Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Αλλά τα βράδια

 Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης Και να που φτάσαμε εδώ χωρίς αποσκευές μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι. Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα. Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος. Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη… Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας, αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα. Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται. Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα. Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα. Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη… Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες. Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο, κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο. Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών. Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη… Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων, αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς. Αλλά μια μέρα δεν άντεξα. Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω. Όχι, μου λένε. Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους. Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά… Τι έχετε, μου λένε. Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν, μ’ αυτόν τον τρόπο. Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους. Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα, αλλά εκείνη αρνείται. Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ (…) Έτσι ξέχασα να ζήσω. Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί, ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους. Ζήσαμε πάντοτε αλλού. Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί. Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη… Δωσ’ μου το χέρι σου… Δωσ’ μου το χ’ερι σου…

1 σχόλιο:

Άγνωστος είπε...

Ήταν και ένας Θωμάς απομεινάρι τού πολέμου του, που γράφτηκε στην ιστορία το όνομά του, μουγγός και άφωνος από την κακουχία τού πολέμου και τού εαυτού του.

Ο Θωμάς σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα.

Το άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα.

Το σαγόνι του θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.

Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο.

Πιο μακριά η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα. Συλλογιέσαι τα άστρα πίσω απ’ την καταχνιά σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.

Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη χώσε τα χέρια σου.

-Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα και ας μην περίμενες απόκριση,

Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Το ίδιο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα στην φωτεινή του κάμαρη με την λάμπα σβηστή.

Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.

Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία».

Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.





Εκπληκτικός ο Λειβαδίτης, τον μνημονεύουν οι άνθρωποι που ξέρω με τα κόλλυβα, είναι και αυτό μια ελπίδα να μην πεθαίνεις ποτέ.