Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Κυριακή του τυφλού.

 

Ιερομόναχος . Ζαχαρίας Ι.Μ.Τιμιου Προδρόμου έσσεξ

Ὅταν ὁ Κύριος ἐπιτρέπει δοκιμασίες στὴ ζωή μας, μᾶς παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸ ἀκαταίσχυντο τῆς δυνάμεώς Του, τὸ μεγαλεῖο τῆς χάριτός Του, τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας. Οἱ ἄνθρωποι ἀγνοώντας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, τὸν καιρὸ τῶν θλίψεων ἀνθίστανται καὶ ἐπαναστατοῦν ἐνάντια σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνέχεται καὶ ἀντὶ νὰ μᾶς βδελύσσεται, «οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν» γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀντὶ νὰ διατυπώσουν τὴ σωτηριώδη ἐρώτηση: «Κύριε, πῶς νὰ συμπεριφερθῶ, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτήσω στὴ δοκιμασία ποὺ ὑφίσταμαι;», μὲ ὑπεροψία καὶ ἀφροσύνη ρωτοῦν: «Γιατί, Κύριε, νὰ περνάω τέτοια δοκιμασία;»· ἤ, ἀκόμη χειρότερα: «Γιατί, Κύριε, αὐτὴ ἡ συμφορὰ νὰ πέσει σὲ ἐμένα καὶ ὄχι σὲ κάποιον ἄλλο;». Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο σκοτίζονται καὶ πέφτουν στὸ κατάκριμα τοῦ διαβόλου. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, τὸν καιρὸ τῶν πειρασμῶν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε χαρὰ μεγάλη, διότι ἡ λύπη τῶν δοκιμασιῶν ἀνήκει στὰ πρόσκαιρα, ἐνῶ ὅταν ἡ πίστη μας δοκιμασθεῖ σὲ κάμινο καὶ βρεθεῖ «πολυτιμότερη χρυσίου», ἡ ἀγαλλίαση θὰ εἶναι αἰώνια.
Ὅπως Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ δείξει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης Του, ὑψώθηκε στὸν Σταυρό, τάφηκε στὴ γῆ καὶ κατῆλθε στὰ κατώτατα τοῦ ἅδη, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ παθήματα ἀποδεικνύει τὴν ἀσάλευτη πίστη του στὸν Θεό. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει δοκιμασίες νὰ ταλαιπωρήσουν τὸν δοῦλο Του, τοῦ παρέχει τὸ προνόμιο νὰ φανερώσει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Δημιουργό Του. Ὁ Κύριος διὰ τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ εἰσῆλθε στὴν αἰώνια δόξα Του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ θλίψεις εἰσέρχεται στὴν αἰώνια Βασιλεία, γίνεται κοινωνὸς τῆς Θείας δόξας καὶ τὴν ἀντανακλᾶ σὲ ὅλη τὴ δημιουργία, ἐκπληρώνοντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν προορισμό του. Μὲ τὴν ἀνταπόκρισή μας στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ νὰ περάσουμε διὰ τῆς «στενῆς πύλης», γινόμαστε μέρος τῆς ὁδοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀδυναμία μας φανερώνεται στὸν κόσμο ἡ ἀλήθειά Του. Ἀντιθέτως, ἐὰν ὀλιγοψυχίσουμε καὶ δὲν δώσουμε στὸν Κύριο τὴν εὐκαιρία νὰ δείξει τὴ δύναμή Του, ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», γινόμαστε οἱ «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ», ἀθετώντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ νίκη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία «διὰ τοῦ αἰωνίου Πνεύματος» «μένει εἰς τὸ διηνεκές».
Ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε ἕνα καθορισμένο χρόνο γιὰ νὰ «τελειώσει» τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποὺ Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Οὐράνιος Πατέρας. Εἶπε στοὺς μαθητές: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Στὸ ἐγγὺς μέλλον πλησίαζε ἡ νύχτα τοῦ Σταυροῦ, «ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους» καὶ ὁ Κύριος γνώριζε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ τελειώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ σφραγίσει μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὡστόσο, ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι «τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Ἑπομένως, ὁ περιοριστικὸς παράγοντας τοῦ χρόνου δὲν ἀπευθύνεται στὸν Θεό, ἀλλὰ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν καθένα δίνεται ἕνα χρονικὸ διάστημα γιὰ νὰ ἐργασθεῖ τὸν ἁγιασμό του καὶ τὴ σωτηρία του. Ὁ Θεὸς εὐαγγελίζεται τὸν ἄνθρωπο μὲ τοὺς λόγους: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πεῖ τὸ «Ἀμὴν» στὴ διάρκεια τοῦ πρόσκαιρου παρόντος αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἂν ἀμελήσει καὶ ἀναβάλει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι ἡ κραταιὰ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἐξασθενίσει, ἀλλὰ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ ἀχρειώνεται, ἡ ὕπαρξή του στενεύει καὶ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ χωρέσει «τηλικαύτην σωτηρίαν». Γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ἀλλὰ εἰδικότερα γιὰ τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ὑπὸ συνθῆκες ποὺ εὐνοοῦν τὴν πιὸ ἀκριβὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν ὑπάρχει πιὸ πικρὴ διαπίστωση ἀπὸ τὴν τραγικὴ ἀνακάλυψη, ὅτι ὁ καιρὸς νὰ ἐπιτελέσουν «ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»τοὺς διέφυγε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια, ἐφόσον «χωρὶς ἁγιασμὸν οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον».
Ὁ Χριστὸς σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν θεράπευσε ἀμέσως τὸν τυφλό. Ἐφόσον οἱ Φαρισαῖοι Τοῦ εἶχαν στερήσει τὴ διδασκαλικὴ καθέδρα, χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ἕνα ἐπιδεικτικὸ τρόπο θεραπείας γιὰ νὰ διδάξει μέσῳ ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πρώην Τυφλοῦ. Λιτάνευσε τρόπον τινὰ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ μαρτυρήσει εὔγλωττα τὴν ἀλήθεια τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Ἐπίσης, ὡς εὐγενὴς Θεός, δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὴ θέλησή του καὶ χωρὶς τὴν ἔστω καὶ πενιχρὴ συνέργειά του. Ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτοβούλως θελήσει νὰ ὑποτάξει τὸ μικρό του θέλημα στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε λαμβάνει χώρα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Κύριος ἔφτυσε στὸ χῶμα, ἔκανε πηλὸ καὶ ἔχρισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ. Οἱ ἱερεῖς συνοδεύουν τὴ χρίση τῶν πιστῶν μὲ εὐχές, ὅπως «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος». Ἴσως καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μεταδώσει πρῶτα φῶς στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καθὼς ἄλειφε τὸν πηλὸ στὰ κλειστὰ μάτια τοῦ φτωχοῦ ζητιάνου νὰ ἔλεγε: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς».
Ὁ ὄχλος, βλέποντας παράδοξα καὶ μεγάλα νὰ λαμβάνουν χώρα, ἀναρωτιόταν ἂν ὁ Κύριος ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἂν ἦταν ἁμαρτωλός, ἐφόσον κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως βρῆκαν τὴν ἀφορμὴ ποὺ γύρευαν γιὰ νὰ Τὸν κατηγορήσουν. «Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐνεργεῖ τὸ κοφτερὸ καὶ δίκοπο μαχαίρι, ποὺ ἦλθενὰ βάλει ὁ Κύριος στὴ γῆ. Ἐνεργεῖ τὸ πῦρ Του, ποὺ ἄλλους φωτίζει καὶ ἄλλους κατακαίει. Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ ὅποιον ἀγαπήσει τὴν ἐπιφάνειά Του καὶ ἔχει σωστὴ σχέση μὲ Αὐτόν, ὁ Κύριος εἶναι Παράδεισος καὶ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἀνεκλάλητη. Γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν μείνει ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σωστικὴ σχέση, ὁ Κύριος εἶναι κόλαση καὶ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης Του ἀφόρητο.
Ὁ Χριστός, ὅπως συχνὰ ἐπανελάμβανε, ἦλθε γιὰ τοὺς «χρείαν ἔχοντας ἰατροῦ καὶ θεραπείας». «Ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι», ὁ Παντοκράτωρ Ἰησοῦς, λάμπει «πρὸ ςφωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς καρδίαις» ὅσων κράζουν πρὸς Ἐκεῖνον ὅτι ποθοῦν νὰ ἀναβλέψουν, ἀψηφώντας τὴ λοιδορία καὶ τὸν χλευασμὸ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλαστεῖ, ὄχι γιὰ τὴν ὅραση τῆς αἰσθητῆς δημιουργίας, ὅσο ὄμορφη καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὅραση τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Ἡ πνευματικὴ ὅραση παρέχεται ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη. Καθίσταται ἐναργέστερη ὅσο πιὸ ἀπαρέγκλιτα ἐγκολπώνεται ὁ πιστὸς τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ ὅσο πιστότερα Τὸν ἀκολουθεῖ προσδεδεμένος μαζί Του μὲ τὸν ἀκατάλυτο δεσμὸ τῆς ἁγίας ἀγάπης.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀναγνωρίζει τὴν πνευματική του πτωχεία καὶ τὴν τυφλότητα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς του, θρηνεῖ καὶ μὲ δάκρυα καθαρίζει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὸ κάτοπτρο τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ τὸν σπίλο τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῶν παθῶν, ὥστε νὰ ἀντανακλᾶ τὴ λάμψη τῆς δόξας τοῦ Κυρίου σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἐπιστρέφοντας τὰ πάντα μὲ εὐχαριστία στὸν Θεό.