Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Ο κυρ-Νίκος Πεντζίκης+

 Μπορεί να είναι απεικόνιση 1 άτομο

 ιερομόναχος Συμεών (Περουβιανός)*
Θα σας μιλήσω για τον Πεντζίκη, τον κυρ-Νίκο, που γνώρισα όταν ήμουνα είκοσι τεσσάρων-είκοσι πέντε χρονών. Είχα περίπου έναν χρόνο στην Ελλάδα. Και τον συνάντησα για πρώτη φορά χάρη σ’ έναν φίλο που γνώρισα στο Παρίσι, όταν ζούσα εκεί, από ηλικία είκοσι έως είκοσι τριών χρονών, ηλικία στην οποίαν ήρθα στην Ελλάδα για να γίνω μοναχός. Τότε είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για την Ορθοδοξία, και να συναναστρέφομαι με Ορθοδόξους στη Γαλλία· έτσι συνάντησα τον, τώρα πια μακαρίτη, Απόστολο Καρούλια, και γίναμε φίλοι. Αυτός με έφερε σε επαφή με τον Πεντζίκη. Ήταν το τέλος του 1974 ή αρχές του ’75. Θυμάμαι μου είπε: «Θα ήθελα να γνωρίσεις έναν πολύ ωραίο άνθρωπο που ζει εδώ, στη Θεσσαλονίκη, είναι ποιητής, συγγραφέας, και ζωγράφος». Και έτσι, πήγαμε σπίτι του, όπου μας δέχτηκε ευγενικά. Με την πρώτη συνάντηση, ο ένας συμπάθησε τον άλλον αμέσως. Και από τότε γίναμε στενοί φίλοι για δεκαεφτά, δεκαοκτώ χρόνια, δηλαδή μέχρι την κοίμησή του.
Στην αρχή μιλούσαμε στα γαλλικά, γιατί τα ελληνικά μου ήτανε λίγα. Όταν κατέβαινα από το Όρος, πήγαινα στη Θεσσαλονίκη και περνούσα τις μέρες μου ακούγοντάς τον και συζητώντας μαζί του για ώρες. Πολλές φορές η σύζυγός του, η κυρία Νίκη, ερχότανε και, με καλοσύνη, μας έφερνε κεράσματα, με κρατούσε και για φαγητό το μεσημέρι.
Περιττό να σας πω ότι ο Πεντζίκης ήτανε ένας άνθρωπος όχι μόνο πάρα πολύ ευαίσθητος, αλλά και εξαιρετικά μορφωμένος και ευφυής. Ήξερε όχι μόνο πολύ καλά τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και τον δυτικό πολιτισμό, βιωματικά και γνωσιολογικά. Φορέας αυτής της ελληνορθοδόξου παραδόσεως, ο Πεντζίκης, βασικά, ήταν ένας μηδενιστής, ένας άνθρωπος που είχε φτάσει στο μηδέν· στο μηδέν είχε ανακαλύψει τη γονιμότητα του μηδενός. Στο μηδέν αισθανότανε τη Μονάδα που είναι Τριάδα. Και όλη η προσπάθειά του ήταν η προσπάθεια ενός πολύ ευαίσθητου ανθρώπου, ενός ποιητή, διότι ο Πεντζίκης, ουσιαστικά, ήτανε ποιητής.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε αυτό το χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό που έχει κάθε αληθινός ποιητής, το οποίο είναι αυτή η μανική ανάγκη ν’ αγαπά, αυτή η ανάγκη να βγαίνει διαρκώς έξω από τον εαυτό του, ζητώντας τη χαρά που βρίσκει κανείς όταν στο μηδέν νιώθει αυτήν την λεπτή αύρα που είναι η χαρά και η δροσιά. Αυτός ήταν ο καλλιτεχνικός τρόπος που είχε ο Πεντζίκης να εκκλησιάζεται, ο τρόπος, λέγω πάλιν, ενός ποιητή που βίωνε το μηδέν, που είχε αυτή τη λαχτάρα της υπέρβασης του μηδενός, να αισθανθεί αυτή τη δροσιά, την παρηγοριά, που χαρίζει αυτή η Μονάς που είναι η Τριάς. Αυτή, νομίζω, ήταν η καθημερινή εργασία του Πεντζίκη. Και ζητούσε στο μηδέν να πλησιάζει αυτόν στον οποίον πίστευε, τον αναστάντα από τον τάφο Χριστό, και, ταυτόχρονα, να ενώνει αυτήν τη Μονάδα και όλο τον ουράνιο κόσμο με το σήμερα, με την πραγματικότητα, με την καθημερινή ζωή. Και γι’ αυτό έπαιρνε, παραδείγματος χάριν, τα κείμενα των αγίων Πατέρων ή τον Συναξαριστή και τα ένωνε με τον λογαριασμό της ταβέρνας, όπου είχαμε πιει κρασί και φάει ψάρια και πατάτες τηγανητές. Και έτσι, ποιώντας αυτό, να βρει την ουράνια αρμονία για να την εντάσσει στην καθημερινότητα, ώστε να βγει κάτι που να έχει μία αρμονία και αυτό το φως, για το οποίο μίλησε προηγουμένως ο κύριος Δημήτρης Μαυρόπουλος· αυτή ήτανε η ποιητική διαδικασία του Πεντζίκη, είτε γράφοντας είτε ζωγραφίζοντας, δηλαδή πώς να ενώσει τον ουρανό με τη γη, και αυτό του έδινε χαρά και λύτρωση, μπορούσε να υπερβεί τον εαυτό του. Αγωνία υπαρξιακή, που είχε ως σύγχρονος άνθρωπος, θεράποντας άλλης αισθητικής, μοντέρνος καλλιτέχνης, που ζούσε το μηδέν.
Όταν γνώρισα τον Πεντζίκη, με τα πλούσια άσπρα μαλλιά του και τα σπινθηροβόλα μάτια του, αισθανόμουνα ότι είχα μπροστά μου έναν Θεό του Ολύμπου.
Να σας πω κι ένα ανέκδοτο. Όταν πρωτογνωριστήκαμε, εγώ τον έλεγα «κύριε Πεντζίκη». Και αυτός μου έλεγε: «Α, όχι, όχι, όχι, όχι! Θα με λες Νίκο». Και μετά πρόσθεσε: «Όχι, όχι! Θα με λες nigaud», που nigaud στα γαλλικά σημαίνει ηλίθιος. Και εγώ, φυσικά, δε δεχόμουνα. «Όχι, όχι! Επιμένω να με λες nigaud!». Καμιά φορά, αστειευόμενος το έλεγα. Όμως, κάναμε έναν συμβιβασμό να τον λέω Νίκο. Τότε πολλοί φίλοι μού έκαναν παρατήρηση: «Είσαι τόσο νέος. Πώς μιλάς στον κύριο Πεντζίκη, που είναι μεγαλύτερός σου τόσα χρόνια, και τον λες Νίκο;». Αυτή την παρατήρηση μου την έκανε και ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, μου την έκανε και η κυρία Νίκη. Εγώ όμως υπάκουσα τον κυρ-Νίκο, που μου έλεγε συνέχεια «Όχι, όχι! Θα με λες Νίκο». Τελικά, μια μέρα κάναμε μια διαπραγμάτευση, παρουσία της κυρίας Νίκης, και αποφασίσαμε να τον λέω «κυρ-Νίκο». Και έτσι μου έχει μείνει να αναφέρομαι στον Πεντζίκη ως τον «κυρ-Νίκο».
Θα ήθελα, τώρα, να σας διαβάσω ένα κείμενο, που είναι από τα κείμενα που τα είχε ως παράδειγμα γραφής ο Πεντζίκης. Δεν είναι πολύ μεγάλο. Νομίζω ότι αξίζει να το διαβάσω. Αυτό το κείμενο μου το είχε διαβάσει δυο τρεις φορές ως δείγμα άριστης γραφής. Είναι του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Λέει ως εξής:
«Εἷς ὁ Θεός, ὅτι μία Θεότης· ἄναρχος, ἁπλῆ καὶ ὑπερούσιος καὶ ἀμερὴς καὶ ἀδιαίρετος· ἡ αὐτὴ μονὰς καὶ τριάς. Ὅλη μονὰς ἡ αὐτὴ καὶ ὅλη τριὰς ἡ αὐτή. Μονὰς ὅλη κατὰ τὴν οὐσίαν ἡ αὐτὴ καὶ τριὰς ὅλη κατὰ τὰς ὑποστάσεις ἡ αὐτή. Πατὴρ γὰρ καὶ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα Ἅγιον ἡ Θεότης· καὶ ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ Θεότης· ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί ἡ αὐτὴ καὶ ὅλος ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Πατήρ· καὶ ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτὴ καὶ ὅλος ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Υἱός· καὶ ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἡ αὐτὴ καὶ ὅλον ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ὅλη Πατὴρ καὶ ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί· καὶ ὅλος ἐν ὅλῃ ὁ Πατήρ· καὶ ὅλη ὅλος ὁ Πατήρ. Καὶ ἐν ὅλῃ ὅλος ὁ Υἱός τῇ αὐτῇ· καὶ ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καὶ ὅλος ὅλη καὶ ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Υἱός. Καὶ ὅλη Πνεῦμα Ἅγιον ἡ αὐτή· καὶ ἐν ὅλῳ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ· καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅλον ὅλη· καὶ ὅλον ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Οὐ γὰρ ἐκ μέρους ἡ Θεότης ἐν τῷ Πατρὶ ἢ ἐκ μέρους Θεὸς ὁ Πατήρ· οὔτε ἐκ μέρους ἐν τῷ Υἱῷ ἡ Θεότης ἢ ἐκ μέρους Θεὸς ὁ Υἱός· οὔτε ἐκ μέρους ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ Θεότης ἢ ἐκ μέρους Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Οὔτε γὰρ μεριστὴ ἡ Θεότης, οὔτε ἀτελὴς Θεὸς ὁ Πατὴρ ἢ ὁ Υἱὸς ἢ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀλλ᾿ ὅλη ἐστὶν ἡ αὐτὴ τελεία τελείως ἐν τελείῳ τῷ Πατρὶ καὶ ὅλη τελείως ἐν τελείῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτὴ καὶ ὅλη τελείως ἡ αὐτὴ ἐν τελείῳ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅλος γὰρ ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματι τελείως ἐστὶν ὁ Πατήρ· καὶ ὅλος ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί καὶ τῷ Πνεύματι τελείως ἐστὶν ὁ Υἱός· καὶ ὅλον ἐν ὅλῳ τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ τελείως ἐστὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· διὸ καὶ εἷς Θεὸς ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Μία γὰρ καὶ ἡ αὐτὴ οὐσία καὶ δύναμις καὶ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, οὐκ ὄντος οὐδενὸς τοῦ ἑτέρου χωρίς, ἢ νοουμένου.»
Αυτό το κείμενο είναι ένα από τα κείμενα που είχε για πρότυπο παράστασης του λόγου με γράμματα ο Πεντζίκης, ως συγγραφέας.
Η Ελλάδα μου έχει κάνει πολλά δώρα. Το ένα είναι που είμαι χριστιανός Ορθόδοξος μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοση, άλλο είναι η ελληνική γλώσσα, μετά μου έχει κάνει αυτό το μεγάλο δώρο να έχω γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, ο οποίος με αγαπούσε πάρα πολύ, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Έχω διδαχτεί πάρα πολλά από αυτόν, ιδίως, ξέρετε, αυτή την ικανότητα που είχε να θαυμάζει. Και αυτό είναι το γνώρισμα του κάθε αληθινού ποιητή. Μπορούσε να θαυμάζει ένα λουλούδι, ένα κουνούπι, και να έχει ακόμα μία εμπειρία πνευματική, όταν έτυχε κάποτε να αγγίξει με το πρόσωπο του κάποιες κάλτσες απλωμένες σε μια ταράτσα.
Θέλω να σας διαβάσω μια αφιέρωση που μου είχε κάνει εδώ, στο βιβλίο Αντρέας Δημακούδης. Οι αφιερώσεις που μου έκανε ο Πεντζίκης είναι τόσο ωραίες, και όχι μόνο γιατί δείχνουν τα αισθήματά του, αλλά δείχνουν και τη γραφή του, και την ταπείνωση που είχε. «Φίλε, εν Χριστώ αδελφέ Συμεών, που ήρθες από τόσο μακριά, εκλέγοντας τη σωστή οδό της σωτηρίας νέκρωσης, που εγώ ο ασεβής, παίζοντας με την ευσεβή πράξη σου, σε απεικόνισα τελειωθέντα αγχόνη, κάνε μία ευχή από καρδίας για μένα και το βιβλίο μου το νεότευκτο, σε παρακαλώ, ο χαμαίζηλος που σε τιμώ παραπανίσια.»
Με τον Πεντζίκη πολλές φορές παίζαμε κρεμάλα, και μια φορά με έπιασε και με κρέμασε, επειδή δεν ήξερα τη λέξη Νίκσιτς, που ήταν η παλιά πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου. Και τότε με είχε κρεμάσει, είχε κάνει και το σχέδιο και όλα αυτά. Ήμουν εγώ κρεμασμένος και είχε γίνει ένας πίνακας, ένα πεντζικικό ταμπλό, ας πούμε. Και μου λέει: «Σου το χαρίζω να το πας στους γονείς σου, που θα πας επίσκεψη» μετά από δέκα χρόνια που έλειπα από το Περού και πια ήμουνα και μοναχός και ιερομόναχος, πήγα στους γονείς μου αυτόν τον πίνακα, οι οποίοι χαρήκαν και τον κρέμασαν στο σαλόνι. Όμως, μετά από πολλά χρόνια, που ξαναπήγα στο Περού για δεύτερη φορά, όταν επέστρεψα, λέω εγώ στον κυρ-Νίκο: «Νίκο, ξέρεις, μπήκανε στο σπίτι των γονέων μου και έκλεψαν τους πίνακες όλους, αλλά άφησαν μόνο τον δικό σου». Και με κοίταξε λίγο στραβά· μάλλον, δεν του άρεσε πολύ αυτό! Μετά, όταν κοιμήθηκαν οι γονείς μου, πήρα τον πίνακα πίσω και τον έχω μαζί μου.
Επίσης, όταν διάβασα για πρώτη φορά το Αντρέας Δημακούδης, ήμουνα τότε είκοσι έξι χρονών περίπου και, μάλιστα, το διάβασα με πολύ κόπο, γιατί τα ελληνικά μου ήταν περιορισμένα, όμως το διάβασα σιγά σιγά, με βοήθεια λεξικού· αφού το τέλειωσα, τον παίρνω τηλέφωνο (τότε στο Άγιο Όρος το τηλέφωνο ήταν του Μεσαίωνα, δηλαδή ήταν με μανιβέλα, έπρεπε να καλέσεις το κέντρο, για να σε συνδέσουν), και με πολύ ενθουσιασμό του λέγω: «Κυρ-Νίκο, διάβασα το Αντρέας Δημακούδης και μου άρεσε πάρα πολύ». Απάντηση: «Ε, είσαι ακόμα πολύ νέος, γι’ αυτό».
Ο ίδιος θεωρούσε ως καλύτερό του βιβλίο το Αρχείον. Πραγματικά, είναι πολύ σπουδαίο, θέλει κανείς, όμως, πολλή υπομονή να το διαβάσει όλο! Αλλά σ’ αυτό το βιβλίο του, μου έκανε μια πολύ όμορφη αφιέρωση, επίσης· επιτρέψατέ μου να σας τη διαβάσω: «Στον εξ Αρεκίπας, Λίμας, Κούζκο, Άνδεων και Αμαζονίου των Ίνκας, που λάτρευαν ως θεό τον ήλιο, εγκατασταθέντα εις Περού, απόγονο των Ισπανών κονκισταδόρων, γνώστη των πολιτιστικών εξελίξεων των πέντε ηπείρων, τελικώς εν Ελλάδι παραμένοντα και δη εν Αγίω Όρει και εις Κελίον του Τιμίου Σταυρού μοναχόν, μονήρη και ποιητήν Συμεώνα, με αγάπη Χριστού».
Ο κυρ-Νίκος, που είχε πολλή αγάπη και γενναιοδωρία, μπορούσε, επίσης, να θυμώνει και, Θεέ μου, όταν θύμωνε: βροντές, αστραπές, σειότανε η πολυκατοικία ολόκληρη! Και μένα μερικές φορές, λίγες φορές, μου είχε βάλει τις φωνές αλλά, ξέρετε, ενώ είμαι πολύ ευαίσθητος και θίγομαι και πληγώνομαι εύκολα, ο Πεντζίκης δε με πλήγωσε ποτέ. Και όταν θύμωνε, μετά από δευτερόλεπτα ήτανε αρνί, ήτανε γαλήνιος, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όμως ο ίδιος στενοχωριότανε που θύμωνε. Μου έλεγε: «Είναι σαν να κατακρημνίζεται το σπίτι σου, το εσωτερικό σου σπίτι». Μετανοούσε γι’ αυτό. Αλλά, πρέπει να πω, ο θυμός του ήταν ολύμπιος!…
Την ευχή του να έχουμε. Όντως, ήτανε ένας πολύ ωραίος άνθρωπος. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους ωραίους ανά τον κόσμο, διότι ωραίοι άνθρωποι υπάρχουν παντού, λίγοι μεν και μερικές φορές οι άνθρωποι οι ωραίοι δεν είναι πάντα ωραίοι, και οι άλλοι, που δεν είναι πάντα ωραίοι, έχουνε στιγμές που είναι πολύ ωραίοι. Ο Πεντζίκης ήταν ένας άνθρωπος θαυμάσιος και μοναδικός στην ιστορία του ελληνισμού. Για μένα είναι ο καλύτερος και ασύγκριτος Νεοέλληνας συγγραφέας, και ίσως ο καλύτερος στον κόσμο, μόνο που δύσκολα μπορούν να αποδοθούν τα κείμενά του σε άλλη γλώσσα. Αυτά είχα να σας πω.


*[Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 13.6.2023 στον Σύλλογο των Αθηναίων, στην Πλάκα, σε εκδήλωση για τα τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Ν.Γ. Πεντζίκη]

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

...πὼς γίνεται μετά ἀπ’ αὐτό
τὸ τριαδολογικό κείμενο
τοῦ Ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ο μ ο λ ο γ η τ ο ῦ ,

κάποιου δηλαδή ποὺ ὑπέμεινε τὰ πάνδεινα, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας

χωρίς νὰ ἀλλάξει
καὶ νὰ συμβιβάσει τὴν ἀλήθεια
μὲ τὸ ...περίπου...τὸ νοθευμένο..τὸ ψεύτικο....

νὰ ὑπάρχουν...
ζηζιούλειες ἀποκλίσεις...;