
Με αφορμή τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ας θεωρηθεί αυτή η τοποθέτηση ως ελάχιστη συμβολή στην τιμή προς τους Αγίους θεοφόρους 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας που ορθοτόμησαν θεοπνεύστως και αλαθήτως.
Επιδίωξις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τους αιώνες είναι η ομολογία αφοσίωσής της, “εν αδιαλείπτω συνεχεία και συνεπεία”, κάθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας σε όλους τους Ιερούς Ναούς : “Οι προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. Ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών… “.
Στοιχούμενος με την παραπάνω διαβεβαίωση του ορθοδόξου πληρώματος, όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Π. Μπούμης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1973), παρουσία και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Νικολάου, κατά την εν Φαναρίω επίσκεψίν του, σε κοινό μήνυμά τους διακήρυξαν :
“Όθεν, βεβαιούμεν και ομολογούμεν το γεγονός, ότι η Αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο φορεύς της ευαγγελικής αληθείας, ως αύτη παρεδόθη εις ημάς υπό του Κυρίου διά των Αποστόλων, και διετυπώθη υπό των Αγίων Πατέρων και εθεμελιώθη διά των ομολογητών και μαρτύρων και αγίων, και επιστεύθη και εβιώθη πανταχού και πάντοτε και υπό πάντων των εις ευαρέστησιν του Κυρίου πιστευσάντων.
Εν τη αδιακόπω φυλακή, εν συνεχεί ιερουργία και βιώσει του αρρήτου τούτου μυστηρίου και γεγονότος έγκειται η συντήρησις της Ορθοδοξίας και η ουσία της προσφοράς αυτής…
Οι Πατέρες ημών ώρισαν και ημείς πρεσβεύομεν και ευλαβούμεθα και τηρούμεν το όπερ παρελάβομεν πολίτευμα της Αγίας Εκκλησίας και την ιεράν αυτής ευταξίαν.
Θεόσδοτον δεχόμενοι την κατά τόπον μεν αμερίστως μεριζομένην, εν δε τη ομοθύμω ομολογία της πίστεως και τη ευλαβεία της κανονικής τάξεως θαυμαστώς συγκροτουμένην ενότητα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, παραμένομεν πιστοί λειτουργοί και διάκονοι και θεματοφύλακες άγρυπνοι αυτής, αλλά και τηρηταί πιστοί του από των διπτύχων της Εκκλησίας ιερού πολιτεύματος”!
Αυτό σημαίνει, όπως σωστά υπογραμμίζει ο καθηγητής, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, ουδεμία παρέκκλιση θα πρέπει να ανεχθή μέχρι της Β’ Παρουσίας του Ιησού Χριστού. (Π. Μπούμη,” Δία μίαν κανονικήν πορείαν ενότητος”, Αθήναι 1994, σελ. 136κ.εξ.)
Το αυτό με άλλα λόγια υποστήριζε ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κυρός Διονύσιος Ψαριανός (“Περί της Εκκλησίας”, Αθήναι 1968, σελ. 34): “Είμεθα βέβαιοι, ότι ο Θεός δεν θέλει να αθετήσωμεν την πίστιν μας και ότι έχομεν άρα χρέος να παραφυλάξωμεν την Ορθοδοξίαν, η οποία μας εξέθρεψεν, εν τη οποία εστήκαμεν και διά της οποίας σωζόμεθα (Α’ Κορ. ιε’ 1, 2)”.
Αυτή είναι η πίστις μας και η αποστολή μας στον κόσμο. Αυτήν την πίστη ομολογούμε, διαφυλάσσουμε και μεταλαμπαδεύουμε μέσα στους αιώνες και μέχρι της συντελείας των. Μέχρι την ένδοξο Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δίχως παρερμηνείες και παρεκκλίσεις, δίχως θεολογικές “αστοχίες” και δυτικές επιδράσεις, δίχως στείρες αγαπολογίες και λανθασμένες ερμηνείες, δίχως παραθεωρήσεις της Πατερικής Παραδόσεως και αναγωγής των δογματικών διαφορών σε δήθεν εναλλακτικές διατυπώσεις. Δεχόμενοι την προτροπή του Κυρίου μας “έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου , το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν” (Ματθ. ε’ 37).
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όπως η ίδια η Εκκλησία μας διακηρύσσει, δεν νοείται αλάνθαστη ερμηνεία της θείας Αποκαλύψεως έξω από την θεία παρεμβολή των Αγίων Επισκόπων των συνελθόντων στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, με τον όρο ότι αυτοί είναι οι θεούμενοι απλανείς θεολόγοι οι οποίοι πριν φθάσουν στον θείο φωτισμό απέκτησαν εμπειρία της πρακτικής θεολογίας.
Καθάρισαν την καρδία τους και έλαβαν τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ώστε να γνωρίσουν τα νοήματα κάτω από τα λεκτικά σχήματα. Και έτσι έφθασαν στο “κεκρυμμένο βάθος” ή “απόθετον κάλλος” του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου.
Ο αείμνηστος δογματολόγος Παν. Τρεμπέλας έγραφε πως “Οι Πατέρες…κατανοήσαντες όσον ουδείς άλλος τον εν τη Γραφή σωτήριον θησαυρόν της θείας Αποκαλύψεως αλλά και προσοικειωθέντες αυτόν, ανεδείχθησαν ου μόνον κατά θεωρίαν, αλλά και διά της οράξεως ερμηνευταί και υπομνηματισταί της Βίβλου αθάνατοι…στόματα τουτ αυτό του Λόγου…εις οικοδομήν της χριστιανικής ποίμνης…ανεδείχθησαν πρότυπα εν τη πρακτική χρησιμοποιήσει αυτής (της Γραφής), ως εκ τούτου δε και διδάσκαλοι ανυπέρβλητοι και απαράμιλλοι καθοδηγούντες ημάς ασφαλώς… “.
Αφού, λοιπόν, τα πάγχρυσα στόματα των Πατέρων μας καθοδηγούν ασφαλώς, γιατί τώρα, 1700 χρόνια μετά, μας μιλούν για την υπέρβαση των Πατέρων και την μεταπατερική εποχή;
Μήπως υπαινίσσονται την διαρκή εξέλιξη των θεολογικών διατυπώσεων από τους σημερινούς “φωστήρες-νεοπατέρες” οι οποίοι ως άλλοι Βασίλειοι, Χρυσόστομοι, Μάξιμοι και διαπνεόμενοι από άκρατη “αγάπη” θα επαναδιατυπώσουν τις δογματικές αλήθειες εις τρόπον ώστε να χωρέσουν σ αυτές και οι “διαφορετικές διατυπώσεις” της πανσπερμίας των κάθε λογής χριστιανικών κοινοτήτων και ομολογιών;
Είναι κυρωμένο συνοδικά φρόνημα της Εκκλησίας μας ότι οι Πατέρες της είναι Θεόπνευστοι (ΣΤ’ Οικ. Σύνοδος) και γιά το λόγο αυτό προβλέπεται αναθεματισμός από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας : “τοις μη ορθώς των αγίων Διδασκάλων της του Θεού Εκκλησίας θείας φωνάς εκλαμβανομένοις και τα σαφώς και αριδήλως εν αυταίς δια της του αγίου Πνεύματος χάριτος ειρημένα παρερμηνεύειν τε και περιστρέφειν πειρωμένους, ανάθεμα” (Στυλ. Παπαδόπουλος ” Πατρολογία Α'”, Αθήναι 1994, σελ. 25).
Μάλιστα, η προσφορά και συμβολή των Πατέρων, χαρακτηρίζεται ως έλλαμψις, ως αποτέλεσμα δηλαδή του αγ. Πνεύματος” (Γρηγ. Θεολόγου PG 36, 172 AB).
Κατά τον Μ. Αθανάσιο ο Θεός απεκάλυψε σε ορισμένους πιστούς-θεολόγους ό, τι δεν μπορούν να κατανοήσουν άλλοι, γι αυτό και προτρέπει να καταφεύγουμε στους έχοντες περισσότερο απ όσο οι πολλοί την αποκάλυψη της αλήθειας (Στυλ. Παπαδόπουλου, σελ. 34).
Είναι άξια λόγου, όμως, ώστε να επαναλαμβάνεται η αλήθεια ότι αυτοί οι απλανείς και θεόπνευστοι θεολόγοι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πριν να αποκτήσουν θεία χάριτι την έλλαμψη αυτή, είχαν και την ανάλογη ζωή. Γι αυτό ο Άγιος επιμένει “μη πολυπραγμόνει τοίνυν αλλ έπου τοις πεποιραμένοις, μάλιστα μεν έργοις”!
Το αναφέρω αυτό διότι ακούγεται τελευταία ότι η Παράδοση γεννάται, εξελίσσεται και δεν είναι μιμητικό αποτέλεσμα.
Υποστηρίζεται δε η θέση αυτή ενίοτε με ένταση που ίσως δεν προσβάλλει μόνο τους “επομένους τοις θείοις πατράσι” αλλά και αυτούς τους ίδιους τους Αγίους.
Ας δούμε παρακάτω μερικά παραδείγματα γιά του λόγου το αληθές.