Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Μάνα, χόρτασα;

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο, λαχανικό, κατσαρόλα και κείμενο

Το ‘λεγε η ψυχή της. Μικρόσωμη κι όχι ιδιαίτερα δυνατή, μα με «τσαγανό». Παρά την καταγωγή της, έβγαζε εκείνη την αρχοντιά των ανθρώπων που μόνοι τους πορεύονται στη ζωή και κρατούν, με δύο χέρια και μπόλικο ήθος, το τιμόνι στο σκαρί που το λένε «ευθύνη».
Το μάτι της έκοβε. Κοίταζε και «μετρούσε» ανθρώπους και καταστάσεις με οξυδέρκεια και τηρούσε απαρέγκλιτα έναν εδραιωμένο μέσα της κώδικα ηθικής και δικαίου. Δεν είναι σίγουρο πως γεννήθηκε με ισχυρή προσωπικότητα ή αναγκάστηκε να την αναπτύξει, για να προστατεύσει τον εαυτό της και το παιδί της.
Δύσκολα ερχόταν το φαγητό στο τραπέζι. Στερημένα χρόνια, αγροτική η φαμίλια που μεγάλωσε, βγήκε στο μεροκάματο από παιδάκι κι επειδή, κατά το κοινωνικό δεδομένο της εποχής, ήταν υποχρεωμένη να φροντίζει τα μικρότερα αδέρφια, παντρεύτηκε «μεγάλη», στα πατημένα 30 της. Είχε χορτάσει «τα χώματα» κι έτσι, το προξενιό με έναν άνθρωπο μειλίχιο και καλλιεργημένο, της φάνηκε σαν το καλειδοσκόπιο του ουράνιου τόξου μετά από μέρες πολλές με ισχυρή καταιγίδα.
Όταν κράτησε στα χέρια το παιδί της, η αίσθηση ευθύνης απέναντί του, χτύπησε κόκκινα. Θα έκανε τα πάντα για κείνο. Και τα έκανε. Όταν έχασε τον άντρα της, βρέθηκε και πάλι ολομόναχη πάνω στο σκαρί της ζωής της, να παλεύει μεσοπέλαγα. Αγόγγυστα, φυσικά, με τον ίδιο τρόπο που ανέπνεε, δούλευε και δούλευε και δούλευε... Σε ταπεινές, εργατικές δουλειές που απαιτούσαν πολύ κόπο, πολύ προσπάθεια κι απόλυτη προσήλωση. Κι ύστερα, με το βελονάκι σε «μπιμπιλωτές» δαντέλες και «μοτίφια», με το κέντημα σε «μετρητό» και σε «κοφτό», συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα κι έφερνε στο τραπέζι το πολύτιμο φαγητό.
Λιγόφαγος ο μικρούλης, με τα στρογγυλά κι αθώα του ματάκια, να την κοιτούν διερευνητικά. Το χάδι της, ελαφρύ. Τα χέρια της, αψιά από τις δουλειές. Ο έπαινός της, λιγοστός όπως κι ο καλός της λόγος. Τα «πρέπει» της, ισχυροποιημένα. Μα, κάθε μπουκιά, κάθε κουταλιά που έβαζε στο μικρό του στόμα, ήταν για κείνη η επιβεβαίωση πως θα κατάφερνε να τον μεγαλώσει, να τον «ανδρώσει».
«Μάνα, χόρτασα;» ρωτούσε ο μικρούλης με την παιδική του αφέλεια, προσδοκώντας να τον απαλλάξει από το καθήκον του «να φάει όλο το φαΐ του». Είχε τόσα να δει και να κάνει που το φαγητό ήταν για κείνον, περιττή υποχρέωση. Ο κόσμος που ανοιγόταν μπροστά του είχε πολλά βιβλία, βουτιές στη θάλασσα με τους φίλους του, ένα χιλιοχτυπημένο ποδήλατο, τα ολάνθιστα κι ασπρισμένα σοκκάκια, ένα σωρό δέντρα και πουλιά, το κατσικάκι που τον περίμενε να το πάει για νερό και να το αγκαλιάζει κρυφά από το λαιμό για να του πει τα μυστικά του, τον ξάδερφό του που καθισμένοι στα ψηλώματα του χωριού μετρούσαν τα λιγοστά αυτοκίνητα της εποχής...
«Μάνα, χόρτασα;» ξαναρωτούσε, ελπίζοντας να τον ελευθερώσει από αυτό το «καθήκον» που του στερούσε χρόνο από εκείνα που αγαπούσε. «Όχι, δεν χόρτασες!», απαντούσε εκείνη αυταρχικά κι αυστηρά, μπουκώνοντάς τον με μια τεράστια μπουκιά...
Ίσως και να μην αντιλήφθηκε ποτέ πόσο κόπο και πόσον ιδρώτα είχε εκείνη η μπουκιά που δεν ήθελε να καταπιεί. Ίσως και, εκείνη η μάνα που όλα τα έκανε να φαίνονται φυσικά, δεν ήθελε να επιτρέψει σε κανέναν, ούτε καν στο παιδί της, να καταλάβει πόσες θυσίες απαιτούνται για το «μεγάλωμα» ενός ανθρώπου. Και πως οι δικές της ανάγκες, οι μικρές κι απλές επιθυμίες, τα δικά της «θέλω», είχαν όλα συνθλιβεί για να χωρέσουν σε εκείνο το μεγάλο «πρέπει».
Σαν στάθηκε μπροστά στο κιβούρι της, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα και το κορμί σφιγμένο σαν εκείνη την ακτίνα του κακοπαθημένου παιδικού του ποδηλάτου, δεν είχε τι να της πει... Πως θα του έλειπε κάθε μέρα από όλη την υπόλοιπη ζωή του; Πως το καμάρι στα μάτια της σαν πήρε το πτυχίο του, ήταν πιο σπουδαίο κι από τον πιο τρυφερό της λόγο που σπάνια εξέφραζε; Πως η ισχυρογνωμοσύνη της και η επιμονή στο καθήκον, ήταν μια διδαχή αξιών; Το χέρι της που έψαχνε το δικό του, τις ώρες που τα γηρατειά κι η αρρώστια νικούσαν την ισχυρή της θέληση, ήταν το πιο μεγάλο της χάδι. Κι η αγάπη της, αυτή που με λόγια δεν εκφραζόταν, ήταν το αόρατο -καλοπλεγμένο από τα χέρια της- νημάτινο ζακετάκι που ζέσταινε τις μέρες του.
«Μάνα, χόρτασα;;;;!», τη ρώτησε για ύστατη φορά.
Κι ήταν, σαν να την άκουγε, με την ασθενική της φωνή, να του απαντά:
«Όχι, γιε μου... Έχεις πολλές μπουκιές ζωής ακόμη!»

2 σχόλια:

Θαλασσινός είπε...

"Μάνα κράτα με... " φωνάζω την Παναγία μας, όταν ορμάνε βουνά τα κύματα να με καταπιούν, στον πολυτάραχο τού βίου αρχιπέλαγος της ζωής...

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

... μάνα χόρτασα... !

ἀλλά...βρὲ μὰνα...
τι νἆναι ἀλήθεια,
ἐτοῦτο δῶ, τελικά, τὸ... ϕαΐ... ;

μὴν εἶναι ἀνάγκη... ;
(ἀναγκαιότητα... ὀργανική… ; )

μήπως κριτήριο... κοινωνικῆς
θέσης,
σὲ τοῦτο τὸ ἀγώνισμα κοινωνικῆς διαστρωμάτωσης... ;

μήπως τέχνη περίτρανη
τῆς τὲρψης τοῦ λάρυγγα
καὶ ὀψοποιῶν μαγγανεία... ;

ρὲ μπάς καὶ τὸ κάναμε, ἀσυναίσθητα,
μὶα... ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ὀδυνηρή μαθητεία
καὶ λαιμαργίας εκπαίδευση... ;
(Κωστάκη... θὰ τὸ ϕᾶς ὅλο σου τὸ ϕαΐ... )

νομίζω, μάνα, πὼς τελικά τὴν πατήσαμε
ἀϕοῦ πιαστήκαμε καθῶς ϕαίνεται καὶ κρεμόμαστε στὸ τσιγκέλι...
(κορόϊδα... )

κι ἔρχεται πείνα...

ἀληθινή...

καὶ... ἤ ποὺ θὰ πᾶμε χαμένοι...
ἤ τελικά,
μήπως... κάπως ξυπνήσουμε...


(ὄχι ὅμως, γιὰ νὰ ἀλλάξουμε... μονάχα... πλευρό... )