Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

Ο ενοχλητικός κύριος Παπαδιαμάντης!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία. 

Γράφει ο Στέλιος Κούκος

 

Χρόνια πολλά

Ξέρω ενοχληθήκατε... Αλλά και εγώ θα πρέπει να είμαι συνεπής μέχρι το τέλος του κειμένου για τον ενοχλητικό τίτλο που παρέθεσα χωρίς ιδιαίτερη περίσκεψη επί «Αντιφώνου»! Προφανώς έχετε και εσείς δικαίωμα να... αντιφωνήσετε, σχολιάζοντας τον τίτλο και το κείμενο στα σχόλια κατωτέρω...

Και η ενόχληση από τον κύριο αυτό αρχίζει από την στιγμή που θα πάρεις στα χέρια σου τους τόμους του! Παρ’ όλη την περιποιημένη, κλασικά πεποικιλμένη όψη τους, ήτοι κομψή και απέριττη, μοιάζει σαν να πιάνεις στα χέριά σου μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα έτοιμη να εκραγεί.

Ήδη, όμως, πλησιάζοντας την βιβλιοθήκη με τα δικά του βιβλία, και τα σχετικά λοιπά εγχειρίδια προσέγγισής του, έχεις δει ένα... κάρο περόνες ασφαλείας να καγχάζουν για το νέο απονενοημένο διάβημά σου.

Πάντως, ένα ειδικό αίσθημα, ζωή ή θάνατος, σε σπρώχνει να αγκαλιάσεις τον πλήρη κίνδυνο που ελλοχεύει, την αυτοπαράδοσή σου που επίκειται! Είναι δεδομένο, πως κανένας νόμος των πιθανοτήτων δεν σε σώζει, καμία θεωρία των παιγνίων δεν πρόκειται να σου παρατείνει, έστω, την αγωνία της ασφαλούς πλεύσης και προσέγγισης. Ήδη έχεις χάσει, ήδη έχεις χαθεί και επιμένεις!

Κακό του κεφαλιού σου! Αμετανόητε!

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες και ένας ανάλογος θάνατος - (θησαυρός) σε πλημμυρίζει και μυαλό δεν βάζεις! «Και ας φέρουν τα κομμάτιά μου»! Θα τον κρατήσω, λοιπόν, ανά χείρας τον τόμο «κι ας μου βγει και σε κακό»! Και εκεί, η σχάση του θα σε πλημμυρίσει με τον παπαδιαμαντικό κόσμο ο οποίος δεν είναι αλλοτινός και παρωχημένος που δεν είναι ψοφοδεής και αποτελειωμένος και θα σου γκρεμίσει όλη την φαντασία η οποία σε περιέχει.

Θα σε κτυπά αλύπητα κάτω σαν χταπόδι -χαίρε Μανώλη Ταπόη- όπως οι ψαράδες του τόπου του, ναι και του τρόπου του, και αυτός θα κάνει το παιχνίδι του και θα γελά που τα βάζεις χωρίς αιδώ μαζί του. Γιατί το δικό του εδώ μοιάζει με το κάθε δικό μας τώρα και αύριο και παίζει παιχνίδια με την ψυχή σου, με την κάθε ψυχή που τον πλησιάζει, όπως κι αν τον πλησιάζει. Έχοντας, συνήθως, άγνοια κινδύνου, σχετική, μερική ή και πλήρη. Δηλαδή, με ποιον πας να μπλέξεις! Με ποιον!

Μοιάζει πολύ άνετος, πια, έχοντας πίσω του τρία μυθιστορήματα. Και στα λαχταριστά, ζωντανά και σχεδόν εξ’ επαφής διηγήματά του δεν καταγράφει, δεν κάνει αναμετάδοση ούτε σχολιάζει, αλλά ψυχογραφεί άνετα και ανεπαισθήτως διά λυρικών φράσεων και σε καθοδηγεί, αντίστοιχα ανεπαισθήτως λυρικά. Ψυχογραφεί... Λέμε τώρα! Ούτε ψυχαναλυτής είναι και πολύ περισσότερο ψυχοβγάλτης! Ψυχοβγάλτης κανενός!

Να πω πως είναι ψυχοβάλτης ή θα έχουμε τράβαλα στα σχόλια. Θα το σκεφτώ αν πρέπει να το πω και ας το λέω! Εννοείται, δηλαδή, πως ο καθένας δικαιούται να μην αποτελεί ένα μετέωρο νευρόσπαστο, μια μαριονέτα, ή ένα άθυρμα, παιχνίδι ή και σκουπίδι στα «χέρια» της τύχης, της μοίρας. Ή και ακόμη χειρότερα στα χέρια οποιουδήποτε συγγραφέα -που ότι κατάλαβε κατάλαβε και όποιον πάρει το... κάρο και βεβαίως ο χάρος!

Από την μεριά του... ψυχοβάλτη συγγραφέα Παπαδιαμάντη αναγνωρίζεται η δυνατότητα στον καθένα και στην κάθε μία και κάθε δύο και ούτω καθ' εξής όλοι να αποτελούν ψυχούλες, ψυχές, αν όχι ψυχάρες! Θα μου πείτε και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο γι' αυτόν; Και εγώ θα σας ρωτήσω: Εσείς τι λέτε; Δεν είναι;

Άντε τώρα με όλην αυτήν την παρεκβολή να βρούμε την συνέχεια! Αλλά μήπως και ο Παπαδιαμάντης δεν έκανε συνεχώς και συνέχεια παρεκβολές; Μόνον που αυτός, θα μου πείτε -(είδατε τι ωραία που συζητάμε)- ίσως δεν ξεστράτιζε τόσο, και πάντα εύρισκε τον τρόπο να επιστρέφει, «ωσάν να μην συμβαίνει τίποτε, απατεώνας οπωσδήποτε» που τραγουδά ο Σαββόπουλος, αλλά εν προκειμένω περί Παπαδιαμάντη «μαέστρος οπωσδήποτε», όπως και ο Σαββόπουλος.

Μιλούσαμε, όμως, για την ανεπαίσθητη λογοτεχνική του ψυχογραφική επίδοση και θα την πω και ορμή η οποία σε τινάζει στον αέρα με συνοπτικές διαδικασίες και ολιγοσέλιδες λυρικότατες τραγωδίες, άντε και ανάλογα... τραγούδια, μπαλάντες και άντε μετά να επιβιώσεις, αφού σε έχει αποτελειώσει πριν προλάβεις να προβληματιστείς.

Σχάση, δέσιμο, ησυχία!

Κάθαρση, θα μου πείτε; Ενδιαφέρουσα ερώτηση! Ως πρώτη και πρόχειρη απάντηση, νομίζω πως η ησυχία την περιέχει.

Και ο Γιάννης Ρίτσος αν επενέβαινε στον διάλογό μας θα σχολίαζε: «Καὶ νὰ, ἀδελφέ μου, ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα, ἥσυχα κι ἁπλά./ Καταλαβαινόμαστε τώρα δὲν χρειάζονται περισσότερα». (Δεν το αναφέρω αυτό, για να μην γράψετε σχόλια. Πάντως, όπως πάω, ξέρω πολύ καλά πως θα το χάσω το κεφαλάκι μου. Αλλά τι είναι ένα κείμενο; Δεν είναι μια τελετή λόγου; Δεν είναι μια παράσταση επί χάρτου);

Πριν, όμως, από την ησυχία που προσφέρει στον καθένα ο μαΐστωρ Παπ., πλήρη ή μερική και η οποία δεν πρόκειται για νιρβάνα και κάτι που επιβάλλεται δυναστικά, σε ποιο σκάμμα θα πρέπει να κρυφτείς για να αποσώσεις τα κομμάτιά σου από το όλον του ή τα αποσπάσματά του, όταν ηχούν γύρω σου οι κανονιοβολισμοί και οι πύραυλοι εδάφους αέρος τους οποίους εξαπολύει.

Όχι δεν πρόκειται για τόμαχοκ, κρουζ, αφού αυτοί ξεπερνιούνται, αντιμετωπίζονται...

Αλλά αφορούν: το «Χριστόψωμο», την «Υπηρέτρα», τον «Σημαδιακό», την «Σταχομαζώχτρα», την «Χτυπημένη», τον «Πολιτισμό εις το χωρίον», τον «Αμερικάνο», τον «Χριστό στο Κάστρο», τους «Ελαφροΐσκιωτους», της «Κοκκώνας το σπίτι», τα «Συχαρίκια», τα «Φώτα - ολόφωτα», την «Γλυκοφιλούσα», τους «Φιλόστοργους», τον «Έρωτα στα χιόνια», τα «Χριστούγεννα του τεμπέλη», το «Γούτου γουπατού», την «Συντέκνισσα», την «Ντελησφέρω», του «Μπουφ' του Π'λι», τον «Χαραμάδο», το «Γιαλόξυλο», το «Άνθος του γιαλού», το «Κρυφό μανδράκι»... που μόνον στο άκουσμά τους συστέλλεσαι και ψάχνεις ειρηνικό καταφύγιο για να εντρυφήσεις στην δράση τους. Γιατί όλα αυτά στρέφονται εναντίον σου και θα πρέπει να τα αποκρούσεις, αφού τα υποδεχτείς! Να τα βγάλεις πέρα μαζί τους.

Αυτή είναι η μόνη αντίδρασή σου! Θα αντέξεις; Και ας μοιάζεις ήδη να έχεις παραδοθεί αμαχητί. Όχι δεν έχεις πιαστεί αδιάβαστος, κάθε άλλο, αλλά θα πρέπει να ξαναενεργοποιήσεις ακαριαία μέσα σου όλους αυτούς τους πυραύλους και να αναπτυχθείς στα δικά του σημεία και να τον κατακτήσεις, ήτοι να απορροφηθείς εξ ολοκλήρου από αυτόν και να ηττηθείς κατά κράτος.

Το ξέρεις ότι είναι παγίδα που δεν μπορείς να την αποφύγεις και πως πρέπει να συμμετάσχεις σ’ αυτό το εξαίσιο δράμα, χωρίς προβολή δραματικών τόνων που θα πληγώσουν ή να επιτείνουν την όλη δεδομένη ατμόσφαιρα που αποτελεί στην ουσία ένα ψυχοκοινωνικό πολεμικό αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο.

Και αυτός ως στρατηγός, στρατάρχης καλύτερα σε διατάζει να εισχωρήσεις σ' αυτό γιατί όσοι αποκοτούν να γυρίσουν πίσω μένουν στήλες άλατος και νεκρές θάλασσες. Τοπίο για νεκρά σώματα, τροπίο (να το πούμε έτσι, δεν βαριέσαι τόσα άλλα είπαμε αυτό μας μάρανε) για πεθαμένες ψυχές...

Και όσον αφορά το τοπίο και τον νεολογισμό «τροπίο» (που βρίσκεται στα όρια του παρα-λογισμού, βεβαίως το παραδέχομαι), θέλει να περιγράψει το σημείο, ή ακόμη και την κατάσταση στην οποία οι αναγνώστες και κυρίως οι μελετητές θα αναπτύξουν την δική τους αντίδραση στην παπαδιαμαντική... πυραυλική δράση. Και εκεί θα πρέπει να είσαι ιδιαίτερα εξοπλισμένος με προσωπικές... εμβαθύνσεις για να γλυτώσεις από τις προφανείς πεζότητές και τις ευτελείς... ρηχότητές του.

Και δεν αναφέρομαι στον λόγο του που πλέον έχει κατοχυρωθεί ως ποιητικός. Πεζότητες είναι αυτό που κάποιοι αναφέρουν ως την... απλή θεματική του. Τους... απλούς ανθρώπους του οι οποίοι, όπως φαίνεται δεν έχουν καμιά σχέση με τον δικό τους... πολλαπλό ή πολυσχιδή (δεν είπα σχιζοφρενή) και... ανεκδιήγητο κόσμο. (Τον εξαίσιο αστικό); Παραμύθια!

Ναι, ο ακραιφνής παραμυθάς μας μάς αποδεικνύει πως μπορεί κάποιος να είναι απλός και απατεώνας, δολοφόνος ή και κατά συρροήν δολοφόνος, χαρτοπαίχτης, τυραννισμένος, εν απογνώσει, σε πλήρη σχεδόν εκστατική ερωτική κατάσταση, άγιος ή θεομπαίκτης, ανάπηρος αλλά και προστάτης και με αληθή εσωτερική αγάπη, νοσταλγός, μη επιλήσμων, εν συγχύσει και άλλα ποικίλα ανθρώπινα και παράδοξα ταυτόχρονα. Αυτά που λέγαμε για τον ψυχοβάλτη, δηλαδή.

Άνθρωποι -ψυχές πάντα! Ακόμη και όταν είναι... πολλαπλώς διαταραγμένοι από ποικίλα πάθη, μικρότητες και υποπίπτουν σε διάφορα λάθη. Μικρά ή τεράστια και εγκληματικά! Αυτή δεν είναι μικρή ζωή μας; Ας τον ευχαριστήσουμε γιατί μας τα προσφέρει και χωρίς μεγαλοστομίες. Και η ποιητική του χάρη δεν τα εξωραΐζει!

Θέλω, όμως να σταθώ και σε κάτι άλλο για τον αναγνώστη της δικής μας πολεμικής βιομηχανίας του λόγου. Των παπαδιαμαντικών εξοπλισμών που μας κληρονόμησε ως υπουργός της πολιτισμικής μας Άμυνας.

Έχω την εντύπωση πως, πλέον, μετά και την τόση μεγάλη περιπέτεια της κριτικής απέναντι του «πολεμοχαρούς» συγγραφέα μας (όπως τον μετατρέψαμε για την εξέλιξη του κειμένου μας), κάθε αναγνώστης του μετατρέπεται σε μελετητή του με την έννοια του ερευνητή και διαλέγεται τόσο μαζί του όσο και με τους λοιπούς «ομολογητές» και «αρνητές» του ταυτόχρονα.

Και με το σκεπτικό αυτό η ανάγνωσή του γίνεται ακόμη βαθύτερη, προσπαθώντας συνάμα οι αναγνώστες του να δικαιολογήσουν την λατρεία προς το πρόσωπό του και να διαψεύσουν ή να αποδεχτούν τους αρνητές του. Ορισμένες φορές διαβάζεται σαν σε ένα κομφούζιο γνωμών! Μια βόμβα απασφαλισμένη στα χέριά σου που είναι έτοιμη να σκάσει. Οπότε κινδυνεύεις ή δεν κινδυνεύεις;

Φαντάζομαι πόσοι θα αναρωτιούνται και θα ανησυχούν κατά την εξέλιξη του διαβάσματός του σε ποιο στρατόπεδο θα καταλήξουν! Με ποιους θα συνομολογήσει ο νους και με ποιους η καρδιά τους; Ποια γνώμη τους θα γίνει αρεστή και ποια δυσάρεστη; Ποιες πόρτες θα ανοίξουν και ποιες θα κλείσουν; Υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι· και σε κάποιους χώρους ακόμη και οι ενδόμυχοι προβληματισμοί τους μπορεί να αποβούν καθοριστικοί για την εξέλιξη και την πορεία τους!

Πώς τα κατάφερες μεσιέ Παπαδιαμάντη! Δεν παίζεσαι!

Και από την ενόχληση του τίτλου μιλάμε για πλήρη και απ' ευθείας κίνδυνο.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια κινδυνώδη κατάσταση στην οποία, όμως, ο πρώτος που φαίνεται να απειλείται και να κινδυνεύει -πρώτος και... χειρότερος- είναι ο συγγραφέας του κειμένου αυτού με τους ακροβατισμούς του εν μέσω της πυρίκαυστης παπαδιαμαντικής ζώνης, χοάνης καλύτερα, που μοιάζει καλώς ή κακώς πως υπάρχει για να μας κρίνει, να μας κατευθύνει με την έννοια της ψυχ-αγωγής και όχι να ψυχογραφούμε τον συγγραφέα, τα κείμενά του, τους μελετητές, τους αναγνώστες-μελετητές του (άκουσον άκουσον)!

Το μόνο που σώζει τον συγγραφέα του κειμένου αυτού, αν τον σώζει κάτι τον χαμένο, είναι, πως, ενώ γράφει όλα αυτά νιώθει σαν να έχει απέναντί του χαμογελαστό τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ο οποίος φαίνεται να διασκεδάζει μαζί του για όλα αυτά που γράφει.

Και αυτή ίσως να μην είναι η έσχατη πλάνη του.

Ποιος, λοιπόν, θα του πει πως πλανάται πλάνην οικτρά και όλο αυτό το συνονθύλευμα δεν αποτελεί σοβαρή μελέτη και πως πολύ περισσότερο δεν ταιριάζει με αυτόν τον γίγαντα που πλησιάζει, σχεδόν, με αφέλεια αν όχι με ασέβεια.

Αλλά γι’ αυτήν του την παραφορά έχει ζητήσει και άλλη φορά επίσημα γραπτή συγγνώμη από τον μεγάλο συγγραφέα, όμως φαίνεται πως δεν βάζει μυαλό και συνεχίζει χωρίς να καταλαβαίνει πως εκτίθεται ανεπανόρθωτα. «Και αν το ρωτήσετε πού βρήκε την αιτία/ πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή/ θα αποκριθεί» (Δ. Σαββόπουλος) πως: «Ωριμάζει μέσα μου ο Παπαδιαμάντης...» και δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να προκύψει από αυτήν την εκρηκτική, ενοχλητική και επικίνδυνη σχέση...

Όπως και να έχουν τα πράγματα ζητά την κατανόηση και σας εύχεται από καρδιάς:

Καλά Χριστούγεννα, Άι Βασίλη, Φώτα ολόφωτα!

2 σχόλια:

Ασημίνα είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... σαν τον απόκληρο και πεταξούμενον αθέατο
μοναχικό δερβίση,

που επαίζε το νέϊ μελωδών,
μελίσματα σαν το γλυκό κι αψύ
αγριόμελο, κάπου εκεί εις στο παλιό Μοναστηράκι

γεμίζοντας με απορία τούς ακροατές του,
για το απο πού να κράταγε άραγε η σκούφια του,

γέμισε μουσικές αγαπημένες την ψυχή μας
και μάς φανερωσε το πόσο πέρα πάει ετούτο το ταξίδι

κι όταν πληρώθηκε ο χαμένος χρόνος ο σπαταλημένος
και ξαναπιάνοντας το ξεχασμένο νήμα
για εκείνο το ταξείδι οπού ο αγαπημένος μας γραφιάς μιλούσε
και η ομορφιά του ένα ρόδινο ακρογιάλι,
μα ο ίδιος ξανοιγόταν στα βαθειά κι αρμένίζε,
παλεύοντας με κυματα και καταιγιδες
για να μπορεί να γράφει τα γλυκόπικρα τραγούδια του

φλοίσβου βαθέως, δροσερού αέρα, κι αύρας λεπτής λεπτότατης

γεμάτα με αρμύρα πελαγίσια... !