Έως και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923, περίπου 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα. Σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τον γηγενή πληθυσμό, ενώ το υπό διάλυση ελληνικό κράτος αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Οι πρόσφυγες εντάχθηκαν με κόπο και αγώνα στην “μητέρα πατρίδα” και ενίσχυσαν την οικονομία και την κοινωνία με την εργασία, τις γνώσεις, αλλά και τα έθιμα τους. Η αφομοίωση των προσφύγων στην Ελλάδα υπήρξε δύσκολη, κυρίως λόγω της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η χώρα τη δεδομένη χρονική συγκυρία. Επίσης, οι πληγές από τον καταστροφικό πόλεμο ήταν ανοιχτές και η Ελλάδα θύμιζε ένα κράτος υπό κατάρρευση.
Η απότομη αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα έφερε ανατροπές και συγκρούσεις στις τοπικές κοινωνίες. Οι ντόπιοι σε πολλές περιπτώσεις αισθάνθηκαν απειλή με τα χαμηλά μεροκάματα των προσφύγων που αναλάμβαναν εργασίες με χαμηλό τίμημα. Όταν έχαναν δουλειές, τους θεωρούσαν υπεύθυνους και για να τους μειώσουν εκφράζονταν γι΄αυτούς με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «τουρκόσποροι» ή «ξενομερίτες».
Μέσα στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε με την άφιξη των προσφύγων, κυρίως έως τον Σεπτέμβριο του 1922, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές. Ήταν σχεδόν αδύνατο να τραφούν επαρκώς και να στεγαστούν στο σύνολό τους, καθώς οι ανάγκες των προσφύγων υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους. Χρειάστηκε μεγάλο διάστημα μέχρι να ισορροπήσουν τα πράγματα και οι Μικρασιάτες σκορπίστηκαν σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα.
Ενδεικτική της επικρατούσας κατάστασης τότε στην Ελλάδα, είναι η μαρτυρία του Απόστολου Μυκονιάτη ο οποίος καταγόταν από τον Ατζανό, κοντά στην Πέργαμο και περιέγραψε τη διαδρομή από τη Σμύρνη μέχρι τη Μυτιλήνη:
«Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το πάδαρι του στο χωριό ο τούρκικος στρατός, άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος, από ένα μαξούλι περιμέννει (σοδειά). Βασανιστήκαμε, κακοφάγαμε, κακοκοιμηθήκαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιός δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιός δεν κακοπάθησε και ποιός δεν κλαίει ακόμα. Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τ΄ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια»
Η προσφορά στον πολιτισμό και την οικονομία
Με πλούσια επιχειρηματική εμπειρία και επαγγελματικές δεξιότητες, οι Μικρασιάτες συνέβαλαν τα μέγιστα σε πολλούς τομείς της χώρας. Αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό για τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία και ένα μεγάλο ποσοστό εργάστηκε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, ενίσχυσαν σημαντικά το εργατικό δυναμικό στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία και την αλευροβιομηχανία. Οι πρόσφυγες προσέφεραν φθηνή εξειδικευμένη εργασία, ενώ λόγω της διατροφικής τους παράδοσης, λειτούργησαν ως ο νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής.
Ως φορείς σπουδαίας πολιτισμικής παράδοσης, οι Μικρασιάτες πρωταγωνίστησαν και στις τέχνες, όπως στη μουσική, κυρίως με το ρεμπέτικο τραγούδι. Με την έλευση των προσφύγων έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα και πολλά ανατολίτικα μουσικά όργανα όπως ο μπαγλαμάς, ο ταμπουράς, το ούτι και το κανοκάκι. Επιπλέον, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας πολλών οικογενειών εμπλούτισε με νέα στοιχεία τη λογοτεχνία και τη λαογραφία.
Η Μικρά Ασία υπήρξε πατρίδα πολλών σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών, πολλοί από τους οποίους απέδωσαν με αριστουργήματα τον πόνο της προσφυγιάς. Σημαντικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ήταν ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γιώργος Σεφέρης. Η υπάρχουσα πνευματική ζωή εμπλουτίστηκε από τους Μικρασιάτες και διαμορφώθηκε μία νέα πολιτισμική ταυτότητα στην Ελλάδα.
Επιχρωματισμός αρχικής εικόνας: Past in Color – Χρ.Καπλάνης
μηχαβη του χρονου
3 σχόλια:
...καὶ μὴν ξεχνᾶμε τὸν μεγάλο νέο διδάσκαλο τοῦ Γένους
Φώτη Κόντογλου...!
Ο πρόσφυγας είναι σαν τον αδέσποτο σκύλο ενώ ο ντόπιος σαν τον οικόσιτο.
Συγγενείς σας να σας ζητήσουν να τους φιλοξενήσετε θα δυσανασχετήσετε , πόσω μάλλον ξένοι άνθρωποι.
Δημοσίευση σχολίου