
Πώς είσαι και φωτιά που ξελοχίζεις,
πώς είσαι και νερό που με δροσίζει,
πώς κατακαίς μα και γλυκαίνεις,
και πώς εξαφανίζεις τη φθορά;
Πώς τους ανθρώπους κάνεις θεούς
και το σκοτάδι φως το δείχνεις,
πώς ανεβάζεις απ᾿ τον Άδη
κι αθανατίζεις τους θνητούς;
Πώς σέρνεις το σκοτάδι προς το φως
και πώς τη νύχτα τη διαλύεις,
πώς την καρδιά μου περιλάμπεις
κι όλον μ᾿ αλλάζεις τάχα πώς;