Πίσω από τη βαριά, σκαλιστή πόρτα, στο τέλος της φιδογυριστής σκάλας με την επιβλητική ξύλινη κουπαστή, μας υποδέχεται η Λένα Γιγάντε. Φυσιογνωμία αριστοκρατική, σμιλεμένη απ’ τις λυρικές μελωδίες που τραγουδά. Αποπνέει μια δυσεύρετη πια φινέτσα. Την έφερε τυλιγμένη στις μεταξωτές της άριες όταν επέστρεψε στην Ελλάδα από το Μιλάνο, πλην όμως είχε ήδη ρίζα βαθιά κι αμέρωτη στην από πάππο προς πάππο μεγαλοαστική αθηναϊκή της καταγωγή.      

Η Λένα Γιγάντε είναι πιθανόν η μοναδική βέρα Αθηναία που μένει ακόμα στου Ψυρρή, στο σπίτι των προγόνων της. Ένα σπίτι με αυλή πέτρινη, χτισμένη πριν την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, το 1790, τον πρώτο όροφο χτισμένο το 1847 και τον δεύτερο, το 1924. Όταν ανεγειρόταν η οικία Γιγάντε, βρήκαν ρωμαϊκά μπάνια από κάτω και πάρα πολλά αρχαία, που «ήρθαν και τα πήραν όλα, τα πήγαν στα μουσεία». Αυτό το σπίτι μάς άνοιξε και μας διηγήθηκε συγκλονιστικές ιστορίες, σύμφυτες με την πόλη των Αθηνών. Μιλήσαμε βέβαια και για τη μουσική, την όπερα, τον πολιτισμό.

Διαβαίνοντας το κατώφλι της, επιβιβαστήκαμε σε ένα ταξίδι στον χρόνο. Δραπετεύσαμε στην αρχοντιά. Πίνακες ζωγραφικής καλύπτουν μεγάλη επιφάνεια των τοίχων, κι ατενίζουν έπιπλα και αντικείμενα, αληθινά έργα τέχνης, φτιαγμένα τότε που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν πως η ομορφιά σώζει, κι επένδυαν χρόνο για να τη δημιουργήσουν.

Η επιβλητική σκάλα στην είσοδο της οικίας Γιγάντε, που βρίσκεται στου Ψυρρή από τον 18ο αιώνα.

Οικία Γιγάντε

Εδώ μεγαλώσατε; Ναι, σε αυτό το σπίτι.

Από γενιά προς γενιά εδώ; Βέβαια, βέβαια.

Πόσες γενιές; Πάρα πολλές… Η αυλή μου είναι του 1790. Όλη η γειτονιά ήταν των θείων μου. Στη γωνία μια θεία, στην άλλη γωνία άλλη θεία.

Αθηναία γκάγκαρη, δηλαδή. Ναι. Έχω και δυο τάφους στο πρώτο νεκροταφείο, τον έναν τον έχω παραχωρήσει. Ξέρετε γιατί μας λένε κανγκαραίους; Γιατί μόνο οι Έλληνες –αυτή ήταν η διαφορά με τους Τούρκους– είχαν μπροστά από το σπίτι τους ένα ξύλο, ένα κάγκελο, το οποίο ήταν σαν πέταλο. Το έλεγαν κάνγκαρο, όχι γκάγκαρο, και το είχαν για να δένουν τα άλογά τους.

Λένα Γιγάντε

Η εσωτερική αυλή της οικίας Γιγάντε στου Ψυρρή. Στον όροφο βρίσκεται η κύρια κατοικία και στο ισόγειο τα σπιτάκια του (τότε) υπηρετικού προσωπικού.

Να βάλουν ταμπέλα εκεί που έμενε ο Παπαδιαμάντης.

Έμεναν σπουδαίες προσωπικότητες τότε στου Ψυρρή; Βεβαίως. Ο Παπαδιαμάντης έμενε στο 18 της Οδού Αριστοφάνους. Έχω πάει στον Δήμο, έχω πει πληρώνω εγώ την ταμπέλα, ελάτε να τη βάλουμε στο 18, που έμενε ο Παπαδιαμάντης. Έναν Παπαδιαμάντη τον έχουμε. Πας στη Βιέννη και λέει “Εδώ έφαγε σούπα ο Μπετόβεν”, “Εδώ τσακώθηκε ο Μπετόβεν”, εκεί έκανε το ένα και το άλλο ο Μπετόβεν. Εμείς τον Παπαδιαμάντη, που έμενε εδώ, δεν μπορούμε να τον βάλουμε;

Το σπίτι σώζεται; Δεν σώζεται, είναι ένα νέο στη θέση του. Αλλά να πουν ότι εδώ, στο 18, έμενε ο Παπαδιαμάντης. Και στη Σαρρή, ήταν το μπακάλικο του Καχριμάνη, όπου σύχναζε. Μέσα είχαν βαρέλια, επάνω στα βαρέλια έβαζαν κεριά για να έχουν φως. Εκεί πήγαινε ο Παπαδιαμάντης κι έγραφε κι έτρωγε αυτά που έμεναν στον πάγκο όταν έκοβαν τυρί και αλλαντικά για τους πελάτες. Έτρωγε εκεί κι έγραφε εκεί. Απάνω σε ένα βαρέλι με το κερί. Και τώρα το λένε ξέρω ’γώ πώς και δεν υπάρχει ένας άνθρωπος να σώσει αυτά τα πράγματα».

Πράγματι. Και η ταβέρνα, που τη λένε τώρα “Η Ωραία Πεντέλη”, ήταν η ταβέρνα του Τάτση Μήτση Κότσι. Είναι ο Τάτσης και ο Μήτσης που θα πάνε το βράδυ να παίξουν κότσι στην ταβέρνα αυτή. Το κότσι του κοτόπουλου. Όποιος το τράβαγε από τη μία… Έβαζαν κάτι στοιχήματα με αυτό. Εγώ τα έμαθα όλα αυτά από τη γιαγιά μου, Ελένη Γιγάντε. Κωστοπούλου ήταν το πατρικό της. Γιατί η γιαγιά μου ήταν από τις πιο παλιές Αθηναίες, πρόσωπο αρκετά επίσημο στην πόλη. Κι ο παππούς μου υπήρξε ο πρώτος συμβολαιογράφος των Αθηνών, Διονύσιος Γιγάντες.

Ο πρώτος; Και για μια εποχή ο μοναδικός. Φανταστείτε ότι συνεργαζόταν και με σπίτια στο Βερολίνο. Το αρχείο του ήταν στο γραφείο στη Στοά Νικολούδη, νομίζω θα το έχουν μεταφέρει πια.

Για ποια εποχή μιλάμε περίπου; Λίγο μετά το 1700 – διότι οι γονείς μου μεταξύ τους είχαν σχεδόν 30 χρόνια διαφορά, οπότε το ένα σόι ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία… Ο παππούς και η γιαγιά ζούσαν στον κάτω όροφο, τον μεγάλο. Με τη Λίζα. Η Λίζα ήταν μαϊμού. Την έβαλε λέει ο παππούς στον Ζωολογικό Κήπο του Πειραιά στην Κατοχή, γιατί δεν είχαν να της δώσουν να φάει, κι έπεσε βόμβα – τον Πειραιά τον βομβάρδισαν. Κι έτσι πάει η Λίζα.

Στην Ελλάδα ακούν όπερα και γελάνε

Μόλις στα επτά της χρόνια, έστειλαν τη Λένα Γιγάντε εσώκλειστη σε ένα «convitto per signorine» (παρθεναγωγείο) στην Ιταλία. «Ήμουν ένα πάρα πολύ ευτυχισμένο παιδί», λέει. Συνολικά, έμεινε στο Μιλάνο 23 χρόνια. Πήρε πτυχίο Νομικής εκεί. Τα καλοκαίρια, όταν γύριζε στην Ελλάδα, η μητέρα της, «η κ. Γραμματική» όπως την έλεγε σκωπτικά, της δίδασκε αρχαία ελληνικά. «Δεν με άφηνε σε ησυχία, τα έμαθα όλα». Έμαθε όμως και αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, λίγα ισπανικά και λίγα ρωσικά. Οριστικά, επέστρεψε εδώ στα 30 της. Στην Ιταλία, βέβαια, σπούδασε και πιάνο και τραγούδι, ενώ συμπλήρωσε τη μουσική της εκπαίδευση στη Βιέννη, όπου έμεινε δυόμιση χρόνια.

Το πιάνο, όπου σήμερα παραδίδει μαθήματα η Λένα Γιγάντε. Ο μεγαλύτερος μαθητής της είναι 88 χρονών.

Η αδελφής της Λένας Γιγάντε, Αύρα, φωτογραφημένη από τη Νέλλη.

Η αδελφής της μητέρας της Λένας, Αύρα Γιγάντε, φωτογραφημένη από την πολυθρύλητη πρώτη γυναίκα φωτογράφο της Ελλάδας, Νέλλη – κάτω δεξιά, η υπογραφή της.

Δεν περίμενε όμως το Μιλάνο για να γνωριστεί με τη μουσική. «Παίζω πιάνο από δυο χρονών. Γιατί η μαμά μου ήταν πιανίστρια κι εκείνη και με μάθαινε. Αλλά γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Ο θείος μου έπαιζε τρομπέτα. Ο παππούς μου έπαιζε μαντολίνο. Ο άλλος μου παππούς έπαιζε κόρνο… Όλοι έπαιζαν μουσική. Και γινόταν εδώ πέρα μια ορχήστρα. Εγώ ήμουν τεσσάρων, κοίταζα. Όταν με ρώτησαν στη σχολή γιατί διάλεξες τη μουσική, εγώ είπα δεν τη διάλεξα ποτέ. Με διάλεξε. Διότι πιστεύω ότι η οικογένεια και η ατμόσφαιρα που ζεις στα πρώτα-πρώτα χρόνια είναι καθοριστική για όλη σου τη ζωή. Έντεκα ετών έπαιζα την Impromptu Fantaisie του Σοπέν. Δεκατεσσάρων έπαιξα το κονσέρτο μου για να πάρω δίπλωμα».

Η μουσική φλέβα ανιχνεύεται μάλλον στη μακρινή καταγωγή της οικογένειας από Ζάκυνθο και Κέρκυρα. Η Λένα Γιγάντε, εκτός από τραγουδίστρια, ήθελε να γίνει και ηθοποιός. Η μητέρα της συνέτριψε το όνειρο, ξεκαθαρίζοντας πως «αν γίνεις τέτοιο πράγμα, δεν μπορείς να ξαναπατήσεις το σπίτι», γιατί «όλες οι ηθοποιοί είναι πόρνες».

Τι εικόνα έχετε για το κλασικό τραγούδι στην Ελλάδα σήμερα; Εδώ όταν πεις στην Ελλάδα ότι είσαι τραγουδίστρια της όπερας, ξεκαρδίζονται στα γέλια. Δεν καταλαβαίνουν. Η Ελλάδα από μουσική δυστυχώς είναι μηδέν. Υπάρχουν και στην Ιταλία κακής ποιότητας τραγούδια. Εδώ, όμως, ακούμε μόνον αυτά. Στην Ιταλία, ακούς κυρίως τα άλλα. Και ξέρει κι ο μανάβης, τραγουδάει τραβιάτα. Δεν του φαίνεται περίεργο. Ακούει την κορώνα και λέει “τι ωραία κορώνα”. Εδώ, ακούν την κορώνα και γελάνε. Γιατί δεν γελούν με το μέταλ, που τσιρίζουν όλοι αυτοί; Τσιρίζουν, και μάλιστα είναι όλα φαλτσέτα. Και τα φαλτσέτα καταστρέφουν τη φωνή. Οπότε, αυτοί έχουν όλοι καταστρεμμένες φωνές».

Τα πορτρέτα του παππού της Διονύσιου και του προπάππου της Νικόλαου δεσπόζουν στη μεγάλη σάλα με το πιάνο.

 

Πορτρέτο του Διονύσιου Γιγάντε, παππού της Λένας, που υπήρξε ο πρώτος συμβολαιογράφος των Αθηνών.

Είναι θέμα μουσικής παιδείας, δηλαδή; Ο καθένας εδώ ανοίγει ένα ωδείο χωρίς να ξέρει τι του γίνεται και προσλαμβάνει… Τους ζητούν το ελάχιστο, ένα δίπλωμα, και τους διορίζουν. Δεν ξέρουν να διδάξουν. Εγώ έκανα πάνω από τρία με τέσσερα χρόνια παιδαγωγική πιάνου… Τα πρώτα εικοσιτέσσερα χρόνια του πιάνου είναι δύσκολα.

Τα πόσα; Εγώ τόσα έκανα. Γι’ αυτό τώρα γράφω ένα βιβλίο που λέγεται Παιδαγωγική Πιάνου. Μασημένο φαγητό.

Πού οφείλεται αυτός ο εκβαρβαρισμός – ας το πω έτσι; Έχει εκβαρβαριστεί η ζωή μας γενικά, πιστεύω, όχι μόνο στην Ελλάδα. Διότι υπήρχε μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της επάνω τάξης, της μεσαίας τάξης και της κάτω τάξης. Ασφαλώς η κάτω τάξη έπρεπε να ανέβει. Αλλά έγινε με έναν τρόπο τελείως μη επιστημονικό, θα έλεγα. Δηλαδή αντί να ανέβει η κάτω τάξη και να έρθει απάνω, κατέβηκε η επάνω και η μεσαία τάξη εκεί. Και έγινε ένας αχταρμάς που δεν ξέρει κανείς ποιος είναι ποιος.

Αντιλαμβάνομαι ότι λέγοντας “τάξη” δεν αναφέρεστε στην οικονομική επιφάνεια, αλλά στον πολιτισμό, την παιδεία των ανθρώπων. Μόνο με την πολιτισμική έννοια το λέω. Τα οικονομικά δεν με απασχολούν… Εκείνο λοιπόν που έχουμε είναι τα ακούσματα τα κάτω, οι οποίοι δεν ήξεραν οι άνθρωποι τίποτα. Άκουγαν τον άλλο να γκαρίζει, έλεγαν τι ωραία που γκαρίζει. Πιστεύω ότι η μελωδία είναι ένα πράγμα που εφηύρε ο άνθρωπος. Ο ρυθμός, η αρμονία, η μουσική, όλα υπήρχαν. Οι πέτρες που χτυπάνε το νερό, τα πουλιά που κελαηδάνε, όλα αυτά υπάρχουν. Άλλα η μελωδία… Η μουσική είναι η πιο εύκολη να την ακούς. Ακόμα και από τον λόγο πιο εύκολα. Με τον λόγο μπερδεύεσαι, γιατί είναι διαφορετικός… Ενώ η μουσική είναι ενιαία, είναι για όλους. Ακούς γρήγορα. Έρχεται σε σένα πάρα πολύ γρήγορα. Κι εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς μουσική…

Αλλά εμένα, ας πούμε, μπορεί να με συγκινήσει ένα πράγμα, να καθίσω να κλαίω μόνο που το ακούω. Και να το βάλω σε έναν άλλο και να πει “ε, και;” Κι εγώ μένω ξερή. Δεν θέλουν καν να ανοίξουν τα αυτιά τους σε αυτό. Και γι’ αυτό λέω για την κάτω τάξη. Γιατί η κάτω τάξη είναι αυτό. Επίσης, αν μια μουσική δεν την έχεις ακούσει ποτέ σου, πώς θα πεις δεν σ’ αρέσει; Γι’ αυτό εγώ κάθομαι και ακούω όλα τα λαϊκά. Τα ακούω. Δεν θα πω ότι δεν τα έχω ακούσει. Όλα τα έχω ακούσει.

Η βιτρίνα γεμάτη κειμήλια.

Μήπως στην Τέχνη σήμερα τους ενδιαφέρει, όχι να μάθουν, αλλά να βγάλουν γρήγορα ένα αποτέλεσμα; Γίναμε Αμερικάνοι. Τι λεφτά θα βγάλουμε, από τα πάντα. Θεωρώ επίσης ότι η κυβέρνηση, όχι μόνο αυτή, όλες οι κυβερνήσεις, καταστρέφουν την κοινωνία.

Και την αισθητική; Την αισθητική, την κοινωνία, τη ζωή μας. Προχθές λέω σε έναν μαθητή μου: “Πώς σε λένε παιδί μου;”. Κρατούσε το κινητό, κοιτούσε το κινητό. Κι εγώ έγινα μπαρούτι. Του αρπάζω το κινητό και λέω: “Πώς σε λένε χωρίς κινητό;”. Είναι μικρούλικα… κι ήδη, αν τους πάρεις το κινητό από το χέρι, σβήνει η πρίζα. Σαν ρομπότ. Τα έχεις βγάλει από την πρίζα, μένουν έτσι. Και μετά, πρέπει να τα ξαναβάλεις στην πρίζα για να μιλήσουν. Γιατί μιλάνε από το κινητό. Βρίσκουν τις ερωτήσεις από το κινητό. Βρίσκουν τις απαντήσεις από το κινητό. Κάνουν έρωτα από το κινητό.

Η Λένα Γιγάντε διδάσκει εθελοντικά μουσική στο «Αμάζι».

Η Λένα Γιγάντε διδάσκει εθελοντικά μουσική στο «Αμάζι». Οργανώνει θεατρικές παραστάσεις. Γράφει τα έργα μόνη της, τώρα ετοιμάζει νέο.

Το σχολείο στο οποίο αναφέρεται δεν είναι «κανονικό», είναι το πολιτιστικό σχολείο που έχουν ιδρύσει Γεωργιανοί μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας – το «Αμάζι». Εκεί πηγαίνουν τα παιδιά τους το απόγευμα. Η Λένα Γιγάντε διδάσκει εθελοντικά μουσική στο «Αμάζι». Έχει 28 μαθητές, από 6 μέχρι 11 χρονών.

Έχει βέβαια και μαθητές που διδάσκει στο σπίτι όπου βρισκόμαστε. Ο μεγαλύτερος είναι… 88 ετών. Τα φώτα της έχουν ζητήσει και γνωστές τραγουδίστριες. «Μα λέω, αυτές τώρα έχουν πάρει μια τέτοια πόζα και έχουν μια τέτοια ιδέα για τον εαυτό τους, πού να τις διορθώσω;».

Οργανώνει θεατρικές παραστάσεις. Γράφει τα έργα μόνη της, τώρα ετοιμάζει νέο. Δηλώνει πως θέλει να κάνει το «Παιδικό Μη Επαγγελματικό Θέατρο των Ηλικιωμένων Εφήβων».

Τι είναι αυτό; Εμείς τι είμαστε; Ηλικιωμένοι Έφηβοι; (λέει και γελά με την καρδιά της)

Στου Ψυρρή δεν είναι πια φιλόξενα

Ο δημιουργικός οίστρος της Λένας Γιγάντε διαταράσσεται ωστόσο βάναυσα από το οδυνηρό «φαλτσέτο» ενός γειτονικού στούντιο μουσικής. «Όταν κάθομαι στο πιάνο, απέναντι παίζει κονσόλα μπάσο, που τραντάζει. Τα ακούς στα τζάμια “τζζζζ”. Εγώ πρέπει να ζήσω εδώ; Σε αυτό το πράγμα; Και να φανταστείς, δεν είναι καν το σπίτι του. Όχι! Είναι στούντιο. Το νοικιάζει και το επινοικιάζει. Και δεν σταματάει ποτέ. Έρχονται δε τα βράδια, που κάπως ησυχάζαμε, εγώ να διαβάσω για τη δουλειά; Δεν μπορώ. Δεν γίνεται πια να μένω εδώ. Είναι αφιλόξενο το μέρος.

Αυτός είναι ο λόγος; Ναι. Είναι βέβαια κι ότι το σπίτι δεν ‘ακουμπά’ πουθενά, είμαι πάρα πολύ μόνη μου. Κι ότι πρέπει να νιώθω ότι σχολάω όταν τελειώνω τα μαθήματα που παραδίδω εδώ.

Πώς ήταν παλιά η γειτονιά; Γιατί εμείς τη γνωρίσαμε με τα μπαρ, βέβαια τότε δεν είχε τόσα ξενοδοχεία. Ήταν πάρα πολύ ωραία και πάρα πολύ πιο ήσυχη. Είναι ένα πράγμα φοβερό αυτό που συμβαίνει… Έφυγαν όλοι όσοι δεν μπορούσαν.

Μου διηγείται πώς οι μόνιμοι κάτοικοι οδηγήθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν τη γειτονιά, πουλώντας τα σπίτια τους όσο-όσο. Πώς διακινούνταν τότε ναρκωτικά στην περιοχή. «Και πιστόλια και τέτοια έχω δει εδώ. Ό,τι θέλετε έχω δει».

Πώς τη νιώθετε αυτήν την αλλαγή της γειτονιάς; Με μίσος. Με μίσος, πραγματικά.

Νοερό σεργιάνι στην παλιά Αθήνα

Ενώ συζητάμε, η Λένα Γιγάντε μάς ξεναγεί στο σπίτι. Ξεφυλλίζουμε παλιά και σπάνια βιβλία του παππού της. Στο ένα υπνοδωμάτιο, στεκόμαστε με δέος μπροστά στις πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες. «Δεν μπορείς να τις δεις αν δεν έχουν φως από πίσω», λέει πατώντας τον διακόπτη. Στη μία, μαζί με μέλη της οικογένειάς της, απεικονίζεται ο θρυλικός φαρμακοποιός των Αθηνών Πέτρος Μπακάκος, με τη γυναίκα του Μινέρβα – «Ήταν κολλητοί του παππού». Παραδίπλα, δύο φωτογραφίες της μητέρας της και της θείας της, Αύρας, τραβηγμένες από την πολυθρύλητη πρώτη γυναίκα φωτογράφο της Ελλάδας, Νέλλη – κάτω δεξιά, η υπογραφή της.

Η Λένα Γιγάντε σε ένα από τα υπνοδωμάτια

Η Λένα Γιγάντε σε ένα από τα υπνοδωμάτια του σπιτιού.

Στον τέρμα του διαδρόμου, ένα αριστοτεχνικό σεκρετέρ του 18ου αιώνα ανοίγει κι αποκαλύπτεται μπροστά μας κι η μυστική κρύπτη. Δίπλα στην κουζίνα, ο πίνακας που συνδεόταν με το κουδούνι της υπηρεσίας. «Ήταν σύνηθες τότε να έχουν υπηρέτριες».

Τα πορτρέτα του παππού της Διονύσιου και του προπάππου της Νικόλαου δεσπόζουν στη μεγάλη σάλα με το πιάνο. «Κι αυτός είναι ο νονός μου, ο πρίγκιψ Νικόλαος. Ο αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’», λέει στεκόμενη μπροστά στη φωτογραφία του. «Με βάφτισε, γι’ αυτό δεν μπορούσα ποτέ να παντρευτώ τον Δούκα του Κέντ, σιγά το βύσσινο, δηλαδή».

Η σύνδεση με τη βασιλική οικογένεια πώς προέκυψε; Από τη γιαγιά. Πηγαίνανε μαζί στο Παρίσι. Ο μπαμπάς μου ήταν προσωπικός φίλος του βασιλιά, του Παύλου. Μ’ έστελναν στο παλάτι, κι έπρεπε να κάνω κνιξ (υπόκλιση). Το μισούσα το κνιξ.

Κοντοστέκεται μπροστά σε μια φωτογραφία της μητέρας της. «Μου την έχουν ζητήσει από το Λύκειο Ελληνίδων, αλλά δεν μπορώ να τη δώσω, είναι η μαμά μου», λέει. Αγαπά πολύ το Λύκειο Ελληνίδων. Η γιαγιά της, Ελένη Γιγάντε-Κωστοπούλου, συνυπήρξε πρωτεργάτρια μαζί με την Καλλιρρόη Παρρέν. Η μητέρα της, Χαριτίνη Γιγάντε, αναφέρεται ως διατελέσασα έφορος του τμήματος Εορτών και Δεξιώσεων.

Όταν οι αντάρτες έκαναν Φρουραρχείο την Οικία Γιγάντε

Δεν διοργάνωνε όμως μόνο δεξιώσεις η μητέρα της, ήταν και «στρατηγός». «Έχει τιμηθεί με το Χρυσό Παράσημο του Ερυθρού Σταυρού». Γιατροπόρευσε μάλιστα κι έναν μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού την περίοδο του Εμφυλίου, από αυτούς που είχαν καταλάβει τότε το σπίτι τους μετατρέποντάς το σε Φρουραρχείο.

«Πέντε τανκ είχαν έρθει εδώ. Του Σκόμπι. Αυτού που ’λέγαν στο τραγουδάκι “Στο βρακί του Σκόμπι/ έχουν γίνει κόμποι”». Αναφέρεται στον Άγγλο στρατηγό που διηύθυνε τις βρετανικές δυνάμεις όταν αυτές εισέβαλαν στην Αθήνα για να κατατροπώσουν τους παρτιζάνους μαζί με τους οποίους είχαν προηγουμένως πολεμήσει τον Χίτλερ, ώστε να μην πάρουν την εξουσία στην απελεύθερη πια Ελλάδα.

Φλοράλ μοτίβα παντού. Τα μπάνια αποπνέουν την αύρα του σπιτιού.

Τανκς έξω από το σπίτι; Ναι, και ρίξανε και βολές. Μας γκρεμίσανε τότε τις… Αυτοί [οι αντάρτες του ΔΣ] βγήκαν όλοι στο μπαλκόνι. Μια ριπή πήρε εδώ στο μάγουλο έναν και τρέχανε αίματα. Και του έβαλε οινόπνευμα και γάζες η μαμά, που είχε κάνει και νοσοκόμα. Καλέ, όλα παιδιά ήταν, τους λυπόταν. Δεν μπορούσαν να περάσουν εξαιτίας των τανκ να τους φέρουν φαγητό, κι η μαμά είπε “εμείς ρεβίθια έχουμε, άμα θέλετε ελάτε να φάτε”. Και φάγανε. Τρώγανε λέει όλο ψωμί και ρεβίθι, βρασμένο ή στραγάλι. Ήταν νέα παιδιά τα καημένα αυτά, καλά παιδιά – εκτός από έναν κάπως άγριο. Σκεπάζονταν με το χαλί μας τη νύχτα. Στη σάλα μας, όμως, δεν είχαν μπει ποτέ. Της είχαν πει ένα σωρό ιστορίες της μαμάς για τη ζωή τους. Τελικά η μαμά τους είπε “τι κάθεστε στο μπαλκόνι, αυτοί θα σας σκοτώσουν. Πέντε τανκς είναι. Πηδήξετε από εδώ, να πάτε στον Άγιο Αθανάσιο, την εκκλησία. Δεν θα μπουν στην εκκλησία”. Και αυτά έτρεμαν απ’ το φόβο τους. Και τους έπεισε. Τους πιάσανε όμως στο τέλος, δυστυχώς. Τους “έδωσε” ο παπάς. Μπήκαν στο ιερό μια μέρα και τους πιάσανε. Κι η μαμά έκλαιγε…

Το παλιό κουδούνι υπηρεσίας, με τα νούμερα ενδεικτικά των δωματίων.

Όλ’ αυτά, ενώ η οικογένεια Γιγάντε ήταν εκ θέσεως στην αντίπαλη πλευρά. «Ο πατέρας μου ο Νικόλαος δεν ήταν εδώ, γιατί βέβαια θα τον είχαν σκοτώσει. Ήταν αξιωματικός, ναύαρχος ο μπαμπάς. Εκείνος έκανε τον Ιερό Λόχο». Αναφέρεται προφανώς στη μονάδα ειδικών δυνάμεων υπό τον συνταγματάρχη Τσιγάντε που συγκροτήθηκε το 1942 στη Μέση Ανατολή από Έλληνες αξιωματικούς της τότε Βασιλικής Χωροφυλακής και μαθητές της Ευελπίδων.

Στον πόλεμο, ο πατέρας της ήταν στην intelligence service, «και τον ’πιάσαν οι Ιταλοί ευτυχώς, κι όχι οι Γερμανοί, με όλα τα χαρτιά επάνω του, και τον καταδίκασαν σε θάνατο». Η μητέρα της τον αποχαιρέτισε στις φυλακές Καλλιθέας και για έναν μήνα νόμιζε ότι τον είχαν εκτελέσει. «Και μετά ήρθε μια κυρία, που δεν μίλαγε ελληνικά, ήταν Γιουγκοσλάβα, κάθισε σε αυτή την πολυθρόνα, κι η μαμά εκεί, στα μαύρα, και της είπε “ο άντρας σου ζει”. Διότι η intelligence service κατάφερε να τον κάνει να δραπετεύσει, δραπέτευσε με μια βάρκα, τράβηξε κουπί μαζί με τον Pfeffer. Ο Pfeffer ήταν ο διευθυντής της Λυρικής Σκηνής στην Ελλάδα. Αυτός φοβόταν, γιατί ήταν Εβραίος». Και βρέθηκαν στον Λίβανο. «Έτσι έγινε μετά ο Ιερός Λόχος, γιατί βρέθηκαν όλοι εκεί [στη Μέση Ανατολή] μαζί με τον Γιγάντε…».

Από τύχη λοιπόν δεν έχασε πρόωρα τον πατέρα της. Το ίδιο και τη μητέρα της. Γιατί κατά τον Εμφύλιο, μια σφαίρα απέξω καρφώθηκε στο μαξιλάρι της. «Σε πέντε λεπτά θα ήταν εκεί, από τύχη γλίτωσε. Ο παππούς μου πήρε τη σφαίρα και πήγε σε μια από αυτές τις επιτροπές που είχαν στήσει στις γειτονιές και είπε “ορίστε που λέτε ότι θα μας προστατεύσετε, αυτό θα είχε σκοτώσει την νύφη μου”. Και ο αντάρτης το σημείωσε κι ο παππούς γύρισε. Και όταν αργότερα πήραν τον παππού στα βουνά [σσ: ως αιχμάλωτο], εκεί ήταν ο ίδιος της επιτροπής. Τον γνώρισε και λέει “ο κύριος, όχι”. Σώθηκε η ζωή του…». Μετά τον Εμφύλιο ωστόσο βρέθηκε λίστα όπου «τους είχαν γραμμένους» να τους πάρουν όλους στα βουνά. «Τελείωσε η ιστορία της προστασίας».

Όταν, διώχνοντας τους αντάρτες, μπήκαν οι Άγγλοι στο σπίτι των Γιγάντε, «βρήκαν τα κλοπιμαία – είχαν κλέψει [οι αντάρτες] πολλά ρολόγια, ξυπνητήρια, τενεκέδες λάδι… Είδαν και τις χειροβομβίδες που η μαμά έλεγε ήταν σαν κονσέρβες. Όλος ο μπουφές ήταν απάνω χειροβομβίδες. Και η μαμά έλεγε αν πέσει μια βολή εκεί, όλο το σπίτι θα τιναχτεί στο αέρα, κι εμείς μαζί. Ήταν ολόκληρο οπλοστάσιο εδώ».

Πώς αρνηθήκαμε τόση ομορφιά;

Το μεσημεριανό φως αντανακλά ιριδισμούς στο κεντημένο ατλάζι, ένα ακόμα κειμήλιο στον τοίχο. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ακούσει τη Λένα Γιγάντε να τραγουδά. Είναι κοντράλτο, η πιο σπάνια γυναικεία φωνή στην όπερα. Βάζει μια κασέτα, πατάει play.

Μια μικρή αυλή μέσα από το σαλόνι.

Με γραπώνει τόσο αιφνιδιαστικά η συγκλονιστική αυτή φωνή, που καρφώνομαι στη θέση μου, σχεδόν κρατώ την ανάσα μου να μη διαταράξει τη μελωδία. Ερμηνεύει ένα τραγούδι του Τσαϊκόφσκι. Η φωνή της αναβλύζει ζεστή από τα έγκατα μιας άχρονης ομορφιάς, ξεχειλίζει το σπίτι και ξεχύνεται έξω απ’ το παράθυρο για να απαλύνει τη σκληρή καρδιά του κόσμου. Γι’ αυτή τη μοναδική, υπέροχη στιγμή, η βαρβαρότητα έχει νικηθεί για πάντα. 

Δεν γνωρίζω γιατί η Λένα Γιγάντε δεν έκανε καριέρα εδώ – «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της» θα μου πει η ίδια. Έχω όμως τη βεβαιότητα ότι πρόκειται για δυσθεώρητη απώλεια.

Αποχαιρετώντας τη Λένα Γιγάντε, νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη που μας άνοιξε διάπλατα την πόρτα σε τόση ομορφιά κι ιστορία. Περπατώντας στου Ψυρρή, θρηνώ τη γειτονιά που χάθηκε, την αρχοντιά που περιφρονήσαμε, τον πολιτισμό που δεν δημιουργήσαμε. Στο 18 της Οδού Αριστοφάνους, κοντοστέκομαι. Χαιρετώ νοερά τον Παπαδιαμάντη. Αυτόν, που δεν τιμήσαμε ούτε με μια ταμπέλα.

πηγή