Τη μέρα της Αποκριάς όλοι μαζεύονταν στης γιαγιάς το σπίτι. Κι αυτή -πρώτη φορά- δεν τους καρτερούσε στην πόρτα. Στεκόταν ορθή στη μέση του οντά, επιβλητική και δεσποτική μορφή και τους περίμενε έναν έναν να περάσουν από μπροστά της. Πρώτα οι γιοι, ύστερα οι νύφες, στο τέλος τ’ αγγόνια, με σειρά ηλικίας, σεμνή πομπή, κατά πως ταίριαζε στην περίσταση. Της φιλούσαν το χέρι σιωπηλοί κι ύστερα αγκαλιάζονταν αναμεταξύ τους και συγχωρνιούνταν, για όσα είχαν κάμει, για όσα είχαν πει.
Ενωνόταν πάλι η οικογένεια, έκλειναν οι ρωγμές της έχθρας κι έμπαιναν με καθάρια την καρδιά, δίχως κακίες και μικρότητες, στη Σαρακοστή που ξημέρωνε.
Το βράδυ έβγαιναν όλοι στην πλατεία του χωριού. Έπιναν, εύχονταν, χόρευαν και γελούσαν γύρω απ’ τη μεγάλη φωτιά που έκαιγε τα κρίματα κι όλα όσα σαν σκιές πλανιόντουσαν απάνω στη ζωή τους. Κι όσο η φλόγα θέριευε κι έφτανε ίσαμε τον ουρανό, γινόταν δρόμος νοητός, στράτα που ένωνε δυο κόσμους. Τον ταπεινό κι ασήμαντο των θνητών μ’ εκείνον του Θεού, του σπλαχνικού Πατέρα που ήξερε ν’ ανοίγει αγκαλιά και να γαληνεύει την ψυχή σαν γύρευε συγχώρεση από Εκείνον, απ’ το συνάνθρωπο, απ’ τον εαυτό της.
Μεγάλο πράμα η μετάνοια. Σαν ρούχο καινούργιο που το φοράς, όταν πετάς από πάνω σου τ’ αποφόρια που σου βαραίνουν την ψυχή.
Τελετουργία εξιλέωσης η μέρα της Αποκριάς στον τόπο μου, μου ‘μαθε- δίχως να το καταλαβαίνω τότε- ότι για να πλησιάσεις τον άνθρωπο, φτάνει να του απλώσεις το χέρι και να προφέρεις μια λέξη. Ότι για να σ’ ακούσει ο Θεός, φτάνει να σηκώσεις τα μάτια ψηλά και να τον αναζητήσεις.
1 σχόλιο:
... ἔ θ ι μ α , ποὺ φτιάχναν
-σκαλίζωντας... χρόνο το χρόνο-
τὸ εὐλογημένο ἦ θ ο ς
τοῦ Γ έ ν ο υ ς μας
κι εμεῖς οἱ Ἕλληνες, εἴχαμε πάντοτε μιὰ θέση ξεχωριστή,
(κι εὐθύνη μεγάλη...)
ἀφοῦ τὴν γλῶσσα μας
εὐλόγησε ὁ Θεός
νὰ γίνει τόσο δ ι α λ ε χ τ ή
-κι ἔτοιμη-
νὰ διακονήσει τὸν Λ ό γ ο
κι Ὁρθοδοξία κι Ἑλληνισμός
νὰ συνδεθοῦν μὲ τρόπο
ἀ ξ ε χ ώ ρ ι σ τ ο
χαρίζωντας στὴν οἰκουμένη
τὴν Ρ ω μ η ο σ ύ ν η
ποὺ πολεμήθηκε διαχρονικά καὶ προδόθηκε
ἀπὸ ἐχθρούς καὶ φίλους κι ἀδερφούς
καὶ ἐπʹ ἐσχάτων, ἀπʹ τὰ σπλάχνα της τὰ ἴδια, τὰ ἄσπλαχνα
(τὰ...τόσο... φραγκεμένα) ,
μέ μανία ξέφρενη...
(καὶ τὴν... ὑποτιθέμενή της κεφαλὴ
νὰ... σιγοντάρει... σὰν μεθυσμένη...
λὲς καὶ τὴν ἔχουνε... μαγέψει... )
ὅλοι μαζί λοιπόν,
μιὰ... πανστρατιά ἀφιονισμένη
-ἀνώφελη, τοξική-
νὰ ἐπιχειροῦν νὰ διαγράψουν
τὸ μὸνο... ἀληθινά... ν έ ο
τὸν ἕ ν α ν
ποὺ μέ τὴν σάρκωσή του
"ἦρθε τὸν Ἀδάμ ἀναπλάσασθαι"
κι ὅσοι... ἀνοίγουν τὸν Νοῦ τους
σʹ αὐτὴν τὴν νέα πραγματικότητα
μποροῦν νὰ βάλουν στὴν θέση τῆς...ἁπλῆς... ἐπιβίωσης...
τὴν Ζ ω ή ... !
...
εὐκαιρία λοιπόν καὶ πάλι,
τώρα
νὰ ξεκόψουμε ἀπό συνήθειες καὶ νοοτροπίες
-τὸν παλιό...κουρελιασμένο μας ἑαυτό,
τὸ λατρεμένο μας ἐγώ,
τὶς σκουριασμένες μας τὶς ἀλυσσῖδες
ποὺ μᾶς φαντάζουν πολύτιμες...
καὶ καταντοῦν
σὰν...κάπως... ἀπαραίτητες...(;)
Δημοσίευση σχολίου