Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Ο ΠΑΠΑΣ ΠΟΥ ΜΥΡΙΖΕ ΒΑΣΙΛΙΚΟ: ΠΑΠΑ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΙΑΣ (1894-1947)


2013-03-07_230755

Π Ε Ρ Α Ν    Α Π Ο   Τ Ο   Κ Α Θ Η Κ Ο Ν 
Ι.Μ.ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ


Στην καρδιά της Δυτικής Ρούμελης, ανάμεσα στα βουνά Οξυά - Ομάλια - Λάλκα και τα φημισμένα Βαρδούσια, και σε υψόμε­τρο 850 μ., είναι φωλιασμένη η Ελατόβρυση, που ανήκει διοικη­τικά στην Επαρχία Ναυπακτίας. Ένα χωριό πνιγμένο μέσα στα έλατα. Σ’ αυτό το όμορφο χωριό, που ήταν ως το 1947 το κέντρο της περιοχής και πρωτεύουσα του τέως Δήμου Οφιονείας, γεννήθηκε το 1894 ο Αθανάσιος Πιάς, όγδοο και τελευταίο παιδί του Γεωργίου Αθ. Πιά και της Αικατερίνης το γένος Σπανού.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο χωριό, όπου απέκτησε το απολυτήριο του Σχολαρχείου. Από το 1913 ως το 1922 υπηρέτησε συνεχώς την πατρίδα και έλαβε μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες για τις νέες χώρες, καθώς και στην εκστρατεία της Μικρασίας. Το σχολικό έτος 1923-1924 παρακολούθησε μαθήματα στην Εκκλησιαστική Σχολή Άμφισσας. Το 1923 νυμφεύθηκε την Πολυξένη, θυγατέρα Θεοδώρου Λιάρου, από τη γειτονική Κοινό­τητα Κερασιάς Δωρίδας και το 1925 αφήνοντας το χωριό του, σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής, εγκαταστάθηκε στον Δή­μο Ναυπάκτου.
Από το 1925 ως το 1934 ασχολήθηκε με διάφορες βιοποριστι­κές εργασίες, ιδιαίτερα με την καλλιέργεια ενός μισθωμένου κτή­ματος στην Παλαιοπαναγιά, που ανήκε στη συγγενή του Ηλέκτρα σύζυγο Παναγιώτη Λιάρου, η οποία έμενε στην Αμερική. Απέκτησε οκτώ παιδιά, από τα οποία έζησαν, μεγάλωσαν και απέκτησαν οικογένεια τα τέσσερα. Το 1934, όταν κενώθηκε θέση, χειροτονήθηκε ιερέας, σε εκπλή­ρωση διακαούς επιθυμίας του, και τοποθετήθηκε εφημέριος στη ενορία Αγίου Γεωργίου της Κοινότητας Κάτω Βασιλικής Ναυπακτίας. Μετά από 5 χρόνια, το 1939, μετατέθηκε στην ενορία Αγίας Τριάδος της γενέτειράς του Κοινότητας Ελατόβρυσης, υστέρα από επίμονο αίτημα των ενοριτών.
Το 1940-1941 συμπαραστάθηκε ψυχικά, ηθικά και υλικά στον αγώνα του έθνους για την απόκρουση των Ιταλο-Γερμανο-Βουλγάρων επιδρομέων και το 1942-45 εντάχθηκε σε αντιστασιακή ομάδα και αγωνίσθηκε για άλλη μια φορά για την πατρίδα του και την ελευθερία της. Το 1946 τοποθετήθηκε Αρχιερατικός Επίτροπος του τέως Δήμου  Οφιονείας στην τραγική εκείνη για τον τόπο μας περίο­δο. Μετά ένα χρόνο, τον Μάιο 1947, βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Παραδίδοντας το πνεύμα σιγοψιθύρισε: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα».
Οι γονείς του Γεώργιος και Αικατερίνη ήσαν φτωχοί, αλλά ευσεβείς, ενάρετοι και εργατικοί άνθρωποι. Στάλαζαν συστημα­τικά στα παιδιά τους την αγάπη για την πατρίδα και τα γαλουχούσαν με τα διδάγματα της ελληνορθόδοξης πίστης. Είχαν οκτώ παιδιά (πέντε αγόρια και τρία κορίτσια). Ο Παπαθανάσης ήταν ο μικρότερος της πολυμελούς οικογένειας. Το κοινωνικό περιβάλλον στο χωριό του Ελατόβρυση στις αρχές του αιώνα μας, παρά τις στερήσεις και την έλλειψη πολιτι­στικής υποδομής, είχε αναπτυγμένο το κοινοτικό πνεύμα. Οι συγχωριανοί συνεργάζονταν στην κατασκευή των σπιτιών τους και στην καλλιέργεια των χωραφιών τους. Συμμετείχε ολόψυχα ο ένας στη χαρά και στη λύπη του άλλου.
 Ο τόπος μόλις έβγαινε από τη δοκιμασία του άτυχου πολέμου του 1897, διετηρείτο όμως έντονη η αγάπη στην πατρίδα και η προσήλωση στα εθνικά ιδανικά, που οδήγησαν στο μεγάλο ξεκί­νημα του 1913, που υπερδιπλασίασε την Ελλάδα. Ο νεαρός Αθανάσιος έχοντας ευσεβείς γονείς και καλούς δασκάλους, τέθηκε οικειοθελώς στην υπηρεσία της πατρίδας (1913-1922). Υπηρέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο θρυλικό 39οΣύνταγμα Ευζώνων, με το οποίο αγωνίσθηκε στη Θεσσαλία στη Μακεδονία, στη Θράκη, στο Αρχιπέλαγος και στη Μικρά Ασία.
Βγήκε σώος και υγιής από τις κακουχίες του μακροχρόνιου και σκληρού πολέμου και με την ικανοποίηση ότι υπηρέτησε, με όλες τις δυνάμεις του, την  Ελλάδα. Μετά την αποστράτευσή του, έχοντας κλίση προς την Ιεροσύ­νη, πήγε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Φωκίδας, όπου απέ­κτησε τα απαραίτητα εφόδια για το λειτούργημα που επέλεξε, δείχνοντας σε όλο το διάστημα των σπουδών του επιμέλεια και ζήλο.

Εμφύλιος Πόλεμος Μαρτύριο - Εκτέλεση
 Ο Παπα-Θανάσης φαίνεται ότι διέβλεπε την εξέλιξη των γε­γονότων και διαισθανόταν το τέλος του. Καταλάβαινε ότι ο τό­πος βάδιζε σε εμφύλια σύρραξη και προσευχόταν για να αποτραπεί η άσκοπη αιματοχυσία.
Πιστός στο καθήκον και το ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί η Εκκλησία δεν άκουσε τις παροτρύνσεις μερικών ενοριτών του και αντίθετα με τις ικεσίες της πρεσβυτέρας να φύγει κρυφά από το χωριό, για να διαφυλάξει τη ζωή του, που κινδύνευε, εκείνος παρέμεινε εκεί, όπου τάχθηκε.
Ήταν παλικάρι και το έδειξε. Αν ήταν δειλός, θα έβγαινε ζωντανός από τη θυέλλα. Και επειδή ήταν παλικάρι, γι’ αυτό έμεινε στο χωριό του, κοντά στους ενορίτες του. Και γνώρισε μαρτυρικό θάνατο.
Από την παρατιθέμενη επιστολή της 15ης Απριλίου 1947, προς τον γιό του Κώστα, γίνεται φανερό ότι έβλεπε τις δυσκολί­ες και τον κίνδυνο, όταν συνιστούσε: «Εις τα μελλοντικά σου γράμματα πληροφόρησέ μας τα της υγείας και τα της οικογενεια­κής μας μόνον ζωής· έτσι!»:
«Ελατόβρυση 15-4-1947
Παιδί μου Κώστα, Χριστός Ανέστη! Σε ασπαζόμεθα άπαντες.
Ελάβαμε παπούτσια Δαμιανού και γράμμα σου σήμερον εκ Κρυονερίων. Ευχαριστήθηκε τόσον ο Δαμιανός όσον και ημείς.
Κώστα, εις τα μελλοντικό σου γράμματα πληροφόρησέ μας τα της υγείας και τα της οικογενειακής μας μόνον ζωής·  έτσι!
Μέγα Σάββατον μας επεσκέφθησαν οι αντάρται ξημερώματα Πάσχα Άνω-Κάτω Χώραν.
Λοιπόν, μην ανησυχείς διόλου· ημείς δεν διατρέχομεν κίνδυ­νον, διότι προσπαθούμε πάντα για γενικόν καλόν.
Μας γράφεις αν υπάρχει ανάγκη ενισχύσεώς μας· κύττα τη δουλειά σου γιατί ημείς, ναί μεν έχομεν πάντα ανάγκας, αλλά μόλις με πρώτην ευκαιρίαν θα πουλήσωμε πράγματα. Αν πάλιν, σοί πλεονάζουν, χωρίς στενοχώρια δική σου, όσο να πουλήσου­με, μόνος σου κανόνισε.
Η μάνα και Δαμιανός Κυριακή Θωμά θάναι κάτω.
Αυτά το ολίγα. Εύχομαι να εννοήσεις πολλά. Εις Πιαίους και φίλους, Ηλίαν και πάντας τους χωριανούς, συγγενείς, φίλους Χριστός Ανέστη! μεταβιβάζεις.
Μάνα, Δαμιανός, Κατίνα, Νίτσα και πάντες συγγενείς σε φιλούν δι’ εμού.
Σε φιλώ ο πατέρας σου».
    Και από άλλη επιστολή της 12ης Μαΐου 1947 προς τον γιό του Κώστα, την οποία πρέπει να είχε γράψει την προηγούμενη, που ήταν Κυριακή, γιατί την Δευτέρα 12 Μαΐου συνελήφθη, φαίνεται ότι μέσα σ’ εκείνη την λαίλαπα διατηρούσε την πραότητα και σύνεση, που έπρεπε να έχει ένας ιερωμένος. Οι ευχές του για την «ειρήνευσιν του Έθνους, ίνα καταπαύση ο αλληλοσπαραγμός και η άσκοπη αιματοχυσία» αποτελούν αψευδή μαρτυρία του ή­θους του και της άδικης εκτέλεσής του, μετά από λίγο, από τους αντάρτες:
«Ελατόβρυση τη 12η Μαΐου 1947
Παιδί μου Κώστα, σε φιλούμε άπαντες. Δι’ ημάς μη στενοχωρείσαι διόλου, υγιαίνομεν καλώς. Η μητέ­ρα σου ήλθε προ δύο ημερών και πάλιν θα κατέλθη έως κάμουν εξετάσεις τα παιδιά. Ο Δαμιανός υγιαίνει και καλώς μαθητεύει. Γράφε εις Δαμιανόν και απ’ εκεί μανθάνω.
Σε φιλούμε γλυκά και για τον ερχομό της γιορτής σου, ευχόμεθα ολόψυχα χρόνια πολλά και ειρήνευσιν του έθνους, ίνα καταπαύ­ση ο αλληλοσπαραγμός και η άσκοπη αιματοχυσία, η εξυπηρετούσα ξένα συμφέροντα. Η μητέρα, αι αδερφαί σου και συγγενείς και εγώ ο πατέρας σου».
   Σύμφωνα με την περιγραφή του συμβολαιογράφου της Ναυπάκτου Νικολάου Δημόπουλου, που είδε το φως το 1959, μεταξύ 5 και 12 Μαΐου 1947 πάνω από 700 αντάρτες με επικεφαλής τον καπετάν-Γιώτη, στον οποίο υπάγονταν οι ομάδες των Παπούα, Κουτρούκη, Καπλάνη, Ζαχαρία, Ρουμελιώτη, Ψαριανού, Ερμή, Παπαϊωάννου, Περικλή κ.λπ., πέρασαν από την περιοχή. Στην Ελατόβρυση στρατολόγησαν περί τα 26 πρόσωπα, λεηλάτησαν πολλά σπίτια και συνέλαβαν τον εφημέριο Παπα-Θανάση Πια, πασίγνωστο για τη δράση του με τον ΕΔΕΣ κατά την Αντίστα­ση, και τον οπλίτη Μιχαήλ Σχινά.
Το σπίτι του Παπα-Θανάση λεηλατήθηκε εξ ολοκλήρου, έ­σφαξαν όλα τα οικόσιτα ζώα και τον ίδιο τον έσυραν ως τη θέση Λάλκα Κρυονερίου, όπου τον βασάνισαν και τον εξετέλεσαν στις 13 Μαΐου 1947 λογχίζοντας το σώμα του. 
Μετά από έρευνα 8 ημερών, το πτώμα του βρέθηκε μέσα σ’ ένα πρόχειρο λάκκο και μεταφέρθηκε στην Ελατόβρυση, όπου την Τετάρτη 21η Μαΐου, έγινε πάνδημη κηδεία του, με τη συμμε­τοχή της 74ης Ταξιαρχίας Στρατού, που έφθασε εκεί. Όπως αναφέρει ο Δημόπουλος:
«Καίτοι από της εκτελέσεώς του είχε παρέλθει οκταήμερον και παρά τον καύσωνα των ημερών, το καθηγιασμένο σώμα του μάρτυρος Ιερέως Παπα-Θανάση όχι μόνον δεν ανέδιδε καμίαν δυ­σοσμίαν, άλλ’  αντιθέτως ευωδίαζε, ωσάν να είχεν ραντισθή με ακριβά αρώματα». 
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, που έγινε από τον γιατρό της 74ης  Ταξιαρχίας, ο θάνατος προήλθε από τρία κτυπή­ματα στο κρανίο (ένα στο μέτωπο και από ένα στους κροτάφους) με ξιφολόγχη ιταλικού τουφεκιού. Αυτά τα κτυπήματα καταφέρ­θηκαν, μετά την πρόσδεση του μάρτυρα σε ένα έλατο «δίκην εσταυρωμένου».
Ο έλατος αυτός έχει ξεραθεί πριν από πολλά χρόνια και στέ­κει έτσι ξερός, όρθιος όμως, δίπλα στο εικόνισμα που τοποθετήθηκε στον χώρο της εκτέλεσης, για να αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα της φοβερής εκείνης εποχής και των αθώων θυμάτων της, όπως ο Παπα-Θανάσης Πιάς.
 «Ο σταυρωθείς και θανατωθείς δια λογχισμών Παπαθανάσης Πιάς, ιερεύς του χωρίου Ελατόβρυση της Ναυπακτίας, ο σεμνός λειτουργός του Υψίστου, πρότυπον προότητος και καλωσύνης, κατά γενικήν ομολογίαν των κατοίκων ολοκλήρου της περιοχής, εσύρθη τα μεσάνυχτα εις τον τόπον του μαρτυρίου του από τους επιδραμώντας εις το ανωτέρω χωρίον συμμορίτας. Μετά μιας ώ­ρας πορείαν ο «δημοκρατικός στρατός» τον ίδεσεν είς ένα έλατο και ειδεχθής συμμορίτης του εκάρφωσε την ξιφολόγχην του είς την αριστεράν του ωμοπλάτην πέρα ως πέρα. Ακολούθως υπό τους καγχασμούς των άλλων συμμοριτών τον ελόγχισε και είς την άλλην ωμοπλάτην, εις την κοιλίαν και τέλος δι' ενός τελειωτικού λογχισμού του διεπέρασε το κρανίον». (Εφ. «Η Καθημερινή», αρ. φ. 10678, 11 Ιουνίου 1947)
Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος του: Στην κηδεία παρέστη ο Διοικητής της 74ης ταξιαρχίας Κόκκινος, με εντολή του οποίου απονεμήθηκαν τιμές και δόθηκε επι­σημότητα. Ο επικήδειος εκφωνήθηκε από τον τότε υπολοχαγό Γεώργιο Μαυραγάνη, από την Κόρινθο, που αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του αντιστράτηγου ε.α.
«Αλησμόνητε Παπα-Θανάση,
Με σπαραγμό ψυχής θα σου ειπώ τα τελευταία αποχαιρετιστή­ρια λόγια, στο μισεμό σου για τη χώρα των Ηρώων, για λογαρια­σμό της Αγαπημένης μας Πατρίδας, της Ελλάδας μας.
Θα πω δυο λόγια για να αλαφρώσω τον πόνο μιας Μάνας, συζύγου που μένει χωρίς στήριγμα στη ζωή, παιδιών και κοριτσιών που ορφανεύουν. Μιας ενορίας που μένει χωρίς τον συμπα­ραστάτη στη λύπη και τη χαρά, χωρίς τον οδηγό, τον δίκηο κριτή, τον αγαθό και πράο ερμηνευτή του Θεϊκού Μεγαλείου, της αλή­θειας και της δικαιοσύνης. Αλλά, ποιος μπορεί με όσα λόγια και αν πη να αλαφρώση τον πόνον τη θλίψη του περιστεριού, όταν χάση το ταίρι του;
Ποιος μπορεί να μετριάση τον πόνο και τον σπαραγμό των απορφανιζομένων κοριτσιών, που αντί να βλέπουν το σπίτι τους στολισμένο με τα λουλούδια της χαράς του γάμου, το βλέπουν στολισμένο με τα άχαρα κατάμαυρα πανιά του πένθους;
Που, αντί να αντηχή ο εύθυμος σκοπός της φλογέρας της χα­ράς, αντηχεί ο πένθιμος σκοπός, που ξεσχίζει την καρδιά; Που, αντί να βλέπουν τον πατέρα τους να ακτινοβολή από χαρά και ενθουσιασμό, τον βλέπουν άφωνο και ψυχρό με τη φρίκη ζωγρα­φισμένη ακόμα στο πρόσωπό του από έναν άδικο σκοτωμό; Αν ο πόνος που επιβάλη κάθε φορά ο θάνατος είναι μεγάλος και αγιάτρευτος, τούτη τη φορά, αξέχαστε Γέροντα, είναι σκληρό­τερος είναι τρανώτερος. Δεν θλίβει μόνο, αλλά ματώνει την καρ­διά. Ματώνει την καρδιά, γιατί ο τρόπος που φεύγεις από κοντά μας είναι τραγικός. Δεν ήρθε ο Χάρος, όπως συνήθως, για να εκπληρώσει το άχαρο έργο του…
Σε σάς τους Ήρωες, που ποτίζετε με το αίμα σας το αθάνατο δένδρο της Ελληνικής Λευτεριάς, η ευγνωμοσύνη όλων μας θα είναι αιώνια. Η μνήμη σας θα γεμίζει τα μάτια μας δάκρυα, αλλά θα πλημμυρίζη και την καρδιά μας από εθνική υπερηφάνεια, σαν εκείνη, που νοιώθουμε στη μνήμη των άλλων μεγάλων Ηρώων της λαμπράς μας Εθνικής Ιστορίας. Η 74η Ταξιαρχία, τιμώσα την μνήμην σου, καταθέτει το στεφά­νι τούτο με τ’ αγριολούλουδα της γης, για την οποία εθυσιάσθης.
Ας είναι ελαφρό το χώμα, που θα σε σκεπάση, αλησμόνητε Παπα-Θανάση».
[…]
   Τιτλοφορήσαμε το βιβλίο αυτό «Πέραν από το καθήκον». Πράγματι ο Παπα-Θανάσης έφθασε πολύ πέραν από αυτό. Μπορούσε να διαφύγει, μπορούσε να συμβιβασθεί και να απαρνηθεί όσα πίστευε, εν τούτοις έμεινε εκεί προαισθανόμενος το τέλος του. Αυτόν, που δεν τον φόβησαν οι μεγάλοι πόλεμοι και η Μικρασιατική εκστρατεία, δεν ήταν δυνατό να τον καταβάλει η ιδέα του θανάτου. Ζούσε πια μ’ αυτή.
Πάνω από όλα όμως έθετε την ευθύνη του και την αποστολή του ως κληρικού. Ήταν ο πνευματικός πατέρας σε τόσο δύσκο­λα και ταραγμένα χρόνια των ενοριτών, που του εμπιστεύθηκε η  Εκκλησία. Κι έμεινε κοντά τους ως την τελευταία στιγμή στηρίζοντάς τους και βοηθώντας τους να ξεπεράσουν τα καθημερινά προβλήματα, που αντιμετώπιζαν.
Σήμερα βρισκόμαστε ασφαλώς πολύ μακριά από τη φοβερή εκείνη εποχή. Οι νέοι τ’ ακούνε όλα αυτά με απορία, κάποτε με δυσπιστία. Μα ήταν δυνατόν; Και όμως ο τόπος μας την εποχή εκείνη έφθασε σε τέτοιο εμφύλιο σπαραγμό και αιματοκύλισμα. Δεν ανήκει στις προθέσεις του βιβλίου αυτού να αναξέσει παλιές πληγές. Δεν μπορεί εν τούτοις μπροστά στην περίπτωση της ωραίας εκείνης μορφής του Παπα-Θανάση Πιά να μην διατυ­πώσει ένα μονολεκτικό ερώτημα: Γιατί; Και να θυμίσει την ευχή που έκανε ο ίδιος λίγο πριν το μαρτύριο και τον άδικο χαμό του:
«Δια την ειρήνευσιν του Έθνους, ίνα καταπαύση ο αλληλο­σπαραγμός και η άσκοπη αιματοχυσία».
 […] Η Παπαδιά έκανε βόλτες στενοχωρημένη. Μάλιστα, πήγε δυο φορές στον Καπλάνη και τον παρακάλεσε ν’  αφήσει ελεύθερο τον Παπά. Είχε καταλάβει, ότι θα τον έπαιρναν μαζί τους. Το βράδυ, τον πήραν τον Παπά μαζί τους, οι αντάρτες. Σε δυο μέρες, σαν παιδί που ήμουνα, έμαθα, ότι τον Παπά τον κρέμασαν. Πήγαν πολλοί δικοί μας, ψάξαν στη «Λάλκα», στα βουνά και τον βρήκε το σκυλί του, που είχε πάει κοντά στην Παπαδιά, σκοτωμένον μέσα στο δάσος. Μετά, τον έφεραν στο σπίτι του. Ήταν πολύ φρέσκος. Φρεσκότα­τος. Παρόλο —νομίζω— που ήταν 13 ημέρες πεθαμένος. Ήταν, σαν εκείνη την ώρα. Μύριζε κολώνια. Κολώνια, σαν να του είχες ρίξει σ’ όλο το σώμα του. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Όταν πήγα στο σπίτι του Παπά και με είδε η Παπαδιά μου είπε: «Παιδί μου, πήγαινε να μαζέψεις τριαντάφυλλα, να βάλουμε στο θειό σου. Εμένα, μη με λυπόσαστε τώρα, που τον βρήκα. Θα τον ετοιμάσω, θα τον ντύσω και θα καθήσω να τον τραγουδήσω». Έτσι κι έγινε. Πήγα, μάζεψα τριαντάφυλλα και το πήγα στο σπίτι, όπου ήταν η μητέρα μου και όλο το συγγενολόι μας. Φτιάσαμε τον Παπά και η Παπαδιά άρχισε να μοιρολογεί. «Γίνεσαι αντάρτης βρε Παπά, την πίστη σου ν’ αλλάξεις, την Εκκλησία ν’ αφήσεις...». […]… όταν φέραν τον Παπά στο σπίτι του, μπήκα στις γυναίκες που τον αλλάξανε και είδα ότι το σώμα του ήταν ευλύγιστο, σαν να ήταν φρέσκο. Είχε πολλά τραύματα και το νύχια του ήταν ματωμένα. Άκουσα δε, που λέγαν, ότι του είχαν βγάλει τα νύχια από το πόδια του. Μύριζε ωραία. Όσοι ήταν μέσα στο σπίτι λέγαν: «Ελάτε κοντά να μυριστείτε». Μύριζε, σαν να είχε βασιλικό επάνω του. Δεν ήταν πρησμένος και είχε τραύματα στα πόδια του και στα νύχια.  Ακόμα πρέπει να προσθέσω, ότι στη μέση είχε ένα μελάνιασμα από το σχοινί που τον είχε βρει η Παπαδιά και το βράδυ, που μείναμε στο σπίτι με την μητέρα μου, τον έβλεπα κρεμασμένο. Ο Παπάς ήταν σα φρέσκος και μύριζε σαν να του είχαν βάλει κολώνια. Σου άρεσε να πας κοντά να μυριστείς. Τότε ήταν Μάιος μήνας. Ο Παπάς μύριζε βασιλικό, χωρίς να τον έχουμε αλλάξει και στολίσει με λουλούδια».

ΠΑΠΑ-ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΙΑΣ (1894-1947)
ΠΕΡΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ Ι.Μ.ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.Μ.ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΑΡ.2

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Υπάρχουν και ιερείς ήρωες.Ας έχουμε την ευχή του.