Στὸ
λιβάδι ξεχασμένος
ἕνας
γάιδαρος βοσκοῦσε,
τίποτ’
ἄλλο δὲν ζητοῦσε
ὁ
καημένος.
Τὸ
χορτάρι του μασοῦσε
κι
ἦταν τρισευτυχισμένος,
καὶ
τὸ ξύλο λησμονοῦσε
ὁ
καημένος.
Καὶ
τὴν τύχη εὐχαριστοῦσε,
ποὺ
δὲν ἧταν φορτωμένος,
καὶ
τὰ δυό του αὐτιὰ κουνοῦσε
ὁ
καημένος.
Τοὺς
ἐχθρούς του συγχωροῦσε
κι
ἤτανε συγχωρεμένος,
καὶ
τὸν κόσμο ἀγαποῦσε
ὁ
καημένος.
Τὸν
Θεὸ παρακαλοῦσε,
γιὰ
νὰ μείνῃ ἐκεῖ δεμένος
καὶ
νὰ βόσκῃ ὅσο θὰ ζοῦσε
ὁ
καημένος
(Ποίημα του Ευρυτάνα λογοτέχνη Ζαχαρία
Παπαντωνίου, 1887-1940)
2 σχόλια:
Όμορφος ο γαϊδουράκος..
Μας θύμισες τα ωραία χρονάκια του ..Δημοτικού.
Δημοσίευση σχολίου