Η Αγία Μάβρα και οι λύκοι
Ο λατρευτικός Σταυρός υψώνεται στην κορυφή του βράχου, που έχει το όνομα Θρόνος του Νέγκρου Βόντα, και ο οποίος αιωρείται πάνω από όλο το βουνό, μονάχα ο ουρανός είναι ψηλότερα από αυτόν. Πριν από εβδομήντα πέντε χρόνια, στην αρχή της Σαρακοστής, ένας μοναχός ονόματι Ποιμήν ( Μπερμπιέρου) αποφάσισε ακολουθώντας μια αρχαία μοναστική παράδοση, να αποσυρθεί στην έρημο καθόλη τη διάρκεια της Σαρακοστής για μια ειδική προσευχή. Έχοντας κατέβει από αυτόν τον βράχο με σχοινί, ανακάλυψε απρόσμενα ένα σπήλαιο και μέσα σε αυτό, τα άφθαρτα λείψανα του σπουδαίου Ρουμάνου αγίου, του ιερομονάχου Ιωαννίκιου, του νεομάρτυρος.
Ο Θρόνος στο Νέγκρου Βόντα
Και ο πατήρ Μόδεστος, που στάθηκε δίπλα μου, έπειτα από μια θαυμάσια σειρά από συγκυρίες, τις οποίες περιέγραψα λεπτομερώς, το 1996, ανακάλυψε τα ίδια λείψανα, θαμμένα σε ένα ειδικό σημείο.
Αυτό είναι το σημαντικότερο σπήλαιο του βουνού. Το μέρος αυτό το τιμούν σαν ιερό, ωστόσο είναι δύσκολα προσβάσιμο επειδή είναι εγκατεστημένο σε έναν απότομο βράχο, ακόμη και ο πατήρ Μόδεστος μέσα σε είκοσι έξι χρόνια κατάφερε να μπει εδώ μόλις δύο φορές. Η πρόσβαση στο σπήλαιο είναι εφικτή μόνο με σχοινί.
Η σπηλιά του αγίου Ιωαννίκιου
Ιερά λείψανα του αγίου Ιωαννίκιου του νεομάρτυρος στον νέο ναό της Μονής Τσετετσούγια Νέγκρου Βόντα
Όλοι θυμούνται την μακαριστή Μάβρα, τη μοναχή που έφτασε εδώ διασχίζοντας βουνά και κοιλάδες το 1969, από το όρος Νεάμτς( κοντά στα 360 χλμ).
« Μου διηγόταν ο πατήρ Δωρόθεος( Μπερμπιέρου), που είναι και αυτός ερημίτης στην Κοιλάδα των Κελιών, αδερφός του Πρωτοσύγκελου Ποιμένα, ο οποίος απέκτησε τα ιερά της λείψανα. Η Μάβρα ήρθε από τα περίχωρα της Μονής Σίχλα χειμώνα, περνώντας μέσα από βαθύ χιόνι που έφτανε πάνω από τα γόνατα. Μαζί της ήταν και δύο λύκοι που τη φυλούσαν, και εκείνη τους μιλούσε σαν να ήταν άνθρωποι.
«Μαζί της ήταν και δύο λύκοι που τη φυλούσαν, και εκείνη τους μιλούσε σαν να ήταν άνθρωποι. Τους απευθυνόταν με τα ονόματά τους.»
Μάλιστα λύκοι, τεράστιοι λύκοι. Εκείνη τους απευθυνόταν με τα ονόματά τους. Στην αρχή, ρώτησε κάτω στο χωριό, πού βρίσκεται το ιερό μέρος που λέγεται Τσετετσούγια. Ύστερα μπήκε στο ναό του σπηλαίου και παρέμεινε εκεί τρεις μέρες, χωρίς να σηκωθεί από τα γόνατά της. Εξομολογήθηκε στον πατέρα Δωρόθεο. Είπε ότι σε όλη της τη ζωή ένιωθε κάτι να την καλεί να έρθει εδώ, στον τόπο προσευχής χιλιάδων ετών. Έπειτα, πήρε τους λύκους της και πήγε πίσω στη Σίχλα, διασχίζοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα από χιονοστιβάδες. Στα έγγραφα της Μονής Σίχλα αναφέρεται ότι αγωνίστηκε σαν ερημίτισσα – μάρτυρας μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ναός σε σπηλιά της Μονής Τσετετσούγια Νέγκρου Βόντα, με ομοιώματα μοναχών.
Εικονοστάσι ναού σε σπηλιά της Μονής Τσετετσούγια Νέγκρου Βόντα. Φωτο: Ρουξάντρα Κιούρτου
Παξιμάδια για τους αγίους
Κάθε χρόνο με τον ερχομό του χειμώνα, ο ηγούμενος αρχίζει να μαζεύει το ψωμί και το κόβει σε κυβάκια, ώστε να φτιάξει παξιμάδια που μοιάζουν με άρτο. Τα αφήνει στον ήλιο να ξεραθούν και στη συνέχεια τα βάζει σε σακιά. Στο κάθε σακί βάζει και ένα σβώλο αλάτι.
Ο πατήρ Μόδεστος περπατά με δυσκολία. Έχει διαβήτη, υποβλήθηκε σε πολλές εγχειρίσεις στα πόδια, επειδή είχε κρυοπαγήματα και σοβαρά τραύματα, τα οποία απέκτησε επανειλημμένα κατά τη μακρόχρονη ανάβασή του στο βουνό. Παρ’ όλα αυτά, παίρνει τα σακιά και τα φέρνει στους ερημίτες.
«Ήθελα συχνά να τους φέρνω κάτι νηστίσιμο να τρώνε, αλλά εκείνοι αρνούνταν κατηγορηματικά. Αγανακτούν κιόλας. Μάλιστα ούτε αυτά τα παξιμάδια τα θέλουν, αλλά εγώ επιμένω να έρχομαι να αφήνω τα σακιά στα μέρη που έχουμε συμφωνήσει. Η τροφή για εκείνους δεν έχει καμία σημασία. Πότε πότε γλείφουν λίγο αλάτι, πίνουν νερό που θα τους φέρω και αυτό τους αρκεί. Βυθίζονται στην προσευχή. Το σώμα δε χρειάζεται πολλά, αρκεί να έχει δυνάμεις για προσευχή.
Αν συναντήσουν ξαφνικά ανθρώπους, τρέχουν μακριά και κρύβονται από αυτούς. Ή τους διώχνουν. Και μάλιστα τους διώχνουν με αγένεια. Αλλά ακόμη και αν δεν επικοινωνούν με ανθρώπους δε σημαίνει ότι δεν τους αγαπούν. Τους αγαπούν πολύ, κατέχουν το δώρο να προσεύχονται για όλους τους ανθρώπους. Και προσεύχονται με δάκρυα. Ο ερημίτης Παχώμιος μού είπε με αρκετά απότομο τρόπο το εξής: «Πάτερ, να το ξέρεις, προσευχή δίχως δάκρυα, δεν είναι προσευχή!»
Ο Παχώμιος έφτασε και αυτός εδώ μαζί με έναν λύκο, και εκείνος από το όρος Νεάμτς, από τη Μονή της Συχαστρίας. Πέρυσι τον Σεπτέμβριο συμπληρώθηκαν δυο χρόνια από τότε που πέθανε. Και εκείνος ήρθε εδώ περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα από τα βουνά. Και περπατούσε μόνο νύχτα. Και αυτός ο λύκος τον φύλαγε μέχρι που πέθανε.
Ο Παχώμιος ήταν ψηλός, ξερακιανός, δυνατός. Όλη του η όψη με τρόμαζε. Πάντα τον έβλεπα συνωφρυωμένο, σκληρό. Όταν άνοιγε το στόμα του, η μπάσα και δυνατή φωνή του ακουγόταν σαν βροντή. Τα μάτια του, που ήταν κόκκινα από τις ολονύχτιες αγρυπνίες, έλαμπαν κάτω από τα πυκνά φρύδια του. Να σας πω, εγώ κάπως τον φοβόμουν. Ειδικά όταν έριχνε το βλέμμα του στον λύκο, που τον περίμενε πάνω στον βράχο. Μόνο αργότερα βυθίστηκε στον κρυφό εσωτερικό του κόσμο. Ήταν ένας άνθρωπος που ήταν εναρμονισμένος με όλα γύρω του, με τη φύση, τις εναλλαγές των εποχών του χρόνου…Νευρίαζε όταν του προσέφερα κάτι, δεν παραπονιόταν για τίποτα, έλεγε ακόμα ότι τον χειμώνα έκανε πολλή ζέστη στη σπηλιά του, ακόμη και χωρίς φωτιά. Όλες και όλες τρεις φορές, και αυτές για λίγο, κάθισα μαζί του. Περπατούσαμε δίπλα στα ελάφια και αυτά δεν έτρεχαν μακρυά μας. Είδε έναν λύγκα σε ένα κλαδί ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του, γρύλισε και ήταν έτοιμο να πηδήξει κατά πάνω μας. Όμως ο ευλογημένος ο Παχώμιος γύρισε ελαφρώς το κεφάλι του προς αυτόν και βρόντηξε με τη φωνή του « Εεεειιι!» και τότε ο λύγκας κατέβασε υποτακτικά το κεφάλι του στα πόδια του και κάθισε σαν υπάκουη γάτα. Δεν ξαναγρύλισε, αλλά ούτε και έφυγε.
Όλο το διάστημα που ήμουν μαζί του δε μιλήσαμε ποτέ για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Αυτοί οι ασκητές…τι εντυπωσιακό που γνωρίζουν τα πάντα, για το πώς ζει ο κόσμος, χωρίς να χρειάζονται τηλεόραση και συγκεκριμένες πληροφορίες γι’ αυτόν.
Θυμάμαι μια φορά στεκόμασταν εδώ δίπλα στον Σταυρό και κοιτάζαμε κατά το βουνό. Σιωπηλοί, ως συνήθως. Τότε ήμουν στα πρόθυρα απελπισίας, το μοναστήρι χρειαζόταν πολλά, η αδερφότητα ήταν μικρή…Για πρώτη φορά μού εμφανίστηκε σαν πειρασμός η ιδέα να αφήσω το μοναστήρι. Να πάω στο Άγιον Όρος. Θυμάμαι τότε ο γέροντας άγγιξε τον ώμο μου. Ποτέ δεν έκανε τέτοιου είδους χειρονομίες οικειότητας. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και ξεστόμισα το εξής:
Περίχωρα της Μονής Τσετετσούγια Νέγκρου Βόντα
« Δεν ξέρω, πάτερ…είμαστε αμαρτωλοί…Ειδικά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός του κόσμου!» Έκλαιγα. Εκείνος με άκουσε, και ύστερα αναφώνησε, σχεδόν ουρλιάζοντας: « Ακούς, Αιδεσιμότατε; Nα ξέρεις ότι το γαϊδουράγκαθο έχει το δικό του λουλούδι και το δικό του άρωμα! Οι άνθρωποι είναι σαν τα γαϊδουράγκαθα. Είδες το λουλούδι του γαϊδουράγκαθου; Δε σου φαίνεται ότι είναι το ομορφότερο στη γη;
Οι ησυχαστές της Κοιλάδας των Κελιών μερος Α΄εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου