Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Θεόφιλος_ Ο φουστανελάς ζωγράφος που θεωρήθηκε μισότρελος, ωστόσο αποθεώθηκε




Ο συγγραφέας Β. Παππάς μιλά για τον Θεόφιλο, τον πατριώτη καλλιτέχνη που οι Έλληνες χλεύαζαν και έγινε ήρωας μετά θάνατον
Θεόφιλος, ο «Αχμάκης»
Χρειάζεται τολμηρή αισιοδοξία για να ασχοληθεί ένας συγγραφέας με έναν καλλιτέχνη που δεν διαθέτει μια φασαριόζικα άδεια προσωπικότητα. Τύποι που η τέχνη τους είναι μέτρια ή κακή επιδεικνύονται υπερβολικά από τα σύγχρονα σημερινά μέσα προβολής. Ο συγγραφέας και ζωγράφος Βαγγέλης Παππάς επιχείρησε λοιπόν να γράψει για τον φουστανελά Θεόφιλο, τον λαϊκό ζωγράφο που στον τόπο και τον χρόνο, όπου έζησε και δημιούργησε, θεωρήθηκε μισότρελος. Παραδόξως η Δύση τον εκτίμησε και τον ανύψωσε ως μεγάλο τεχνίτη. Τότε ξέχασαν οι δικοί μας τα “Κουσούρια” που του πρόσαπταν κι από τότε τον Θεόφιλο τον καμαρώνουμε πια ως έναν δικό μας που μεγαλούργησε, και εκτιμήθηκε δικαίως απ’ όλο τον κόσμο.



Σήμερα όλο και λιγότεροι απολαμβάνουν να παρακολουθήσουν τα στάδια της διαδρομής ενός ανθρώπου σημαντικού γιατί αδημονούν για το καλό τέλος κι αυτό αρκεί. Ο Θεόφιλος εισέπραξε την απόρριψη, έζησε την κάθε ημέρα της και γεύτηκε την πίκρα της. Φόρεσε την φουστανέλα και τις αρχαίες στολές ελευθερώνοντας τον εαυτό του από την καλή γνώμη. Το μεσουράνημα του Θεόφιλου, ήταν το πώς έζησε. Τα υπόλοιπα και η δόξα ήταν το αποτέλεσμα. Αυτή η ζωή απασχόλησε και κέντρισε τον συγγραφέα Βαγγέλη Παππά με τον οποίο κάναμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ο Βαγγέλης Παππάς γεννήθηκε στον Πειραιά, σπούδασε στην σχολή Καλών Τεχνών αλλά μαθήτευσε και την Βυζαντινή Τέχνη κοντά στους μεγαλύτερους εν ζωή δασκάλους. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας δημιούργησε το περίφημο Μουσείο του Ρούπελ στο Πετρίτσι Σερρών. Στην συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και μέχρι σήμερα έχει στήσει 9 ατομικές εκθέσεις, με έργα του σε Ελλάδα κι εξωτερικό. Το 2014 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο: Το συναξάρι του Μεγαλομάρτυρα Αθανάσιου Διάκου, από τις εκδόσεις Παρρησία. Τον Νοέμβριο του 2018 εκδόθηκε το νέο του βιβλίο, από τις εκδόσεις Εν Πλω, Ο Αχμάκης, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Στην συζήτηση για το εγχείρημά του ειπώθηκαν τα ακόλουθα:


Στην γραφή σας για την ζωή του Θεόφιλου διακρίνεται ότι υποστηρίζετε πως ο Θεόφιλος, ο λαϊκός ζωγράφος του 19 αιώνα, ένας ανατρεπτικά ταπεινός καλλιτέχνης ήταν ίσως από τις σπάνιες μορφές στη σύγχρονη ιστορία μας που κατάφερε να αναστήσει την ελληνικότητα με τρόπο απλό. Τι σας ώθησε να συγγράψετε ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ;


Εδώ και πολύ καιρό, ένιωθα μια ανάγκη να κάνω λόγο για την χαμένη μας ελληνικότητα, για αυτό που εννοούμε ως ταυτότητα και την οποία μάλλον έχουμε πλέον απωλέσει, φέρνοντας μοιραία στη γενιά μας μια αφόρητη αμηχανία, κι έναν ακατανόητο φόβο. Επέλεξα τον Θεόφιλο γιατί συνέδεσε μοναδικά μέσα στην τέχνη του, ακόμα και μέσα στην ίδια του την ζωή, υπαρξιακά, όλη την εξέλιξη της παράδοσής μας, από τον μύθο και τον ήρωα του αρχαίου ιστορικού κόσμου, έως το Βυζάντιο και την νεότερη εποχή. Ο Μέγας Αλέξανδρος δηλαδή βρέθηκε ξαφνικά αγκαζέ με τον Ανδρούτσο και ο Ιάσωνας με τον Άγιο Γεώργιο!

Η λέξη "Αχμάκης" που είναι προσωνύμιο υποτίμησης δόθηκε στον Θεόφιλο με σκοπό να τον χλευάσουν. Ήταν ευφυές να δώσετε έναν τίτλο που από την αρχή αν και υποτιμητικός, τον δοξάζει μέσω αυτής της λεπτής ειρωνείας. Η επιλογή αυτή ανεβάζει ανεπιστρεπτί τον ζωγράφο σε ήρωα και την κάνατε!


Η λέξη Αχμάκης είναι τούρκικης προέλευσης. Σημαίνει ο αφελής. Ο ηλίθιος. Και είναι αλήθεια πως, κάπως έτσι αποκαλούσαν τον Θεόφιλο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Μυτιλήνη. Βέβαια αυτό το «παράσημο» το μετέφερε μαζί του διαρκώς, σε όλα τα ταξίδια του… Οι πάντες τον έλουζαν μ’ αυτό, ή με διάφορα άλλα χαρακτηριστικά επίθετα που δήλωναν την τρέλα του, ή την αδυναμία του να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Τον έβλεπαν να φορά την φουστανέλα του, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν απίθανο, και ξεσπούσαν στα γέλια. Αλλά αυτός φορούσε σιωπηλά την φουστανέλα, όχι για κανέναν άλλον λόγο παρά μονάχα για να δηλώσει την έννοια του χαμένου συμβόλου!

«Η τέχνη του κρίθηκε μεγαλειώδης στη Δύση»
Ποιο μήνυμα ήθελε να περάσεις στους Έλληνες;
Ήθελε δηλαδή να υπενθυμίζει στους Έλληνες της εποχής του, που γοητεύονταν απ’ οτιδήποτε εφάμιλλο των ευρωπαϊκών, πως ο πλούτος της ελληνικότητας είναι συγκλονιστικός, πάντα ζωντανός, κι έτοιμος να γεννήσει νέες μορφές ιδεών. Διότι η ελληνικότητα δεν είναι κάποια ιδέα, ή μάλλον χειρότερα, μια εθνικιστική ιδέα, αλλά μια παγκόσμια μήτρα. Και για να γίνει αυτό γνωστό ταπεινώθηκε ο ένας, για να αφυπνιστούν οι πολλοί. Ταπεινώθηκε θα πει, πως αυτός δέχτηκε όλον τον εμπαιγμό, γνωρίζοντας βέβαια πως το απόσταγμα της ζωής του θα αφήσει κάποτε την γεύση της αληθινής εμπειρίας. Κι αυτό φυσικά συνέβη. Συνέβη ελάχιστα χρόνια μετά τον θάνατό του όταν δοξάστηκε στο Παρίσι και η τέχνη του χαρακτηρίστηκε μεγαλειώδης σ’ ολόκληρη τη Δύση.

Κρατώντας το βιβλίο σας αρχικά κ. Παππά υπέθεσα πως πρόκειται για μια ακόμη βιογραφία δοσμένη με λογοτεχνικό ύφος και στοιχεία μυθοπλαστικά, λίγο αργότερα μέσα από τις σελίδες κατάλαβα πως αυτό το βιβλίο είναι ένα εγχειρίδιο για την τέχνη της ζωής.


 Μπορεί να φαίνεται κάπως αλλοπρόσαλλο, αφού υποτίθεται πως είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία, αλλά αν κάποιος το διαβάσει προσεκτικά απ’ την αρχή έως το τέλος, θα καταλάβει πως μιλάμε για μια… κλίμακα. Μια σκάλα, που με οδηγό τον Θεόφιλο, σχεδόν κρατώντας μας απ’ το χέρι, ανεβαίνουμε κι εμείς. Κι αυτή η σκάλα μας οδηγεί αργά αλλά σταθερά στην απάντηση ίσως των πιο καίριων υπαρξιακών μας προβλημάτων. Η τέχνη της ζωής είναι ο ορισμός της ευτυχίας. Δεν είναι κάτι που «πρέπει», που επιβάλλεται σώνει και καλά, αλλά θα θέλαμε να είμαστε αποδεσμευμένοι κι ελεύθεροι, πρώτα και κύρια απ’ το βάρος του εαυτού μας ή μάλλον των «πολλών εαυτών μας». Κι αυτούς τους πολλούς εαυτούς, τις πολλές μάσκες που έχουμε αγοράσει κατά καιρούς για να στεκόμαστε κοινωνικώς, έρχεται ο Θεόφιλος και μας ζητάει με αφέλεια (αλλά τι αφέλεια; Σοφή αφέλεια…) να τις πετάξουμε μονομιάς! Μας εξηγεί πως δεν χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο από τον εαυτό μας, αυτόν τον ίδιο τον κουρασμένο ή αποτυχημένο, ή ονειρευόμενο, ή ευτυχισμένο (για λόγους που ίσως κανένας δεν δύναται ακόμα να αντιληφθεί…) εαυτό μας. Τούτο το δώρο της αιωνιότητας που διαγράφεται ως ανεπανάληπτη διαδρομή στον κόσμο των αισθήσεων και των ιδεών. Μια ζωή λιτή, δίχως περιττές ανάγκες, δίχως βλακώδεις έγνοιες, λιτή σαν την ζωή του πιο πανέμορφου άνθους μέσα στη φύση. Τότε μονάχα ο άνθρωπος μπορεί να φιλοσοφήσει, ν’ αγαπήσει και να γίνει αληθινός καρπός στην κοινωνία του. Μονάχα τότε μπορεί να κοινωνήσει με τον Θεό.

Ποιος ήταν ωστόσο ο Θεόφιλος ;

Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στη Λέσβο περίπου στα 1870, και είχε το ταλέντο της ζωγραφικής ήδη από πολύ μικρός, αν και οι πάντες διέκριναν επάνω του ένα παράξενο και ιδιότροπο χαρακτήρα. Με τα χρόνια απέκτησε τον τίτλο του «τρελού» εφόσον ήταν μοναχικός και παραδομένος στα όνειρα των ηρώων του και μιας Ελλάδας που τον συγκινούσε βαθιά. Τρελός διότι αυτή η φωτεινή κι άδολη Ελλάδα των προσωπικών του εικόνων ήταν ξένη με την σύγχρονη Ελλάδα της εποχής του. Τότε (και δεν ξέρω αν έχει τελικά αλλάξει τίποτα από κείνη την εποχή) οι πάντες θεωρούσαν το οτιδήποτε ελληνικό ως επαρχιώτικο, αν βέβαια αντιληφθούμε το εύρος της ξενομανίας που ερέθιζε τους Έλληνες, οι οποίοι αναζητούσαν μονάχα ό,τι είναι εφάμιλλο των… ευρωπαϊκών. Σε κόντρα όλων αυτών, εκείνος φορούσε μια φουστανέλα και ζωγράφιζε μονάχα την Ελλάδα του, τους ήρωές του, τα τοπία που αντίκριζε μαγεμένος, το θεσπέσιο ελληνικό φως, ενώ ποτέ δεν ξεχνούσε και τους αιώνιους ερωτευμένους της δημοτικής και ευρωπαϊκής ποίησης. Ήταν ταπεινός, ήσυχος, ανεξίκακος, ταξίδεψε στην Σμύρνη, το Πήλιο και τέλος κατέληξε γέροντας, με την λερωμένη φουστανέλα του ξανά πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Άγνωστος, αδιάφορος για αναγνώριση, πάμφτωχος, εφόσον η μόνη πληρωμή που ζητούσε ήταν λίγο φαγητό, ένα κρεμμυδάκι και τίποτ’ άλλο. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν μονάχα η δόξα της ελληνικότητας, ψιθύριζε δημοτικά τραγούδια, έλεγε ιστορίες και παραμύθια, και έγινε δίχως να το καταλάβει ένας ιεραπόστολος της ελληνικής ψυχής. Βέβαια οι άνθρωποι όπου κι αν έζησε τον κυνήγησαν, τον εξευτέλιζαν, τον χτυπούσαν, αλλά εκείνος όλους τους συχωρούσε. Και φυσικά, κάπου εκεί στο τέλος της ζωής του, ήρθε και η αναγνώριση. Μια αναπάντεχη αναγνώριση που συντάραξε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, ακόμα δε και το ίδιο το Παρίσι.


«Το Λούβρο άνοιξε τις πύλες του»

Ο Θεόφιλος έγινε διάσημος μέσω ενός Έλληνα τεχνοκριτικού που ζούσε στη Γαλλία. Οι σπουδαιότεροι καλλιτέχνες της δύσεως τον παραδέχτηκαν ως κάτι ανεπανάληπτο, το Λούβρο άνοιξε μονομιάς τις πύλες του, η δυτική διανόηση τον αποθέωσε, και σαν του πρότειναν να πετάξει την φουστανέλα του και να έλθει στο Λούβρο για να εκθέσει τα έργα του, εκείνος τους απάντησε μ’ ένα χαρακτηριστικό χαμόγελο: «Αν είναι να βγάλω την φουστανέλα μου, μη σώσω και πάω!»


Πέθανε ολομόναχος στην Μυτιλήνη, παραμονές του Ευαγγελισμού, στα 1934. Αυτά εν ολίγοις, αν και στο βιβλίο, του Βαγγέλη Παππά, η διαδρομή τούτης της ζωής εκτυλίσσεται παραστατικά, μέσα από εκατοντάδες μοναδικές και ανέκδοτες ίσαμε τώρα μαρτυρίες για τον άνθρωπο που μας έκανε να ξανακοιτάξουμε την ελληνικότητά μας με καρδιακό τρόπο.
______________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 25.09.2019


1 σχόλιο:

hpt300@gmail.com είπε...

Είμαι σίγουρος ότι είναι στις Αγκαλιές ΑΒΡΑΑΜ (εν Παταδεισω)