
Έλεγον περί του αββά Ιωάννου, τού μαθητού του αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλην υπακοήν.
Ην δε εν τινι τόπω μνημεία και ώκει ύαινα εκεί. Ο δε γέρων είδε περί τον τόπον βόλβιτα και λέγει τω Ιωάννη απελθείν και ενεγκείν αυτά.
Ο δε είπεν αυτώ
Και τι ποιήσω αββά, δια την ύαιναν~
Ο δε γέρων χαριεντιζόμενος είπεν
Εάν έλθη επάνω σου δήσον αυτήν και φέρε αυτήν ώδε.Απήλθε ούν ο αδελφός εκεί οψέ.Και ιδού ήλθεν η υαινα επάνω αυτού.Ο δε, κατά τον λόγον τού γέροντος, ώρμησε κρατήσαι αυτήν.
Και έφυγεν η ύαινα.
Και διώκων αυήν έλεγεν
Ο αββάς μου είπε ίνα σε δεσμήσω
Και κρατήσας αυτήν έδησεν.
Εθλίβετο δε ο γέρων , και εκάθητο περιμένων αυτόν.Και ιδού ήλθεν έχων την ύαιναν δεδεμένην.Και ιδών ο γέρων εθαύμασε. Και θέλων ταπεινώσαι αυτόν, έτυψεν αυτόν λέγων.
Σαλέ, κύνα σαλόν ήνεγκας μοι ώδε
Έλυσε δε αυτήν ευθύς ο γέρων και απέλυσε απελθείν.