Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Virginia Woolf "Η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου"



  Η Αντελιν Βιρτζίνια Στήβεν- Γουλφ (1882-1941) είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Μεσοπολέμου, κριτικός και μυθιστοριογράφος, φεμινίστρια με πλούσια κοινωνική δράση (μαχητικά υπερασπίστηκε το δικαίωμα ψήφου των γυναικών). Αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε από πολλούς, χωρίς να μπορεί ν' αγνοηθεί από κανένα. Αυτό που είναι ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός ότι η Βιρτζίνια Γουλφ ήταν οδοντίατρος, γεγονός που την καθιστά από τις πρώτες γιατρούς συγγραφείς. Η τρικυμιώδης ζωή της με τις συχνές νευρωτικές κρίσεις και τις αλλεπάλληλες απόπειρες αυτοκτονίας, βρήκε τη (γαλήνη) στα νερά του ποταμού Αουζ, όπου τελικά πνίγηκε στις 28 Μαρτίου 1941.
    Από τα γνωστότερα έργα της : Η κυρία Νταλαγουέι, Μέχρι τον φάρο, Τα κύματα, Ορλάντο δεν έπαψαν να διαβάζονται και να μεταφέρονται στον κινηματογράφο, ενώ η συναρπαστική της προσωπικότητα έγινε αφορμή για πολλά πετυχημένα βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες από το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” μέχρι τις “Ώρες”.
Η Βιρτζίνια Γουλφ είχε επισκεφθεί δυο φορές την Ελλάδα, που την αγαπούσε πολύ, όπως φαίνεται από το γράμμα που έστειλε στη φίλη της Έθελ Σμιθ.

Τετάρτη 4 Μαίου 1932 μΧ
Ξενοδοχείο Ματζέστικ Αθήνα
Λοιπόν πού είναι το λάθος στη χρονολογία; Τι σχέση έχει εδώ ο΄Αινστάιν; Για πληρέστερη ενημέρωσή του προσθέτω. 11,35, ένα καυτό πρωινό. Είμαι καθισμένη στο κρεβάτι μου, με το μελανοδοχείο πάνω στο κομοδίνο, ένα τεράστιο καλόγερο στο πηγούνι μου -προιόν του κρύου και της σκόνης- αλλά κατά τ' άλλα πανευτυχής.
Γιατί δε μου είπες ποτέ ότι η Ελλάδα είναι όμορφη; Γιατί δεν ανέφερες ποτέ τη θάλασσα και τους λόφους, τις κοιλάδες και τα λουλούδια; Μόνο εγώ έχω μάτια και τα βλέπω; Εθελ σου το αναγγέλω επισήμως: Η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Ο Μάιος είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Ελλάδα και Μάης μαζί!
Ας πάρουμε για παράδειγμα τ' αηδόνια που τραγουδούσαν κρυμένα στα κυπαρρίσια, όταν καθόμαστε στη ρεματιά. Και γέμισα την ποδιά μου κατακόκκινες ανεμώνες .
Ναι, αλλά εσύ θέλεις γεγονότα Μπέκεντερ. Ωραία λοιπόν. Από τη Αθήνα εις Κόρινθον. Ανοικοδόμηση πόλεως μετά από σεισμόν. Κόλπος (διώρυγα) κλειστός λόγω πτώσεως βράχων. Έξι γάιδαροι απασχολούνται δια την απομάκρυνσιν των βράχων με κάρα. Αυτό θα πάρει 6 μήνες μέ 1 χρόνο. Στο μεταξύ παρακώλυσις συγκοινωνιών. Δελφοί απεκόπησαν. Πορτοκάλια αδύνατον να βρεθούν εις ξενοδοχείον. Από Κόρινθον (αυτά όλα μέσα σε ένα μεγάλο ανοιχτό αυτοκίνητο του Γκόλμαν, που οδηγούσε τέλεια πάνω σε δρόμους που έμοιαζαν με σβυσμένους κρατήρες- ένας γοητευτικός οδηγός) εις Μυκήνας. Με μια λέξη: υπέροχα!
H Eρμού τη δεκαετία του 1930


Το Κολωνάκι της δεκαετία του 1930
Βόμβος μελισσών στον τέφο του Αγαμέμνονα. Πώς είναι ο στίχος; “Η περικεφαλαία του έγινε κυψέλη μελισσών”; Τσάι στην “Ωραία Ελένη”, μες στους κάμπους. Βατράχια που κοάζουν, το βράδυ στο Ναύπλιο. Α και την άλλη μέρα ανεβήκαμε ένα πέρασμα που μας τσάκισε τα νεύρα. Τιναζόμασταν στα ύψη σαν βέλος στην κόψη ενός ξυραφιού, σπηλιές μέσα σε βράχους σε αβύσσους χίλια πόδια κάτω από το αριστερό μας μάτι και γάιδαροι που ξεπρόβαλαν στις στροφές προς τη Μητροβίτσα κι από κει Μυστράς! Βυζαντινή εκκλησία εξαίσια, χωρικοί αξιαγάπητοι, καφές σε χωριάτικο καφενείο κι από κει πίσω στην Αθήνα κι όλο ν' ανεβαίνει η ζέστη και να δυναμώνει ο αέρας και τα δένδρα ν' ανθίζουνε μπροστά στα μάτια μας, θύσανοι βιολετιοί, άσπροι, πορφυροί -με μου ζητάς να τεκμηριώσω αυτά τα στοιχεία- με φόντο έναν ουρανό με άσπιλο γαλάζιο.
Ύστερα μια μέρα στην Αθήνα. Μεγάλη Παρασκευή σύμφωνα με τους βαρβαρικούς τους υπολογισμούς, αλλά Θε μου, Έθελ, πόσο προτιμώ τους βαρβαρικούς τους υπολογισμούς από την προτεσταντική μας ορθοδοξία! Τη νύχτα ενώ όλα σιγούν μέσα στη ζέστη σταθήκαμε στο μπαλκόνι και είδαμε να περνάει η πομπή.
Έψελναν σε ελλάσον κλειδί, ένα θρηνητικό τραγούδι, που μου φάνηκε επιβλητικό κι επίσημο γύρω από ένα φέρετρο κι οι παπάδες με μακριά μαλλιά κι επίσημες επικήδειες εσθήτες έψελναν και σε βεβαιώνω πως ό,τι το θρησκευτικό υπάρχει μέσα μου, βουβό και παραμορφωμένο, ανθοβόλησε κάτω απ' αυτή τη θερμή αισθησιακότητα, τόσο απτή, κίτρινη, απαλή. Και μου ήλθαν στο νου τα φώτα των δικών μας ψαράδικων στ' ανοιχτά. Όλοι περπατούσαν στο δρόμο κρατώντας ένα κίτρινο κερί αναμμένο και σ' όλα τα παράθυρα έλαμπαν φωτάκια. Στ' αλήθεια μόνο που δε μας πήραν τα κλάματα, εμάς τους ειδωλολάτρες...”

Ἄν μπορούσαμε νὰ δοῦμε καθαρά τὸ θαῦμα ἑνός καὶ μόνο λουλουδιοῦ, θ’ ἄλλαζε ὅλη μας ἡ ζωή


Δέσπω Αθ. Λιάλιου, «Δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχερώνα»..., τα παραλειπόμενα των Θρησκευτικών

  Επί της κοινοποιηθείσας μοι Διαμαρτυρίας της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, φερομένης εμπαθώς και κατά του «Ποιμαντικού Τμήματος», το οποίο ουδεμία σχέση έχει, απήντησα ως εξής (Ξέρω ότι δεν θα την δημοσιοποιήσουν): 
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η μεροληπτικότητα περί τη διαχείριση του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι χαρακτηριστικό όλων των πλευρών. Όταν πριν από δύο χρόνια έγινε η συνάντηση στην Ι. Μονή Πεντέλης είπαμε ότι θα εργασθούμε όλοι μαζί. Το όλοι μαζί έγινε συνέχιση της ίδιας μορφής οργάνωσης των θεολογικών πραγμάτων, επιτροπών, επεξεργασιών. Υπό το πρόσχημα της διδακτικής και παιδαγωγικής οργάνωσης το περιεχόμενο του μαθήματος μπαίνει σε δεύτερο δαιδαλώδες πλάνο επιλεγμένων τάσεων, που διεκδικούν τη μόνη αλήθεια. Ουδέποτε έγινε κατά το μάλλον ειλικρινής διάλογος, ενώ μέσω του μαθήματος γίνεται αγώνας επιβολής ιδεολογιών καί επικυριαρχικών τάσεων, εκδηλούμενων με διαπλοκές και παραμορφώσεις. Προσωπικά δεν αποδέχομαι κανένα εξουσιαστικό παιχνίδι και καμία από τις μέχρι σήμερα αποκλειστικότητες από όλες τις πλευρές, οι οποίες εκδηλώνονται με ποικίλου είδους λάσπη και συκοφαντία. Όμως ως συμπέρασμα ιστορικό πρέπει να σας πω ότι η πολύ αποκλειστικότητα δημιουργεί αντίδραση, ενώ η βλαπτικότητα για τα κοινά είναι αναπόφευκτη. Όλοι είμεθα έξυπνοι, δεν έχουμε όλοι όμως το κουράγιο της κοινής συνέργειας. Κάποιοι, ωστόσο, είναι εξυπνότεροι να ζουν με τις ευκαιρίες.
Λυπάμαι αμφοτέρους σας για την επιλογή του αποκλειστικού δρόμου σας.
Πάντα έξω από παρέες,
Αδελφικά,
Δέσπω Αθ. Λιάλιου,
Καθηγήτρια του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ, Αναπληρώτρια Πρύτανις του ΑΠΘ)
(Πολύ φόρα πήρατε με το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ. Να διερευνάτε πρώτα και μετά να επιτίθεσθε αθλίως)

ΤΟ ΜΥΘΙΚΟ, ΤΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ "ΠΡΟΣΩΠΟ"




κάντε κλίκ στήν εικόνα γιά μεγέθυνση



         ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

 ΣΧΟΛΙΟ : Επειδή διάφορα "ΠΡΟΣΩΠΑ", ζήλεψαν τήν δόξα τού Γιανναρά καί προσθέτουν αέρα κοπανιστό στίς θεολογικές κενολογίες τού Γιανναρά, γιά όσους επιθυμούν κάτι πιό στέρεο, αναρτήσαμε τόν πρώτο λόγο τού Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου.
Η θεολογία τού Αγίου Συμεών είναι η μόνη η οποία αντιστέκεται ακόμη καί ελπίζουμε θά αντιστέκεται γιά πάντα στίς κακόδοξες χειραγωγήσεις τής Πατερικής μας παραδόσεως από τήν αγέλη τών λύκων τού Ζηζιούλα.

Αμέθυστος

Νεο-Θεολογία, και Πιτσίλισμα της εκκλησίας






  Θεολόγος δεν είμαι και δεν θα μπορούσα να επιβιώσω σε συζήτηση με ένα επιστήμονα θεολόγο, και ειδικά με άτομο με ευφράδεια λόγου.
  Αναφέρομαι στις πρόσφατες αντιπαραθέσεις του Ευρωβουλευτή του ΔΗΣΥ κ. Πιτσιλλίδη με την Ιερά Σύνοδο της εκκλησίας της Κύπρου.
  Για μένα, ένα νέο παιδί το οποίο αναρριχήθηκε τόσο εύκολα στις πολιτειακές βαθμίδες της  κοινωνίας μας και σε κυβερνητικά αξιώματα είναι πολύ ευχάριστο να το βλέπω.
Τον παρακολουθώ χρόνια και ομολογώ ότι εξ΄ αρχής μου έκανε εντύπωση η ευφράδειά του, η οξύνοιά του και ο τρόπος και ταχύτητα των απαντήσεών του.
Παρατήρησα όμως και κάτι άλλο, ότι πέρα από θεολογικά θέματα τα οποία σιγά σιγά τον έβλεπα να τα φέρει στα μέτρα του και στα μέτρα της κοινωνίας μας εκμοντερνίζοντας τα, ξεχνώντας ότι ο λόγος του Θεού δεν αλλάζει και είναι πάντα αυθεντικός, αληθινός και αναλλοίωτος εις τους αιώνας, πέρα από αυτά, τον είδα να αλλάζει ύφος, υπεροπτικό να το πω, οίησης να το πω, έπαρσης απέναντι στον όποιο διαφωνούντα. Και επειδή έχει και την ευφράδεια πάντα σχεδόν έβγαινε λάδι, ο νικητής ένα πράμα.
  Παρατήρησα να εκθειάζει το πτυχίο της Θεολογίας του, το οποίο είναι απολύτως σεβαστό, αλλά και να ειρωνεύεται ιεράρχες και κατ΄ επέκταση απλούς ιερείς, ως αμόρφωτους, αδαείς , μόλις που έβγαλαν το Πανεπιστήμιο και ένα σωρό άλλα Χριστιανικά επίθετα. Τους παροτρύνει να ανοίξουν το ευαγγέλιο και να βρουν το τάδε χωρίο κ.λ.π για να μάθουν κάτι το οποίο ο ίδιος φυσικά ξέρει. Έλα όμως που υπάρχει και η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου; Άραγε την διάβασε ο κ.Πιτσιλλίδης. Τον παροτρύνω να την διαβάσει αργά και σχολαστικά.
 Σκέφτηκε ο κ.Πιτσιλλίδης προτού μιλήσει για αγράμματους Ιεράρχες κ.λ.π υπονοώντας ότι μόνο οι Θεολόγοι  Θεολογούσιν ότι ο Γέροντας Παίσιος, Γέροντας Πορφύριος, Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης, Άγιος Νικόλαος Πλανάς, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, ο γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας και άλλοι τόσοι Άγιοι και Γέροντες ων ουκ εστιν αριθμός ήταν αγράμματοι χωρίς πτυχίο Θεολογίας, του δημοτικού αλλά δεν ήταν α-Θεολόγητοι. Ξέχασε ότι Θεολόγος κατά κυριολεξία δεν είναι ο Θεολόγος του Πανεπιστήμιου αλλά  αυτός που μιλά για το Θεό και που προηγουμένως ο Θεός σκήνωσε μέσα του;
 Ξέχασε ότι το να σου λεν ένα και να απαντάς δέκα είναι οτιδήποτε εκτός από πνευματικό; Ξέχασε ότι ο Χριστός δεν μας παρέδωσε το ευαγγέλιο για να το χρησιμοποιούμε ως μάχαιρα για αυτούς που δεν είναι όπως εμάς και λεν άλλα;
 Και ακόμη κάτι θα ήθελα να πω στον κ. Πιτσιλλίδη ότι ένας γέροντας της ερήμου ο οποίος ούτε σχολείο δεν πήγε είπε «μετάνοιωσα που μίλησα, αλλά ποτέ δεν μετάνοιωσα που σώπασα». Η Θεολογία την οποία επικαλείται ο κ. ευρωβουλευτής εδώ σιωπά και ακούει. Ακούει την σιωπή του ασπούδαστου αμόρφωτου Θεολόγου γέροντα ο οποίος προτιμά την σιωπή. Γιατί το να απαντάς απρεπώς και με πομπώδες ύφος είναι εύκολο, σου σούρνω άμα θέλεις χίλια, η μαγκιά και η δύναμη είναι να καταφέρεις να το κλείσεις και να σιωπήσεις.
 Εσείς κ. Πιτσιλλίδη τι προτιμάτε ;

 Ευλόγησον

Νέαρχος Παναγή
Ορθοδοντικός

Επιθύμησα πολύ την εξοχή και τα δένδρα....

                     athos01.jpg
  Έπειτα από μερικούς μήνες ,μπόρεσα να κάνω μια επίσκεψη, επίσης σύντομη. Ο Γέροντας συνερχόταν όλο και περισσότερο.Μεταξύ άλλων μού είπε.
«Πρέπει να προσέχω πολύ, γιατί αυτή η παλιοαρρώστια μπορεί να μ΄αφήσει κάποια στιγμή στον τόπο».
Κι αμέσως διόρθωσε «Αν και δεν υπάρχουν παλιοαρρώστιες, αφού όλες τις επιτρέπει ο Θεός.» και τελείωσε ττη συνομιλία μας με αυτά τα λόγια:
«Η αρρώστια με κούρασε.Τόσους μήνες κλεισμένος μέσα σ΄ένα δωμάτιο. Επιθύμησα πολύ την εξοχή και τα δένδρα. Κάνε προσευχή και για μένα.»
Μού φάνηκε σαν παιδικό, σαν ελαφρό παράπονο και νοσταλγία, που δικαιολογείται ακόμη και σε αγίους.
Μετά από καιρό, πληροφορήθηκα ότι ο Γέροντας είπε σε πνευματικοπαίδι του: «Εκείνο το βράδυ που έπαθα το έμφραγμα, δεν άντεξα το πολύ φως»
(Κώστα Γιαννιτσιώτη: Κοντά στον γ.Πορφυριο σ 162)

Συμβολισμοί...

Σε πείσμα των καιρών ετούτο το δέντρο αν και βαριά πληγωμένο από μπόρες και κεραυνούς επιμένει να στέκει ολόρθο.
Εμείς και ο τόπος μας άραγε;;; 

ΙΜΒΡΟΣ ΚΑΙ ΤΕΝΕΔΟΣ - Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ξεχασμένοι ολοκληρωτικά από το "ελληνικό κράτος" εδώ και δεκαετίες, οι κάτοικοι δύο νησιών που από την αρχαιότητα ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου έφτιαξαν αυτό το ντοκιμαντέρ:

ΚΑΤΑΚΟΡΦΑ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟΝ



                                                                  
Του Βασίλη Χαραλάμπους


Κι από του Ζωγράφου το μοναστήρι
στο στενορύμι για το Χιλανδάρι
της Γερακοφωλιάς το βαθυπράσινο συντρόφεμα
στην αδιάκοπη ανάσα
σε τούτη τη διαδρομή
που περίεργα υφαρπάζει
τους φευγαλέους στοχασμούς.

Τ’ Άη Κοσμά του Ζωγραφίτη
κατάκορφα το σπήλαιον
και συλλογιέμαι
πως σε τούτες τις σπηλιές
κι αν η σαρξ ασθενής
«έτι προθυμότερον το πνεύμα εστί».
(Από την ποιητική συλλογή «Αγιονορείτικο διαβατικό»)

Των ψυχών

Σήμερα των ψυχών
αραδιασμένες μπροστά στο ιερό
οι ψυχές μοιράζονται το στάρι
και τη θύμηση των ζωντανών.

Κι ο ιερέας να διαβάζει
τα ονόματα όλων των ψυχών
και να παρακαλεί
να βρουν όλοι ανάπαυση
κοντά στον πρωτοπλάστη.

Κι η ψυχή της Ελλάδας
ήταν κι αυτή εκεί αραδιασμένη.
Μαζί με τους υπόλοιπους
ενωμένη για πάντα
με τα παιδιά της.

Αυτό είναι που μας ξεχωρίζει
από όλη την υπόλοιπη
πολιτισμένη Δύση:
ενωμένοι όχι μόνον στο θάνατο,
αλλά και μετά από αυτόν.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ Οἱ μαρτυρήσαντες στὴν λίμνη τῆς Σεβαστείας σαράντα ἐπίλεκτοι χριστιανοὶ στρατιῶτες

AgioiTessarakonta_4.          
 Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα ἔζησαν καὶ μαρτύρησαν στὴν Σεβάστεια τῆς ἱστορικῆς καὶ ἁγιοτόκου μικρασιατικῆς γῆς σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἀλλὰ τοὺς ἕνωνε ἡ βαθιὰ καὶ ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ καὶ παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα μὲ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνος, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδών (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος (ἢ Ξανθιάς), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), δύο Γοργόνιοι, Ἰουλιανὸς (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἡλιανὸς) καὶ Ἀγλάϊος ὁ καπικλάριος.

.            Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (308-323) αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ Λικίνιος, ὁ ὁποῖος τὸ 313 εἶχε συνυπογράψει μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο τὸ περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», τὸ ὁποῖο διακήρυττε τὴν ἀνεξιθρησκεία, γεγονὸς ποὺ παρεῖχε στοὺς πολίτες τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ὁ Λικίνιος στὴν μανιώδη προσπάθειά του νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ ἡ εἰδωλολατρία ἔναντι τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐξαπέλυσε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς διοικητὲς τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ θανατώνουν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα.
.            Ὁ διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ πόλη τῆς Σεβαστείας, ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ θηριώδης καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας, ὁ ὁποῖος εἶχε καταβάλει κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν δημιουργία καὶ ὀργάνωση ἰσχυροῦ καὶ ἑτοιμοπόλεμου στρατοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς εἰσβολὲς τῶν ἐχθρῶν καὶ κυρίως τῶν Γότθων. Στὸν στρατὸ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου ὑπηρετοῦσαν σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι χάρη στὶς ἱκανότητες καὶ στὴν ἀπαράμιλλη ἀνδρεία τους εἶχαν νικήσει τοὺς Γότθους σὲ ὅλες τὶς φονικὲς μάχες καὶ εἶχαν ἀναδειχθεῖ σὲ ἀκοίμητους φρουροὺς καὶ ἰσχυροὺς προστάτες τῆς Σεβαστείας καὶ ὁλόκληρης τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου. Οἱ συνεχεῖς ὅμως ἐπιτυχίες τῶν σαράντα ἐπίλεκτων αὐτῶν στρατιωτῶν ὀφείλονταν στὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο λάτρευαν ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ἀφοῦ ἦταν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Ἀγρικόλας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ σαράντα αὐτοὶ γενναῖοι καὶ χαρισματικοὶ στρατιῶτες εἶναι χριστιανοί, ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἐντολὴ νὰ πειθαρχήσουν στὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ σαράντα ὅμως χριστιανοὶ στρατιῶτες ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀπάντησαν ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνὴ ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὅτι ἀποστρέφονται τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα θεωροῦν βδελύγματα. Ὁ Ἀγρικόλας ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν γενναία ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητος τῶν σαράντα χαρισματικῶν στρατιωτῶν του καὶ ἀρχικὰ προσπάθησε, ἐπαινώντας τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν σωφροσύνη τους, ἀλλὰ καὶ τὴν προθυμία τους νὰ πολεμοῦν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Μάλιστα τοὺς ὑποσχέθηκε μεγάλες τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἐὰν πειθαρχήσουν στὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅμως οἱ σαράντα γενναῖοι χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀπάντησαν μὲ παρρησία ὅτι μπορεῖ μὲ πολλὴ προθυμία νὰ πολέμησαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη προθυμία γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς προσφέρει πλουσιοπάροχα τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ὄχι τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήινα, καὶ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν δόξα τῆς μακαριότητος τῶν δικαίων. Ἐπιπλέον τοῦ δήλωσαν ὅτι τὸ μόνο ποὺ τοὺς τρομάζει, εἶναι ἡ τιμωρία τῆς κολάσεως.
.            Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐξοργίστηκε, καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τοὺς κλείσουν στὴ, φυλακή, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ κάμψει τὸ ἀγωνιστικό τους φρόνημα. Οἱ Ἅγιοι δὲν δείλιασαν καθόλου, ἀλλὰ μὲ προθυμία ὁδηγήθηκαν στὴν φυλακή, ὅπου προσευχόμενοι ζήτησαν τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, λέγοντας «Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν Σου καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας». Κατὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ ἐνῶ οἱ Ἅγιοι προσεύχονταν ἀδιάλειπτα καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς καὶ τοὺς ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα τους, ἐπαινώντας τὴν προθυμία τους νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ὅμως μεταξὺ ἄλλων τόνισε ὅτι ὅποιος ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ. Καὶ πράγματι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» ὑπῆρξε προφητικός, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες θὰ δείλιαζε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου, θὰ ἐγκατέλειπε τὸν ἀγώνα καὶ θὰ ἔχανε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δόξης τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως. Μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου μέσα στὴν φυλακή, συνέχισαν οἱ Ἅγιοι νὰ προσεύχονται μέχρι ποὺ ξημέρωσε. Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλας διέταξε νὰ φέρουν τοὺς σαράντα στρατιῶτες ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακευτικὰ λόγια νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, λέγοντάς τους ὅτι εἶναι οἱ ὡραιότεροι, γενναιότεροι καὶ συνετότεροι στρατιῶτες ποὺ ἔχει συναντήσει στὴν ζωή του. Τοὺς προειδοποίησε ὅμως ὅτι ἐὰν δὲν ὑπακούσουν στὸ πρόσταγμά του, θὰ τοὺς τιμωρήσει. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ὀνόματι Κάνδιδος, τοῦ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πίστη τους στὸν Κύριο, ἐνῶ τὸν ἀποκάλεσε ἄγριο ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ἀγριότερο ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία ποὺ προσπαθεῖ μὲ κολακεῖες καὶ ὑποκρισίες νὰ καλύψει τὴν ἀγριότητά του. Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε νὰ δέσουν τὰ χέρια τῶν σαράντα μαρτύρων καὶ σέρνοντας καὶ χτυπώντας τους, νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν φυλακὴ μέχρι νὰ ἔρθει ὁ δούκας Λυσίας ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Μέσα στὴν φυλακὴ οἱ Ἅγιοι συνέχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸ πάντιμο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν ἦταν καὶ ὁ Κυρίων, ὁ ὁποῖος ἐνίσχυσε τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μείνουν ὅλοι μαζὶ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ δόξης.
AgioiTessarakonta_2.            
 Στὴν φυλακὴ ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες, μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ δούκας Λυσίας. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ Ἅγιοι ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ τοῦ αἱμοσταγοῦς ἡγεμόνος Ἀγρικόλα. Στὸν χῶρο, ὅπου θὰ ἐλάμβανε χώρα ἡ δίκη, εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι οἱ σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἦταν χριστιανοί. Ὁ στρατιώτης Κυρίων προσπάθησε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μὴν φοβηθοῦν μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῶν ἀρχόντων, ἀφοῦ ὅπως Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔδινε τὴν δύναμη νὰ νικοῦν τοὺς ἐχθροὺς ἦταν πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ τώρα Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς Χριστός, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς βοηθήσει, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά Του, νὰ νικήσουν τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως, τὸν ἀόρατο καὶ ἀσώματο ἐχθρὸ ποὺ εἶναι ὁ διάβολος καὶ τοὺς δύο νοητοὺς ἀντιπάλους, τὸν δούκα Λυσία καὶ τὸν ἡγεμόνα Ἀγρικόλα. Ὅταν οἱ Ἅγιοι ἔφτασαν στὸν τόπο, ὅπου θὰ γινόταν ἡ δίκη, ὁ δούκας Λυσίας ἄρχισε μὲ ἀπορία καὶ ἀμηχανία νὰ περιεργάζεται τοὺς σαράντα χαρισματικοὺς στρατιῶτες. Ὕστερα ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ θυσιάσουν στοὺς προγονικοὺς θεούς, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀποκτήσουν δόξα καὶ τιμή, διαφορετικὰ ἡ ἀνυπακοὴ στὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἀφαίρεση τῆς στρατιωτικῆς τους ζώνης καὶ στὸν ἀνελέητο βασανισμό τους. Τότε ὁ Κάνδιδος ἀποκάλεσε τὸν Λυσία ὁδηγὸ τοῦ σκότους καὶ διδάσκαλο τῆς ἀνομίας, δήλωσε δὲ ὅτι εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπομείνουν κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν θὰ χρειασθεῖ νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὴν στρατιωτικὴ ζώνη, διότι θὰ τοῦ τὴν πετάξουν μπροστά του, ὅπως καὶ ἔγινε. Μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Λυσίας, ἔμεινε ἐμβρόντητος καὶ ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ λιθοβολήσουν τοὺς Ἁγίους στὸ στόμα μέχρι νὰ συντριβοῦν τὰ δόντια τους. Ὅμως οἱ στρατιῶτες καθυστεροῦσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν διαταγή, διότι ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τοὺς σαράντα ἐπιλέκτους συστρατιῶτες τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξαγρίωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν Λυσία, ὁ ὁποῖος ἐπανέλαβε τὴν διαταγή του. Τότε οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ξαφνικὰ χτυπήθηκαν ἀπὸ θεία δύναμη, ἡ ὁποία τοὺς ἐμπόδιζε νὰ βλέπουν τοὺς Ἁγίους μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἕνας στρατιώτης νὰ χτυπᾶ τὸν ἄλλο. Βλέποντας ὁ Λυσίας τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, ἄφρισε ἀπὸ τὸ κακό του καὶ παίρνοντας μία πέτρα, τὴν ἐκσφενδόνισε μὲ δύναμη ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Ἀλλὰ ἡ πέτρα δὲν χτύπησε τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ τὸν Ἀγρικόλα, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κάτω αἱμόφυρτος σφαδάζοντας ἀπὸ τοὺς πόνους. Τότε ὁ Κυρίων εἶπε ὅτι κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ δύναμη τῶν ἐχθρῶν κατετροπώθηκε, ἐνῶ ὁ αἱμόφυρτος Ἀγρικόλας δήλωσε ὅτι τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶναι ἀποτέλεσμα μαγείας. Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες, ὀνόματι Δόμνος, ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι τὰ παράδοξα συμβάντα ὄχι μόνο δὲν εἶναι μαγεία, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἐνέργειες τοῦ δικαιοκρίτου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. Οἱ δηλώσεις αὐτὲς ἐνίσχυσαν τὸν θυμὸ τοῦ Λυσία, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ ὁδηγηθοῦν καὶ πάλι στὴν φυλακή. Ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀβοήθητους τοὺς ἐγκλεισμένους στὴν φυλακὴ σαράντα χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι Τὸν εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ μείνουν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κάποια στιγμὴ μέσα στὰ μεσάνυχτα ἡ φυλακὴ ἔλαμψε ἀπὸ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἐνθάρρυνε καὶ τοὺς παρηγόρησε λέγοντάς τους ὅτι ὅποιος πιστεύει στὸ ὄνομα καὶ τὴν δόξα Του, θὰ ζήσει αἰώνια μετὰ τὸν θάνατο, ἐνῶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴν φοβοῦνται τὰ βασανιστήρια, διότι εἶναι προσωρινά.
.            Τὸ πρωὶ οἱ Ἅγιοι παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ Ἀγρικόλα ἕτοιμοι καὶ ἀποφασισμένοι νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀγρικόλας τοὺς ρώτησε, ἐὰν θὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ἢ ἐπιθυμοῦν νὰ θανατωθοῦν. Τότε ὁ Κάνδιδος τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία ὅτι ὅπως πρόθυμα πέταξαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες, ἔτσι μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ προθυμία περιφρονοῦν τὸν θάνατο, γιὰ νὰ στεφανωθοῦν δικαίως ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ δέσουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ νὰ τοὺς ρίξουν στὴν βαθιὰ καὶ παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἡ ὁποία εἶχε ἐπιλεγεῖ ὡς ὁ τόπος τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα. Ἀμέσως οἱ Ἅγιοι αἰσθάνθηκαν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἄρχισαν νὰ συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιὸς θὰ βγάλει πιὸ γρήγορα τὰ ροῦχα του καὶ θὰ μπεῖ πρῶτος μέσα στὴν παγωμένη καὶ ἀνθρωποκτόνο λίμνη. Τὸ μαρτύριο τῶν σαράντα χριστιανῶν στρατιωτῶν ἦταν φρικτὸ καὶ ἀνατριχιαστικό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν καὶ οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι, ἀφοῦ τὸ σῶμα ἄρχισε νὰ ἀκρωτηριάζεται καὶ τὰ ἄκρα νὰ σαπίζουν καὶ νὰ διαλύονται. Σ’ αὐτὴ τὴ φρικιαστικὴ σωματικὴ τιμωρία ὁ ἕνας ἐνθάρρυνε καὶ παρηγοροῦσε τὸν ἄλλο λέγοντας ὅτι χειμώνας εναι δριμύς, λλ Παράδεισος γλυκός. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακινοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ὑπομείνουν τὴν παγωνιὰ γιὰ μιὰ νύχτα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν στὸ μέλλον τὸν Παράδεισο καὶ νὰ κερδίσουν τὴν αἰωνιότητα. Θυσιάζοντας τὸ σῶμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν αἰώνια μέσα στὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου.

 .           Ἐν τῷ μεταξὺ γύρω ἀπὸ τὴν λίμνη εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ ποὺ παρακολουθοῦσε τὰ συμβάντα, ἐνῶ πολλοὶ χριστιανοὶ προσεύχονταν στὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ ὑπομείνουν τὴν ἀνυπόφορη δοκιμασία καὶ νὰ κερδίσουν τὸν στέφανο τῆς δόξης. Ὁ δόλιος καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας ἐπινόησε ὅμως ἕνα τέχνασμα γιὰ νὰ κάμψει τὴν ἀκλόνητη πίστη τῶν Ἁγίων. Ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ ἀνάψουν φωτιὰ σ’ ἕνα λουτρό. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ παρακινοῦσε τοὺς σαράντα μάρτυρες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη καὶ νὰ κατευθυνθοῦν στὸ λουτρὸ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν. Οἱ σαράντα στρατιῶτες ἀποτελοῦσαν ὅμως μέσα στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας ἕνα καινούργιο ἐπίλεκτο σῶμα στρατιωτῶν μὲ ἀδιάσπαστη δύναμη καὶ συνοχὴ χάρη στὴν ἀλύγιστη καὶ σταθερή τους πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Παρὰ τὴν φρικιαστικὴ τιμωρία, στὴν ὁποία εἶχαν ὑποβληθεῖ, δὲν αἰσθάνονταν τὸ ἀνυπόφορο ψύχος τῶν παγωμένων νερῶν, ἀφοῦ θερμαίνονταν ἀπὸ τὴν ἄσβεστη φλόγα τῆς πίστεως στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ ὧρες μέσα στὴ νύχτα, τὸ ψύχος ἦταν τόσο διαπεραστικὸ καὶ ἀνυπόφορο, ὥστε οἱ πόνοι στὸ σῶμα τους ἦταν ἀφόρητοι. Τὰ μέλη τοῦ σώματός τους εἶχαν ἀρχίσει ἤδη νὰ παραλύουν καὶ τὸ αἷμα νὰ παγώνει. Ἔτσι πλησίαζε καὶ ἡ ὥρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Σ’ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμὴ παρηγοροῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ νουθεσίες καὶ συμβουλές. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα στρατιῶτες καὶ ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἄντεξε ἄλλο τὸ ψύχος καί, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη, κατευθύνθηκε πρὸς τὸ λουτρὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ζεσταθεῖ. Ὅταν ὅμως πλησίασε τὴν ζεστασιὰ ποὺ παρεῖχε ἡ φωτιὰ στὸ λουτρό, διαλύθηκε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἡ θλίψη τῶν ὑπολοίπων τριάντα ἐννέα στρατιωτῶν ἦταν βαθύτατη, ἀφοῦ ἕνας ἀδελφὸς καὶ ὁμόψυχός τους εἶχε λιποτακτήσει, ἐνῶ ἐπιβεβαιώθηκε πλήρως ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τότε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα τους μέχρι τέλους καὶ ἀμέσως ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα Του: μετέβαλε τὸ δριμὺ καὶ ἀνυπόφορο ψύχος σὲ θερμότητα, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν διάλυση τοῦ πάγου καὶ στὴν θέρμανση τοῦ νεροῦ.
.            Τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ ὁ εἰδωλολάτρης δεσμοφύλακας Ἀγλάϊος, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ δώσει κάποια ἐξήγηση. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ ὑπέρλαμπρο οὐράνιο φῶς νὰ ἀστράφτει πάνω ἀπὸ τὴν λίμνη προτοῦ ξημερώσει καὶ σαράντα στεφάνια νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ τριάντα ἐννέα κάθισαν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν Ἁγίων, ἐνῶ τὸ τεσσαρακοστὸ ἔμενε μετέωρο στὸν ἀέρα, κατάλαβε τὴν σημασία αὐτῆς τῆς ἐξαίσιας ἐπουράνιας ὀπτασίας. Τὸ στεφάνι ποὺ βρισκόταν μετέωρο στὸν ἀέρα, ἀνῆκε στὸν στρατιώτη, ὁ ὁποῖος λιποψύχησε καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λιποτάκτησε καὶ ἔτσι ἔχασε τὸν στέφανο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Ἀγλάιος ἔβγαλε ἀμέσως τὰ ροῦχα του καὶ πήδηξε μέσα στὴν λίμνη, ὁμολογώντας μὲ παρρησία ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς χριστιανός. Βλέποντας οἱ Ἅγιοι τὸν εἰδωλολάτρη Ἀγλάιο νὰ προσχωρεῖ στὸ σῶμα τῶν ὁμολογητῶν τοῦ Χριστοῦ, εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ ποὺ φρόντισε νὰ ἀναπληρώσει ἀμέσως τὸν λιποψυχήσαντα ἀδελφό τους.
.            Μόλις ξημέρωσε, ὁ αἱμοσταγὴς Ἀγρικόλας πῆγε στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, γιὰ νὰ ἀντικρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ φρικιαστικοῦ μαρτυρίου. Μεταξὺ τῶν ἑτοιμοθανάτων μαρτύρων διέκρινε τὸν Ἀγλάϊο καὶ τότε μὲ ἔκπληξη ρώτησε τοὺς στρατιῶτες του, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκεται αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς μάρτυρες. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ δεσμοφύλακας εἶχε γίνει χριστιανός, ἐξοργίστηκε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε διέταξε νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν λίμνη τοὺς σαράντα ἀήττητους ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς μεταφέρουν στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ μέλη τους. Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ φρικιαστικὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, ἦταν καὶ ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σαράντα πολυάθλους μάρτυρες, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μελίτων καὶ ἦταν ἀκόμη ζωντανός. Ἡ χριστιανὴ αὐτὴ μητέρα προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τοῦ νεαροῦ γιοῦ της, φοβούμενη μήπως καὶ τὸ μονάκριβο παιδί της δειλιάσει τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, καὶ ἔτσι χάσει τὴν ἀνείπωτη ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ θεοσεβὴς αὐτὴ μάνα προτίμησε νὰ πνίξει τὴν μητρική της ἀγάπη καὶ νὰ θυσιάσει τὸν μονάκριβο γιό της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ὅτι ὁ Μελίτων εἶναι ἀκόμη ζωντανός, δόθηκε ἡ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἀγρικόλα νὰ ἐπιστραφεῖ στὴν μητέρα του, ἐνῶ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους τριάντα ἐννέα διατάχθηκε νὰ διαμελισθοῦν τὰ μέλη τους καὶ ἀφοῦ φορτωθοῦν σὲ ἅμαξες, νὰ κατευθυνθοῦν στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ θὰ ἔκαιγαν τὰ ἱερά τους λείψανα. Τότε ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρος Μελίτωνος πῆρε τὸ παιδί της καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει ἀγκομαχώντας πίσω ἀπὸ τὶς ἅμαξες γιὰ νὰ συναθληθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἐνδόξους μάρτυρες τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Στὴν ἀγωνιώδη προσπάθειά της νὰ προφθάσει τὶς ἅμαξες, παρέδωσε ὁ Μελίτων τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ καὶ κατόπιν τοποθέτησε τὸ πολύαθλο σῶμα του μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους συναγωνιστές του γιὰ νὰ λάβουν ὅλοι μαζὶ τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ὅταν ἔφθασαν οἱ ἅμαξες στὸ ποτάμι, ἄναψαν φωτιὰ καὶ κατέκαυσαν τὰ διαμελισμένα σώματα τῶν Ἁγίων, ἐνῶ στὴν συνέχεια ἔριξαν στὸ ποτάμι ὅ,τι ἡ φωτιὰ δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξαφανίσει.
.            Ὅμως λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων, παρουσιάσθηκαν οἱ Ἅγιοι στὸν Ἐπίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο καὶ τοῦ ὑπέδειξαν τὸ ποτάμι, ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ τὰ ἱερά τους λείψανα. Ἀμέσως πῆγε τὴ νύχτα μὲ μερικοὺς χριστιανοὺς καὶ ἀφοῦ τὰ περισυνέλεξε, τὰ τοποθέτησε μέσα σὲ θῆκες. Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων δημιούργησε αἰσθήματα ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως στὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Σεβαστείας. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἱστορικὴ σημασία ἔχει ἡ διασωθεῖσα Διαθήκη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἐπιθυμία τῶν Ἁγίων ἦταν νὰ μεταφερθοῦν τὰ ἱερά τους λείψανα καὶ νὰ κατατεθοῦν στὸ χωριὸ Σαρείμ, γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι σωματικὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους καὶ ὄχι νὰ διασκορπισθοῦν μεταξὺ τῶν χριστιανῶν, ὅπως συνηθιζόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τὸ 438 εὑρέθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Θύρσου. Ἀξιοθαύμαστο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Θύρσος τὰ ἀποκάλυψε σὲ θεία ὀπτασία στὸν ὕπνο τῆς αὐτοκράτειρας. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες τὰ ἱερὰ λείψανα ἀνακαλύφθηκαν στὸν τάφο τῆς διακόνισσας Εὐσεβείας μέσα σὲ δύο ἀργυρὲς θῆκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν τοποθετηθεῖ στὸν τάφο της καὶ πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς της σύμφωνα μὲ τὴν διαθήκη της. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀνεγέρθηκαν μάλιστα καὶ τρεῖς ναοὶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων, ἐνῶ μονὲς ἀφιερωμένες στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα ἱδρύθηκαν στὴν Σεβάστεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πέτρο καὶ στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἀπὸ τὴν ἀδελφη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὴν Ἁγία Μακρίνα, ἡ ὁποία κατεῖχε τεμάχια ἱερῶν λειψάνων τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τόσο οἱ γονεῖς ὅσο καὶ δύο ἀνιψιοὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατεῖχαν τμήματα ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων.

 .            Πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται καὶ γεραίρεται στὶς 9 Μαρτίου, ἀφιέρωσαν ἐγκωμιαστικὲς ὁμιλίες ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ἐνῶ τὸ ἔνδοξο μαρτύριό τους, τὸ ὁποῖο κατέστη δημοφιλὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὑμνεῖται μέσα ἀπὸ τὴν Ἀσματικὴ Ἀκολουθία, τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ τοὺς Χαιρετιστηρίους Οἴκους ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ τοὺς σαράντα ἀθλοφόρους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν περιώνυμη ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης. Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ μονὴ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰώνα, ἐνῶ βορειοανατολικά της σημερινῆς μονῆς σώζονται τὰ ἐρείπια τῆς ἱδρυθείσης τὸν 13ο – 14ο αἰώνα παλαιᾶς μονῆς τῶν Ἁγίων. Ἡ σεβασμία καὶ ἱστορικὴ ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα κόσμημα τῆς μεταβυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, συνεχίζει ἐπάξια τὴν ἀπὸ αἰώνων πολύτιμη καὶ ἀνεκτίμητη πνευματική της προσφορὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Ἔθνους μας. Ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τιμοῦνται ἐπίσης τὸ καθολικό της ἱδρυθείσης περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα ἱερᾶς μονῆς Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου σὲ ἀργυρᾶ λειψανοθήκη φυλάσσονται τεμάχια ἱερῶν τους λειψάνων, καὶ τὸ χρονολογούμενο ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καθολικό της ὁμώνυμης μονῆς στὸ νησάκι Ἀλατᾶς τοῦ Παγασητικοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μαγνησίας.
.                 Οἱ τιμώμενοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 9 Μαρτίου Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες ἑορτάζονται μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα στὴν πόλη τῆς Λάρισας, ὅπου ὁ ὁμώνυμος ἐνοριακὸς ναὸς στὴν ὁμώνυμη συνοικία τῆς πόλης θεμελιώθηκε τὸ 1977 στὴ θέση τοῦ κατεδαφισθέντος παλαιοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε οἰκοδομηθεῖ τὸ 1862, ἐνῶ ὁ πρῶτος ναὸς ποὺ ἦταν μετόχιο τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, χρονολογοῦνταν ἀπὸ τὸ 1717. Οἱ Ἅγιοι τιμοῦνται ἐπίσης στὴν πόλη τῶν Σερρῶν, ὅπου ὁ ὁμώνυμος ἐνοριακὸς ναὸς ἀνεγέρθηκε τὸ 1952 καὶ ἐγκαινιάσθηκε στὶς 17 Σεπτεμβρίου 1967 καὶ στὸ χωριὸ Γομάτι Χαλκιδικῆς, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα προφορικὴ παράδοση τῶν κατοίκων οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα συνδέονται μὲ μία θαυμαστὴ διάσωση τοῦ χωριοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ τὸ 1905 ὁ Σουλτάνος διέταξε νὰ καεῖ τὸ χωριὸ καὶ νὰ τιμωρηθοῦν παραδειγματικὰ οἱ κάτοικοι, διότι εἶχαν ἀντιδράσει βίαια στὴ στρατολόγηση ἐργατῶν καὶ εἶχαν σκοτώσει Τούρκους στρατιῶτες. Ὅταν ὅμως ἔφτασε ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς στὸ χωριό, ρώτησε σὲ ποιὸν ἅγιο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτό. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ ναὸ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, δήλωσε στοὺς κατοίκους ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Σαράντος καὶ ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴ Σεβάστεια, ὅπου κατοικοῦσαν χριστιανοί, ἡ δὲ μητέρα τοῦ τὸν ἔταξε στοὺς Ἁγίους καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ὄνομά του. Ἐπιπλέον τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι φτάνοντας μπροστὰ στὸν ναό, ἄλλαξε διάθεση καὶ γνώμη καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον νὰ προκαλέσει κακὸ στὸ χωριὸ καὶ στοὺς κατοίκους του. Μάλιστα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη κατευθύνθηκε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ γονάτισε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοὺς γεμάτος συγκίνηση καὶ ἀγαλλίαση. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τιμᾶται τόσο τὸ ἐξωκκλήσιο ποὺ συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ὅσο καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ Γομάτι. Ἀφιερωμένοι στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα εἶναι καὶ οἱ ἐνοριακοὶ ναοὶ στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας Ἄνω Καστρίτσι καὶ Δρυμός, στὸ χωριὸ Διμυλιὰ τῆς Ρόδου, στὰ Ἄλινδα τῆς Λέρου, στὰ χωριὰ τῆς Κρήτης Νεροκούρου Χανίων καὶ Κουτσουνάρι Λασιθίου, ἐνῶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τιμοῦνται ὁ δισυπόστατος ἐνοριακὸς ναὸς τῆς Ὑπαπαντῆς Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴ Χώρα τῆς Πάτμου, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τῆς Θείας Ἀναλήψεως στὴν πόλη τῆς Ζακύνθου. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια διάσπαρτοι εἶναι οἱ ναοί, οἱ ἀφιερωμένοι στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, μεταξὺ δὲ αὐτῶν γραφικὰ καὶ ἱστορικὰ παρεκκλήσια καὶ ἐξωκκλήσια. Ἀξιομνημόνευτος εἶναι ὁ ἱστορικὸς βυζαντινὸς ναὸς τῶν Ἁγίων στὴν Κηφισιὰ Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε τὸ 1562 καὶ μέχρι τὸ 1991 βρισκόταν ἐπὶ τῆς Λεωφόρου Κηφισίας. Στὶς 7 Μαρτίου 1991 ἀποφασίστηκε ἀπὸ τὸ Κεντρικὸ Ἀρχαιολογικὸ Συμβούλιο ἡ μεταφορὰ τοῦ ναοῦ λόγῳ τῆς διαπλάτυνσης τῆς λεωφόρου σὲ χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἱερὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κηφισιᾶς, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ναοὶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ἐπίσης στὸν Μαραθώνα Ἀττικῆς ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα, στὴν πόλη τῆς Ὕδρας ποὺ ἀνεγέρθηκε τὸ 1820, στὴ Χώρα τῆς Μυκόνου ποὺ ἀποτελοῦσε παλαιὸ ἐνοριακὸ ναὸ καὶ ἀπὸ τὸ 2011 φυλάσσεται ἀπότμημα ἱεροῦ λειψάνου ἑνὸς ἐκ τῶν Ἁγίων, στὸ χωριὸ Ἅγιος Νικόλαος τῆς Κεφαλληνίας, στὸν ὁμώνυμο οἰκισμὸ τῆς Ἰθάκης, στὸ χωριὸ Περιβόλι τῆς Κέρκυρας ποὺ ἀποτελεῖ μνημεῖο τοῦ 16ου αἰώνα, στὸ Κάστρο καὶ τὴν Καταβατή τῆς Σίφνου, στὸ Γιαλισκάρι τῆς Ἰκαρίας, στὸν Κάμπο τῆς Πάτμου, στὰ χωριὰ Συνέτι, Ἀμμόλοχος, Ἀρνάς, Ἀηδόνια καὶ Ἀπροβάτου τῆς Ἀνδρου καὶ στὴν Χίο, ὅπου οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα τιμοῦνται μὲ ὁμώνυμους ναοὺς στὴν πόλη τῆς Χίου, στὰ χωριὰ Δαφνώνας, Νεοχώρι, Νένητα, Πυργί, Ἔξω Δίδυμα, Πατρικά, Ἀφροδίσια, Θυμιανά, ὅπου ὁ ἐρειπωμένος πλέον ναὸς χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1740, καθὼς καὶ στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Τὴν προσωνυμία «Ἅγιοι Σαράντα» φέρουν παραθαλάσσιες περιοχὲς στὴν Ἀμοργὸ

Τὸ γραφικὸ καὶ ἱστορικὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴν ὁμώνυμη περιοχὴ τῆς Ἀμοργοῦ.
Τὸ γραφικὸ καὶ ἱστορικὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴν ὁμώνυμη περιοχὴ τῆς Ἀμοργοῦ.

καὶ στὸ ἀνατολικὸ Πήλιο, τὴν ὁποία ἔλαβαν ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα ἐκκλησάκια, καθὼς καὶ ἡ παραθαλάσσια πόλη τῆς Βορείου Ἠπείρου ποὺ τὸ ὄνομά της τὸ χρωστᾶ στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου πάνω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀξιοπρόσεκτος εἶναι καὶ ὁ ἀνεγερθεὶς τὸ 2007 περικαλλὴς ἱερὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στὸ χωριὸ Ἀλύκου τῆς Βορείου Ἠπείρου.

 .            Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οἱ μαρτυρήσαντες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ 320 στὴ λίμνη τῆς Σεβαστείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, προβάλλουν στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιροὺς ὡς φωτεινοὶ φάροι καὶ πνευματικοὶ ὁδοδεῖκτες, διδάσκοντας καὶ παραδειγματίζοντας μὲ τὴν δύναμη τοῦ ψυχικοῦ τους μεγαλείου, μὲ τὸ ἀκμαῖο ἀγωνιστικό τους φρόνημα καὶ μὲ τὴν σθεναρή τους ὁμολογία ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.


Βιβλιογραφία 
* Ἱερὰ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Μεγάλων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστεία μαρτυρησάντων, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης 2000 
* Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων καὶ τὸ ἱστορικό της Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης, Σπάρτη 2004 

πηγή

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Μην μου θυμώνεις μάτια μου …

Ο ΠΑΠΑΣ ΠΟΥ ΜΥΡΙΖΕ ΒΑΣΙΛΙΚΟ: ΠΑΠΑ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΙΑΣ (1894-1947)


2013-03-07_230755

Π Ε Ρ Α Ν    Α Π Ο   Τ Ο   Κ Α Θ Η Κ Ο Ν 
Ι.Μ.ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ


Στην καρδιά της Δυτικής Ρούμελης, ανάμεσα στα βουνά Οξυά - Ομάλια - Λάλκα και τα φημισμένα Βαρδούσια, και σε υψόμε­τρο 850 μ., είναι φωλιασμένη η Ελατόβρυση, που ανήκει διοικη­τικά στην Επαρχία Ναυπακτίας. Ένα χωριό πνιγμένο μέσα στα έλατα. Σ’ αυτό το όμορφο χωριό, που ήταν ως το 1947 το κέντρο της περιοχής και πρωτεύουσα του τέως Δήμου Οφιονείας, γεννήθηκε το 1894 ο Αθανάσιος Πιάς, όγδοο και τελευταίο παιδί του Γεωργίου Αθ. Πιά και της Αικατερίνης το γένος Σπανού.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο χωριό, όπου απέκτησε το απολυτήριο του Σχολαρχείου. Από το 1913 ως το 1922 υπηρέτησε συνεχώς την πατρίδα και έλαβε μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες για τις νέες χώρες, καθώς και στην εκστρατεία της Μικρασίας. Το σχολικό έτος 1923-1924 παρακολούθησε μαθήματα στην Εκκλησιαστική Σχολή Άμφισσας. Το 1923 νυμφεύθηκε την Πολυξένη, θυγατέρα Θεοδώρου Λιάρου, από τη γειτονική Κοινό­τητα Κερασιάς Δωρίδας και το 1925 αφήνοντας το χωριό του, σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής, εγκαταστάθηκε στον Δή­μο Ναυπάκτου.
Από το 1925 ως το 1934 ασχολήθηκε με διάφορες βιοποριστι­κές εργασίες, ιδιαίτερα με την καλλιέργεια ενός μισθωμένου κτή­ματος στην Παλαιοπαναγιά, που ανήκε στη συγγενή του Ηλέκτρα σύζυγο Παναγιώτη Λιάρου, η οποία έμενε στην Αμερική. Απέκτησε οκτώ παιδιά, από τα οποία έζησαν, μεγάλωσαν και απέκτησαν οικογένεια τα τέσσερα. Το 1934, όταν κενώθηκε θέση, χειροτονήθηκε ιερέας, σε εκπλή­ρωση διακαούς επιθυμίας του, και τοποθετήθηκε εφημέριος στη ενορία Αγίου Γεωργίου της Κοινότητας Κάτω Βασιλικής Ναυπακτίας. Μετά από 5 χρόνια, το 1939, μετατέθηκε στην ενορία Αγίας Τριάδος της γενέτειράς του Κοινότητας Ελατόβρυσης, υστέρα από επίμονο αίτημα των ενοριτών.
Το 1940-1941 συμπαραστάθηκε ψυχικά, ηθικά και υλικά στον αγώνα του έθνους για την απόκρουση των Ιταλο-Γερμανο-Βουλγάρων επιδρομέων και το 1942-45 εντάχθηκε σε αντιστασιακή ομάδα και αγωνίσθηκε για άλλη μια φορά για την πατρίδα του και την ελευθερία της. Το 1946 τοποθετήθηκε Αρχιερατικός Επίτροπος του τέως Δήμου  Οφιονείας στην τραγική εκείνη για τον τόπο μας περίο­δο. Μετά ένα χρόνο, τον Μάιο 1947, βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Παραδίδοντας το πνεύμα σιγοψιθύρισε: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα».
Οι γονείς του Γεώργιος και Αικατερίνη ήσαν φτωχοί, αλλά ευσεβείς, ενάρετοι και εργατικοί άνθρωποι. Στάλαζαν συστημα­τικά στα παιδιά τους την αγάπη για την πατρίδα και τα γαλουχούσαν με τα διδάγματα της ελληνορθόδοξης πίστης. Είχαν οκτώ παιδιά (πέντε αγόρια και τρία κορίτσια). Ο Παπαθανάσης ήταν ο μικρότερος της πολυμελούς οικογένειας. Το κοινωνικό περιβάλλον στο χωριό του Ελατόβρυση στις αρχές του αιώνα μας, παρά τις στερήσεις και την έλλειψη πολιτι­στικής υποδομής, είχε αναπτυγμένο το κοινοτικό πνεύμα. Οι συγχωριανοί συνεργάζονταν στην κατασκευή των σπιτιών τους και στην καλλιέργεια των χωραφιών τους. Συμμετείχε ολόψυχα ο ένας στη χαρά και στη λύπη του άλλου.
 Ο τόπος μόλις έβγαινε από τη δοκιμασία του άτυχου πολέμου του 1897, διετηρείτο όμως έντονη η αγάπη στην πατρίδα και η προσήλωση στα εθνικά ιδανικά, που οδήγησαν στο μεγάλο ξεκί­νημα του 1913, που υπερδιπλασίασε την Ελλάδα. Ο νεαρός Αθανάσιος έχοντας ευσεβείς γονείς και καλούς δασκάλους, τέθηκε οικειοθελώς στην υπηρεσία της πατρίδας (1913-1922). Υπηρέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο θρυλικό 39οΣύνταγμα Ευζώνων, με το οποίο αγωνίσθηκε στη Θεσσαλία στη Μακεδονία, στη Θράκη, στο Αρχιπέλαγος και στη Μικρά Ασία.
Βγήκε σώος και υγιής από τις κακουχίες του μακροχρόνιου και σκληρού πολέμου και με την ικανοποίηση ότι υπηρέτησε, με όλες τις δυνάμεις του, την  Ελλάδα. Μετά την αποστράτευσή του, έχοντας κλίση προς την Ιεροσύ­νη, πήγε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Φωκίδας, όπου απέ­κτησε τα απαραίτητα εφόδια για το λειτούργημα που επέλεξε, δείχνοντας σε όλο το διάστημα των σπουδών του επιμέλεια και ζήλο.

Εμφύλιος Πόλεμος Μαρτύριο - Εκτέλεση
 Ο Παπα-Θανάσης φαίνεται ότι διέβλεπε την εξέλιξη των γε­γονότων και διαισθανόταν το τέλος του. Καταλάβαινε ότι ο τό­πος βάδιζε σε εμφύλια σύρραξη και προσευχόταν για να αποτραπεί η άσκοπη αιματοχυσία.
Πιστός στο καθήκον και το ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί η Εκκλησία δεν άκουσε τις παροτρύνσεις μερικών ενοριτών του και αντίθετα με τις ικεσίες της πρεσβυτέρας να φύγει κρυφά από το χωριό, για να διαφυλάξει τη ζωή του, που κινδύνευε, εκείνος παρέμεινε εκεί, όπου τάχθηκε.
Ήταν παλικάρι και το έδειξε. Αν ήταν δειλός, θα έβγαινε ζωντανός από τη θυέλλα. Και επειδή ήταν παλικάρι, γι’ αυτό έμεινε στο χωριό του, κοντά στους ενορίτες του. Και γνώρισε μαρτυρικό θάνατο.
Από την παρατιθέμενη επιστολή της 15ης Απριλίου 1947, προς τον γιό του Κώστα, γίνεται φανερό ότι έβλεπε τις δυσκολί­ες και τον κίνδυνο, όταν συνιστούσε: «Εις τα μελλοντικά σου γράμματα πληροφόρησέ μας τα της υγείας και τα της οικογενεια­κής μας μόνον ζωής· έτσι!»:
«Ελατόβρυση 15-4-1947
Παιδί μου Κώστα, Χριστός Ανέστη! Σε ασπαζόμεθα άπαντες.
Ελάβαμε παπούτσια Δαμιανού και γράμμα σου σήμερον εκ Κρυονερίων. Ευχαριστήθηκε τόσον ο Δαμιανός όσον και ημείς.
Κώστα, εις τα μελλοντικό σου γράμματα πληροφόρησέ μας τα της υγείας και τα της οικογενειακής μας μόνον ζωής·  έτσι!
Μέγα Σάββατον μας επεσκέφθησαν οι αντάρται ξημερώματα Πάσχα Άνω-Κάτω Χώραν.
Λοιπόν, μην ανησυχείς διόλου· ημείς δεν διατρέχομεν κίνδυ­νον, διότι προσπαθούμε πάντα για γενικόν καλόν.
Μας γράφεις αν υπάρχει ανάγκη ενισχύσεώς μας· κύττα τη δουλειά σου γιατί ημείς, ναί μεν έχομεν πάντα ανάγκας, αλλά μόλις με πρώτην ευκαιρίαν θα πουλήσωμε πράγματα. Αν πάλιν, σοί πλεονάζουν, χωρίς στενοχώρια δική σου, όσο να πουλήσου­με, μόνος σου κανόνισε.
Η μάνα και Δαμιανός Κυριακή Θωμά θάναι κάτω.
Αυτά το ολίγα. Εύχομαι να εννοήσεις πολλά. Εις Πιαίους και φίλους, Ηλίαν και πάντας τους χωριανούς, συγγενείς, φίλους Χριστός Ανέστη! μεταβιβάζεις.
Μάνα, Δαμιανός, Κατίνα, Νίτσα και πάντες συγγενείς σε φιλούν δι’ εμού.
Σε φιλώ ο πατέρας σου».
    Και από άλλη επιστολή της 12ης Μαΐου 1947 προς τον γιό του Κώστα, την οποία πρέπει να είχε γράψει την προηγούμενη, που ήταν Κυριακή, γιατί την Δευτέρα 12 Μαΐου συνελήφθη, φαίνεται ότι μέσα σ’ εκείνη την λαίλαπα διατηρούσε την πραότητα και σύνεση, που έπρεπε να έχει ένας ιερωμένος. Οι ευχές του για την «ειρήνευσιν του Έθνους, ίνα καταπαύση ο αλληλοσπαραγμός και η άσκοπη αιματοχυσία» αποτελούν αψευδή μαρτυρία του ή­θους του και της άδικης εκτέλεσής του, μετά από λίγο, από τους αντάρτες:
«Ελατόβρυση τη 12η Μαΐου 1947
Παιδί μου Κώστα, σε φιλούμε άπαντες. Δι’ ημάς μη στενοχωρείσαι διόλου, υγιαίνομεν καλώς. Η μητέ­ρα σου ήλθε προ δύο ημερών και πάλιν θα κατέλθη έως κάμουν εξετάσεις τα παιδιά. Ο Δαμιανός υγιαίνει και καλώς μαθητεύει. Γράφε εις Δαμιανόν και απ’ εκεί μανθάνω.
Σε φιλούμε γλυκά και για τον ερχομό της γιορτής σου, ευχόμεθα ολόψυχα χρόνια πολλά και ειρήνευσιν του έθνους, ίνα καταπαύ­ση ο αλληλοσπαραγμός και η άσκοπη αιματοχυσία, η εξυπηρετούσα ξένα συμφέροντα. Η μητέρα, αι αδερφαί σου και συγγενείς και εγώ ο πατέρας σου».
   Σύμφωνα με την περιγραφή του συμβολαιογράφου της Ναυπάκτου Νικολάου Δημόπουλου, που είδε το φως το 1959, μεταξύ 5 και 12 Μαΐου 1947 πάνω από 700 αντάρτες με επικεφαλής τον καπετάν-Γιώτη, στον οποίο υπάγονταν οι ομάδες των Παπούα, Κουτρούκη, Καπλάνη, Ζαχαρία, Ρουμελιώτη, Ψαριανού, Ερμή, Παπαϊωάννου, Περικλή κ.λπ., πέρασαν από την περιοχή. Στην Ελατόβρυση στρατολόγησαν περί τα 26 πρόσωπα, λεηλάτησαν πολλά σπίτια και συνέλαβαν τον εφημέριο Παπα-Θανάση Πια, πασίγνωστο για τη δράση του με τον ΕΔΕΣ κατά την Αντίστα­ση, και τον οπλίτη Μιχαήλ Σχινά.
Το σπίτι του Παπα-Θανάση λεηλατήθηκε εξ ολοκλήρου, έ­σφαξαν όλα τα οικόσιτα ζώα και τον ίδιο τον έσυραν ως τη θέση Λάλκα Κρυονερίου, όπου τον βασάνισαν και τον εξετέλεσαν στις 13 Μαΐου 1947 λογχίζοντας το σώμα του. 
Μετά από έρευνα 8 ημερών, το πτώμα του βρέθηκε μέσα σ’ ένα πρόχειρο λάκκο και μεταφέρθηκε στην Ελατόβρυση, όπου την Τετάρτη 21η Μαΐου, έγινε πάνδημη κηδεία του, με τη συμμε­τοχή της 74ης Ταξιαρχίας Στρατού, που έφθασε εκεί. Όπως αναφέρει ο Δημόπουλος:
«Καίτοι από της εκτελέσεώς του είχε παρέλθει οκταήμερον και παρά τον καύσωνα των ημερών, το καθηγιασμένο σώμα του μάρτυρος Ιερέως Παπα-Θανάση όχι μόνον δεν ανέδιδε καμίαν δυ­σοσμίαν, άλλ’  αντιθέτως ευωδίαζε, ωσάν να είχεν ραντισθή με ακριβά αρώματα». 
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, που έγινε από τον γιατρό της 74ης  Ταξιαρχίας, ο θάνατος προήλθε από τρία κτυπή­ματα στο κρανίο (ένα στο μέτωπο και από ένα στους κροτάφους) με ξιφολόγχη ιταλικού τουφεκιού. Αυτά τα κτυπήματα καταφέρ­θηκαν, μετά την πρόσδεση του μάρτυρα σε ένα έλατο «δίκην εσταυρωμένου».
Ο έλατος αυτός έχει ξεραθεί πριν από πολλά χρόνια και στέ­κει έτσι ξερός, όρθιος όμως, δίπλα στο εικόνισμα που τοποθετήθηκε στον χώρο της εκτέλεσης, για να αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα της φοβερής εκείνης εποχής και των αθώων θυμάτων της, όπως ο Παπα-Θανάσης Πιάς.
 «Ο σταυρωθείς και θανατωθείς δια λογχισμών Παπαθανάσης Πιάς, ιερεύς του χωρίου Ελατόβρυση της Ναυπακτίας, ο σεμνός λειτουργός του Υψίστου, πρότυπον προότητος και καλωσύνης, κατά γενικήν ομολογίαν των κατοίκων ολοκλήρου της περιοχής, εσύρθη τα μεσάνυχτα εις τον τόπον του μαρτυρίου του από τους επιδραμώντας εις το ανωτέρω χωρίον συμμορίτας. Μετά μιας ώ­ρας πορείαν ο «δημοκρατικός στρατός» τον ίδεσεν είς ένα έλατο και ειδεχθής συμμορίτης του εκάρφωσε την ξιφολόγχην του είς την αριστεράν του ωμοπλάτην πέρα ως πέρα. Ακολούθως υπό τους καγχασμούς των άλλων συμμοριτών τον ελόγχισε και είς την άλλην ωμοπλάτην, εις την κοιλίαν και τέλος δι' ενός τελειωτικού λογχισμού του διεπέρασε το κρανίον». (Εφ. «Η Καθημερινή», αρ. φ. 10678, 11 Ιουνίου 1947)
Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος του: Στην κηδεία παρέστη ο Διοικητής της 74ης ταξιαρχίας Κόκκινος, με εντολή του οποίου απονεμήθηκαν τιμές και δόθηκε επι­σημότητα. Ο επικήδειος εκφωνήθηκε από τον τότε υπολοχαγό Γεώργιο Μαυραγάνη, από την Κόρινθο, που αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του αντιστράτηγου ε.α.
«Αλησμόνητε Παπα-Θανάση,
Με σπαραγμό ψυχής θα σου ειπώ τα τελευταία αποχαιρετιστή­ρια λόγια, στο μισεμό σου για τη χώρα των Ηρώων, για λογαρια­σμό της Αγαπημένης μας Πατρίδας, της Ελλάδας μας.
Θα πω δυο λόγια για να αλαφρώσω τον πόνο μιας Μάνας, συζύγου που μένει χωρίς στήριγμα στη ζωή, παιδιών και κοριτσιών που ορφανεύουν. Μιας ενορίας που μένει χωρίς τον συμπα­ραστάτη στη λύπη και τη χαρά, χωρίς τον οδηγό, τον δίκηο κριτή, τον αγαθό και πράο ερμηνευτή του Θεϊκού Μεγαλείου, της αλή­θειας και της δικαιοσύνης. Αλλά, ποιος μπορεί με όσα λόγια και αν πη να αλαφρώση τον πόνον τη θλίψη του περιστεριού, όταν χάση το ταίρι του;
Ποιος μπορεί να μετριάση τον πόνο και τον σπαραγμό των απορφανιζομένων κοριτσιών, που αντί να βλέπουν το σπίτι τους στολισμένο με τα λουλούδια της χαράς του γάμου, το βλέπουν στολισμένο με τα άχαρα κατάμαυρα πανιά του πένθους;
Που, αντί να αντηχή ο εύθυμος σκοπός της φλογέρας της χα­ράς, αντηχεί ο πένθιμος σκοπός, που ξεσχίζει την καρδιά; Που, αντί να βλέπουν τον πατέρα τους να ακτινοβολή από χαρά και ενθουσιασμό, τον βλέπουν άφωνο και ψυχρό με τη φρίκη ζωγρα­φισμένη ακόμα στο πρόσωπό του από έναν άδικο σκοτωμό; Αν ο πόνος που επιβάλη κάθε φορά ο θάνατος είναι μεγάλος και αγιάτρευτος, τούτη τη φορά, αξέχαστε Γέροντα, είναι σκληρό­τερος είναι τρανώτερος. Δεν θλίβει μόνο, αλλά ματώνει την καρ­διά. Ματώνει την καρδιά, γιατί ο τρόπος που φεύγεις από κοντά μας είναι τραγικός. Δεν ήρθε ο Χάρος, όπως συνήθως, για να εκπληρώσει το άχαρο έργο του…
Σε σάς τους Ήρωες, που ποτίζετε με το αίμα σας το αθάνατο δένδρο της Ελληνικής Λευτεριάς, η ευγνωμοσύνη όλων μας θα είναι αιώνια. Η μνήμη σας θα γεμίζει τα μάτια μας δάκρυα, αλλά θα πλημμυρίζη και την καρδιά μας από εθνική υπερηφάνεια, σαν εκείνη, που νοιώθουμε στη μνήμη των άλλων μεγάλων Ηρώων της λαμπράς μας Εθνικής Ιστορίας. Η 74η Ταξιαρχία, τιμώσα την μνήμην σου, καταθέτει το στεφά­νι τούτο με τ’ αγριολούλουδα της γης, για την οποία εθυσιάσθης.
Ας είναι ελαφρό το χώμα, που θα σε σκεπάση, αλησμόνητε Παπα-Θανάση».
[…]
   Τιτλοφορήσαμε το βιβλίο αυτό «Πέραν από το καθήκον». Πράγματι ο Παπα-Θανάσης έφθασε πολύ πέραν από αυτό. Μπορούσε να διαφύγει, μπορούσε να συμβιβασθεί και να απαρνηθεί όσα πίστευε, εν τούτοις έμεινε εκεί προαισθανόμενος το τέλος του. Αυτόν, που δεν τον φόβησαν οι μεγάλοι πόλεμοι και η Μικρασιατική εκστρατεία, δεν ήταν δυνατό να τον καταβάλει η ιδέα του θανάτου. Ζούσε πια μ’ αυτή.
Πάνω από όλα όμως έθετε την ευθύνη του και την αποστολή του ως κληρικού. Ήταν ο πνευματικός πατέρας σε τόσο δύσκο­λα και ταραγμένα χρόνια των ενοριτών, που του εμπιστεύθηκε η  Εκκλησία. Κι έμεινε κοντά τους ως την τελευταία στιγμή στηρίζοντάς τους και βοηθώντας τους να ξεπεράσουν τα καθημερινά προβλήματα, που αντιμετώπιζαν.
Σήμερα βρισκόμαστε ασφαλώς πολύ μακριά από τη φοβερή εκείνη εποχή. Οι νέοι τ’ ακούνε όλα αυτά με απορία, κάποτε με δυσπιστία. Μα ήταν δυνατόν; Και όμως ο τόπος μας την εποχή εκείνη έφθασε σε τέτοιο εμφύλιο σπαραγμό και αιματοκύλισμα. Δεν ανήκει στις προθέσεις του βιβλίου αυτού να αναξέσει παλιές πληγές. Δεν μπορεί εν τούτοις μπροστά στην περίπτωση της ωραίας εκείνης μορφής του Παπα-Θανάση Πιά να μην διατυ­πώσει ένα μονολεκτικό ερώτημα: Γιατί; Και να θυμίσει την ευχή που έκανε ο ίδιος λίγο πριν το μαρτύριο και τον άδικο χαμό του:
«Δια την ειρήνευσιν του Έθνους, ίνα καταπαύση ο αλληλο­σπαραγμός και η άσκοπη αιματοχυσία».
 […] Η Παπαδιά έκανε βόλτες στενοχωρημένη. Μάλιστα, πήγε δυο φορές στον Καπλάνη και τον παρακάλεσε ν’  αφήσει ελεύθερο τον Παπά. Είχε καταλάβει, ότι θα τον έπαιρναν μαζί τους. Το βράδυ, τον πήραν τον Παπά μαζί τους, οι αντάρτες. Σε δυο μέρες, σαν παιδί που ήμουνα, έμαθα, ότι τον Παπά τον κρέμασαν. Πήγαν πολλοί δικοί μας, ψάξαν στη «Λάλκα», στα βουνά και τον βρήκε το σκυλί του, που είχε πάει κοντά στην Παπαδιά, σκοτωμένον μέσα στο δάσος. Μετά, τον έφεραν στο σπίτι του. Ήταν πολύ φρέσκος. Φρεσκότα­τος. Παρόλο —νομίζω— που ήταν 13 ημέρες πεθαμένος. Ήταν, σαν εκείνη την ώρα. Μύριζε κολώνια. Κολώνια, σαν να του είχες ρίξει σ’ όλο το σώμα του. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Όταν πήγα στο σπίτι του Παπά και με είδε η Παπαδιά μου είπε: «Παιδί μου, πήγαινε να μαζέψεις τριαντάφυλλα, να βάλουμε στο θειό σου. Εμένα, μη με λυπόσαστε τώρα, που τον βρήκα. Θα τον ετοιμάσω, θα τον ντύσω και θα καθήσω να τον τραγουδήσω». Έτσι κι έγινε. Πήγα, μάζεψα τριαντάφυλλα και το πήγα στο σπίτι, όπου ήταν η μητέρα μου και όλο το συγγενολόι μας. Φτιάσαμε τον Παπά και η Παπαδιά άρχισε να μοιρολογεί. «Γίνεσαι αντάρτης βρε Παπά, την πίστη σου ν’ αλλάξεις, την Εκκλησία ν’ αφήσεις...». […]… όταν φέραν τον Παπά στο σπίτι του, μπήκα στις γυναίκες που τον αλλάξανε και είδα ότι το σώμα του ήταν ευλύγιστο, σαν να ήταν φρέσκο. Είχε πολλά τραύματα και το νύχια του ήταν ματωμένα. Άκουσα δε, που λέγαν, ότι του είχαν βγάλει τα νύχια από το πόδια του. Μύριζε ωραία. Όσοι ήταν μέσα στο σπίτι λέγαν: «Ελάτε κοντά να μυριστείτε». Μύριζε, σαν να είχε βασιλικό επάνω του. Δεν ήταν πρησμένος και είχε τραύματα στα πόδια του και στα νύχια.  Ακόμα πρέπει να προσθέσω, ότι στη μέση είχε ένα μελάνιασμα από το σχοινί που τον είχε βρει η Παπαδιά και το βράδυ, που μείναμε στο σπίτι με την μητέρα μου, τον έβλεπα κρεμασμένο. Ο Παπάς ήταν σα φρέσκος και μύριζε σαν να του είχαν βάλει κολώνια. Σου άρεσε να πας κοντά να μυριστείς. Τότε ήταν Μάιος μήνας. Ο Παπάς μύριζε βασιλικό, χωρίς να τον έχουμε αλλάξει και στολίσει με λουλούδια».

ΠΑΠΑ-ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΙΑΣ (1894-1947)
ΠΕΡΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ Ι.Μ.ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.Μ.ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΑΡ.2