Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

Γιαννούλης Χαλεπάς (1851 – 1938)

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο 

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο.

 

«'Ενα ανοιξιάτικο σούρουπο ο εφτάχρονος Γιαννούλης δεν γύρισε σπίτι του. Μπήκε κρυφά στο εργαστήρι του πατέρα του και κάθισε σε μια γωνιά, αθέατος, για να τον παρακολουθεί στη δουλειά του (...). Ξαφνικά όμως φάνηκε μπροστά στην πόρτα η μητέρα του. Η κυρα-Ρήνη τον τράβηξε βίαια προς το σπίτι και κατόπιν άρχισε αμέσως να τον δέρνει αλύπητα (...) Ο Γιαννούλης έβαλε τα κλάματα από τον πόνο και προσπάθησε πάλι να της ξεφύγει, αλλά η μάνα του τον κρατούσε γερά από το χέρι και συνέχιζε να τον ξυλοκοπά».
Αν ξαναγεννηθώ θα έρθω για να βρω τον γλύπτη. Τον Γιαννούλη Χαλεπά. Να μπω κρυφά στο σπίτι του, να αντιμετωπίσω τη μάνα του, να της πω τι έκανες, ρε, στο γιο σου, δεν είναι αγάπη αυτή, να κατέβω στο υπόγειο του σπιτιού και να το ξεκλειδώσω. Ύστερα να περιδιαβώ μέχρι το ψυχιατρείο που τον έκλεισαν για 13 χρόνια, 10 μήνες και 27 ημέρες, να έχω στην τσέπη όλες τις αλυσίδες και τα λουκέτα του υπογείου, να τα πετάξω, να τον βρω όπως τον έχουν δεμένο, έρημο, μόνο, να τον λύσω, να του σπάσω τα δεσμά, να πάρουμε το μοναδικό σχέδιο απ΄ όσα έκανε στο ψυχιατρείο - και έσωσε πεταμένο σε ένα υπόγειο, κρύβοντας το αρχικά σε ένα ερμάριο- και να φύγουμε από ένα παράθυρο. Θα τον κρατώ από το χέρι μέχρι να κατέβουμε τα σκαλιά του υπογείου του σπιτιού του. Κι ύστερα θα του πω «Συνέχισε τα έργα σου τώρα. Θα πάω εγώ τα πρόβατα για βοσκή. Εσύ είσαι γλύπτης. Κι είσαι ο μόνος που μπορείς κι έχεις το δικαίωμα να καταστρέψεις τα μάρμαρά σου. Συνέχισε ανεπηρέαστος τη δουλειά σου. Φτιάξε με τα λυμένα χέρια σου πια την τέχνη σου. Θα πω εγώ σε όλους πως δεν είσαι ο "Τρελός του χωριού". Είσαι μόνο ένας άνθρωπος κακοποιημένος και στιγματισμένος από οικογένεια και κοινωνία. Είσαι όμως και ο γλύπτης. Και θα σε φροντίσω».
Η μάνα του τον αγαπούσε υπερβολικά, μ’ αυτές τις αγάπες που γίνονται βασανίστριες, τις άθλιες που δεν αφήνουν να αναπνεύσεις, που πνίγουν, εξουσιάζουν, καταστρέφουν, χειραγωγούν. Τον αγαπούσε πιο πολύ απ' τα άλλα παιδιά της. Αν αυτό είναι αγάπη...Ο πατέρας του, γνωστός γλύπτης. Από μικρός στεκόταν και τον παρακολουθούσε.
Μεγαλώνοντας ο Χαλεπάς νοσεί. Κάνει απόπειρες αυτοκτονίας. Βυθίζεται στη θλίψη. Τη μοναξιά. Τη σιωπή. Την αυτοκαταστροφή. Κάθε έργο που φτιάχνει το καταστρέφει. Η μάνα του θεωρεί πως για την "τρέλα" οφείλεται η τέχνη. Η γλυπτική. Τα μάρμαρα. Του απαγορεύει κάθε επαφή με το εργαστήρι του. Καταλήγει στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Παραμένει εκεί σχεδόν ζωή. 13 έτη. 10 μήνες. 27 μέρες. Κανένας δεν τον επισκέπτεται ποτέ. Όταν βγαίνει έξω, λένε πως είναι πια "ήσυχος". Ήσυχος κι όχι γλύπτης. Τσοπάνης. Βοσκός. Ο "τρελός" του χωριού. Όλα εκτός από γλύπτης. Ήσυχος βοσκός. Ήσυχος "τρελός". Κι έτσι προχωρά. Ήσυχα.
Όταν η μάνα του πεθαίνει, στέκεται δίπλα στη σωρό με απάθεια. Οι ανιψιές του μοιρολογούν. Εκείνος τους λέει: «Σωπάστε κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλεύω». Φεύγει. Τον χάνουν. Εξαφανίζεται. Τον βρίσκουν στο υπόγειο. Με τα γλυπτά του. Με την τέχνη του. Εκείνος και τα μάρμαρα. Τον βρίσκουν εκεί που ανήκει. Στα έργα του που δεν καταστρέφει πια. Την Κοιμωμένη του που δεν είχε δει ποτέ στη θέση της. Χρόνια αργότερα, αποφασίζει να την επισκεφτεί. Πενήντα δυο χρόνια μετά από τη γέννησή της. Και στέκεται και την κοιτά. Όχι σαν ήσυχος "τρελός". Αλλά σαν ο δημιουργός της. Ο δημιουργός της Κοιμωμένης. Ο γλύπτης. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο Γιαννούλης, ο γλύπτης, που δεν υπέγραψε ποτέ το γλυπτό του.
Στο βιβλίο που κρατούνταν στο θεραπευτήριο φαίνεται πως κανείς δεν πήγε ποτέ να τον δει. Κανείς. Ποτέ. Χρόνια πολλά μετά τον ρώτησε η ανιψιά του, η Ειρήνη, πώς τα περνούσαν εκεί μέσα κι απάντησε: «Τί να κάνουμε, παιδί μου; Μας βάζαν και κουβαλούσαμε νερό με το κοφίνι».
Ο Στρατής Δούκας στην περιγραφή του αναφέρει τα λόγια του:
«Έκανα όλο Σατύρους. Τότε έκανα και το κεφάλι του Σατύρου που χάρισα στον ανιψιό μου. Κόντεψα όμως να τον χαλάσω κι αυτόν. Τι δεν του πέταξα για να τον σπάσω. Βλέπετε; Εδώ είναι πηλός που του πέταγα στα μούτρα κι εδώ μολυβιές και ξυσίματα με τα νύχια. Ήθελα να σταματήσω το σαρκαστικό του γέλιο, που με πείραζε. Πάνω στην τρέλα μου θαρρούσα πως με κορόιδευε».
Θέλω να πιστεύω πως πρόλαβε κι αγαπήθηκε τελικά ο Χαλεπάς. Απ’ την ανιψιά του την Ειρήνη σίγουρα που τον πήρε και τον φρόντισε στο σπίτι της στην Αθήνα, που τον πήγε στο έργο του, να δει την κοιμωμένη του, κι ακόμα σίγουρα αγαπιέται, απ’ όλους εμάς, και πάντα απ’ τους μαρμαροτεχνίτες στην Τήνο που όταν τους λένε να φτιάξουν κάποιο έργο του Χαλεπά, από πηλό σε μάρμαρο, απαντάνε «Δεν αγγίζεις Χαλεπά, δεν αγγίζουμε θεό».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μάλιστα, του έγραψε το ποίημα:
«Σ' ολόκληρο νησί μαρμαράδων
μάρμαρο δεν βρέθηκε γι αυτόν
με λίγο πηλό
έπλαθε τον κόσμο του
αυτός δεν ήταν μαρμαράς
ήτανε πλάστης.»
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο που λέει "EPT I APXEIO EPTAE-Apxi EPT 예 ΕΡΑE-ΑρχεΙ/Μσιο: AE Αρχείο/ Μουσείο www ert -archives. w.ert-archives.gr gr มอ M 0000002209 2209" 
Σύμφωνα με διάφορες πηγές ο Γιαννούλης Χαλεπάς, φαίνεται πως γεννήθηκε τον Αύγουστο, ή σαν σήμερα ή στις 24 του Αυγούστου. Σίγουρα πάντως γεννήθηκε. Κι είναι ο δικός μου Ροντέν. Που τον λέγαν Γιαννούλη Χαλεπά.
Αχ, αυτά τα μάτια του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: