Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

ἐ ν τ ο λ ὴ ἐ κ κ έ ν ω σ η ς

Μπορεί να είναι εικόνα δέντρο

Μοῦ ζήτησαν νὰ φύγω
μὲ νοήματα καὶ οὐρλιαχτά,
ν’ ἀφήσω τὸ σπιτικό μου
στῆς φωτιᾶς τὸ πέρασμα.

Πρέπει νὰ τρέξω μακρυά,
νὰ τρέξω, νὰ σωθῶ·
οἱ ἔχοντες εὐθύνη
μὲ ὑπεύθυνα μηνύματα
μέ προειδοποίησαν,
πῶς ἂν δείξω δισταγμό,
ἀποποιοῦνται κάθε εὐθύνης.

Λοιπόν, νὰ τρέξω, νὰ σωθῶ·
μὰ πῶς τὸ σπιτικό μου
στῆς φωτιᾶς τὸ πέρασμα
νὰ τὸ ἐγκαταλείψω.

Στέκομαι στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου
καὶ κοιτῶ τὰ σπλάχνα του,
τὰ σκοτεινά του τὰ δωμάτια
ἐκεῖνα ποὺ ἤδη πνίγονται ἀπὸ καπνούς.

Τὸ παίρνω πιὰ ἀπόφαση.
Εἰσέρχομαι, εἰσοδεύω.
Ἴσως προλάβω τελικά,
νὰ πάρω τὰ ἀπαραίτητα,
ἐκεῖνα τὰ ἀναγκαῖα,
ἴσως καὶ τὰ πολύτιμα.

Μὰ ποιά τὰ ἀπαραίτητα
καὶ ποιά τὰ ἀναγκαῖα γιὰ νὰ ζεῖς;
Καὶ τελικά, πολύτιμα ποιά εἶναι;

Χρόνο πολὺ δὲν ἔχω,
πρέπει ἀπὸ κάπου ν’ ἀρχίσω νὰ μαζεύω…
ἀπ’ τὸ τραπέζι τὴν εὐωδία τοῦ ψωμιοῦ,
κι ἀπ’ τὸ ντουλάπι τὴ ζεστασιὰ τοῦ ρούχου·
ἀπ’ τὸ γραφεῖο τὶς λέξεις τῶν χαρτιῶν,
κι ἀπ’ τὸ ράφι τὰ λόγια τῶν βιβλίων·
ἀπ’ τὴ γωνιὰ τὰ δάκρυα τοῦ πένθους,
κι ἀπ’ τὸ σαλόνι τὰ τραγούδια τῆς γιορτῆς·
ἀπ’ τὸν καθρέφτη τῆς γυναίκας μου τὴν ὄψη ,
κι ἀπὸ τὸ δάπεδο τὸν μόχθο τῆς ψυχής της·
ἀπ’ τὸ κρεβάτι τὸ νόημα τοῦ ν’ ἀγαπᾶς,
κι ἀπὸ τὴν κούνια τὸ κλάμα ἑνὸς μωροῦ·
ἀπ’ τὸ διάδρομο τὸ τρέξιμο τῶν γιῶν μου,
κι ἀπ’ τὴν καρέκλα τοῦ πατρός μου τὴ σκιά·
ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸ φῶς τῆς νέας μέρας,
κι ἀπ’ τὴν αὐλή τοῦ φθινοπώρου τὴ βροχή·
ἀπ’ τὸ καντήλι τὸ σβηστὸ τὴ φλόγα ποὺ δὲν καίει,
κι ἀπ’ τῆς εἰκόνας τὴ μορφὴ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Στέκομαι φορτωμένος
στὸ κέντρο τοῦ σπιτιοῦ μου.
Πρέπει νά φύγω, τὸ ξέρω·
νὰ τρέξω, δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογή·
νὰ σωθῶ, μὰ πῶς;

Οἱ ρίζες μου ἔχουν χωθεῖ σ’ αὐτὴ τὴ γῆ·
κι ὁ κορμός μου στὸν τόπο αὐτὸ αὐξήθηκε·
κι ἡ φυλλωσιά μου τὸ μέρος αὐτὸ γνωρίζει·
καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν στοὺς κλώνους μου,
-οἱ μνήμες καὶ τὰ ὄνειρα, οἱ πόνοι κι οἱ χαρές μου-
ἐδῶ ἔχουν τὶς φωλιές τους.

Μοῦ ζήτησαν νὰ φύγω,
νὰ τρέξω, νὰ σωθῶ·
μὰ ἐγὼ στέκομαι ἐδῶ
μέσα στὸ σπίτικό μου,
ὡς ἕνα δένδρο γέρικο
δίπλα στὰ ἄλλα δένδρα
ποὺ τά ‘καψε ἡ φωτιά.

Νὰ τρέξω λοιπὸν… μὰ πῶς;


π. Μιλτιάδης Ζέρβας

3 σχόλια:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

..."τρέχουμε" τώρα...

"τρέχουμε"...

φώναζε ο λοχίας στό
στρατό...

κι ο...πνευματώδης λοχαγός...συμπλήρωνε

δεν τρέχουμε...

π ε τ ά μ ε...

...

...τρέχαμε λοιπόν...
να φύγει η μαλθακότητα
από πάνω μας...

να γίνουμε στρατιώτες
...

αυτό το τρεχαλητό τώρα
το τόσο απίστευτο
και ξαφνικό

που τσακίζει
κόκκαλα...

τρέχοντας μακρυά από
όσα υπήρξαν το κέντρο

μιάς ζωής...
σαν όνειρο...

να ξεφύγει ο κόσμος από
το θηρίο που απειλεί να καταβροχθίσει

τα ί χ ν η μιάς ζωής...

μήν και είναι τελικά
ένα από τα τόσα καινούρια
πράματα
που...χώνονται στή ζωή μας ζητώντας μας να
γίνουν...

μιά...
κάτι σάν...
μεταχλιδάτη...

εν...οθονισμένη...

νέα...απόλυτα φαντασιακή
πραματικότητα(;)...


Βασίλης είπε...

Γιατί μας έρχονται στο νου μέσω του συλλογικού υποσυνείδητου μνήμες από την εκκένωση των οικιών των Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας το 1922 και τον ξεριζωμό τους ?

Πάνω από 600.000 νέοι κυρίως Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ξεριζωθεί από την Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια αναζητώντας μια καλή δουλειά, ένα Κράτος που να λειτουργεί αξιοκρατικά και όχι με το "μέσο". Μετά κι από αυτή τη καταστροφή θα φύγουν άλλοι τόσοι. Μήπως τελικά αυτό θέλουν ?

Μήπως τελικά το ψευτορωμαίϊκο καθεστώς , απογόνων των Κωλέτηδων και των Μαυροκορδάτων , έχει πορωθεί τόσο πολύ από την κατάχρηση εξουσίας και πλούτου που δεν θα αφήσει τίποτα πίσω του παρά μόνο καμένη γη?

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

...και των κοραήδων
αφερφέ μου...

και των φαρμακίδιδων...