
«Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχὴν»
Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου έσσεξ
Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγιασμοῦ, τὰ κατεξοχὴν φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὁποίας τὸ ἔργο εἶναι νὰ παράγει εἰκόνες καὶ μιμήματα Χριστοῦ. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ἔργο αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον. Παραμένοντας προσκολλημένη στὸ γράμμα τοῦ Νόμου, ἀδυνατοῦσε νὰ συλλάβει στὰ σπλάγχνα της τὸ Πνεῦμα ποὺ «ὅπου θέλει πνεῖ». Γι’ αὐτὸ ἀπέτυχε νὰ ἀποδώσει καρπὸ ἁγιασμοῦ καὶ ἀποδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο.
«Δεῖ ἄρξασθαι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ». «Οἶκος τοῦ Θεοῦ» εἶναι κατεξοχὴν ὁ Χριστός. Τὸ «κρίμα τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὸ κρίμα τῆς ἐξαλείψεως τοῦ θανάτου καὶ τῆς φανερώσεως τῆς «εἰς τέλος» θείας ἀγάπης ἔλαβε χώρα μὲ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Οἴκος τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ κάθε πιστὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ ἑπομένως, τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ στὴ ζωή του. Αὐτὸ τὸ κρίμα ἐνεργεῖ στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας καὶ διαιωνίζει τὴ χάρη τῆς σωτηρίας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, διότι ὁ Θεός, ὅπως ἡ Γραφὴ μαρτυρεῖ, εἶναι Θεὸς Πατέρων. Ἔπλασε Πατέρες καὶ τέκνα καὶ τὰ τέκνα μὲ τὴ σειρὰ τους γίνονται Πατέρες. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», εἶναι ὁ Γενάρχης μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας, ποὺ ἀναγεννᾶται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ ἔχει προπομπὸ τὴν ἁμαρτία. Μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴ χάρη τῆς ἀναγεννήσεως στοὺς μετόχους τῆς Πατρότητάς Του. «Ὅσοι δὲ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα Αὐτοῦ, οἱ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν».
Ὁ Θεὸς δὲν ἐντέλλεται φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ ὑπερφυσική. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀποδώσει στοὺς ἐκλεκτούς Του ἴση τιμὴ μὲ τὸν Χριστό, τοὺς ὑποβάλλει στὴν παιδεία ποὺ παρέδωσε τὸν Μονογενῆ καὶ Ἠγαπημένο Υἱό Του. Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος ὁδηγεῖ τοὺς ἐκλεκτούς Του μέχρι τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου, ὥστε νὰ θανατωθεῖ μέσα τους κάθε ἐπιθυμία, ὄχι μόνο πρὸς τὰ πάθη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς μέσα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Τότε μόνο καθίσταται δυνατό τὸ θαῦμα τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως.
Ἡ παιδεία τοῦ Κυρίου, ὅπως διαπιστώνουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ἐνίοτε εἶναι φοβερή. «Φοβερόν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος». Ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ εὕρουν τοὺς πιστοὺς δούλους Του θλίψεις, παθήματα, δοκιμασίες, ὥστε νὰ κατέρχονται οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων, ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, στὰ βάθη τῶν κολάσεων. Ὡστόσο, στὸν ζοφερὸ αὐτὸ χῶρο συναντοῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ, διότι μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνάβασή Του ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν «ἐπλήρωσεν Ἑαυτοῦ τὰ πάντα». Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορεῖ ὁ πιστὸς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, γεγονὸς ποὺ καταργεῖ τὰ ἀδιέξοδα καὶ θέτει τὶς τραγωδίες καὶ τὰ παθήματα σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέςῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακὰ ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου αὗται μὲ παρεκάλεσαν».
Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Κύριο σημαδεύει ἀνεξίτηλα μὲ τὴ χάρη της τὸν πιστό. Ἡ ψυχὴ πλέον ζεῖ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὴ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, «θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός… οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε τις κτίσις ἑτέρα». Ἐπιστρέφοντας στὴν καθημερινότητα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλέον νεκρὸς σὲ κάθε δέλεαρ καὶ κάθε πειρασμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, διότι γνώρισε κάτι ποὺ εἶναι ἀπερίγραπτα πιὸ μεγάλο, ἀπερίγραπτα πιὸ ἔνδοξο.
Οἱ Ἅγιοι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παιδείας καὶ τῶν δοκιμασιῶν ποὺ διέρχονται, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὸν δοξασμένο χῶρο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, μαθαίνουν πολλὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τὸ μεγαλύτερο ἴσως εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὀνομάζει «Μεγάλη Ἐπιστήμη». Συνίσταται στὸ πῶς νὰ ταπεινώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ πνεῦμα του, ὥστε νὰ παραμένει ἀπρόσιτος στὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔτσι νὰ μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ μὲ ἐλεύθερη καρδιὰ τὸν Θεό.
Τὰ μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἅγιοι, ἀκολουθοῦν τὸν «Ἀμνὸν τὸν ἐσφαγμένον πρὸ καταβολῆς κόσμου», ποὺ ἐπείγεται νὰ πάθει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προοπτική τοῦ Εὐαγγελίου ἀνατρέπει κάθε πτυχὴ τοῦ κατεστημένου. Ὅσα εἶναι πολύτιμα στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι βδελυκτά. Ὅποιος ἀσπασθεῖ τὴν ἀνεστραμμένη Εὐαγγελικὴ προοπτική, ἀναπόφευκτα σταυρώνει τὸν νοῦ καὶ τὴ λογική του. Ἡ σταύρωση, ὅμως, αὐτὴ ἑλκύει τὴ χάρη, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ στὴν ψυχὴ αὐτομίσος γιὰ τὸ «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως» ποὺ ἐναποκρύβει στὸν κόρφο της. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ὁρμητικὴ ἀπὸ τὴ φύση της, ἀποσπᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε κτιστὸ καὶ τὸν συνάπτει στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὡσότου φθάσει στὴν τελειότητα τῆς ὁμοιώσεως.
Ἀκολουθώντας στὰ χνάρια τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν αἰώνων, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Ὅσιοι γεύθηκαν ἑκούσιο θάνατο κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ νικήσουν στὴ φθαρτὴ σάρκα τους τὸν ἀκούσιο, ἀλλὰ δίκαιο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας ποὺ προηγήθηκε θάνατο, στὸν ὁποῖο ἦταν καταδικασμένο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μὲ τέλεια ὑπακοὴ καὶ παράδοση στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, θανάτωσαν κάθε ἴχνος φιλαυτίας. Βίωναν διαρκῶς τὴ διάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωὴ καὶ ζοῦσαν μόνο γιὰ τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα Ἰησοῦ.
Ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων στέφθηκε μὲ τὸ μαρτύριο εἴτε τὸ ἐξωτερικὸ εἴτε τὸ ἐσωτερικό, τὸ «ἐν τῷ κρυπτῷ». Οἱ Ὅσιοι μὲ ὄμβρους δακρύων ἐργάσθηκαν ἕως αἵματος γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τους ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ τὴν εὐπρεπίσουν καὶ νὰ δώσουν ὅλο τὸν χῶρο της στὸν Θεὸ νὰ «περιπατήσῃ καὶ νὰ ἐνοικήσῃ ἐν αὐτῇ». Στὸ διάβα τῆς ζωῆς τους ἦταν ὡς ἐπιθανάτιοι, παλεύοντας ἐνάντια στὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, διότι ἡ πείρα τοὺς δίδαξε τὴν ἀπαράβατη ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Κυρίου, ὅτι «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Γνώρισαν ὅτι ὅταν ταπεινώνουν τὸ πνεῦμα τους καὶ θέτουν τὸν ἑαυτὸ τους κάτω ἀπὸ κάθε κτίσμα, λαμβάνουν χάρη, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖ τὸ μέγα θαῦμα τῆς διαβάσεως ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς καὶ διαφυλάσσει ἄρρηκτη τὴν ἕνωση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.