τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγαθότητας, τῆς καλωσύνης, καί μέ ὅλα τά ἄλλα παρόμοια ἐνδύματα, ἐνδύματα φωτεινά, ἐνδύματα ζωῆς, ἐνδύματα θεϊκά, πού χαρίζουν ζωή καί ἀπερίγραπτη ἀνάπαυση ῞Οπως λοιπόν ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί χαρά καί εἰρήνη καί ἔλεος καί ἀγαθοσύνη, τέτοιος νά ἀξιωθεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά γίνει καί ὁ νέος ἄνθρωπος.
Καί ὅπως ἀκριβῶς ἡ βασιλεία τοῦ σκότους καί ἡ ἁμαρτία εἶναι κρυμμένα μέσα στήν ψυχή μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καί αὐτό τό σῶμα τῶν ἁμαρτωλῶν θά καλυφθεῖ μέ τό σκοτάδι πού βρίσκεται ἀπό τώρα κρυμμένο μέσα στήν ψυχή, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ βασιλεία τοῦ φωτός καί ἡ ἐπουράνια εἰκόνα, δηλαδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, φωτίζει τώρα κατά τρόπο μυστικό τήν ψυχή καί βασιλεύει στήν ψυχή τῶν ἁγίων. Κρυμμένος ὄντας ἀπό τά ἀνθρώπινα μάτια, βλέπεται ὁ Χριστός μόνο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καί τό σῶμα θά καλυφθεῖ καί θά δοξασθεῖ μέ τό φῶς τοῦ Κυρίου, πού ὑπάρχει ἀπό τώρα μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι θά βασιλεύσει καί τό σῶμα μαζί μέ τήν ψυχή, πού ἀπό τώρα ζεῖ τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, καί θά ἀναπαύεται καί θά φωτίζεται μέ τό αἰώνιο φῶς.
῎Ας εἶναι δοξασμένα τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαχνία Του, διότι ἐλεεῖ καί φωτίζει τούς δούλους Του. Γιατί τούς λυτρώνει ἀπό τή βασιλεία τοῦ σκότους καί τούς χαρίζει τό φῶς Του καί τή βασιλεία Του. Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. ᾿Αμήν.