.
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
. Ὁ διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ πόλη τῆς Σεβαστείας, ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ θηριώδης καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας, ὁ ὁποῖος εἶχε καταβάλει κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν δημιουργία καὶ ὀργάνωση ἰσχυροῦ καὶ ἑτοιμοπόλεμου στρατοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς εἰσβολὲς τῶν ἐχθρῶν καὶ κυρίως τῶν Γότθων. Στὸν στρατὸ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου ὑπηρετοῦσαν σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι χάρη στὶς ἱκανότητες καὶ στὴν ἀπαράμιλλη ἀνδρεία τους εἶχαν νικήσει τοὺς Γότθους σὲ ὅλες τὶς φονικὲς μάχες καὶ εἶχαν ἀναδειχθεῖ σὲ ἀκοίμητους φρουροὺς καὶ ἰσχυροὺς προστάτες τῆς Σεβαστείας καὶ ὁλόκληρης τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου. Οἱ συνεχεῖς ὅμως ἐπιτυχίες τῶν σαράντα ἐπίλεκτων αὐτῶν στρατιωτῶν ὀφείλονταν στὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο λάτρευαν ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ἀφοῦ ἦταν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Ἀγρικόλας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ σαράντα αὐτοὶ γενναῖοι καὶ χαρισματικοὶ στρατιῶτες εἶναι χριστιανοί, ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἐντολὴ νὰ πειθαρχήσουν στὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ σαράντα ὅμως χριστιανοὶ στρατιῶτες ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀπάντησαν ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνὴ ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὅτι ἀποστρέφονται τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα θεωροῦν βδελύγματα. Ὁ Ἀγρικόλας ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν γενναία ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητος τῶν σαράντα χαρισματικῶν στρατιωτῶν του καὶ ἀρχικὰ προσπάθησε, ἐπαινώντας τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν σωφροσύνη τους, ἀλλὰ καὶ τὴν προθυμία τους νὰ πολεμοῦν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Μάλιστα τοὺς ὑποσχέθηκε μεγάλες τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἐὰν πειθαρχήσουν στὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅμως οἱ σαράντα γενναῖοι χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀπάντησαν μὲ παρρησία ὅτι μπορεῖ μὲ πολλὴ προθυμία νὰ πολέμησαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη προθυμία γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς προσφέρει πλουσιοπάροχα τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ὄχι τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήινα, καὶ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν δόξα τῆς μακαριότητος τῶν δικαίων. Ἐπιπλέον τοῦ δήλωσαν ὅτι τὸ μόνο ποὺ τοὺς τρομάζει, εἶναι ἡ τιμωρία τῆς κολάσεως.
. Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐξοργίστηκε, καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τοὺς κλείσουν στὴ, φυλακή, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ κάμψει τὸ ἀγωνιστικό τους φρόνημα. Οἱ Ἅγιοι δὲν δείλιασαν καθόλου, ἀλλὰ μὲ προθυμία ὁδηγήθηκαν στὴν φυλακή, ὅπου προσευχόμενοι ζήτησαν τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, λέγοντας «Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν Σου καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας». Κατὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ ἐνῶ οἱ Ἅγιοι προσεύχονταν ἀδιάλειπτα καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς καὶ τοὺς ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα τους, ἐπαινώντας τὴν προθυμία τους νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ὅμως μεταξὺ ἄλλων τόνισε ὅτι ὅποιος ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ. Καὶ πράγματι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» ὑπῆρξε προφητικός, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες θὰ δείλιαζε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου, θὰ ἐγκατέλειπε τὸν ἀγώνα καὶ θὰ ἔχανε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δόξης τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως. Μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου μέσα στὴν φυλακή, συνέχισαν οἱ Ἅγιοι νὰ προσεύχονται μέχρι ποὺ ξημέρωσε. Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλας διέταξε νὰ φέρουν τοὺς σαράντα στρατιῶτες ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακευτικὰ λόγια νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, λέγοντάς τους ὅτι εἶναι οἱ ὡραιότεροι, γενναιότεροι καὶ συνετότεροι στρατιῶτες ποὺ ἔχει συναντήσει στὴν ζωή του. Τοὺς προειδοποίησε ὅμως ὅτι ἐὰν δὲν ὑπακούσουν στὸ πρόσταγμά του, θὰ τοὺς τιμωρήσει. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ὀνόματι Κάνδιδος, τοῦ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πίστη τους στὸν Κύριο, ἐνῶ τὸν ἀποκάλεσε ἄγριο ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ἀγριότερο ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία ποὺ προσπαθεῖ μὲ κολακεῖες καὶ ὑποκρισίες νὰ καλύψει τὴν ἀγριότητά του. Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε νὰ δέσουν τὰ χέρια τῶν σαράντα μαρτύρων καὶ σέρνοντας καὶ χτυπώντας τους, νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν φυλακὴ μέχρι νὰ ἔρθει ὁ δούκας Λυσίας ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Μέσα στὴν φυλακὴ οἱ Ἅγιοι συνέχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸ πάντιμο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν ἦταν καὶ ὁ Κυρίων, ὁ ὁποῖος ἐνίσχυσε τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μείνουν ὅλοι μαζὶ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ δόξης.
.
Στὴν φυλακὴ ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες, μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ δούκας Λυσίας. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ Ἅγιοι ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ τοῦ αἱμοσταγοῦς ἡγεμόνος Ἀγρικόλα. Στὸν χῶρο, ὅπου θὰ ἐλάμβανε χώρα ἡ δίκη, εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι οἱ σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἦταν χριστιανοί. Ὁ στρατιώτης Κυρίων προσπάθησε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μὴν φοβηθοῦν μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῶν ἀρχόντων, ἀφοῦ ὅπως Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔδινε τὴν δύναμη νὰ νικοῦν τοὺς ἐχθροὺς ἦταν πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ τώρα Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς Χριστός, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς βοηθήσει, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά Του, νὰ νικήσουν τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως, τὸν ἀόρατο καὶ ἀσώματο ἐχθρὸ ποὺ εἶναι ὁ διάβολος καὶ τοὺς δύο νοητοὺς ἀντιπάλους, τὸν δούκα Λυσία καὶ τὸν ἡγεμόνα Ἀγρικόλα. Ὅταν οἱ Ἅγιοι ἔφτασαν στὸν τόπο, ὅπου θὰ γινόταν ἡ δίκη, ὁ δούκας Λυσίας ἄρχισε μὲ ἀπορία καὶ ἀμηχανία νὰ περιεργάζεται τοὺς σαράντα χαρισματικοὺς στρατιῶτες. Ὕστερα ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ θυσιάσουν στοὺς προγονικοὺς θεούς, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀποκτήσουν δόξα καὶ τιμή, διαφορετικὰ ἡ ἀνυπακοὴ στὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἀφαίρεση τῆς στρατιωτικῆς τους ζώνης καὶ στὸν ἀνελέητο βασανισμό τους. Τότε ὁ Κάνδιδος ἀποκάλεσε τὸν Λυσία ὁδηγὸ τοῦ σκότους καὶ διδάσκαλο τῆς ἀνομίας, δήλωσε δὲ ὅτι εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπομείνουν κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν θὰ χρειασθεῖ νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὴν στρατιωτικὴ ζώνη, διότι θὰ τοῦ τὴν πετάξουν μπροστά του, ὅπως καὶ ἔγινε. Μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Λυσίας, ἔμεινε ἐμβρόντητος καὶ ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ λιθοβολήσουν τοὺς Ἁγίους στὸ στόμα μέχρι νὰ συντριβοῦν τὰ δόντια τους. Ὅμως οἱ στρατιῶτες καθυστεροῦσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν διαταγή, διότι ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τοὺς σαράντα ἐπιλέκτους συστρατιῶτες τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξαγρίωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν Λυσία, ὁ ὁποῖος ἐπανέλαβε τὴν διαταγή του. Τότε οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ξαφνικὰ χτυπήθηκαν ἀπὸ θεία δύναμη, ἡ ὁποία τοὺς ἐμπόδιζε νὰ βλέπουν τοὺς Ἁγίους μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἕνας στρατιώτης νὰ χτυπᾶ τὸν ἄλλο. Βλέποντας ὁ Λυσίας τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, ἄφρισε ἀπὸ τὸ κακό του καὶ παίρνοντας μία πέτρα, τὴν ἐκσφενδόνισε μὲ δύναμη ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Ἀλλὰ ἡ πέτρα δὲν χτύπησε τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ τὸν Ἀγρικόλα, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κάτω αἱμόφυρτος σφαδάζοντας ἀπὸ τοὺς πόνους. Τότε ὁ Κυρίων εἶπε ὅτι κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ δύναμη τῶν ἐχθρῶν κατετροπώθηκε, ἐνῶ ὁ αἱμόφυρτος Ἀγρικόλας δήλωσε ὅτι τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶναι ἀποτέλεσμα μαγείας. Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες, ὀνόματι Δόμνος, ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι τὰ παράδοξα συμβάντα ὄχι μόνο δὲν εἶναι μαγεία, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἐνέργειες τοῦ δικαιοκρίτου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. Οἱ δηλώσεις αὐτὲς ἐνίσχυσαν τὸν θυμὸ τοῦ Λυσία, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ ὁδηγηθοῦν καὶ πάλι στὴν φυλακή. Ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀβοήθητους τοὺς ἐγκλεισμένους στὴν φυλακὴ σαράντα χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι Τὸν εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ μείνουν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κάποια στιγμὴ μέσα στὰ μεσάνυχτα ἡ φυλακὴ ἔλαμψε ἀπὸ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἐνθάρρυνε καὶ τοὺς παρηγόρησε λέγοντάς τους ὅτι ὅποιος πιστεύει στὸ ὄνομα καὶ τὴν δόξα Του, θὰ ζήσει αἰώνια μετὰ τὸν θάνατο, ἐνῶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴν φοβοῦνται τὰ βασανιστήρια, διότι εἶναι προσωρινά.
. Τὸ πρωὶ οἱ Ἅγιοι παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ Ἀγρικόλα ἕτοιμοι καὶ ἀποφασισμένοι νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀγρικόλας τοὺς ρώτησε, ἐὰν θὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ἢ ἐπιθυμοῦν νὰ θανατωθοῦν. Τότε ὁ Κάνδιδος τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία ὅτι ὅπως πρόθυμα πέταξαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες, ἔτσι μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ προθυμία περιφρονοῦν τὸν θάνατο, γιὰ νὰ στεφανωθοῦν δικαίως ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ δέσουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ νὰ τοὺς ρίξουν στὴν βαθιὰ καὶ παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἡ ὁποία εἶχε ἐπιλεγεῖ ὡς ὁ τόπος τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα. Ἀμέσως οἱ Ἅγιοι αἰσθάνθηκαν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἄρχισαν νὰ συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιὸς θὰ βγάλει πιὸ γρήγορα τὰ ροῦχα του καὶ θὰ μπεῖ πρῶτος μέσα στὴν παγωμένη καὶ ἀνθρωποκτόνο λίμνη. Τὸ μαρτύριο τῶν σαράντα χριστιανῶν στρατιωτῶν ἦταν φρικτὸ καὶ ἀνατριχιαστικό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν καὶ οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι, ἀφοῦ τὸ σῶμα ἄρχισε νὰ ἀκρωτηριάζεται καὶ τὰ ἄκρα νὰ σαπίζουν καὶ νὰ διαλύονται. Σ’ αὐτὴ τὴ φρικιαστικὴ σωματικὴ τιμωρία ὁ ἕνας ἐνθάρρυνε καὶ παρηγοροῦσε τὸν ἄλλο λέγοντας ὅτι ὁ χειμώνας εἶναι δριμύς, ἀλλὰ ὁ Παράδεισος γλυκός. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακινοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ὑπομείνουν τὴν παγωνιὰ γιὰ μιὰ νύχτα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν στὸ μέλλον τὸν Παράδεισο καὶ νὰ κερδίσουν τὴν αἰωνιότητα. Θυσιάζοντας τὸ σῶμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν αἰώνια μέσα στὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου.
. Ἐν τῷ μεταξὺ γύρω ἀπὸ τὴν
λίμνη εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ ποὺ παρακολουθοῦσε τὰ συμβάντα, ἐνῶ
πολλοὶ χριστιανοὶ προσεύχονταν στὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ
ὑπομείνουν τὴν ἀνυπόφορη δοκιμασία καὶ νὰ κερδίσουν τὸν στέφανο τῆς
δόξης. Ὁ δόλιος καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας ἐπινόησε ὅμως ἕνα τέχνασμα γιὰ
νὰ κάμψει τὴν ἀκλόνητη πίστη τῶν Ἁγίων. Ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχε δώσει
τὴν ἐντολὴ νὰ ἀνάψουν φωτιὰ σ’ ἕνα λουτρό. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ
παρακινοῦσε τοὺς σαράντα μάρτυρες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη καὶ νὰ
κατευθυνθοῦν στὸ λουτρὸ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν. Οἱ σαράντα στρατιῶτες ἀποτελοῦσαν ὅμως μέσα στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας ἕνα καινούργιο ἐπίλεκτο σῶμα στρατιωτῶν μὲ ἀδιάσπαστη δύναμη καὶ συνοχὴ χάρη στὴν ἀλύγιστη καὶ σταθερή τους πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Παρὰ
τὴν φρικιαστικὴ τιμωρία, στὴν ὁποία εἶχαν ὑποβληθεῖ, δὲν αἰσθάνονταν τὸ
ἀνυπόφορο ψύχος τῶν παγωμένων νερῶν, ἀφοῦ θερμαίνονταν ἀπὸ τὴν ἄσβεστη
φλόγα τῆς πίστεως στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ ὧρες
μέσα στὴ νύχτα, τὸ ψύχος ἦταν τόσο διαπεραστικὸ καὶ ἀνυπόφορο, ὥστε οἱ
πόνοι στὸ σῶμα τους ἦταν ἀφόρητοι. Τὰ μέλη τοῦ σώματός τους εἶχαν
ἀρχίσει ἤδη νὰ παραλύουν καὶ τὸ αἷμα νὰ παγώνει. Ἔτσι πλησίαζε καὶ ἡ ὥρα
τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Σ’ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμὴ παρηγοροῦσε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλο μὲ νουθεσίες καὶ συμβουλές. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα
στρατιῶτες καὶ ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἄντεξε ἄλλο τὸ ψύχος καί, ἀφοῦ
βγῆκε ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη, κατευθύνθηκε πρὸς τὸ λουτρὸ γιὰ νὰ
μπορέσει νὰ ζεσταθεῖ. Ὅταν ὅμως πλησίασε τὴν ζεστασιὰ ποὺ παρεῖχε ἡ
φωτιὰ στὸ λουτρό, διαλύθηκε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἡ θλίψη
τῶν ὑπολοίπων τριάντα ἐννέα στρατιωτῶν ἦταν βαθύτατη, ἀφοῦ ἕνας ἀδελφὸς
καὶ ὁμόψυχός τους εἶχε λιποτακτήσει, ἐνῶ ἐπιβεβαιώθηκε πλήρως ὁ
προφητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Οἱ
στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τότε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν
ἀγώνα τους μέχρι τέλους καὶ ἀμέσως ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα
Του: μετέβαλε τὸ δριμὺ καὶ ἀνυπόφορο ψύχος σὲ θερμότητα, γεγονὸς ποὺ
ὁδήγησε στὴν διάλυση τοῦ πάγου καὶ στὴν θέρμανση τοῦ νεροῦ.
. Πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται καὶ γεραίρεται στὶς 9
Μαρτίου, ἀφιέρωσαν ἐγκωμιαστικὲς ὁμιλίες ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος
Νύσσης, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ἐνῶ τὸ ἔνδοξο
μαρτύριό τους, τὸ ὁποῖο κατέστη δημοφιλὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη
Ἀνατολή, ὑμνεῖται μέσα ἀπὸ τὴν Ἀσματικὴ Ἀκολουθία, τὸν Παρακλητικὸ
Κανόνα καὶ τοὺς Χαιρετιστηρίους Οἴκους ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ τοὺς
σαράντα ἀθλοφόρους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν
περιώνυμη ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης. Ἡ ἱστορικὴ
αὐτὴ μονὴ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰώνα, ἐνῶ βορειοανατολικά της σημερινῆς
μονῆς σώζονται τὰ ἐρείπια τῆς ἱδρυθείσης τὸν 13ο – 14ο αἰώνα παλαιᾶς
μονῆς τῶν Ἁγίων. Ἡ σεβασμία καὶ ἱστορικὴ ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα κόσμημα τῆς
μεταβυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, συνεχίζει ἐπάξια τὴν ἀπὸ
αἰώνων πολύτιμη καὶ ἀνεκτίμητη πνευματική της προσφορὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ
καὶ πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Ἔθνους μας. Ἐπ’ ὀνόματι
τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τιμοῦνται ἐπίσης τὸ καθολικό της
ἱδρυθείσης περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα ἱερᾶς μονῆς Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ὅπου σὲ ἀργυρᾶ λειψανοθήκη φυλάσσονται τεμάχια ἱερῶν τους
λειψάνων, καὶ τὸ χρονολογούμενο ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καθολικό της ὁμώνυμης
μονῆς στὸ νησάκι Ἀλατᾶς τοῦ Παγασητικοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς
Μαγνησίας.
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα ἔζησαν καὶ μαρτύρησαν στὴν Σεβάστεια τῆς ἱστορικῆς καὶ ἁγιοτόκου μικρασιατικῆς γῆς σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἀλλὰ τοὺς ἕνωνε ἡ βαθιὰ καὶ ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ καὶ παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα μὲ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνος, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδών (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος (ἢ Ξανθιάς), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), δύο Γοργόνιοι, Ἰουλιανὸς (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἡλιανὸς) καὶ Ἀγλάϊος ὁ καπικλάριος.
. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (308-323) αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ Λικίνιος, ὁ ὁποῖος τὸ 313 εἶχε συνυπογράψει μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο τὸ περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», τὸ ὁποῖο διακήρυττε τὴν ἀνεξιθρησκεία, γεγονὸς ποὺ παρεῖχε στοὺς πολίτες τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ὁ Λικίνιος στὴν μανιώδη προσπάθειά του νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ ἡ εἰδωλολατρία ἔναντι τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐξαπέλυσε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς διοικητὲς τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ θανατώνουν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα.. Ὁ διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ πόλη τῆς Σεβαστείας, ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ θηριώδης καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας, ὁ ὁποῖος εἶχε καταβάλει κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν δημιουργία καὶ ὀργάνωση ἰσχυροῦ καὶ ἑτοιμοπόλεμου στρατοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία τὶς εἰσβολὲς τῶν ἐχθρῶν καὶ κυρίως τῶν Γότθων. Στὸν στρατὸ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου ὑπηρετοῦσαν σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι χάρη στὶς ἱκανότητες καὶ στὴν ἀπαράμιλλη ἀνδρεία τους εἶχαν νικήσει τοὺς Γότθους σὲ ὅλες τὶς φονικὲς μάχες καὶ εἶχαν ἀναδειχθεῖ σὲ ἀκοίμητους φρουροὺς καὶ ἰσχυροὺς προστάτες τῆς Σεβαστείας καὶ ὁλόκληρης τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου. Οἱ συνεχεῖς ὅμως ἐπιτυχίες τῶν σαράντα ἐπίλεκτων αὐτῶν στρατιωτῶν ὀφείλονταν στὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο λάτρευαν ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ἀφοῦ ἦταν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Ἀγρικόλας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ σαράντα αὐτοὶ γενναῖοι καὶ χαρισματικοὶ στρατιῶτες εἶναι χριστιανοί, ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἐντολὴ νὰ πειθαρχήσουν στὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ νὰ προσφέρουν θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ σαράντα ὅμως χριστιανοὶ στρατιῶτες ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀπάντησαν ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνὴ ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὅτι ἀποστρέφονται τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα θεωροῦν βδελύγματα. Ὁ Ἀγρικόλας ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν γενναία ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητος τῶν σαράντα χαρισματικῶν στρατιωτῶν του καὶ ἀρχικὰ προσπάθησε, ἐπαινώντας τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν σωφροσύνη τους, ἀλλὰ καὶ τὴν προθυμία τους νὰ πολεμοῦν ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Μάλιστα τοὺς ὑποσχέθηκε μεγάλες τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἐὰν πειθαρχήσουν στὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅμως οἱ σαράντα γενναῖοι χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀπάντησαν μὲ παρρησία ὅτι μπορεῖ μὲ πολλὴ προθυμία νὰ πολέμησαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη προθυμία γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς προσφέρει πλουσιοπάροχα τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ὄχι τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήινα, καὶ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δικαιοσύνης καὶ τὴν δόξα τῆς μακαριότητος τῶν δικαίων. Ἐπιπλέον τοῦ δήλωσαν ὅτι τὸ μόνο ποὺ τοὺς τρομάζει, εἶναι ἡ τιμωρία τῆς κολάσεως.
. Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐξοργίστηκε, καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τοὺς κλείσουν στὴ, φυλακή, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ κάμψει τὸ ἀγωνιστικό τους φρόνημα. Οἱ Ἅγιοι δὲν δείλιασαν καθόλου, ἀλλὰ μὲ προθυμία ὁδηγήθηκαν στὴν φυλακή, ὅπου προσευχόμενοι ζήτησαν τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, λέγοντας «Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν Σου καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας». Κατὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ ἐνῶ οἱ Ἅγιοι προσεύχονταν ἀδιάλειπτα καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς καὶ τοὺς ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα τους, ἐπαινώντας τὴν προθυμία τους νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ὅμως μεταξὺ ἄλλων τόνισε ὅτι ὅποιος ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ. Καὶ πράγματι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» ὑπῆρξε προφητικός, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες θὰ δείλιαζε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου, θὰ ἐγκατέλειπε τὸν ἀγώνα καὶ θὰ ἔχανε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς δόξης τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως. Μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Κυρίου μέσα στὴν φυλακή, συνέχισαν οἱ Ἅγιοι νὰ προσεύχονται μέχρι ποὺ ξημέρωσε. Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλας διέταξε νὰ φέρουν τοὺς σαράντα στρατιῶτες ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακευτικὰ λόγια νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, λέγοντάς τους ὅτι εἶναι οἱ ὡραιότεροι, γενναιότεροι καὶ συνετότεροι στρατιῶτες ποὺ ἔχει συναντήσει στὴν ζωή του. Τοὺς προειδοποίησε ὅμως ὅτι ἐὰν δὲν ὑπακούσουν στὸ πρόσταγμά του, θὰ τοὺς τιμωρήσει. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ὀνόματι Κάνδιδος, τοῦ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πίστη τους στὸν Κύριο, ἐνῶ τὸν ἀποκάλεσε ἄγριο ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ἀγριότερο ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία ποὺ προσπαθεῖ μὲ κολακεῖες καὶ ὑποκρισίες νὰ καλύψει τὴν ἀγριότητά του. Μόλις ὁ Ἀγρικόλας ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε νὰ δέσουν τὰ χέρια τῶν σαράντα μαρτύρων καὶ σέρνοντας καὶ χτυπώντας τους, νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν φυλακὴ μέχρι νὰ ἔρθει ὁ δούκας Λυσίας ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Μέσα στὴν φυλακὴ οἱ Ἅγιοι συνέχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸ πάντιμο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν ἦταν καὶ ὁ Κυρίων, ὁ ὁποῖος ἐνίσχυσε τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μείνουν ὅλοι μαζὶ σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ δόξης.
.
Στὴν φυλακὴ ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες, μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ δούκας Λυσίας. Τότε δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ Ἅγιοι ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ τοῦ αἱμοσταγοῦς ἡγεμόνος Ἀγρικόλα. Στὸν χῶρο, ὅπου θὰ ἐλάμβανε χώρα ἡ δίκη, εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι οἱ σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἦταν χριστιανοί. Ὁ στρατιώτης Κυρίων προσπάθησε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τῶν συστρατιωτῶν του, λέγοντάς τους νὰ μὴν φοβηθοῦν μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῶν ἀρχόντων, ἀφοῦ ὅπως Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔδινε τὴν δύναμη νὰ νικοῦν τοὺς ἐχθροὺς ἦταν πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ τώρα Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς Χριστός, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς βοηθήσει, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά Του, νὰ νικήσουν τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως, τὸν ἀόρατο καὶ ἀσώματο ἐχθρὸ ποὺ εἶναι ὁ διάβολος καὶ τοὺς δύο νοητοὺς ἀντιπάλους, τὸν δούκα Λυσία καὶ τὸν ἡγεμόνα Ἀγρικόλα. Ὅταν οἱ Ἅγιοι ἔφτασαν στὸν τόπο, ὅπου θὰ γινόταν ἡ δίκη, ὁ δούκας Λυσίας ἄρχισε μὲ ἀπορία καὶ ἀμηχανία νὰ περιεργάζεται τοὺς σαράντα χαρισματικοὺς στρατιῶτες. Ὕστερα ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ θυσιάσουν στοὺς προγονικοὺς θεούς, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀποκτήσουν δόξα καὶ τιμή, διαφορετικὰ ἡ ἀνυπακοὴ στὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως θὰ ὁδηγοῦσε στὴν ἀφαίρεση τῆς στρατιωτικῆς τους ζώνης καὶ στὸν ἀνελέητο βασανισμό τους. Τότε ὁ Κάνδιδος ἀποκάλεσε τὸν Λυσία ὁδηγὸ τοῦ σκότους καὶ διδάσκαλο τῆς ἀνομίας, δήλωσε δὲ ὅτι εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπομείνουν κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν θὰ χρειασθεῖ νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὴν στρατιωτικὴ ζώνη, διότι θὰ τοῦ τὴν πετάξουν μπροστά του, ὅπως καὶ ἔγινε. Μόλις ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Λυσίας, ἔμεινε ἐμβρόντητος καὶ ἐξοργίστηκε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ λιθοβολήσουν τοὺς Ἁγίους στὸ στόμα μέχρι νὰ συντριβοῦν τὰ δόντια τους. Ὅμως οἱ στρατιῶτες καθυστεροῦσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν διαταγή, διότι ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα τοὺς σαράντα ἐπιλέκτους συστρατιῶτες τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξαγρίωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν Λυσία, ὁ ὁποῖος ἐπανέλαβε τὴν διαταγή του. Τότε οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ξαφνικὰ χτυπήθηκαν ἀπὸ θεία δύναμη, ἡ ὁποία τοὺς ἐμπόδιζε νὰ βλέπουν τοὺς Ἁγίους μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἕνας στρατιώτης νὰ χτυπᾶ τὸν ἄλλο. Βλέποντας ὁ Λυσίας τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, ἄφρισε ἀπὸ τὸ κακό του καὶ παίρνοντας μία πέτρα, τὴν ἐκσφενδόνισε μὲ δύναμη ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Ἀλλὰ ἡ πέτρα δὲν χτύπησε τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ τὸν Ἀγρικόλα, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κάτω αἱμόφυρτος σφαδάζοντας ἀπὸ τοὺς πόνους. Τότε ὁ Κυρίων εἶπε ὅτι κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ δύναμη τῶν ἐχθρῶν κατετροπώθηκε, ἐνῶ ὁ αἱμόφυρτος Ἀγρικόλας δήλωσε ὅτι τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶναι ἀποτέλεσμα μαγείας. Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα μάρτυρες, ὀνόματι Δόμνος, ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι τὰ παράδοξα συμβάντα ὄχι μόνο δὲν εἶναι μαγεία, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἐνέργειες τοῦ δικαιοκρίτου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. Οἱ δηλώσεις αὐτὲς ἐνίσχυσαν τὸν θυμὸ τοῦ Λυσία, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ ὁδηγηθοῦν καὶ πάλι στὴν φυλακή. Ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀβοήθητους τοὺς ἐγκλεισμένους στὴν φυλακὴ σαράντα χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι Τὸν εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ μείνουν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κάποια στιγμὴ μέσα στὰ μεσάνυχτα ἡ φυλακὴ ἔλαμψε ἀπὸ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἐνθάρρυνε καὶ τοὺς παρηγόρησε λέγοντάς τους ὅτι ὅποιος πιστεύει στὸ ὄνομα καὶ τὴν δόξα Του, θὰ ζήσει αἰώνια μετὰ τὸν θάνατο, ἐνῶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴν φοβοῦνται τὰ βασανιστήρια, διότι εἶναι προσωρινά.
. Τὸ πρωὶ οἱ Ἅγιοι παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ Ἀγρικόλα ἕτοιμοι καὶ ἀποφασισμένοι νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀγρικόλας τοὺς ρώτησε, ἐὰν θὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ἢ ἐπιθυμοῦν νὰ θανατωθοῦν. Τότε ὁ Κάνδιδος τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία ὅτι ὅπως πρόθυμα πέταξαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες, ἔτσι μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ προθυμία περιφρονοῦν τὸν θάνατο, γιὰ νὰ στεφανωθοῦν δικαίως ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ δέσουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ νὰ τοὺς ρίξουν στὴν βαθιὰ καὶ παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἡ ὁποία εἶχε ἐπιλεγεῖ ὡς ὁ τόπος τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα. Ἀμέσως οἱ Ἅγιοι αἰσθάνθηκαν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἄρχισαν νὰ συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιὸς θὰ βγάλει πιὸ γρήγορα τὰ ροῦχα του καὶ θὰ μπεῖ πρῶτος μέσα στὴν παγωμένη καὶ ἀνθρωποκτόνο λίμνη. Τὸ μαρτύριο τῶν σαράντα χριστιανῶν στρατιωτῶν ἦταν φρικτὸ καὶ ἀνατριχιαστικό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν καὶ οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι, ἀφοῦ τὸ σῶμα ἄρχισε νὰ ἀκρωτηριάζεται καὶ τὰ ἄκρα νὰ σαπίζουν καὶ νὰ διαλύονται. Σ’ αὐτὴ τὴ φρικιαστικὴ σωματικὴ τιμωρία ὁ ἕνας ἐνθάρρυνε καὶ παρηγοροῦσε τὸν ἄλλο λέγοντας ὅτι ὁ χειμώνας εἶναι δριμύς, ἀλλὰ ὁ Παράδεισος γλυκός. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακινοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ὑπομείνουν τὴν παγωνιὰ γιὰ μιὰ νύχτα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν στὸ μέλλον τὸν Παράδεισο καὶ νὰ κερδίσουν τὴν αἰωνιότητα. Θυσιάζοντας τὸ σῶμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν αἰώνια μέσα στὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου.
. Ἐν τῷ μεταξὺ γύρω ἀπὸ τὴν
λίμνη εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος λαοῦ ποὺ παρακολουθοῦσε τὰ συμβάντα, ἐνῶ
πολλοὶ χριστιανοὶ προσεύχονταν στὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ
ὑπομείνουν τὴν ἀνυπόφορη δοκιμασία καὶ νὰ κερδίσουν τὸν στέφανο τῆς
δόξης. Ὁ δόλιος καὶ αἱμοβόρος Ἀγρικόλας ἐπινόησε ὅμως ἕνα τέχνασμα γιὰ
νὰ κάμψει τὴν ἀκλόνητη πίστη τῶν Ἁγίων. Ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχε δώσει
τὴν ἐντολὴ νὰ ἀνάψουν φωτιὰ σ’ ἕνα λουτρό. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ
παρακινοῦσε τοὺς σαράντα μάρτυρες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη καὶ νὰ
κατευθυνθοῦν στὸ λουτρὸ γιὰ νὰ ζεσταθοῦν. Οἱ σαράντα στρατιῶτες ἀποτελοῦσαν ὅμως μέσα στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας ἕνα καινούργιο ἐπίλεκτο σῶμα στρατιωτῶν μὲ ἀδιάσπαστη δύναμη καὶ συνοχὴ χάρη στὴν ἀλύγιστη καὶ σταθερή τους πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Παρὰ
τὴν φρικιαστικὴ τιμωρία, στὴν ὁποία εἶχαν ὑποβληθεῖ, δὲν αἰσθάνονταν τὸ
ἀνυπόφορο ψύχος τῶν παγωμένων νερῶν, ἀφοῦ θερμαίνονταν ἀπὸ τὴν ἄσβεστη
φλόγα τῆς πίστεως στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅσο ὅμως περνοῦσαν οἱ ὧρες
μέσα στὴ νύχτα, τὸ ψύχος ἦταν τόσο διαπεραστικὸ καὶ ἀνυπόφορο, ὥστε οἱ
πόνοι στὸ σῶμα τους ἦταν ἀφόρητοι. Τὰ μέλη τοῦ σώματός τους εἶχαν
ἀρχίσει ἤδη νὰ παραλύουν καὶ τὸ αἷμα νὰ παγώνει. Ἔτσι πλησίαζε καὶ ἡ ὥρα
τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Σ’ αὐτὴ τὴν ὕστατη στιγμὴ παρηγοροῦσε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλο μὲ νουθεσίες καὶ συμβουλές. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς σαράντα
στρατιῶτες καὶ ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἄντεξε ἄλλο τὸ ψύχος καί, ἀφοῦ
βγῆκε ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη, κατευθύνθηκε πρὸς τὸ λουτρὸ γιὰ νὰ
μπορέσει νὰ ζεσταθεῖ. Ὅταν ὅμως πλησίασε τὴν ζεστασιὰ ποὺ παρεῖχε ἡ
φωτιὰ στὸ λουτρό, διαλύθηκε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἡ θλίψη
τῶν ὑπολοίπων τριάντα ἐννέα στρατιωτῶν ἦταν βαθύτατη, ἀφοῦ ἕνας ἀδελφὸς
καὶ ὁμόψυχός τους εἶχε λιποτακτήσει, ἐνῶ ἐπιβεβαιώθηκε πλήρως ὁ
προφητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Οἱ
στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τότε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν
ἀγώνα τους μέχρι τέλους καὶ ἀμέσως ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα
Του: μετέβαλε τὸ δριμὺ καὶ ἀνυπόφορο ψύχος σὲ θερμότητα, γεγονὸς ποὺ
ὁδήγησε στὴν διάλυση τοῦ πάγου καὶ στὴν θέρμανση τοῦ νεροῦ.
. Τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ
θαυμασμὸ ὁ εἰδωλολάτρης δεσμοφύλακας Ἀγλάϊος, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ
δώσει κάποια ἐξήγηση. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ ὑπέρλαμπρο οὐράνιο φῶς νὰ
ἀστράφτει πάνω ἀπὸ τὴν λίμνη προτοῦ ξημερώσει καὶ σαράντα στεφάνια νὰ
κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ τριάντα ἐννέα κάθισαν πάνω
ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν Ἁγίων, ἐνῶ τὸ τεσσαρακοστὸ ἔμενε μετέωρο στὸν ἀέρα,
κατάλαβε τὴν σημασία αὐτῆς τῆς ἐξαίσιας ἐπουράνιας ὀπτασίας. Τὸ στεφάνι
ποὺ βρισκόταν μετέωρο στὸν ἀέρα, ἀνῆκε στὸν στρατιώτη, ὁ ὁποῖος
λιποψύχησε καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λιποτάκτησε καὶ ἔτσι ἔχασε τὸν
στέφανο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Ἀγλάιος ἔβγαλε ἀμέσως τὰ ροῦχα του
καὶ πήδηξε μέσα στὴν λίμνη, ὁμολογώντας μὲ παρρησία ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς
χριστιανός. Βλέποντας οἱ Ἅγιοι τὸν εἰδωλολάτρη Ἀγλάιο νὰ προσχωρεῖ στὸ
σῶμα τῶν ὁμολογητῶν τοῦ Χριστοῦ, εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ ποὺ φρόντισε νὰ
ἀναπληρώσει ἀμέσως τὸν λιποψυχήσαντα ἀδελφό τους.
. Μόλις ξημέρωσε, ὁ αἱμοσταγὴς Ἀγρικόλας πῆγε στὴν παγωμένη
λίμνη τῆς Σεβαστείας, γιὰ νὰ ἀντικρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ
φρικιαστικοῦ μαρτυρίου. Μεταξὺ τῶν ἑτοιμοθανάτων μαρτύρων διέκρινε τὸν
Ἀγλάϊο καὶ τότε μὲ ἔκπληξη ρώτησε τοὺς στρατιῶτες του, πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ βρίσκεται αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς μάρτυρες. Ὅταν
πληροφορήθηκε ὅτι ὁ δεσμοφύλακας εἶχε γίνει χριστιανός, ἐξοργίστηκε σὲ
τέτοιο βαθμό, ὥστε διέταξε νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν λίμνη τοὺς σαράντα
ἀήττητους ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς μεταφέρουν στὸ ποτάμι, ὅπου
καὶ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ μέλη τους. Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ποὺ
παρακολουθοῦσαν τὸ φρικιαστικὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα, ἦταν καὶ
ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σαράντα πολυάθλους μάρτυρες, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν
Μελίτων καὶ ἦταν ἀκόμη ζωντανός. Ἡ χριστιανὴ αὐτὴ μητέρα προσπάθησε μὲ
κάθε τρόπο νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη τοῦ νεαροῦ
γιοῦ της, φοβούμενη μήπως καὶ τὸ μονάκριβο παιδί της δειλιάσει τὴν
τελευταία στιγμὴ καὶ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, καὶ ἔτσι χάσει τὴν ἀνείπωτη
ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ θεοσεβὴς αὐτὴ μάνα προτίμησε νὰ πνίξει τὴν
μητρική της ἀγάπη καὶ νὰ θυσιάσει τὸν μονάκριβο γιό της γιὰ τὴν ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ὅτι ὁ Μελίτων εἶναι
ἀκόμη ζωντανός, δόθηκε ἡ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἀγρικόλα νὰ ἐπιστραφεῖ στὴν
μητέρα του, ἐνῶ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους τριάντα ἐννέα διατάχθηκε νὰ
διαμελισθοῦν τὰ μέλη τους καὶ ἀφοῦ φορτωθοῦν σὲ ἅμαξες, νὰ κατευθυνθοῦν
στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ θὰ ἔκαιγαν τὰ ἱερά τους λείψανα. Τότε ἡ μητέρα τοῦ
μάρτυρος Μελίτωνος πῆρε τὸ παιδί της καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει ἀγκομαχώντας
πίσω ἀπὸ τὶς ἅμαξες γιὰ νὰ συναθληθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἐνδόξους
μάρτυρες τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Στὴν ἀγωνιώδη προσπάθειά της νὰ
προφθάσει τὶς ἅμαξες, παρέδωσε ὁ Μελίτων τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ
δικαιοκρίτου Θεοῦ καὶ κατόπιν τοποθέτησε τὸ πολύαθλο σῶμα του μαζὶ μὲ
τοὺς ὑπολοίπους συναγωνιστές του γιὰ νὰ λάβουν ὅλοι μαζὶ τὸν ἀμάραντο
στέφανο τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ὅταν ἔφθασαν οἱ ἅμαξες στὸ
ποτάμι, ἄναψαν φωτιὰ καὶ κατέκαυσαν τὰ διαμελισμένα σώματα τῶν Ἁγίων,
ἐνῶ στὴν συνέχεια ἔριξαν στὸ ποτάμι ὅ,τι ἡ φωτιὰ δὲν κατόρθωσε νὰ
ἐξαφανίσει.
. Ὅμως λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων,
παρουσιάσθηκαν οἱ Ἅγιοι στὸν Ἐπίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο καὶ τοῦ ὑπέδειξαν
τὸ ποτάμι, ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ τὰ ἱερά τους λείψανα. Ἀμέσως πῆγε
τὴ νύχτα μὲ μερικοὺς χριστιανοὺς καὶ ἀφοῦ τὰ περισυνέλεξε, τὰ τοποθέτησε
μέσα σὲ θῆκες. Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων δημιούργησε
αἰσθήματα ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως στὸν κλῆρο καὶ
τὸν λαὸ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Σεβαστείας. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ
ἱστορικὴ σημασία ἔχει ἡ διασωθεῖσα Διαθήκη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα
Μαρτύρων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἐπιθυμία τῶν Ἁγίων ἦταν νὰ μεταφερθοῦν
τὰ ἱερά τους λείψανα καὶ νὰ κατατεθοῦν στὸ χωριὸ Σαρείμ, γιὰ νὰ μείνουν
ἑνωμένοι σωματικὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους καὶ ὄχι νὰ διασκορπισθοῦν
μεταξὺ τῶν χριστιανῶν, ὅπως συνηθιζόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τὸ 438
εὑρέθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα
ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Θύρσου. Ἀξιοθαύμαστο
εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Θύρσος τὰ ἀποκάλυψε σὲ θεία ὀπτασία
στὸν ὕπνο τῆς αὐτοκράτειρας. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες τὰ ἱερὰ λείψανα
ἀνακαλύφθηκαν στὸν τάφο τῆς διακόνισσας Εὐσεβείας μέσα σὲ δύο ἀργυρὲς
θῆκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν τοποθετηθεῖ στὸν τάφο της καὶ πρὸς τὸ μέρος τῆς
κεφαλῆς της σύμφωνα μὲ τὴν διαθήκη της. Στὴν Κωνσταντινούπολη
ἀνεγέρθηκαν μάλιστα καὶ τρεῖς ναοὶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων, ἐνῶ μονὲς
ἀφιερωμένες στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα ἱδρύθηκαν στὴν Σεβάστεια ἀπὸ τὸν
Ἐπίσκοπο Πέτρο καὶ στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἀπὸ τὴν ἀδελφη τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου, τὴν Ἁγία Μακρίνα, ἡ ὁποία κατεῖχε τεμάχια ἱερῶν
λειψάνων τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τόσο οἱ γονεῖς
ὅσο καὶ δύο ἀνιψιοὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατεῖχαν τμήματα ἱερῶν
λειψάνων τῶν Ἁγίων.
. Πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται καὶ γεραίρεται στὶς 9
Μαρτίου, ἀφιέρωσαν ἐγκωμιαστικὲς ὁμιλίες ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος
Νύσσης, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ἐνῶ τὸ ἔνδοξο
μαρτύριό τους, τὸ ὁποῖο κατέστη δημοφιλὲς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη
Ἀνατολή, ὑμνεῖται μέσα ἀπὸ τὴν Ἀσματικὴ Ἀκολουθία, τὸν Παρακλητικὸ
Κανόνα καὶ τοὺς Χαιρετιστηρίους Οἴκους ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ τοὺς
σαράντα ἀθλοφόρους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν
περιώνυμη ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης. Ἡ ἱστορικὴ
αὐτὴ μονὴ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰώνα, ἐνῶ βορειοανατολικά της σημερινῆς
μονῆς σώζονται τὰ ἐρείπια τῆς ἱδρυθείσης τὸν 13ο – 14ο αἰώνα παλαιᾶς
μονῆς τῶν Ἁγίων. Ἡ σεβασμία καὶ ἱστορικὴ ἱερὰ μονὴ τῶν Ἁγίων
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα κόσμημα τῆς
μεταβυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, συνεχίζει ἐπάξια τὴν ἀπὸ
αἰώνων πολύτιμη καὶ ἀνεκτίμητη πνευματική της προσφορὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ
καὶ πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Ἔθνους μας. Ἐπ’ ὀνόματι
τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τιμοῦνται ἐπίσης τὸ καθολικό της
ἱδρυθείσης περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα ἱερᾶς μονῆς Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ὅπου σὲ ἀργυρᾶ λειψανοθήκη φυλάσσονται τεμάχια ἱερῶν τους
λειψάνων, καὶ τὸ χρονολογούμενο ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καθολικό της ὁμώνυμης
μονῆς στὸ νησάκι Ἀλατᾶς τοῦ Παγασητικοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς
Μαγνησίας.
. Οἱ τιμώμενοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 9
Μαρτίου Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες ἑορτάζονται μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα
στὴν πόλη τῆς Λάρισας, ὅπου ὁ ὁμώνυμος ἐνοριακὸς ναὸς στὴν ὁμώνυμη
συνοικία τῆς πόλης θεμελιώθηκε τὸ 1977 στὴ θέση τοῦ κατεδαφισθέντος
παλαιοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε οἰκοδομηθεῖ τὸ 1862, ἐνῶ ὁ πρῶτος ναὸς ποὺ
ἦταν μετόχιο τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, χρονολογοῦνταν ἀπὸ τὸ 1717. Οἱ Ἅγιοι
τιμοῦνται ἐπίσης στὴν πόλη τῶν Σερρῶν, ὅπου ὁ ὁμώνυμος ἐνοριακὸς ναὸς
ἀνεγέρθηκε τὸ 1952 καὶ ἐγκαινιάσθηκε στὶς 17 Σεπτεμβρίου 1967 καὶ στὸ
χωριὸ Γομάτι Χαλκιδικῆς, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα προφορικὴ
παράδοση τῶν κατοίκων οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα συνδέονται μὲ μία θαυμαστὴ
διάσωση τοῦ χωριοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ τὸ 1905 ὁ
Σουλτάνος διέταξε νὰ καεῖ τὸ χωριὸ καὶ νὰ τιμωρηθοῦν παραδειγματικὰ οἱ
κάτοικοι, διότι εἶχαν ἀντιδράσει βίαια στὴ στρατολόγηση ἐργατῶν καὶ
εἶχαν σκοτώσει Τούρκους στρατιῶτες. Ὅταν ὅμως ἔφτασε ὁ Τοῦρκος
ἀξιωματικὸς στὸ χωριό, ρώτησε σὲ ποιὸν ἅγιο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς ποὺ
βρίσκεται ἔξω ἀπὸ αὐτό. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ ναὸ τῶν
Ἁγίων Τεσσαράκοντα, δήλωσε στοὺς κατοίκους ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι
Σαράντος καὶ ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴ Σεβάστεια, ὅπου κατοικοῦσαν
χριστιανοί, ἡ δὲ μητέρα τοῦ τὸν ἔταξε στοὺς Ἁγίους καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτοὺς
τὸ ὄνομά του. Ἐπιπλέον τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι φτάνοντας μπροστὰ στὸν ναό,
ἄλλαξε διάθεση καὶ γνώμη καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον νὰ προκαλέσει κακὸ στὸ
χωριὸ καὶ στοὺς κατοίκους του. Μάλιστα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη κατευθύνθηκε στὸν
ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ γονάτισε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοὺς γεμάτος συγκίνηση
καὶ ἀγαλλίαση. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων τιμᾶται
τόσο τὸ ἐξωκκλήσιο ποὺ συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα ὅσο καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς
τοῦ χωριοῦ Γομάτι. Ἀφιερωμένοι στοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα εἶναι καὶ οἱ
ἐνοριακοὶ ναοὶ στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας Ἄνω Καστρίτσι καὶ Δρυμός, στὸ
χωριὸ Διμυλιὰ τῆς Ρόδου, στὰ Ἄλινδα τῆς Λέρου, στὰ χωριὰ τῆς Κρήτης
Νεροκούρου Χανίων καὶ Κουτσουνάρι Λασιθίου, ἐνῶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων
τιμοῦνται ὁ δισυπόστατος ἐνοριακὸς ναὸς τῆς Ὑπαπαντῆς Κυρίου καὶ τῶν
Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴ Χώρα τῆς Πάτμου, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐνοριακὸς ναὸς τῆς
Θείας Ἀναλήψεως στὴν πόλη τῆς Ζακύνθου. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν
ἑλληνικὴ ἐπικράτεια διάσπαρτοι εἶναι οἱ ναοί, οἱ ἀφιερωμένοι στοὺς
Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, μεταξὺ δὲ αὐτῶν γραφικὰ καὶ ἱστορικὰ
παρεκκλήσια καὶ ἐξωκκλήσια. Ἀξιομνημόνευτος εἶναι ὁ ἱστορικὸς βυζαντινὸς
ναὸς τῶν Ἁγίων στὴν Κηφισιὰ Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε τὸ 1562 καὶ
μέχρι τὸ 1991 βρισκόταν ἐπὶ τῆς Λεωφόρου Κηφισίας. Στὶς 7 Μαρτίου 1991
ἀποφασίστηκε ἀπὸ τὸ Κεντρικὸ Ἀρχαιολογικὸ Συμβούλιο ἡ μεταφορὰ τοῦ ναοῦ
λόγῳ τῆς διαπλάτυνσης τῆς λεωφόρου σὲ χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἱερὸ
μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κηφισιᾶς, ὅπου βρίσκεται μέχρι
σήμερα. Ναοὶ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ἐπίσης στὸν Μαραθώνα Ἀττικῆς
ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα, στὴν πόλη τῆς Ὕδρας ποὺ ἀνεγέρθηκε
τὸ 1820, στὴ Χώρα τῆς Μυκόνου ποὺ ἀποτελοῦσε παλαιὸ ἐνοριακὸ ναὸ καὶ
ἀπὸ τὸ 2011 φυλάσσεται ἀπότμημα ἱεροῦ λειψάνου ἑνὸς ἐκ τῶν Ἁγίων, στὸ
χωριὸ Ἅγιος Νικόλαος τῆς Κεφαλληνίας, στὸν ὁμώνυμο οἰκισμὸ τῆς Ἰθάκης,
στὸ χωριὸ Περιβόλι τῆς Κέρκυρας ποὺ ἀποτελεῖ μνημεῖο τοῦ 16ου αἰώνα, στὸ
Κάστρο καὶ τὴν Καταβατή τῆς Σίφνου, στὸ Γιαλισκάρι τῆς Ἰκαρίας, στὸν
Κάμπο τῆς Πάτμου, στὰ χωριὰ Συνέτι, Ἀμμόλοχος, Ἀρνάς, Ἀηδόνια καὶ
Ἀπροβάτου τῆς Ἀνδρου καὶ στὴν Χίο, ὅπου οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα τιμοῦνται
μὲ ὁμώνυμους ναοὺς στὴν πόλη τῆς Χίου, στὰ χωριὰ Δαφνώνας, Νεοχώρι,
Νένητα, Πυργί, Ἔξω Δίδυμα, Πατρικά, Ἀφροδίσια, Θυμιανά, ὅπου ὁ
ἐρειπωμένος πλέον ναὸς χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1740, καθὼς καὶ στὴν ἱερὰ
μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Τὴν προσωνυμία «Ἅγιοι Σαράντα» φέρουν παραθαλάσσιες
περιοχὲς στὴν Ἀμοργὸ
καὶ στὸ ἀνατολικὸ Πήλιο, τὴν ὁποία ἔλαβαν ἀπὸ τὰ ὁμώνυμα ἐκκλησάκια, καθὼς καὶ ἡ παραθαλάσσια πόλη τῆς Βορείου Ἠπείρου ποὺ τὸ ὄνομά της τὸ χρωστᾶ στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου πάνω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀξιοπρόσεκτος εἶναι καὶ ὁ ἀνεγερθεὶς τὸ 2007 περικαλλὴς ἱερὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στὸ χωριὸ Ἀλύκου τῆς Βορείου Ἠπείρου.
. Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οἱ μαρτυρήσαντες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ 320 στὴ λίμνη τῆς Σεβαστείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, προβάλλουν στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιροὺς ὡς φωτεινοὶ φάροι καὶ πνευματικοὶ ὁδοδεῖκτες, διδάσκοντας καὶ παραδειγματίζοντας μὲ τὴν δύναμη τοῦ ψυχικοῦ τους μεγαλείου, μὲ τὸ ἀκμαῖο ἀγωνιστικό τους φρόνημα καὶ μὲ τὴν σθεναρή τους ὁμολογία ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Βιβλιογραφία
* Ἱερὰ
Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Μεγάλων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστεία
μαρτυρησάντων, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης 2000
* Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων καὶ τὸ ἱστορικό της Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης, Σπάρτη 2004
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου