Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Το Τσιαμπασίν - Στέλιος Καζαντζίδης

Στίχοι στὴν Ποντιακὴ διάλεκτο καὶ ἑρμηνεία.
 
Ἐκάεν καὶ τὸ Τσάμπασιν
(ἐκάη καὶ τὸ Τσάμπασιν)
καὶ ἐπέμναν τὰ τουβάρεα
(καὶ ἀπέμειναν τὰ ντουβάρια)
γιὰρ γιὰρ ἀμάν
(ἀμάν ἀγάπη μου, ἤ: ἐπιφώνημα παράπονου)
(καί) ἐ(ν)ῥούξαν σ(τ)ὸ γουρτάρεμαν
(ῥίχτηκαν στὴ διάσωση- βοήθεια)
τ’ Ὀρτοῦς τὰ παλληκάρεα γιὰρ γιὰρ ἀμάν
(τ᾿ Ὀρτοῦ (πόλη Κοτύωρα) τὰ παλληκάρια)
τ᾿ Ὀρτοῦς τὰ τζαναβάρεα (τὰ θηρία)
Βάϊ ἐκάεν κι᾿ ἐμανίεν (οὐχί, κι, οὐκ ἔμεινεν 
(Βάϊ, ἐκάημ ἐκάηκε, κάηκε καὶ καταστράφηκε)
τ᾿ Ὄρτους τὸ παρχάρ᾿
(τ᾿ Ὀρτούς τὸ ὀρεινό λιβάδι)
ἐκεῖ ἄλλον (οὐ)δέν κι᾿(οὐχί) ἐπέμνεν
(ἐκεῖ ἄλλο τίποτε δὲν ἀπέμεινε),
μαναχόν σ(τ)αχτάρ!
(μονάχα στάχτη)
Τρανόν γιαγκέν σ(τ)ὸ Τσάμπασιν
(Τρανή φωτιά (γιαγκίνι) στο Τσάμπασι),
σπίτε κί (οὐχί) θὰ ἀπομέν(ου)νε γιὰρ γιὰρ ἀμάν
(σπίτι δέν θ᾿ ἀπομείνει)
μικροί, τρανοί, φτωχοί, ζεγκοίν,
(μικροί, μεγάλοι, φτωχοί, πλούσιοι),
ὅλ᾿ κάθουνταν καὶ κλαῖνε γιὰρ γιὰρ ἀμάν
(ὅλοι κάθονταν καὶ ἔκλαιγαν)
Κλαῖν τῆ Θεοῦ τὰ πουλόπα,
(κλαῖν τοῦ Θεοῦ τὰ πουλάκια),
κλαῖν τὰ πεγάδ᾿ὀμμάτεα γιὰρ γιάρ αμάν
(κλαῖν τ᾿ἀνοίγματα (μάτια) τῶν πηγαδιῶν)
Κλαίει τὸ Τσαμλούκ, τὸ Καρακιόλ,
(κλαίει τὸ Τσαμλούκ, τὸ Καρακιόλ),
κλαῖν τ' ἔμορφα τ' ἐλάτεα γιαρ γιαρ αμάν
(κλαῖν τὰ ὄμορφα τὰ ἔλατα)
 
***Τσάμ, τσάμι εἶναι τὸ πεῦκο. Τσαμλούκ σημαίνει πευκώνας, Τσάμπαση (τσαμ+μπας-κορυφή): περιοχή μὲ ψηλὰ πεῦκα. Οἱ κάτοικοι τῶν Κοτυώρων (Ὀρντού που σημαίνει στρατόπεδο) περιοχῆς μὲ ὀρυζῶνες, τὸ καλοκαῖρι ἀνέβαιναν καὶ ζοῦσαν στὸ Τσάμπασιν, σὲ ὑψόμετρο 2000μ. στὸ ὄρος Καρακόλ (ποὺ σημαίνει παρατηρητήριο) ὅπου εἶχαν σπίτια κυρίως ξύλινα, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐλονοσία. (πηγές: διαδίκτυο).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: