Ο Μόλυβος ακουμπά σε ένα κομμάτι από μετάξι. Πορφυρό και ακύμαντο. Τρέφει τα μάτια, το δέρμα, τις ανάσες. Και πιότερο τον έρωτα. Στον έρωτα αυτόν θα πιω. Στο χρώμα της ελιάς. Στις απελέκητες πλάκες στα σοκάκια. Στο «λ» και το «ν» της όμορφης γλώσσας των ανθρώπων του. Στο γέλιο του Βασίλη. Στο «λα» του κύριου Γιάννη. Στο μεράκι του Γρηγόρη μας. Και στις σιωπές που έκρυψε βαθιά μαζί με τον «Βαρκάκη». Στα μεθυσμένα λόγια που έγραψαν στο πεζούλι εκείνο το όμορφο ξημέρωμα στο μαγαζάκι της Ραμόνα. Δύο σκιές πάνω από την θάλασσα, πίσω από τον ήλιο που κοιμόταν. «Ένα τραγούδι καλό και να παγαίνει». Μέχρι που όλα τα καλά σιώπησαν. Μέχρι που έμεινε μόνο η θάλασσα να τραγουδά. Και να καλωσορίζει τον ήλιο. Μα, εκεί, σε εκείνο το λυκόφως είναι που ενώθηκαν όλες οι σιωπές μας. Η μοναξιά η απέραντη, το φως που λιγοστεύει λίγο πριν διαφεντέψει, ο χρόνος που κυλά ανελέητα και γδέρνει. Και έγιναν χάδι και έγιναν φιλί και έγιναν ανάσα.
(/φωτογραφία.Ε.Κουρτη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου