Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Εὐγένεια τῆς ἀστικῆς τάξης ἢ φιλότιμο;

 Γράφει  ο π.

Τὸ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία περνάει στὶς μέρες μας μιὰ βαθιὰ κρίση εἶναι ἕνας κοινὸς τόπος. Εἶναι κρίση οἰκονομική, κοινωνική, ἠθική, κρίση αὐτοσυνειδησίας καὶ πολιτισμοῦ. Γιὰ πολλούς, ἀπ’ ὅ,τι δείχνει ἡ ἀρθρογραφία τῶν ἐφημερίδων, εἶναι μιὰ φάση ἀναζήτησης πολιτιστικοῦ προσανατολισμοῦ. Δὲν τὸ ὁμολογοῦν. Τὸ δείχνουν ὅμως τὰ κείμενά τους. Ψάχνουν νὰ προσανατολισθοῦν πολιτιστικὰ μὲ ὅραση πού περιορίζεται ἀπὸ ἐπιλεκτικὴ ἀμβλυωπία.

Δὲν εἴμαστε ὑπερβολικοὶ λέγοντας ὅτι ψάχνουν νὰ προσανατολισθοῦν πολιτιστικὰ μὲ ἐπιλεκτικὴ ἀμβλυωπία. Δὲν εἶναι ἄνθρωποι μὲ μικρὴ εὐφυΐα, οὔτε χωρὶς κοινωνικὲς εὐαισθησίες. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς ἀμφισβητήση τὴν εἰλικρίνεια τῆς ἀγωνίας τους. Μπορεῖ ὅμως νὰ διακρίνη στὸν τρόπο τους μιά υπεροψια ἀπέναντι στὸν ἐγχώριο πνευματικὸ πλοῦτο. Πιθανῶς ἀπὸ μερικὲς ἀρνητικὲς ἐμπειρίες ἢ ἀπὸ ἀθεράπευτα ψυχικὰ τραύματα δείχνουν νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται τὴν ποιότητα τοῦ πολιτισμοῦ πού ὑπάρχει στὸν περίγυρό τους, τὸν αὐτόχθονα πολιτισμὸ τῶν βιολογικῶν προγόνων τους.

Μὲ τὸν τρόπο τους ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ γεννήθηκε κανεὶς ἀπὸ Ἕλληνες Ὀρθόδοξους γονεῖς γιὰ νὰ ἔχη τὸ φρόνημα τοῦ ἐκχριστιανισμένου ἑλληνισμοῦ, γιὰ νὰ εἶναι Ἕλληνας καὶ οἰκουμενικὸς Ρωμηός. Δείχνουν ὅτι ὁ ἐκχριστιανισμένος ἑλληνισμὸς δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὴν βιολογία. Δὲν εἶναι DNA. Εἶναι εἰλικρινὲς ἦθος, θεολογικὸ νόημα ζωῆς, πίστη ἀπλανὴς καὶ βαθιὰ σκέψη πού κρατᾶ τὰ ἡνία τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας. Γιὰ νὰ ζήση κανεὶς τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τῶν ἁγίων Πατέρων, χρειάζεται νὰ σκύψη μὲ ἀγάπη καὶ νὰ γνωρίση τὸν θεανθρώπινο πολιτισμό τους (πού εἶναι ἀπαύγασμα ἀναγεννημένης ζωῆς), ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει παραδοθῆ καταγεγραμμένος σὲ χιλιάδες σελίδες, πού ἔχουν γραφὴ σὲ μιὰ διαδρομὴ πολλῶν αἰώνων ἕως καὶ σήμερα. Καὶ πρὸ παντὸς νὰ δὴ τὸν πολιτισμὸ αὐτὸν σαρκωμένο σὲ μικρὲς κοινότητες, πού ὑπάρχουν πολλὲς σὲ Ἐνορίες, σὲ Μονές, σὲ «παρέες πού γράφουν ἱστορία», σὲ ὁμάδες ἀνθρώπων πού ἔχουν «ἀνοιχτὰ καὶ ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους» καὶ ζοῦν τὴν ἀρχοντικὴ παράδοση τοῦ Γένους μας· τὴν παράδοση τῆς ἀνιδιοτέλειας, τοῦ σεβασμοῦ τῆς συνείδησης τοῦ ἄλλου, τοῦ ἀναστάσιμου καὶ πράου αὐθορμητισμοῦ. Νὰ μελετήση τὸ νόημα τῆς ζωῆς αὐτῶν τῶν ὑπαρκτῶν καὶ σήμερα κοινοτήτων, τὴν ποιότητα τοῦ ἤθους τους, τὸ ὁποῖο δομήθηκε χωρὶς ἐσωτερίκευση ἐξωτερικῶν καταναγκασμῶν, ἀλλὰ ὡς φυσικὴ αὐθόρμητη κίνηση τῆς ψυχῆς, πού ζῆ μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἁπλά τοῦ Δήμου, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀγνόηση αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἀγριεύει τὸ ἦθος μας. Ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ἡ ἐξίσωσή της μάλιστα (μέσα στὴν ἐκπαίδευση) μὲ ἀλλότριες θρησκευτικὲς παραδόσεις, σβήνει τὸν πράο καὶ ἀναστάσιμο αὐθορμητισμὸ ὄσων πνιγονται στὸν συγκρητισμὸ καὶ χάνουν τὴν ἁπλότητα καὶ καθαρότητα τῆς πίστης τους. Αὐτὸ τὸ φρικτὸ γεγονός, πού μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ χαρακτηρίση ὡς ἀποστασία τοῦ καιροῦ μας, ἀφήνεται ἀνεξέταστο, ὡς μὴ ὑπαρκτὸ κακό. Ἡ ἀγριότητα τοῦ ἤθους, ἡ χαρακτηριζόμενη ὡς ἀγένεια, ἡ ὁποία στὸν καιρὸ μας ξεπερνάει τὰ συνήθη διαχρονικὰ ὅρια, δὲν ἀποδίδεται (ἀπὸ γνωστοὺς Ἕλληνες στοχαστὲς) στὴν ἀγνόηση τῆς ἀρχοντικῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς μας, ἀλλὰ στὸ ὅτι δὲν ἀποκτήσαμε ποτὲ στὸν τόπο μας ἀστικὴ τάξη!

Στὴν ἐφημερίδα Βῆμα (Κυριακή, 24.2.2019) ὁ Ν. Δήμου γράφει: «Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ εὐγένεια ἔχει ἀκόμα παραμείνει μιὰ “τσιριμόνια”: κάτι ψεύτικο, ἐπίπλαστο καὶ ξένο. Ἡ ἀπουσία της ἀποτελεῖ τὴ σαφέστερη ἀπόδειξη πώς δὲν ἀποκτήσαμε ποτὲ ἀστικὴ τάξη». Καὶ συνεχίζει παρακάτω: «αὐτὴ ἡ ἀναθεματισμένη ἀστικὴ τάξη, ἡ ἐλάχιστη, ἡ καθ’ ἡμᾶς λοιδορούμενη, ἔφερνε μαζί της ὅλα τὰ πράγματα πού μᾶς λείπουν: διαφωτισμό, κράτος δικαίου, ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ ἐλευθερίες, κοινωνία πολιτῶν, διάκριση ἐξουσιῶν…». Μαζὶ μὲ αὐτὰ (ξέχασε νὰ πῆ), ὅτι ἔφερε τὴν ἀνεκτικότητα ἀπέναντι σ’ αὐτοὺς πού βρίζουν τὰ θεία καὶ διακωμωδοῦν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, δηλαδὴ πού σκληραίνουν μὲ τὴν ἀνοχὴ σὲ βέβηλες πράξεις τὸ ἦθος μας. Πόσο εὐγενὴς μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ἕνας, πού στὴν εἰκαστική του ἔμπνευση, συνέλαβε τὴν ἰδέα νὰ βεβηλώση τὸν Ἐσταυρωμένο; Συνεχίζει ὅμως ὁ ἀρθρογράφος: «Ἡ εὐγένεια δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἐπίδειξη καλῶν τρόπων. Δείχνει τὸν σεβασμὸ πού ἔχουμε πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ σοβαρὸ θεμέλιό της κοινωνίας, πού τὸ ἔχουμε χάσει ἐντελῶς τὰ τελευταία χρόνια. Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἄλλον εἶναι τὰ δύο στηρίγματα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτικῆς».

Μὲ λίγα λόγια, κατὰ τὸν ἀρθρογράφο, φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ εἴμαστε ἀγενεῖς, γιατί μᾶς λείπει ἡ ἀστικὴ τάξη. Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ἀστικὴ τάξη, πού κάνει δῆθεν τοὺς ἀνθρώπους εὐγενεῖς καὶ ὅπου ἀπουσιάζει οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνεξέλικτοι καὶ ἀγενεῖς; Δὲν τὸ ἐξηγεῖ. Εἶναι γνωστό, ὅμως, ὅτι στὴν σύγχρονη μορφή της ἡ ἀστικὴ τάξη (ἡ μπουρζουαζία κατὰ τὴν ὁρολογία τῶν σοσιαλιστῶν) γεννήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν βιομηχανικὴ ἐπανάσταση τοῦ 18ου αἰώνα καὶ ἀνήκουν σ’ αὐτὴν ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν δευτερογεννὴ καὶ τριτογεννὴ παραγωγή. Χαρακτηρίζεται δηλαδὴ ἀπὸ οἰκονομικὰ μεγέθη. Μᾶς λείπει λοιπὸν ἡ εὐγένεια πού γεννιέται ἀπὸ τὸ χρῆμα, τὴν οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια! Δὲν ἔχουμε ἀστικὴ τάξη γι’ αὐτό, κατὰ τὸν ἀρθρογράφο, κάθε πρωΐ στὸ λεωφορεῖο, δηλητηριάζοντας μὲ τὴν «ἀγένειά» μας (καὶ ὄχι μὲ τὰ ὑπαρκτὰ προβλήματά μας) τὸ περιβάλλον, εἴμαστε «μὲ κατεβασμένα μοῦτρα, πένθιμα». Γι’ αὐτὸ ἐπίσης οἱ Ἕλληνες, πάλι κατὰ τὸν ἀρθρογράφο, ἔχουμε περὶ εὐγενείας τὶς ἀπόψεις τοῦ περιπτερὰ τῆς γειτονιᾶς του, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε «τσιριμόνιες» τὴν εὐγενικὴ συμπεριφορὰ καὶ σ’ ὅποιον τὴν εἶχε ὑποπτευόταν προβλήματα στὸν προσανατολισμὸ τοῦ φύλου του!

Τό ρωμαιϊκο φιλότιμο, τὸ «εὐλαβικὸ ἀπόσταγμα τῆς καλωσύνης, ἡ λαμπικαρισμένη ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου», σύμφωνα μὲ τὸν ὅσιο Παΐσιο, πού συνίσταται ἀπὸ «ὅ,τι γίνεται πέρα ἀπὸ καθῆκον καὶ ὑποχρέωση, χωρὶς νὰ ζητηθῆ, ἀπὸ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη», φαίνεται ὅτι, ὡς διδαχὴ καὶ βίωμα τοῦ λαοῦ, εἶναι ἄγνωστο στὸν ἀρθρογράφο. Ἄλλωστε δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ οἰκονομικὰ μεγέθη, ὅπως ἡ ἀστικὴ τάξη.

Ὁ Γιῶργος Σιακαντάρης εἶναι προσεκτικότερος καὶ οὐσιαστικότερος στὶς παρατηρήσεις του, ἀλλὰ καὶ πάλι στραμμένος στὰ δυτικὰ πρότυπα. Ἀφοῦ σημειώνει ὅτι τὰ σημερινὰ φαινόμενα ἐκφυλισμοῦ δὲν ἀφοροῦν μόνο τοὺς θεσμούς, ἀλλὰ τὴν κοινωνία καὶ τὸν πολιτισμό. Γράφει: «Ἔχω πολλὲς φορὲς καταφύγει στὴν ἱστορία τῆς ἀπουσίας τοῦ ἐσωτερικοῦ καταναγκασμοῦ γιὰ νὰ ἑρμηνεύσω τὸ μετέωρο βῆμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης. Στοὺς προνεωτερικοὺς χρόνους, στὶς δυτικὲς κοινωνίες ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς τῆς ἐξουσίας ἦταν στοιχεῖο χαλιναγώγησης τῶν παθῶν καὶ τῶν ἄμετρων συμπεριφορῶν. Στὸν δυτικὸ κόσμο, μέσω τῆς ἀλλαγῆς τῶν συνθηκῶν διατροφῆς, τῆς ἀτομικῆς ἐπικοινωνίας καὶ τῆς μεταβολῆς στὴ στάση ἔναντι τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν στὸν δημόσιο χῶρο, αὐτὸς ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς μετατρέπεται σταδιακὰ σὲ ἐσωτερικό. Αὐτὲς οἱ ἀλλαγὲς πρῶτα στὴν συμπεριφορὰ τῶν αὐλικῶν καὶ τῆς ἀριστοκρατίας μεταδίδονται μὲ ἀργὸ τρόπο στὴν ἀστικὴ καὶ ἐργατικὴ κοινωνία, κάνοντας τὲς περισσότερο ἀνεκτικὲς καὶ λιγότερο ἐπιθετικὲς σὲ εἰρηνικὲς ἐποχές, ἀλλὰ καὶ σὲ περιόδους πολέμου».

Συνεχίζει ὁ ἀρθρογράφος τὴν ἐξήγησή του: «Ὁ ἀρχιμήδειος ὅμως τόπος στὸν ὁποῖο πάτησε ὁ δυτικὸς κόσμος γιὰ νὰ προχωρήσει ἡ ἐσωτερίκευση τοῦ καταναγκασμοῦ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ προτεραιότητα τῆς αἴσθησης τῆς αἰδοῦς. Χωρὶς αἰδῶ δὲν θὰ ὑπῆρχε ὁ ἐσωτερικὸς καταναγκασμός». Στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία διαπιστώνει ἔλλειψη αἰδοῦς, πού ἐξηγεῖ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποῦ βλέπουμε σήμερα. Καὶ ἀναφέρει στὴν συνέχεια ἁπλὲς καὶ πιὸ σύνθετες περιπτώσεις ποῦ δείχνουν ἀπουσία αἰδοῦς. Γιὰ παράδειγμα, τὴν ἀκρόαση ὅλη τὴ μέρα μουσικῆς στὴν διαπασών, τὴν ἀπόθεση πλαστικῶν ποτηριῶν σὲ δημόσιους ἢ ἰδιωτικοὺς χώρους, τὸ παρκάρισμα σὲ σημεῖα διάβασης ἀτόμων μὲ κινητικὴ ἀναπηρία κ.α. Ἕνα τυπικὸ κοινωνικῆς ἠθικῆς πού εἶναι αὐτονόητο γιὰ ἕναν συνειδητὸ Χριστιανό, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχη διαρκῶς εὐγενικὴ ἢ μᾶλλον ἐλεήμονα ψυχή, πού εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν ὅσιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο «καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης της κτίσεως, ὑπὲρ ἀνθρώπων, ὀρνέων, ζώων, δαιμόνων καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος».

Στὸ χῶρο μας εἴχαμε καὶ ἔχουμε μιὰ πλούσια παράδοση, ὑψηλοῦ ἤθους, ἀνιδιοτέλειας καὶ εὐγένειας, ὄχι μόνο στοὺς ἐξωτερικοὺς τρόπους, ἀλλὰ καὶ στὴν καρδιά. Ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι διδαχὴ καὶ καθοδήγηση μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τὴν προσλαμβάνει μόνον «ὅστις θέλει» νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό. Τὰ βασικὰ διδάγματα ὅμως αὐτῆς τῆς παράδοσης ἐμπότισαν τὴν νομοθεσία τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἀπ’ τὸ ὁποῖο προερχόμαστε. Εἴχαμε καὶ ἔχουμε λοιπὸν νόμους, δὲν εἴχαμε ὅμως μᾶλλον ἐξουσίες πού ἐφάρμοζαν οἱ ἴδιες καὶ ἐπέβαλαν στὸν λαὸ τοὺς δίκαιους νόμους, ὥστε ἀπὸ τὸν καταναγκασμὸ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ὁ λαὸς νὰ ἀσκηθῆ στὴν ἐσωτερίκευση αὐτῶν τῶν νόμων. Ἐκεῖ βρίσκεται ὅποιο πρόβλημα ὑπάρχει.

Ἡ Ἐκκλησία πάντως διαρκῶς προτρέπει νὰ κρατοῦμε μέσα μᾶς τήν αἰδώ, τὸν ὑγιῆ φόβο, προσευχόμενοι καθημερινά: «ἔνθες ἠμῖν τὸν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον».

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... ὁ φόβος Θεοῦ,

τὸ διαχρονικό σημεῖο ἐκκίνησης

κάθε συνετῆς καὶ μετρημένης συμπεριφορᾶς,
μὲ τὴν σοφρωσύνη νὰ μᾶς παιδαγωγεῖ πρὸς τὸ εὐλογημένο φιλότιμο...

"ἁρχή Σοφίας, Φόβος Κυρίου"

ὅπως τὸ διατυπώνει λιτά ἡ θεόπνευστη Γραφή μας... !