Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

❝ εκκλησία - βασιλική - κυριακόν ❞ ~

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο που λέει "ΑΠΟ THN ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ~ ~ΕΚκλησία'"

Από πού ξεκίνησε η λέξη “εκκλησία”; Πολλοί τη συνδέουμε αυτονόητα με τον ναό∙ όμως η διαδρομή της είναι πολύ παλιότερη, απρόσμενη, και περνά από την αγορά της αρχαίας Αθήνας, τη Ρώμη, το Βυζάντιο και ολόκληρη την Ευρώπη - δίνοντας το γαλλικό église, το ισπανικό iglesia, αλλά και –από άλλο ελληνικό μονοπάτι– το γερμανικό Kirche και το αγγλικό church.... Κάθε της βήμα αποκαλύπτει και μια σελίδα πολιτισμού.
_______________
Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «λαϊκή συνέλευση, συνάθροιση πολιτών», όπως η αρχ. "ἐκκλησία τού Δήμου" στις πόλεις-κράτη. Στην ελνστ. γλώσσα της Π. Διαθήκης αυτή η συνάθροιση πήρε θρησκευτική χροιά δηλώνοντας τη «σύναξη τού λαού Ισραήλ (για εορτές ή πολέμους)» (Δευτ. 31,30: καὶ ἐλάλησεν Μωυσῆς εἰς τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας Ἰσραήλ) και από εκεί πήρε τη σημασία (Κ.Δ.) «το σύνολο των πιστών χριστιανών γενικά ή τοπικά» (πβ Πράξ. 8,1: ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ἱεροσολύμοις). Αλλά δεν ήταν ακόμα ο χώρος λατρείας.
◾ Μόνο κατά τον 2ο αι. μ.Χ. η λ. “εκκλησία ” άρχισε να χρησιμοποιείται με τη σημερινή σημ. «ναός». Και με αυτή τη σημασία επιβιώνει μέσω του λατ. τύπου “ecclesia ” σε λατινογενείς γλώσσες, πβ. γαλλ. “église ” (από τη δημώδη λατινική παραλλαγή “eclesia ”), ισπ. “iglesia ”.
◾Η λ. ‘ eclesia ’ με τη σημ. «ναός» αντικατέστησε σταδιακά τη λατ. λ. “basilica ” ( = η “βασιλική ” ο γνωστός τύπος χριστιανικού ναού, πβ. ‘ βασιλική μετά τρούλου’), η οποία ως τότε δήλωνε στοά στο forum στη Ρώμη, στη ρωμαϊκή αγορά, ή σπουδαίο δημόσιο κτήριο για δικαστηριακή χρήση ή εμπορικές δραστηριοτήτες, και, εν συνεχεία, ιδίως μετά την κατασκευή της Βασιλικής που έχτισε στο α’ μισό του 4ου αι. στην Ιερουσαλήμ ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας –πρόκειται για τον σημερινό ναό του Παναγίου Τάφου-, απέκτησε βαθμηδόν τη σημ. «οίκος λατρείας, ναός», καθώς ως τύπος οικοδομήματος απετέλεσε το αρχιτεκτονικό πρότυπο κατασκευής των χριστιανικών ναών.
◾ Στην ελληνόφωνη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήδη από τον 4ο αι., μαρτυρείται, παράλληλα προς τη λ. ‘ εκκλησία ’ αλλά λιγότερο συχνά από αυτή, η χρήση της λ. “κυριακόν ” με τη σημ. «λατρευτικός χώρος, ναός», από το “κυριακόν δώμα ” ή “κυριακός οίκος / τόπος ”, δηλ. ο οίκος του Κυρίου. Η λ. αυτή πέρασε στους Γότθους και στους Σλάβους (πιθ. στους Σλάβους μέσω των Γότθων) δίνοντας τους παλαιότερους γερμ. τύπους ‘ kirihha, kiricha, kirika ’ κ.ά., από τους οποίους προέρχεται το σημερινό γερμ. “Kirche ”, αλλά και το αγγλ. “church ” και τα σλαβικά “tserkov, ” “tsrkva ” κ.ά.
Έτσι, για τη σημ. «χριστιανικός ναός», στις ρομανικές γλώσσες έχουμε λέξεις προερχόμενες από τη λ. ‘ εκκλησία ’, ενώ στις γερμανικές και σλαβικές από τη λ. ‘ κυριακόν ’.

Δεν υπάρχουν σχόλια: