Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Άγιος Πορφύριος o Καυσοκαλυβίτης__Θεέ μου, η ζωή είναι μία θάλασσα φουρτουνιασμένη και Σου ζητάω, όπως είμαι και εγώ ταξιδιώτης αυτής της φουρτουνιασμένης θαλάσσης, να οικονομήσει η θεία Σου πρόνοια να πάω σε ένα λιμάνι, στο λιμάνι που θα είσαι Εσύ, η ειρήνη…


Άγιος Πορφύριος o Καυσοκαλυβίτης
Το “αλητόπαιδο του Θεού”

 

Καθόμουνα σε έναν πάγκο στο αριστερό μέρος του καραβιού κι εκοίταζα το πέλαγος. Έλεγα έναν ειρμό που με είχε μάθει ο πατέρας μου, που ήταν ψάλτης, και τον έλεγε όταν γινότανε το Ψυχοσάββατο. Και ο ειρμός αυτός έλεγε:
«Του βίου την θάλασσαν υψουμένην καθορών των πειρασμών τω κλύδωνι, τω ευδίω, λιμένι Σου προσδραμών, βοώ Σοι, ανάγαγε εκ φθοράς την ζωήν μου Πολυέλεε.»
Έλεγα: «Θεέ μου, η ζωή είναι μία θάλασσα φουρτουνιασμένη και Σου ζητάω, όπως είμαι και εγώ ταξιδιώτης αυτής της φουρτουνιασμένης θαλάσσης, να οικονομήσει η θεία Σου πρόνοια να πάω σε ένα λιμάνι, να ησυχάσει η ψυχή μου εκεί, στο λιμάνι που θα είσαι Εσύ, η ειρήνη».
Και τα έλεγα αυτά, μάλλον τα έψαλλα σιγανά, κι έκλαιγα, διότι το αίσθημα μου ήταν βαθύ, που άφηνα τον κόσμο, δηλαδή άφηνα τους γονείς μου. Δεν με πείραζε για τον κόσμο, δεν είχα έγνοια εγώ για τον κόσμο. Μόνο για τους γονείς, ήμουνα μικρός και μόνο τους γονείς θυμόμουνα και λυπόμουνα που τους άφηνα.
Έφθασε μεσημέρι κι ετρώγανε στο κατάστρωμα, κείνη την εποχή έτσι γινότανε. Είχαν καθήσει οικογένειες οικογένειες. Απέναντι μου ήταν μία γυναίκα με τον άντρα της και τα τρία τους παιδιά. Εγώ ήμουνα εκεί κι εκοίταζα την θάλασσα. Σε μιά στιγμή έρχεται μία κυρία, επειδή είχαν έλθει οι ναύτες και μου είχανε ζητήσει εισητήριο και δεν είχα, είδανε ότι είμαι φτωχό παιδι, με τραβάει απ’ τον ώμο και μου δίνει ένα κομμάτι ψωμί και πάνω σ’ αυτό είχε τρία μάτσα σαρδέλες. Της λέω:
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!
Κάποιες άλλες κυρίες, που ήταν δίπλα της λένε:
-Μπράβο, πολύ καλά!Πως το σκέφθηκες; Εμείς δεν το σκεφθήκαμε.
Εκείνη όμως, γυρίζει και τους λέει:
-Τέτοια παιδιά, αλητόπαιδα, δεν πρέπει να τα κοιτάζεις κανείς, ούτε να τους προσφέρει τίποτα, αλλά τι να κάνομε; Είμαστε και άνθρωποι.
Εγώ ο καημενούλης, όταν άκουσα τη λέξη “αλητόπαιδα”, μές στην ψυχούλα μου εχάρηκα, διότι σκέφθηκα ότι όντως αλητόπαιδο είμαι. Έγινα αλήτης για την αγάπη του Χριστού! Κι έλεγα:
Χριστέ μου, σώσε με, οδήγησέ με!

***

ταν ἔβλεπα καλόγερο στὸν δρόμο, τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ πίσω. Κάτι μὲ τραβοῦσε.
Ἔτσι κι ἕνα βράδυ πῆρα ἀπὸ πίσω ἕνα καλόγερο καὶ βράδιασε.
Σκοτείνιασε καὶ μαζεύτηκα σ’ ἕνα παγκάκι. Ἐκεῖ μὲ βρῆκε ἕνας χωροφύλακας, μὲ πῆρε γι’ ἀλητάκο καὶ μοῦ εἶπε νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὴν Ἀστυνομία. Πέρασα τὴν νύχτα στὸ κρατητήριο.
Εἶχα πάντα μιὰ φυλλάδα μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Στὸ κρατητήριο ἦταν κάτι μεθυσμένοι καὶ μιὰ γυναίκα. Ἀνέβηκα κάπου κι ἔφτασα ἕνα παραθυράκι. Ἐκεῖ ἄνοιξα τὴν φυλλάδα κι ἄρχισα πάλι νὰ διαβάζω τὸν βίο. Δὲν ἤξερα ἄλλες προσευχὲς ἀπὸ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω».  Ἔλεγα λοιπόν αὐτὲς συνέχεια.
Τὸ πρωὶ μὲ φώναξε ὁ ἀστυνόμος στὸ γραφεῖο, μὲ συμβούλεψε καὶ μ’ ἔδιωξε. 

«Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ’ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: