Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ, λίγο ύπνο για να πάρω, είδα όνειρο μεγάλο. Παντρεύεται η αγάπη μου, το κάνει για γινάτι μου και παίρνει τον εχθρό μου, για το πείσμα το δικό μου. Με κάλεσαν και στη χαρά, βάστα καημένη μου καρδιά, άιντε για να πάω να στεφανώσω, δυο κορμάκια να ενώσω. Βάζω τα στέφανα χρυσά, βάστα καημένη μου καρδιά, και λαμπάδες απ’ ασήμι, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου