Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Οι ησυχαστές της Κοιλάδας των Κελιών

Ταξίδι στα Μετέωρα της Ρουμανίας – Μονή Τσετετσούγια, Νέγκρου Βόντα.  

Μέρος Γ

Ερημίτης απ’ τον ουρανό

Όλο αυτό το διάστημα της διαμονής του στην Τσετετσούγια, ο πατήρ Μόδεστος έχει επισκεφτεί μόνο εφτά κελιά μοναχών, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι διασκορπισμένα κατά μήκος της Κοιλάδας των Κελιών. Ο λόγος είναι ότι σχεδόν πάντα όταν βγαίνει εκεί έξω συναντά αρκούδες με τα αρκουδάκια τους, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο ν’ ανέβεις εκεί. Για παράδειγμα, ο ιερωμόναχος Παμβώ κατοικεί σ’ ένα σπήλαιο κάπου ανάμεσα στην Κοιλάδα των Κελιών και στην Κοιλάδα Κομάν και έρχεται εδώ κάνοντας τρεις – τέσσερις ώρες διαδρομή περνώντας από έναν στενό δρόμο, που μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Κανένας νους δε χωράει το πώς το κάνει αυτό, αλλά εκείνος πάντα έρχεται στο μοναστήρι κάπου από πάνω, κάτω στα κελιά.

«Εκείνος δεν περνάει γύρω από το βουνό προκειμένου να σκαρφαλώσει, όπως κάνουν όλοι, κατά μήκος του μονοπατιού. Ανεβαίνει από πίσω, από την πλευρά της Κοιλάδας Κομάν, όπου δεν υπάρχει κανένα μονοπάτι. Σαν να παρελαύνει στον ουρανό» λέει έκπληκτος ο ηγούμενος.

Τον βρίσκει συχνά εκεί στον λατρευτικό Σταυρό ή σε κάποιο άλλο μέρος, στο σπήλαιο Ζαμόλκσα, για παράδειγμα, κάτω από το οποίο υπάρχει επίσης ένας βαθύς γκρεμός. Ο Παμβώ, ο ερημίτης έχει έρθει στο μοναστήρι πιο πολλές φορές απ’ όλους. Σχεδόν μετά από ένα, δύο μήνες. Του είναι απαραίτητη η εκκλησία, η Λειτουργία, όπως εξομολογήθηκε μια φορά στον πατέρα Μόδεστο. Όμως επίσης μπορεί να περάσει τον χειμώνα σε μια σπηλιά χωρίς θέρμανση και να μη ζητάει τίποτα.

« Δεν μπορώ να πω ότι όταν βλεπόμαστε συζητάμε ιδιαίτερα. Έτσι απλώς ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες. Μια φορά μού είχε πει ότι όταν προσεύχεσαι, νιώθεις τέτοια ζεστασιά στην καρδιά σου, που σε ζεσταίνει όταν κάνει κρύο, και τότε δεν αισθάνεσαι τίποτα. Εξωτερικά μοιάζει νεαρός ως προς τη δύναμη, αλλά άκουσα ότι έχει περάσει τα ογδόντα. Και μάλιστα έχει ένα ρητό που επαναλαμβάνει συνέχεια: « το ακριβότερο δώρο για τον άνθρωπο είναι η ζωή!» Και μόνο αυτό λέει: « Να μην ξεχνάμε ότι τη ζωή πρέπει να την εκτιμάμε!»

Ο πατήρ Μόδεστος γνωρίζει ακόμη δύο ησυχαστές, οι οποίοι κατοίκησαν στο τέλος της Κοιλάδας των Κελιών, προς την κατεύθυνση των βουνών Μπούτσετζ, τους μοναχούς Νικόλαο και Τύχωνα. Και εκείνοι ήρθαν πριν πολλά χρόνια, ήδη από το 1998, διασχίζοντας όλα τα Ανατολικά Καρπάθια από τον βορρά μέχρι το νότο, αναζητώντας αυτή τη διάσημη κοιλάδα.

Έχει ένα ρητό: ‘’Το ακριβότερο δώρο για τον άνθρωπο είναι η ζωή!’’ Και μόνο αυτό λέει: ‘’Να μην ξεχνάμε ότι τη ζωή πρέπει να την εκτιμάμε!’’

« Αυτοί και οι δύο έχουν κάτι κοινό με τους Ρώσους, με δυσκολία μιλούν τα ρουμάνικα. Μου φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι από όταν ήρθαν δεν έχουν αλλάξει εμφανισιακά. Ο Νικόλαος, χωρίς αμφιβολία, είναι πολύ γέρος, μπορεί και να έχει περάσει ήδη τα εκατό, ποιος ξέρει…Αυτοί δεν έχουν ηλικία. Αλλά ο Τύχων, ο μαθητής του, είναι νέος ακόμη, το πολύ εβδομήντα χρονών. Νομίζω ότι τώρα μένουν σε αυτή τη σπηλιά μαζί, ώστε ο Τύχων να μπορεί να φροντίζει τον γέροντα. Την ξέρω αυτή τη σπηλιά, εδώ και είκοσι τρία χρόνια, αλλά δεν τους επισκέπτομαι. Συναντιόμαστε μόνο στα καθορισμένα σημεία που έχουμε συμφωνήσει. Μια φορά μού είπαν ότι ήρθαν εδώ επειδή άκουσαν ότι στην Κοιλάδα των Κελιών ασκήθηκαν πολλοί άγιοι. Και ότι θα μείνουν εδώ μέχρι να πεθάνουν.»

Πρέπει να τονίσω ότι δεν ήταν εύκολο να πάρω αυτή την πληροφορία από τον πατέρα Μόδεστο. Στην αρχή δεν ήθελε να μου πει τίποτα. Σταματούσε στη μέση τη φράση του, διστάζοντας να συνεχίσει. Δεν αποκάλυπτε τα ονόματά τους μέχρι το τέλος. Ισχυριζόταν ότι ακόμη και αν τον διέταζε ο ίδιος ο επίσκοπος να υποδείξει το σημείο όπου έμεναν, δε θα το αποκάλυπτε.

Γνωρίζει καιρό τους ερημίτες, ξέρει ότι είναι άνθρωποι του Θεού. Είμαι βέβαιος, ότι σε κάποιες από τις σπηλιές που μου άνοιξε αναπαύονται, χωρίς αμφιβολία, αβλαβή οστά και λείψανα.

« Υπάρχει μια σπηλιά εδώ, στην άλλη πλαγιά, με δύο πέτρινα μανιτάρια στην είσοδο, στις δύο πλευρές της, που θυμίζουν τα αγάλματα της Βαβέλ στα όρη Μπούτσετζ. Και πάνω από την είσοδο υπάρχει μια μικρή εσοχή για τις εικόνες. Η οροφή έχει καταρρεύσει κατά το ήμισυ, αλλά μέσα μπορείς να δεις κάτι σαν κρεβάτι, σκαλισμένο με πέτρα, και αρχαίες επιγραφές, όπως και στο σπήλαιο του αγίου Ιωαννίκιου, το 1638 (5).

Κάπου από κάτω, ακριβώς κάτω από τα κελιά μας, βρίσκεται μια άλλη σπηλιά, πολύ παλιά, η οποία θα χωρούσε και πέντε άτομα. Εξακολουθεί να διατηρείται εν μέρει, αλλά η είσοδος σε αυτή είναι σφραγισμένη με τοίχο από ογκόλιθους. Είμαι σίγουρος ότι εκεί αναπαυόταν το σώμα ενός ασκητή, αλλά δεν ήθελα να ενοχλήσω. Και αυτό το μέρος επίσης δε θέλω να το δείχνω. Θεωρώ ότι δεν είμαι άξιος να σκάψω εκεί, αυτή είναι πολύ μεγάλη ευθύνη. Αποφάσισα ότι αυτό θα συμβεί όποτε θελήσει ο Θεός.»

Ο πατήρ Μόδεστος ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει ασκητική ζωή. Έχει ήδη την εμπειρία της συγκατοίκησης με έναν άγιο. Στα δεκαοχτώ του αποτραβήχτηκε από τον κόσμο. Το 1982 πήγε στο μοναστήρι, στο Σιτάρου (6). Δεν ήταν σημαντικό για εκείνον ότι αποφοίτησε από δύο σχολές και απέκτησε δύο μεταπτυχιακά στη θεολογία και την ιστορία, ούτε το γεγονός ότι έγινε το δεξί χέρι του Αιδεσιμότατου Θεοφάνη, εφημέριου επισκόπου του Πατριαρχείου (7). Διακόνησε στο Βουκουρέστι, όπου τον περίμενε λαμπρό μέλλον, αλλά το 1992, απαρνήθηκε τα πάντα ύστερα από ένα θαυμάσιο περιστατικό, το οποίο έχει διηγηθεί σε πολύ λίγους. Το παραθέτω εδώ λέξη προς λέξη.

Ο άγιος από το δρύινο δάσος

« Τότε ζούσα στο μοναστήρι Αντίμ (8) , αλλά πάντοτε αναζητούσα την απομόνωση. Τότε, το καλοκαίρι του 1992, πήρα την ευλογία να απομονωθώ κάπου στα βουνά, για να μαζέψω δυνάμεις. Από την παιδική ηλικία μού είχε αποτυπωθεί στη μυαλό μια τέτοια ανάμνηση, έτσι όπως ήμαστε παιδάκια, περπατάμε στα βουνά Μπούτσετζ, και εκεί μας πετυχαίνει μια καταρρακτώδης βροχή και κρυβόμαστε όλοι μας σε ένα μέρος σαν σπηλιά, στην είσοδο της οποίας ήταν κρεμασμένη μια εικονίτσα. Καθίσαμε όλοι εκεί, κουλουριασμένοι, και εγώ ξαφνικά ένιωσα ότι δεν ήμουν ποτέ πιο ευτυχισμένος.

Και τώρα ήθελα να βρω αυτή τη σπηλιά, αυτό τον ανεκτίμητο θησαυρό της παιδικής μου ηλικίας. Όμως δεν τη βρήκα. Χάθηκα κάπου πάνω στο βουνό, και για ώρες περιπλανιόμουν μέσα από θάμνους κέδρων. Από πουθενά δε φαινόταν φως, δεν ήξερα πού να πάω. Στην πραγματικότητα πήγαινα έρποντας κάτω από τους θάμνους. Και ξαφνικά άκουσα κάτι σαν κελάρυσμα νερού, πήγα προς τα εκεί, αλλά δεν είδα νερό, κατάλαβα όμως ότι υπήρχε κάπου κάτω. Και τότε μια φωνή μου έλεγε: «Προχώρα».

Ξαφνικά βρέθηκα σε ένα μικρό δρύινο δάσος, γεμάτο πορτοκαλί χρώμα, το θυμάμαι σαν τώρα: στα δεξιά υπήρχε κάποιο είδος άγριου παρεκκλησιού, κρυμμένο κάτω από τον βράχο και καλυμμένο με κάποια μακρυά χόρτα, υγρά και παχιά σαν τα φύλλα της λιάνας. Ήταν μικροσκοπικό σαν σπιτάκι. Αριστερά υπήρχε μια μικρή χωματένια καλύβα σε μια πέτρινη τρώγλη, που ήταν επίσης καμουφλαρισμένη με χόρτα. Αν ερχόμουν από οποιοδήποτε άλλο μέρος, δε θα τα έβλεπα.

Το νερό, τον ήχο του οποίου ακολούθησα για να πάω εκεί, αποδείκτηκε ότι ήταν μια πηγή που ρέει απευθείας από το βράχο. Και εκεί είδα έναν ερημίτη καθισμένο στο γρασίδι που μου είπε: «Έχεις χαθεί, γιε μου. Έχεις χαθεί…» Αυτός για εξήντα χρόνια δεν είχε δει άνθρωπο. Ήρθε σε αυτό το ξέφωτο του δάσους σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, και τότε ήταν ογδόντα τέσσερα. Κανένας απολύτως δεν μπόρεσε να βρει αυτό το μέρος μέχρι σήμερα. «Εδώ είναι αδύνατο να φτάσεις, αν δεν το θέλει ο Θεός» μου είπε.

Πέρασα τρεις μέρες με αυτό τον ησυχαστή, στην καλύβα του. Τρεις μέρες! Ένιωσα ότι μαθαίνω πολύ περισσότερα, από ό,τι σε οποιαδήποτε θεολογική σχολή. Ήμουν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο μίλησε ύστερα από εξήντα χρόνια! Μου φαινόταν ότι γύρω του έλαμπε το φωτοστέφανο της αγιότητας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν ήθελα να φύγω ποτέ από κοντά του. Ακόμη και σήμερα, συχνά αισθάνομαι λύπη που δεν έμεινα. Του το ζήτησα, αλλά εκείνος μου απάντησε απλώς: «Αυτό το μέρος δεν είναι για σένα. Και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σε χρειάζονται εκεί».

Ο Πρωτοσύγκελος Μόδεστος (Γκίνια). Φωτο: Μιχάι Ραϊτάρου  

Ο Πρωτοσύγκελος Μόδεστος (Γκίνια). Φωτο: Μιχάι Ραϊτάρου

Έφυγα από αυτό το δάσος, κοιτάζοντας πίσω. Αλλά εκείνος όλο χαμογελούσε, προσέχοντάς με από μακρυά. Δεν τον ξαναείδα ποτέ, όμως αυτό το περιστατικό μου άλλαξε τη ζωή. Ζητούσα επίμονα από το Πατριαρχείο να με μεταφέρουν κάπου στα βουνά, σε ένα απομονωμένο μοναστήρι: «Οπουδήποτε! Όπου η ζωή θα είναι πιο δύσκολη και μοναχική» είπα.

Τελικά, το 1993 με έστειλαν εδώ. Δεν ήξερα τίποτα ούτε για την Τσετετσούγια, ούτε για τους ερημίτες. Η σκήτη ήταν παραμελημένη. Έπειτα ανακάλυψα, έσκαψα και ξέθαψα τον άγιο Ιωαννίκιο, και αυτό ήταν τεράστια ευτυχία για μένα. Έπειτα έμαθα για τους ησυχαστές, και για όλα τα υπόλοιπα, για τα οποία σας μίλησα.

Ο νέος ναός της Μονής Τσετετσούγια Νέγκρου Βόντα. Φωτο: Ρουξάντρα Κιούρτου  

Ο νέος ναός της Μονής Τσετετσούγια Νέγκρου Βόντα. Φωτο: Ρουξάντρα Κιούρτου

Ο θάνατος του Παχώμιου

Το 2017, όταν πέθανε ο ιερομόναχος Παχώμιος, ο λύκος του ούρλιαξε από το βουνό. Το άκουσε ο ερημίτης Παμβώ και πήγε στη σπηλιά του μοναχού. Έπειτα έτρεξε σε μένα: « Ελάτε, πάτερ ηγούμενε, ο αδερφός Παχώμιος πήγε εις Κύριον…» Εγώ στεκόμουν εκείνη την ώρα στον βράχο, πίσω απ’ το μοναστήρι, όταν εμφανίστηκε. «Στον ουρανό» όπως όταν περπατούσε. Άρπαξα βιαστικά μερικά κεριά και πήγα.

Στη σπηλιά του Παχώμιου ήρθε εν τω μεταξύ και ο ερημίτης Τύχων, κάθισε πάνω του με μια αναμμένη λάμπα ζωικού λίπους. Έριξα μια ματιά μέσα, φαίνεται ότι ο μοναχός είχε σκάψει τον τάφο του πριν της ώρας του. Εκεί, μέσα στη σπηλιά. Έσυρε επίσης πέτρινες πλάκες από το βουνό για να τις τοποθετήσουν στον τάφο του.

Ο πατήρ Τύχων μου είπε ότι ο Παχώμιος ήξερε από νωρίς πότε θα πεθάνει και γι’ αυτό τον άνοιξε. Και μάλιστα του κληροδότησε ότι δε θέλει να τοποθετήσουν στη σπηλιά κανέναν σταυρό, κανένα σύμβολο, απολύτως τίποτα. Και να μην πουν σε κανέναν ότι πέθανε, επειδή θέλει να φύγει από αυτόν τον κόσμο σαν «κανένας».

Εκεί τον θάψαμε ύστερα από τρεις μέρες, εγώ και οι καλοί μου Παμβώ, Τύχων και Νικόλαος. Ο καθένας προσέφερε μια προσευχή…και αυτό ήταν.

«Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο αυτού του ερημίτη, απλωμένο σε μια κουβέρτα. Εξέπεμπε φως!»

Όμως δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο αυτού του ερημίτη, όταν τον είδα απλωμένο σε μια κουβέρτα, λίγο πριν τον τοποθετήσω στον τάφο. Εξέπεμπε φως! Λοιπόν, αυτά είχα να πω.

Ακτινοβολούσε ένα χαμόγελο πάνω του, μια καλοσύνη που δεν μπορούσες καν να την υποψιαστείς γι’ αυτόν τον αυστηρό, θυμωμένο άνθρωπο. Ομολογώ ότι έκλαψα. Ήταν πραγματικά ένας ζωντανός – νεκρός, απόλυτα συμφιλιωμένος με τον Θεό.

Ακόμη είδα το εξής: πριν από αυτό το συμβάν, στη σπηλιά του έρεε νερό από μια πηγή στη δεξιά πλευρά, μέσα από στενό αυλάκι, δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, προς την εσοχή, που ήταν λαξευμένη με πέτρα. Αυτή ήταν μία από τις ελάχιστες πηγές που υπήρχαν σε αυτά τα τραχιά και φτωχά βουνά. Ως εκ τούτου, ο Παχώμιος δε χρειάστηκε ποτέ πόσιμο νερό. Και ακριβώς τη μέρα του θανάτου του, η πηγή στέρεψε απότομα.

Η Κοιλάδα των Κελιών το φθινόπωρο 

 Η Κοιλάδα των Κελιών το φθινόπωρο

Μερικές φορές πηγαίνω εκεί, ανάβω κερί και κοιτάζω. Μέχρι σήμερα δεν έχει ξαναβγεί σταγόνα. Στέρεψε για πάντα.


  1. Όταν ο μοναχός Ποιμήν (Μπερμπιέρου) βρήκε τη σπηλιά του οσίου Ιωαννίκιου του νεομάρτυρος με τα άφθαρτα λείψανά του, πάνω από αυτά είδε σκαλισμένη την επιγραφή: «Ιερομόναχος Ιωαννίκιος +1638».
  2. Μονή Σιτάρου ή (Μπάλαμουτς): βρίσκεται στο χωριό Σιτάρου, στην κομητεία Ίλφοφ. Περιλαμβάνεται στη Λίστα των ιστορικών μνημείων της Ρουμανίας και η πρώτη αναφορά χρονολογείται το έτος 1752.
  3. Αρχιερέας Θεοφάνης (Σάβου): από το 2008 είναι ο Μητροπολίτης Μολδαβίας και Μπουκοβίνας, και κατά παράδοση θεωρείται το δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο στην ιεραρχία της Ρουμανίας.
  4. Μοναστήρι Αντίμ ή Αγίου Ανθίμου: βρίσκεται στην καρδιά του Βουκουρεστίου και ιστορικά παίζει σημαντικό ρόλο στην Εκκλησία της Ρουμανίας. Χτίστηκε μεταξύ 1713 – 1715, και περιλαμβάνεται στη Λίστα των ιστορικών μνημείων της Ρουμανίας. Pravoslavie.

 μέρος δεύτερο και πρώτο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: