
❧
Από πού ξεκίνησε η λέξη “εκκλησία”; Πολλοί τη συνδέουμε αυτονόητα με τον ναό∙ όμως η διαδρομή της είναι πολύ παλιότερη, απρόσμενη, και περνά από την αγορά της αρχαίας Αθήνας, τη Ρώμη, το Βυζάντιο και ολόκληρη την Ευρώπη - δίνοντας το γαλλικό église, το ισπανικό iglesia, αλλά και –από άλλο ελληνικό μονοπάτι– το γερμανικό Kirche και το αγγλικό church.... Κάθε της βήμα αποκαλύπτει και μια σελίδα πολιτισμού.
_______________
Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «λαϊκή συνέλευση, συνάθροιση πολιτών», όπως η αρχ. "ἐκκλησία τού Δήμου" στις πόλεις-κράτη. Στην ελνστ. γλώσσα της Π. Διαθήκης αυτή η συνάθροιση πήρε θρησκευτική χροιά δηλώνοντας τη «σύναξη τού λαού Ισραήλ (για εορτές ή πολέμους)» (Δευτ. 31,30: καὶ ἐλάλησεν Μωυσῆς εἰς τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας Ἰσραήλ) και από εκεί πήρε τη σημασία (Κ.Δ.) «το σύνολο των πιστών χριστιανών γενικά ή τοπικά» (πβ Πράξ. 8,1: ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ἱεροσολύμοις). Αλλά δεν ήταν ακόμα ο χώρος λατρείας.

Μόνο κατά τον 2ο αι. μ.Χ. η λ. “εκκλησία ” άρχισε να χρησιμοποιείται με τη σημερινή σημ. «ναός». Και με αυτή τη σημασία επιβιώνει μέσω του λατ. τύπου “ecclesia ” σε λατινογενείς γλώσσες, πβ. γαλλ. “église ” (από τη δημώδη λατινική παραλλαγή “eclesia ”), ισπ. “iglesia ”.

Η λ. ‘ eclesia ’ με τη σημ. «ναός» αντικατέστησε σταδιακά τη λατ. λ. “basilica ” ( = η “βασιλική ” ο γνωστός τύπος χριστιανικού ναού, πβ. ‘ βασιλική μετά τρούλου’), η οποία ως τότε δήλωνε στοά στο forum στη Ρώμη, στη ρωμαϊκή αγορά, ή σπουδαίο δημόσιο κτήριο για δικαστηριακή χρήση ή εμπορικές δραστηριοτήτες, και, εν συνεχεία, ιδίως μετά την κατασκευή της Βασιλικής που έχτισε στο α’ μισό του 4ου αι. στην Ιερουσαλήμ ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας –πρόκειται για τον σημερινό ναό του Παναγίου Τάφου-, απέκτησε βαθμηδόν τη σημ. «οίκος λατρείας, ναός», καθώς ως τύπος οικοδομήματος απετέλεσε το αρχιτεκτονικό πρότυπο κατασκευής των χριστιανικών ναών.

Στην ελληνόφωνη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήδη από τον 4ο αι., μαρτυρείται, παράλληλα προς τη λ. ‘ εκκλησία ’ αλλά λιγότερο συχνά από αυτή, η χρήση της λ. “κυριακόν ” με τη σημ. «λατρευτικός χώρος, ναός», από το “κυριακόν δώμα ” ή “κυριακός οίκος / τόπος ”, δηλ. ο οίκος του Κυρίου. Η λ. αυτή πέρασε στους Γότθους και στους Σλάβους (πιθ. στους Σλάβους μέσω των Γότθων) δίνοντας τους παλαιότερους γερμ. τύπους ‘ kirihha, kiricha, kirika ’ κ.ά., από τους οποίους προέρχεται το σημερινό γερμ. “Kirche ”, αλλά και το αγγλ. “church ” και τα σλαβικά “tserkov, ” “tsrkva ” κ.ά.
Έτσι, για τη σημ. «χριστιανικός ναός», στις ρομανικές γλώσσες έχουμε λέξεις προερχόμενες από τη λ. ‘ εκκλησία ’, ενώ στις γερμανικές και σλαβικές από τη λ. ‘ κυριακόν ’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου