Στο χέρι σου η μοίρα χαραγμένη,
στα χείλη το χαμόγελο σβηστό.
Στο δρόμο ακούς συνέχεια ιστορίες,
τα μάτια σου γεμάτα απορίες,
μα εσύ κρατάς το στόμα σου κλειστό.
Εγύρευες τον κόσμο να αλλάξεις,
με μια φλόγα που ‘χες στο μυαλό.
Μα την παρτίδα είδες ότι χάνεις,
κατάλαβες πως ότι και να κάνεις,
τα λόγια σου θα πέσουν στο κενό.
Τη θάλασσα ζητούσες να ξεβάψεις,
στη χούφτα σου αέρα να κρατάς.
Με τη βροχή την πλήξη να ξεπλύνεις,
μα απ’ το νερό της λίμνης της Κερκίνης,
λίγο αν πιείς αλλιώς θα περπατάς.
Τα τρένα μαχαιρώνουν τις αγάπες
κι αφήνουν πίσω κάπνα και πληγές.
Τα βέλη τότε αδειάζουν στις φαρέτρες
κι εσύ ματώνεις νύχια μες στις πέτρες,
που έχουν τα νταμάρια και οι καρδιές.
Τη θάλασσα ζητούσες να ξεβάψεις,
στη χούφτα σου αέρα να κρατάς.
Με τη βροχή την πλήξη να ξεπλύνεις,
μα απ’ το νερό της λίμνης της Κερκίνης,
λίγο αν πιείς αλλιώς θα περπατάς
Τη θάλασσα ζητούσες να ξεβάψεις,
στη χούφτα σου αέρα να κρατάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου