Έθελα να’μουν το πουλλίν πριχού να τζ̌ιηλαδήσει,
τζ̌ειαμαί που ‘κόμα μάσ̌ιεται ούλλα να τα κουρτίσει,
που σκέφτηκεν τζ̌ι’αννοίματα βαθκειά μες τη φωνήν του,
να φαίνουνται τζ̌ι’ όσα ‘κρυψεν κάθε φοράν στο πειν του.
Τζ̌ιείνος που εν είδεν το φως που μέσα που τ’ αμμάδκια,
το πόξω πο’ σ̌ιει να θωρεί εν φως μ’ οσ̌σ̌ιές τζι’ αγκάθκια.
Εν το που μέσα πο’ν μπορεί σύννεφον να του ντζ̌ίσει,
τζ̌’ ούτ’ άνεμος εβρέθηκεν ποττέ για να το σβήσει.
Να μεν λαλείς ότι το φως εν πράμαν πο’ν το πκιάνεις,
πως ρέσσει που τα σ̌ιέρκα σου τζιαι φεύκει τζι’εν το φτάννεις.
Το φως κραδκιέται, τζ̌ι’άμαν πεις πως ότι εν δικό σου,
αννοίει στράτες ξέχωρες τζ̌ι’ άλλους τόπους ομπρός σου.
Το φως εν όπως το βουνόν αντάν να το χαλάσουν,
αντάν το κομμαδκιάσουσιν, τες πέτρες του να πκιάσουν
μα τζ̌είνον το κομμάτιν φως που ππέφτει στην αυλή σου
εν να ξανακομμαδκιαστεί που σεν τζιαι που το δειν σου.
1 σχόλιο:
... ἡ Ρωμανία ἀν πέρασεν...
ἀνθεῖ... καὶ φέρει κι ἄλλο...
Δημοσίευση σχολίου