Στὰ κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης πρῶτα ἀνάλυση, ποὺ ἀπευθύνεται στὸν ἀναγνώστη καὶ στὴ συνέχεια στὸ δεύτερο μέρος ἕνα ἀντίλογο σὲ ὕφος καβαφικὸ στὸ συγκεκριμένο ποίημα (\”Ἰθάκη\”), ποὺ παρατίθεται κι αὐτό. Ὁ ποιητικὸς ἀντίλογος εἶναι σὲ προσωπικὸ ὕφος καὶ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ γίνει ἕνας διάλογος μὲ τὸν ποιητή, πρῶτον γιατί εἶναι ὁπωσδήποτε ὡς ἄνθρωπος σεβαστὸς καὶ συμπαθής, καὶ δεύτερον γιατί ὡς σύμβολο ἐκφράζει τὸν ἄνθρωπο τοῦ αἰῶνος τούτου, ποὺ εἶναι ὄχι μόνο συνάνθρωπός μας ἀλλὰ καί… ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. […] (ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ συγγραφέα)
Εἰσαγωγικὸ σχόλιο:
Ἐνῶ στὴν «Πόλιν» ὁ διδακτισμὸς τοῦ Καβάφη εἶναι μόνο ἀρνητικὸς καὶ δὲν δείχνει στὸν ἀποδέκτη του τί θὰ ἦταν τὸ σωστὸ νὰ κάνει, στὸ ἄλλο σημαντικὸ καὶ ξακουσμένο ποίημά του, στὴν «Ἰθάκη», γίνεται πιὰ θετικὸς καὶ συμβουλεύει τὸν ἀποδέκτη του τί νὰ κάνει. Βέβαια ὁ ἀποδέκτης στὸ ποίημα «Ἰθάκη» δὲν εἶναι ὁ ἀποτυχημένος καὶ ρημαγμένος ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἀγωνιζόμενος καὶ περιπλανώμενος ἄνθρωπος, ποὺ τὸν συμβολίζει ὁ ἥρωας τῆς Ὀδύσσειας. Ἡ πρώτη του συμβουλὴ πέφτει ἀμέσως στοὺς δύο πρώτους στίχους:
Σὰν βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη
Νὰ εὔχεσαι νάναι μακρὺς ὁ δρόμος…
Ἂς φανταστοῦμε τὸν Ὀδυσσέα νὰ ἀκούει αὐτὴ τὴ συμβουλή. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσει βαρύτερη κατάρα, πιὸ παράλογη συμβουλὴ ἀπ’ αὐτή. Ὅλη ἡ Ὀδύσσεια χρωματίζεται ἀπὸ τὸ νόστο καὶ τὴν ἀγχώδη βιασύνη νὰ φτάσει τὸ γρηγορότερο στὴν ἀγαπημένη του Ἰθάκη μὲ ὅ,τι περιλαμβάνεται μέσα σ’ αὐτή. Τὸν εἴδαμε τὸν Ὀδυσσέα μετὰ τὴν ἀναχώρηση ἀπ’ τὸ νησὶ τοῦ Αἰόλου νὰ κατευθύνεται μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Ζέφυρου πρὸς τὴν Ἰθάκη μὲ τόση ἔνταση, ὥστε «ἐννήμαρ», ἐννέα μέρες καὶ νύχτες ἄγρυπνος κρατοῦσε τὸ τιμόνι καὶ μὲ πόση συγκίνηση εἶδε νὰ διαγράφονται τὰ βουνὰ τῆς Ἰθάκης στὸν ὁρίζοντα… καὶ τότε εἶναι ποὺ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος τῆς κόπωσης κι ἔγινε τὸ κακό. Μόνο κοντὰ στὴν Κίρκη ξεχάστηκε ἕνα χρόνο καὶ τότε οἱ σύντροφοί του τὸν συνέτισαν καὶ τοῦ θύμισαν τὸν κοιμισμένον μέσα του νόστο («Δαιμόνι’, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης»). Ὁ Καβάφης δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει ὅτι τὸ ταξίδι τοῦ νόστου ἦταν (καὶ εἶναι) γεμάτο περιπέτειες ὀδυνηρὲς μὲ κινδύνους, ἀπειλὲς καὶ θανάτους, ἀλλὰ τὸν σύγχρονο ἀποδέκτη τοῦ διδακτικοῦ του ποιήματος τὸν βεβαιώνει ὅτι ὅλα τὰ τέρατα καὶ τὰ φριχτὰ συναπαντήματα τῆς ζωῆς, ποὺ τὰ συμβολίζει ὁ Ὅμηρος μὲ τοὺς Λαιστρυγόνες, τοὺς Κύκλωπες καὶ τ.ἄ., εἶναι φανταστικά, προβολὲς τοῦ ὑποσυνείδητου, ποὺ παραπλανοῦν τὸν ὁδοιπόρο.
«Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου…»
Δηλαδὴ ὁ Ὁμηρικὸς Ὀδυσσέας κατὰ τὸν Κωνσταντῖνο Καβάφη ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ ψυχιατρικὰ προβλήματα καὶ κατατρύχονταν ἀπὸ ἔμμονες ἰδέες καὶ φοβίες. Κατὰ τὰ ἄλλα ἡ ζωὴ εἶναι μία διασκεδαστικὴ σαπουνόπερα, ὅπου ὁ ἥρωας μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας κυνηγὸς ἡδονῶν καὶ κάποτε καὶ ἕνας ἥρωας περιπετειῶν μὲ ἐξασφαλισμένο τὸ happy end. Ἀκόμα ὁ ἥρωας μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ εἶναι ἕνας ἐκλεπτυσμένος τουρίστας καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὰ λιμάνια, ποὺ σὰν πρωτοϊδωμένα ἱκανοποιοῦν τὴν περιέργεια καὶ προσφέρουν κι ἕνα ἐντυπωσιακὸ καὶ ἐρεθιστικὸ παζάρι. Ἐκεῖ ἀγοράζει, ἂν τοῦ κάνει κέφι, σεντέφια καὶ κοράλια κ.λπ. καὶ πολλὰ ἡδονικὰ ἀρώματα…
«ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικὰ»
Αὐτὸν τὸν στίχο τὸν παρέλειπαν στὶς σχολικὲς ἐκδόσεις παλιότερα, γιατί σκανδάλιζε ἀκόμα καὶ τοὺς ὑπερπροοδευτικοὺς ἐκπαιδευτικούς τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου!
Εἶναι τόσο κραυγαλέα ἡ διάψευση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς στὴν Καβαφικὴ σαπουνόπερα, ποὺ δὲν θὰ ἄξιζε νὰ τὴν σχολιάσει κανείς. Τὰ ἀκόμα ἔμβρυα, ποὺ μέσα στὴν μητρικὴ ἀσφάλεια ἀντιμετωπίζουν τὸ τρυπάνι τῆς ἔκτρωσης, τὰ παιδιὰ τῶν πολέμων, τῶν διαζυγίων, τῆς ἐκμετάλλευσης, οἱ γυναῖκες ἐμπόρευμα, τὰ νεαρὰ θύματα τῶν ναρκωτικῶν, οἱ ἐγκαταλειμμένοι γέροντες καὶ μέσα σ’ ὅλους αὐτοὺς ὅσοι βρίσκονται μπλεγμένοι ἀδυσώπητα μὲ τὰ χίλια κακά τῆς μοίρας χωρὶς ἐλπίδα, χωρὶς νὰ ἔχουν διδαχτεῖ τὸ «Κύριε ἐλέησον», ὅλοι αὐτοί, ποὺ σηκώνουν ἀθέλητα τὸν ἀθεράπευτο πόνο χωρὶς ὑποψία ἐλπίδας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶναι τὸ ἀντίστοιχο πραγματικό τοῦ συμβόλου τῶν ἀντιπάλων τῶν Λαιστρυγόνων καὶ τῶν Κικόνων καὶ τοῦ Κύκλωπα καὶ τῶν Σειρήνων. Πῶς λοιπὸν Κωνσταντῖνε Καβάφη λὲς πὼς δὲν θὰ βροῦμε τοὺς Λαιστρυγόνες καὶ τοὺς Κύκλωπες; Ἢ μήπως τὸ ἐμβρυάκι, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἕνα κύτταρο κι ἔγινε κανονικὸ ἀνθρωπάκι στὴν κοιλιὰ τῆς μαννούλας του, κουβαλοῦσε μέσα του τοὺς Λαιστρυγόνες καὶ τοὺς Κύκλωπες τοῦ μαιευτηρίου;! Καὶ συνεχίζει νὰ συμβουλεύει:
«Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχεις τὴν Ἰθάκη,
τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶναι ὁ προορισμός σου…»
Ἐδῶ προκαλεῖ τὸ διχασμὸ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀποδέκτη του ὁ Κ. Καβάφης, γιατί τοῦ προβάλλει δύο σκοπούς, τὸ ἡδονικὸ ταξίδι ὁ ἕνας καὶ τὸ «φθάσιμον» στὴν Ἰθάκη ὁ ἄλλος. Ἀπ’ τὴ ζωὴ ξέρομε ὅτι τὸ κίνητρο γιὰ τὴν πορεία εἶναι πάντα ὁ προορισμός. Ὁ προορισμός, ποὺ εἶναι ἡ ἀμοιβή, τὸ τελικὸ κέρδος τοῦ ὁδοιπόρου, γιὰ νὰ σηκώσει τὰ βάσανα τῆς διαδρομῆς, ἐδῶ γίνεται χαλαρό, χαλαρότατο κίνητρο καὶ ἡ διαδρομὴ οὐσιαστικὰ γίνεται τὸ κίνητρο γιὰ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι προφανὲς λοιπὸν ὅτι ὁ ποιητὴς ἐπιδιώκει νὰ μειώσει τὴ σημασία τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς ἐν γνώσει του βέβαια ὅτι μόνον ὁ σκοπὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀθάνατος καὶ αἰώνιος, ἐνῶ ὅλα τὰ πρὶν ἀπ’ αὐτὸν ὅσο «ὑψηλὰ» κι ἂν εἶναι, εἶναι θνητὰ ἢ ἀντλοῦν τὴν ἀξία τους μόνο ἀπὸ τὸν προορισμό.
Ἂς φανταστοῦμε νὰ θέσομε τὴν Καβαφικὴ φιλοσοφία σὰν αἴτημα στὸν ἀγώνα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως ἢ καὶ τῶν ἐθνικῶν ἡρώων. Αὐτόματα θὰ τοὺς μετατρέπαμε σὲ ἠθικοὺς καὶ ψυχολογικοὺς ἐπιδειξίες. Γιατί τέτοιους θέλει ὁ Κ. Καβάφης τοὺς ἀποδέκτες τῆς ποίησής του. Τονίζει ὅτι οἱ περιπέτειες κάνουν σοφὸ τὸν ἥρωα («νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ’ τοὺς σπουδασμένους … πλούσιος ἀπ’ ὅσα κέρδισες στὸ δρόμο…»). Προβάλλει τὴν πείρα καὶ τὴν γνώση ὡς ἰδανικά· εἶναι ὅμως ἰδανικά, ποὺ πεθαίνουν μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὰ κατακτᾶ. Ἀλήθεια τί θὰ τὴν κάνει τὴ γνώση, ὅταν θὰ φτάσει στὴν Ἰθάκη ὁ Ὀδυσσέας; Ὅταν θὰ ζεῖ λ.χ. στὸ πλάϊ τῆς πολυαγαπημένης του Πηνελόπης, θὰ ἀναπολεῖ τὴ γνώση, ποὺ ἀπόχτησε τόσα χρόνια κοντὰ στὴ Καλυψώ; Θὰ θυμᾶται βέβαια ὅτι ἡ «εὐπλόκαμος νύμφη» ἦταν ὡραιότερη κατὰ πάντα ἀπὸ τὴν Πηνελόπη καὶ ἡ Πηνελόπη «ἀκιδνοτέρη» κατὰ πάντα. Πλὴν ὅμως ὁ Ὀδυσσέας ἐδήλωσε καθαρὰ στὴν Καλυψῶ, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πλανέψει «καὶ ὡς ἐθέλω … νόστιμον ἧμαρ ἰδέσθαι» (καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ θέλω … νὰ ἰδῶ τὴ γλυκειὰ μέρα τοῦ γυρισμοῦ μου). Ἡ γνώση τῆς Καλυψῶς ἦταν γνώση τῶν αἰσθήσεων, ἐπιδερμική, ἐνῶ ἡ γνώση τῆς Πηνελόπης εἶναι μυστήριο βαθὺ κι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ κουβαλοῦσε μέσα του ὁ Ὀδυσσέας, δὲν τόμαθε στὸ δρόμο.
Ἂν εἶχε ἀρνηθεῖ αὐτὴ τὴ βαθειὰ γνώση ὁ Ὀδυσσέας, τὴ γνώση τοῦ προσώπου, καὶ εἶχε προτιμήσει τὴν ἐπιδερμικὴ γνώση τῆς Καλυψῶς τοῦ δρόμου, τότε θὰ ἦταν σοφὸς κατὰ τὸν Καβάφη:
«Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες μὲ τόση πείρα».
Καὶ τότε βέβαια ἡ Ἰθάκη θὰ τοῦ φαίνονταν «πτωχική», ὅπως φαίνεται ἡ κάθε ἀπατημένη σύζυγος στὰ μάτια τοῦ ξεμυαλισμένου ἄντρα της. Γι’ αὐτὸ ὁ Κ. Καβάφης καταλήγει μὲ τὴ χλευαστικὴ καταδίκη της Ἰθάκης, τῆς κάθε Ἰθάκης τοῦ κάθε ἀνθρώπου:
«ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες οἱ Ἰθάκες τί σημαίνουν».
Τί σημαίνουν ἀλήθεια οἱ Ἰθάκες; Σημαίνουν γιὰ τὸν Κ. Καβάφη τὸ ἀπατηλὸ φτηνὸ ἀλλὰ ὑπερτονισμένο ἰδανικό, ποὺ ἐνεργεῖ σὰν φανταστικὸ κίνητρο τῆς περιπέτειας, ποὺ εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅραμα ζωῆς ὅλων τῶν ἀλητῶν τῆς ζωῆς, ποὺ ὁ λαὸς τοὺς χαρακτηρίζει «χαμένα κορμιὰ» καὶ ὁ Ὅμηρος «ἄχθος ἀρούρης». Μὲ τέτοια φιλοσοφία ζωῆς μᾶς ταΐζει ὁ Κ. Καβάφης ἀλλὰ καὶ ἡ «προοδευτικὴ» παιδεία τοῦ «αἰῶνος τούτου».
ΙΘΑΚΗ (Κ. Καβάφης)
Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.
Νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·
νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά·
σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχεις τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξεῖδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει·
καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξεις στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκῶντας πλούτη νὰ σὲ δώσει ἡ Ἰθάκη.
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.
Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ἠ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν.
ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΣΤΗΝ «ΙΘΑΚΗ» (Κ. Γανωτῆς)
Σὰν βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
παλληκάρι μου,
πρῶτα νὰ κάνεις τὸ Σταυρό σου.
Γιατί εἶναι μεγάλο τὸ ταξίδι, ποὺ ἀποφάσισες
κι ἐσὺ δὲν ἀναπαύεσαι παρὰ μόνο στὴν Ἰθάκη.
Ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰθάκη καὶ τὸ δρόμο της
σοῦ τὰ δίδαξαν οἱ γονεῖς σου καὶ γι’ αὐτὸ
νὰ τοὺς εὐχαριστεῖς.
Ἴσως ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ σοῦ τὰ ποῦν ὅλα
τὰ συναπαντήματα, ποὺ θάχεις στὸ δρόμο σου.
Ἐσὺ ὅμως κοιτάζοντας τὶς ζάρες γύρω
στὰ μάτια τους, τοὺς ρόζους στὰ χέρια τους,
τὶς κουρασμένες κινήσεις τους,
θὰ τὸ κατάλαβες βέβαια πὼς τὸ ταξίδι τους
ἦταν κι αὐτῶν μία Ὀδύσσεια.
Καὶ Κίκονες καὶ Λαιστρυγόνες
καὶ Λωτοφάγους ἀντάμωσαν σίγουρα,
καὶ Κύκλωπες ἔπεσαν ἐπάνω τους
σίγουρα καὶ τοὺς τσαλάκωσαν.
Κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς σὰν τὸν Κωνσταντῖνο Καβάφη,
ἀπ’ τὸ φόβο τους κρύφτηκαν καὶ δὲν θέλησαν
νὰ παραδεχτοῦνε τὰ τέρατα.
Λένε ὅτι τὰ βλέπεις,
μόνο, γιατί τὰ κουβαλεῖς ἐντός σου.
Ἐσὺ ὅμως μὴν τὰ φοβᾶσαι·
γι’ αὐτὸ νὰ τὰ περιμένεις
Θάρθουν … καὶ τότε ρώτησε τοὺς γονεῖς σου
νὰ σοῦ ποῦνε πῶς τὰ πολέμησαν.
Ὅσοι ὥς τὰ βαθιὰ γεράματα κι ὥς τὸ βαθὺ
τὸν πόνο ἔχουν τὸ μάτι τους ἤρεμο,
τὴν καρδιὰ γαληνεμένη καὶ καλωσυνάτη,
αὐτοὶ νὰ σοῦ ποῦνε, ρώτησέ τους,
πῶς γλύτωσαν ἀπ’ τὴν Κίρκη, ἀπ’ τὶς Σειρῆνες
ἀπ’ τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη, ἀπ’ τὴν
Καλυψὼ καὶ πρὸ παντὸς ἀπ’ τὴ συνετὴ Ναυσικᾶ.
Γιατί μόνον αὐτοὶ ἔφτασαν πρὶν ἀπὸ σένα
στὴν Ἰθάκη. Εἶναι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες,
οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες.
Βέβαια ἔφτασαν μὲ τὰ μάτια κλειστὰ
στὴν Ἰθάκη τους. Μήπως κι ὁ Ὀδυσσέας
δὲν ἀποβιβάστηκε στὸ νησί του
κοιμισμένος πάνω σ’ ἕνα σεντόνι;
Ἀλήθεια, τί θάξιζε νὰ θωρεῖ καὶ τί νακούει
ἀπ’ ὅλο τὸν ἄλλον τὸν κόσμο τὴν ὥρα,
ποὺ πρόβαλε μπροστά του ἡ ἀγκαλιὰ τῆς Ἰθάκης;
Καὶ τὴ χαρά του στὸ πρωτοαντίκρυσμά της,
πῶς θὰ τὴν ἄντεχε ἡ κουρασμένη καρδιά του;
Πῶς ἐβάσκανε, ἀλήθεια, ὁ Καβάφης τὸ μεγάλο
αὐτὸ πανηγύρι τοῦ νόστου!…
Ὁ Ὅμηρος ὅμως δὲν ἄφησε τὸν Ὀδυσσέα
ν’ ἀκούσει τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς τοῦ Καβάφη,
πὼς τάχα ἡ Ἰθάκη εἶναι φτωχὴ καὶ τίποτα
δὲν ἔχει νὰ τοῦ δώσει, κι ἂν ἔχει μυαλό,
«θὰ τὸ κατάλαβε οἱ Ἰθάκες τί σημαίνουν».
Καὶ νὰ εὔχεται, λέει, νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
σὰν νὰ μὴν ἔφταναν τὰ εἴκοσι χρόνια
χωρὶς Πηνελόπη, χωρὶς Τηλέμαχο, χωρὶς Ἰθάκη.
Καὶ νὰ κάθεται, λέει, ὅσο μπορεῖ στὰ ἐμπορικὰ
λιμάνια, νὰ ψωνίζει χρυσαφικὰ κι ἀρώματα
ἡδονικὰ … ἔτσι γιὰ νὰ τὰ φορεῖ στὸ δρόμο του.
Βέβαια, ἂν ἐπίστευε πολὺ τέτοιες ἀνοησίες
ὁ Ὀδυσσέας, θὰ γίνονταν ἕνα ρεμάλι,
ποὺ κυλιέται στὰ χαμαιτυπεῖα τῶν λιμανιῶν.
Κι ἡ Πηνελόπη, ὁ Τηλέμαχος, ὁ Εὔμαιος
ἡ Εὐρύκλεια καὶ ὁ Ἄργος…
μάταια θὰ τὸν περίμεναν.
Εἶδες τί κακὸ εἶναι νὰ πιστέψεις ὅτι ἡ Ἰθάκη
δὲν ὑπάρχει ἤ, κι ἂν ὑπάρχει, πὼς
τίποτα δὲν ἀξίζει;
Ὁ Ὅμηρος ἔσπρωχνε θαρρετὰ τὸν Ὀδυσσέα
στὴν Ἰθάκη μὲ πίστη στὴν ὕπαρξή της,
πίστη ὅτι ὑπάρχει καὶ παραϋπάρχει ἡ ἀλησμόνητη
Ἰθάκη, ἡ θεσπέσια, πιστὴ Πηνελόπη, ὅλα ὑπάρχουν.
Κι ἀντὶ νὰ τοῦ εὔχεται νὰ ’ναι μακρὺς ὁ δρόμος
πρὸς τὴν Ἰθάκη του καὶ νὰ χασομερᾶ σὲ
ἐμπορεῖα Φοινικικὰ … ἐκάλεσε ἡ Ἀθηνᾶ
τὴν Αὐγούλα καὶ τῆς ἐμήνυσε ν’ ἀργήσει
τὸ ξημέρωμα ἐκείνη τὴ νύχτα, ποὺ ἀντάμωσαν
ὁ Ὀδυσσέας κι ἡ Πηνελόπη, κι ἔμειναν μίαν
ὁλόκληρη ἀτελείωτη νύχτα ἀγκαλιασμένοι
ὓστερ’ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια χωρισμό.
Ἐκείνη τὴ νύχτα πρέπει νὰ ἔσκασε ὁ Καβάφης.
Ἀφοῦ τοῦ εἶπα, σοῦ λέει, πὼς «ἄλλο δὲν ἔχει
νὰ σὲ δώσει ἡ Ἰθάκη, σοῦ ἔδωσε τὸ ὡραῖο
ταξίδι, κι ἂν φτωχὴ τὴ βρῆκες δὲν σὲ γέλασε»
καὶ ἄλλα τέτοια, αὐτὸς σημασία δὲν ἔδωσε
στὸ περίφημο ποίημά μου, μόνο τρυγάει καὶ
δὲ χορταίνει τὸ μέλι τῆς ἀληθινῆς Ἰθάκης.
Κι ὁ Ὀδυσσέας δὲν τοῦ χαρίζει οὒτ’ ἕνα βλέμμα!
Ἔτσι κι ἐσύ, παλληκάρι μου, βάδιζε μὲ πίστη
στὴν Ἰθάκη σου.
Γιατί «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα
τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν
ἀποκαλυφθῆναι».
3 σχόλια:
... ψῆϕο στῆς ϕ ρ ά σ η ς τὸν κελαρυστό ρυθμό
καὶ στὸ ἀβίαστο τῶν λ έ ξ ε ω ν ἀρμονικό συνταίριασμα
τοῦ Κωνσταντίνου Καβάϕη
καὶ ψῆϕο στὸν ἀ κ έ ρ α ι ο
τὸν λ ό γ ο
μὲ τὶς ἀλήθειες τὶς αἰώνιες
μὰ ἀπό τὸν κόσμο ξεχασμένες
τοῦ... ἄλλου Κωνσταντίνου...
τοῦ σπουδαίου κι ἀληθινοῦ ϕιλολόγου...
Αντίδωρο στο δώρο τού Καβάφη για την Ιθάκη.
Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ την Ιθάκη, σαν βγεις στον πηγαιμό για Τον Χριστόν,
νὰ εὔχεσαι νἆναι χρηστός ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος πειρασμούς, με τριβόλους και διαβόλους ας είναι, μα να είναι χρηστός ο τρόπος για να είναι χρηστός ο δρόμος.
Τοὺς δαίμονες καὶ
τὸν θυμωμένο δαίμονα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου πολλές φορές θα βρεις,
ποτέ σου δὲν θὰ νικηθείς αν Τον Χριστόν μιμηθείς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει,
ο Χριστός, όταν υπάρχει ο Χριστός, θάνατος δεν σε αγγίζει, και πετάς από χαρά, και όλα τα άλλα για
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας, και
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα που θὰ συναντήσεις,
όλα από τον Χριστόν επιτρέπονται, δεν γίνεται πολεμιστής χωρίς παράσημα, δεν γίνεται ζωή χωρίς χαράκωμα, όλα τα τρόπαια από τα χαρακώματα πηγάζουν, από τις μάχες τις εσωτερικές προέρχονται, και η νίκη είναι βραβείο της άλλης ζωής, αλλιώς
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου, όλα μάταια κονιορτός των άστρων καταλήγει, τα καταπίνει.
Νὰ εὔχεσαι νάσαι ταπεινός στὁ δρόμο.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι,
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
νὰ σταματήσεις σ᾿ ξωκκλήσια αγιοτικα,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις, αφού θα προσκυνήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
, όλα μάταια τα βλέπεις, τα ζεις,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά·
τόσο πιο πολύ τα αποφεύγεις
σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς, σε ασκηταριά άκμασε η αφθαρσία, άκμασε η αρετή, Μέγα Αντώνιο και άλλους της Νιτριας Αββαδες, να φτάσεις να τους μοιάζεις στην αρετή, γιατί έτσι μόνο έτσι θα μάθεις, Τον Χριστόν να συναντείς.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχεις τον Χριστόν.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ, εἶν᾿ ὁ Προορισμός σου,
μα δεν είναι,
είναι ταξίδι τόσο,
Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξεῖδι διόλου, τον εαυτόν σου βίαζε στην αρετή.
Όσα χρόνια και νὰ διαρκέσει·, τούς καρπούς μάζευε από τον δρόμο, απόλαυσέ τους στο ταξίδι σου,
καὶ Άγιος πιὰ ν᾿ ἀράξεις σε ουράνιο Περιβόλι,
πλούσιος στην ψυχή και στην καρδιά, μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
αφού άλλα από τον κόσμο, ξέχωρα, θεώρησες τα πλούτη, από τον δρόμο για τον παράδεισο.
Σε συνέχεια.. Το αντίδωρο..
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά, μόνο αν ποθείς Χριστόν σε σώζει!
Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ἠ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν.
Και ύστερα από όλα αυτά, αφού κλείστηκα στο ταμείο μου, αφού έφτασα στο μεγάλο γήρας,,, έκλαψα γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα.
Ωσάν αστραπή πέρασε από μπροστά όλη μου η ζωή, είδα που δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά,
μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζει ότι δεν έχει Χριστόν,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,κ με πνιχτά αναφιλητά έστω και αν συγχώρεσα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε.
Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά, έγινα ένα με εκείνα, και από τότε τρέχω και κουρνιάζω κάτω από τις τράπεζες των πλουσίων, μήπως και κάνα ψίχουλο χορτάσει την πείνα μου, την δίψα μου για Τον Χριστόν, μα ακούω μία φωνή από το υπερπέραν που λέγει' Χόρτασε από την ταπείνωση, το ψωμί τού Χριστού, διατίθεται η βασιλεία στους ταπεινούς από ετούτη την ζωή. Και ηταν τότε που ένα άστρο του ουρανού, μου ξεσήκωσε όλα τα βάρη, και μια Αγία Γέννηση με γέννησε στον παράδεισο. Ήταν η πιο παράξενη στιγμή ζωής που σε κάποια άστρα τού Ουρανού γράφτηκε ατέλειωτη, και ας έληξε το νήμα της..
Δημοσίευση σχολίου