Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Η πνευματική μορφή: O μακαριστός ιερομόναχος Φιλόθεος Δοχειαρίτης (+17/30-10-2021)

 

Γεώργιος Φουκαδάκης


Στον Τάφο του

Τη Δευτέρα 23 Απριλίου 2024 με το ημερολόγιο του Αγίου Όρους, την επαύριο του Πάσχα, εορτή και εδώ του Αγίου Γεωργίου, μετά την επίσκεψή μας στη μονή Ξενοφώντος που είναι ο πολιούχος της, επισκέφτηκα το Κοιμητήριο της μονής Δοχειαρίου.

Στο πλάι της εκκλησίας του κοιμητηρίου ήταν ο τάφος του μακαριστού ιερομόναχου Φιλόθεου Δοχειαρίτη, συμφοιτητή μου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και νοτιότερα προς τη θάλασσα ήταν ο τάφος του πατέρα του μοναχού Γεράσιμου (κατά κόσμον Στυλιανού Παπαδόπουλου, καθηγητή μας στο Πανεπιστήμιο).

Ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον λιτό, αγιορείτικο τάφο του, σκεπασμένο με χώμα, άνθη και πολλά μικρά κουκουνάρια πεσμένα από ένα δέντρο.

Κάθισα σε ένα πεζουλάκι κοντά στον τάφο του και έκανα λίγη προσευχή με το κομποσχοίνι που ήταν κρεμασμένο επάνω στον σταυρό του τάφου του, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου του Θεού ιερομόναχου Φιλόθεου. Όχι ότι ο μακαριστός πλέον είχε ανάγκη από την προσευχή μου, καθώς ο αγώνας του ήταν μεγάλος, υπέρμετρος, «βία φύσεως διηνεκής». «Παιδιόθεν», από τη μικρή του ηλικία
ήταν δοσμένος στον Κύριο της Δόξης.

Ο Θεός τον είχε εμπλουτίσει με πλήθος χαρισμάτων, τα οποία όσο και αν έκρυβε διαχέονταν από την αυστηρή συνάμα και γλυκύτατη μορφή του, με το φοβερό κεραυνοβόλο βλέμμα που σε διαπερνούσε, με τη δύναμη και την πραότητά του, με την παρρησία του ενώπιον του Θεού. Ήταν ακόμα καλλίφωνος, άριστος γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής και καλός συγγραφέας.

Ένας παλιός μοναχός από τη μονή της μετανοίας του, ο οποίος εγκαταβιώνει στη μονή περισσότερο από 37 χρόνια, μου τον χαρακτήρισε ως «Αγιασμένο μοναχό!», και συνέχισε: «Μας λείπει πολύ, η απουσία του είναι αισθητή στην αδελφότητα».

Η προσευχή μου κοντά στον τάφο του απλώς ήταν η ευχαριστία μου προς το πρόσωπό του για την αγάπη του, για τη μεγάλη διάκριση ενός συμφοιτητή μας.
Στενοχωρήθηκα πολύ από τότε που είχα πληροφορηθεί ότι «έφυγε» και τώρα περισσότερο στον τάφο του, παρά το «θλιβόμενοι, αλλ’ ου στενοχωρούμενοι» (Β’ Κορ. 4,8).

Αν και ο μακαριστός ήταν έτοιμος προ πολλού για τη Χώρα των Ζώντων, για το Ουράνιο Θυσιαστήριο. Τελευταία φορά είχα συναντήσει τον πατέρα Φιλόθεο στην Κρήτη, στις 29 Ιουλίου του 2020, στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου επιστρέφοντας προς το Άγιον Όρος.

Λίγα για τον βίο του ιερομόναχου Φιλόθεου

Ο ιερομόναχος Φιλόθεος (κατά κόσμον Γεώργιος Παπαδόπουλος) είχε γεννηθεί στην Αθήνα, το 1963, και ήταν γιος του καθηγητή της Πατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα Θεολογίας Στυλιανού Παπαδόπουλου (μετέπειτα μοναχού Γεράσιμου).

Στο Πανεπιστήμιο γνωριστήκαμε με τον Γιώργο, σε μια γενιά σπουδαίων συμφοιτητών και συμφοιτητριών (αργότερα κάποιοι έγιναν επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, καλοί οικογενειάρχες και διακόνησαν αθόρυβα τη δημόσια εκπαίδευση προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στη νεολαία του τόπου μας). Ως γιος του καθηγητή μας στο Πανεπιστήμιο, ο Γιώργος δεν πέρναγε απαρατήρητος.
Ξεχώριζε εξάλλου για το υψηλό παράστημά του, το κοκκινωπό χρώμα του στα μαλλιά και στα γένια, το έντονο βλέμμα του, τα όμορφα γαλάζια μάτια του! Οι μπότες που μερικές φορές φόραγε στη σχολή τού έδιναν μια δύναμη. Έτσι κυλούσε η ζωή του, ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο, στην ευλογημένη οικογένειά του με την διαπαιδαγώγηση του πατέρα του Στυλιανού, της μητέρας του Σωτηρίας, με τις
αδελφές του, τα ιερά προσκυνήματά τους και τις ήσυχες επισκέψεις του στη Μονή Προυσού στην Ευρυτανία.

Στην αίθουσα που κάναμε το μάθημα Ψυχολογία και Κοινωνιολογία της Θρησκείας με τον αείμνηστο καθηγητή μας Νικόλαου Νησιώτη, επάνω από το κυλικείο της σχολής, κάποιες συμφοιτήτριές μας είχαν στα χέρια τους, κατά τον Μάρτιο του 1985, τις φωτογραφίες της μοναχικής κουράς του συμφοιτητή μας, Φιλόθεου πλέον μοναχού, Δοχειαρίτη, και μας τις έδωσαν για να τις δούμε.

Είχα συγκλονιστεί βλέποντας μέσα στο αμυδρό φως της νύχτας να εκτυλίσσεται μια έκπληξη, γιατί από
πριν τίποτα δεν έδειχνε σε εμάς αυτή την πορεία του, καθώς όλοι λίγο-πολύ γνωριζόμασταν.

Ο μοναχισμός ήταν ακόμα ένα δύσκολο κεφάλαιο για μας. Έλεγαν κάποιοι συμφοιτητές μας, χωρίς όμως ο ίδιος να γνωρίζω αν είναι αλήθεια, ότι ο πατέρας του Στυλιανός, ο καθηγητής της Πατρολογίας με τη μεγάλη αγάπη του στους Πατέρες της Εκκλησίας μας, είχε στενοχωρηθεί πολύ γι’ αυτή την απόφασή του γιου του.

Ήταν άλλωστε ο μοναχογιός του (αργότερα απέκτησε πολλά εγγόνια ο καθηγητής μας, από τις κόρες του).

 

Ο γιος του είχε αρνηθεί βέβαιη καριέρα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, όπως συνέβαινε τότε με όλα τα παιδιά των καθηγητών ,αλλά και λόγω της οξυδέρκειας και της καθαρότητας του νου που τον διέκρινε.

 

Ο ίδιος ο πατέρας Φιλόθεος μου είπε αργότερα ότι από μικρό παιδί είχε μέσα του αυτή τη μοναχική κλίση, και ότι όταν ο Γέροντάς του Γρηγόριος ήταν ηγούμενος στη μονή του Προυσού στο Καρπενήσι είχε πάρει την απόφασή του αυτή και το είχε εκμυστηρευτεί στον Γέροντά του, δηλαδή πριν το 1980, πριν τα 16 χρόνια του.

Λίγο καιρό αφότου έγινε μοναχός τον Ιούνιο του 1985, εξεταστήκαμε μαζί προφορικά στο μάθημα της Βιβλικής Θεολογίας από τον καθηγητή μας Νικόλαο Μπρατσιώτη.

Ο καθηγητής μας, πέρα από το ότι ήταν συνάδελφοι με τον πατέρα του μοναχού Φιλόθεου και τον σεβόταν, έδειξε μεγάλο σεβασμό και στον συμφοιτητή μου ο οποίος είχε έρθει με τα καινούργια καλογερικά του ενδύματα για την εξέταση.

Μάλιστα ήμουν δίπλα του τελευταίος στα αριστερά του, εκείνος προτελευταίος, στην εξέταση τουλάχιστον δέκα φοιτητών και ρώταγε ο καθηγητής όλους τους άλλους εκτός από μας τους δύο.       Στο τέλος μας ρώτησε κάτι πολύ εύκολο, για τη σχέση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, για τις δύο αυτές «αδελφές», πήραμε και οι δύο άριστα δέκα.

Ως μοναχός στη μονή Δοχειαρίου

 

Άκουγα για τον πατέρα Φιλόθεο ότι βρισκόταν ως ιερομόναχος στη μονή Δοχειαρίου, αλλά δεν τον είχα ακόμα επισκεφτεί. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από 12 χρόνια, αφού τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο, για να τον συναντήσω πάλι.

Έτσι συνδεθήκαμε περισσότερο αφότου έγινε μοναχός. Άλλωστε στο πρόσωπό μου έβλεπε
τους συμφοιτητές και τις συμφοιτήτριες του για τους οποίους κάποιες φορές συζητάγαμε, κάποιους άρχισε με τον χρόνο να μην τους θυμάται ή μου έλεγε ότι δεν τους θυμάται καθώς είχε επικεντρωθεί στη μεγάλη άσκησή του και δεν έρχονταν άλλοι για να τον συναντήσουν.

Έτσι μετέφερα σε πολλούς στον κόσμο τα όσα μου έλεγε και την αυστηρή μοναχική βιωτή του.

Αυτή την πρώτη φορά που τον είχα συναντήσει, ήμασταν με τον συνάδελφό μου Ευτύχιο, ανεβαίνοντας τη σκάλα δεξιά της μονής. Καθόταν σε ένα πεζουλάκι, σταθήκαμε λίγο απέναντι του και μετά μας έβαλε και καθίσαμε κοντά του, και συζητάγαμε για το πώς πήγε η ζωή μας αυτά τα χρόνια. Ο ίδιος είχα διοριστεί πολύ γρήγορα ως θεολόγος καθηγητής στο 29 ο Λύκειο της Αθήνας, στο κέντρο της Αθήνας, και έκανα τις πρώτες μου σκέψεις να φύγω για την Κρήτη, να κάνω οικογένεια κ.λπ.

Οι συμβουλές που μου έδωσε 

Μου έδωσε ωραίες συμβουλές που μου έκαναν εντύπωση. Ήταν ήδη ένας Γέροντας που είχε κάνει πνευματικά άλματα.

Μου λέει κάποια στιγμή: «Μεγαλώνουμε, ο χρόνος τρέχει! Έχει φύγει η μισή ζωή μας! Θα πρέπει να είμαστε συνεχώς έτοιμοι γιατί μπορεί να φύγουμε για την άλλη ζωή, ανά πάσα στιγμή». Μερώτησε για πρώτη φορά: «Έχεις κανένα χωραφάκι στην Κρήτη; Να το καλλιεργείςκαι να παίρνεις με τον ιδρώτα σου την τροφή σου, υγιεινή και καθαρή. Έτσι θα είσαι
ανεξάρτητος».

Δεν είχα κάνει ακόμα οικογένεια, αλλά του είπα ότι –Δόξα τω Θεώ- αισθάνομαι πολύ νέος, πολύ δυνατός. Χάρηκε βέβαια πολύ για τα όσα του είπα και για το ότι ήμουν αποφασισμένος ως προς το τι θα κάνω στη ζωή μου. Του ζήτησα να προσεύχεται και για μένα. «Θα το κάνω, βρε ευλογημένε. Αλλά και εσύ να προσέχεις στη ζωή σου.
Ορισμένοι έχουν πάρει στον πάγκο τους!», μου είπε. Είμαι βέβαιος ότι έλαβα μεγάλη ευλογία από τις προσευχές του, γι’ αυτό θυμάμαι ότι όταν είχαν πάει καλά τα πράγματα στη ζωή μου και στο θέμα του Γάμου, τον είχα επισκεφτεί πάλι για να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.

Σε άλλη επίσκεψή μου συνάντησα τον πατέρα Φιλόθεο στο μεγάλο Ξυλουργείο της μονής γιατί είχε αναλάβει αυτό το διακόνημα, την εργασία που ο Κύριος μας έκανε κοντά στον Ιωσήφ τον μνήστορα, και μάλιστα ήταν ο υπεύθυνός του. Πήγαμε σε ένα μικρό δωμάτιο όπου δεν είχε θόρυβο και καθίσαμε για λίγο. Είχε ένα μολύβι επάνω στο δεξί αυτί του για να τραβάει γραμμές πάνω στα ξύλα και να σημειώνει τα όσα χρειάζονταν στην εργασία του. Γεμάτος από τη σκόνη των ξύλων στα μαλλιά και στα
ρούχα του.

Ο Γέροντάς του Γρηγόριος τόνιζε το πόσο σημαντικό είναι να συνδυάζεται η σκληρή εργασία με την αδιάλειπτη προσευχή. Κάθε φορά που πήγαινα στο Άγιο Όρος σε κοντινές μονές, όπως στη μονή Ξενοφώντος, πέρναγα για να τον χαιρετίσω, να τον ρωτήσω ό,τι με απασχολούσε καθώς αισθανόμουν πολύ άνετα μαζί του και να πάρω την ευλογία του.

 

Η τελευταία συνάντησή μας

Η συγκλονιστικότερη όμως συνάντησή μας ήταν η τελευταία, η οποία έγινε εκτός Αγίου Όρους στην Κρήτη, στο Σπήλι Ρεθύμνου και στο Ηράκλειο, στις 28 και 29 Ιουλίου 2020. Μου τηλεφώνησε από τη Θεσσαλονίκη. Ήμουν στην Ιεράπετρα και οδηγούσα εκείνη τη στιγμή, έτσι δεν πρόλαβα να δω ποιος είναι στο τηλέφωνο.

Μου λέει: «Γιώργο, είμαι ο Φιλόθεος, ο Παπαδόπουλος, από το Πανεπιστήμιο». Λέω: «οΠαπαδόπουλος;», δεν πήγε αμέσως το μυαλό μου στο ποιος είναι, γιατί περίμενα να μου πει ο Δοχειαρίτης και γνώριζα πολλούς μοναχούς με το όνομα Φιλόθεος, αλλάλίγο μετά τον αναγνώρισα. Μου λέει ακόμα: «Έρχομαι στην Κρήτη»! Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου γιατί ήξερα πως δεν έβγαινε εύκολα από το Άγιο Όρος, ιδίως το να
έλθει τόσο μακριά στην Κρήτη.

Μου είπε ακόμα ότι θα πήγαινε στα Χανιά, στην Κίσσαμο, ότι είχε από παιδί να έρθει στην Κρήτη, περισσότερο από 45 χρόνια, και θα πήγαινε στα μέρη της μητέρας του στα Χανιά.                                          Το αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή σαν ένα αποχαιρετισμό του στα μητρικά χώματα!

 

Μήπως αισθανόταν το επίγειο τέλος;

Πάντως κάτι ιδιαίτερο μου φάνηκε ότι συνέβαινε. Μου είπε να συναντιόμασταν καλύτερα στο Σπήλι Ρεθύμνου, το απόγευμα της Τρίτης 28 Ιουλίου του 2020.

Πήγα οικογενειακώς νωρίς μετά το μεσημέρι στο Σπήλι Ρεθύμνου, είδαμε και μιλήσαμε αρκετά με τον Άγιο Λάμπης και Σφακίων Ειρηναίο, με μοναχούς της μονής εκεί, φάγαμε μαζί τους και περιμέναμε επί πολύ τον πατέρα Φιλόθεο.

Μίλαγα συνεχώς μαζί του στο τηλέφωνο για να δω που βρίσκεται και γιατί είχα μεγάλη
αγωνία να τον συναντήσω, μου είπε ότι κάποιοι που ήταν να τον φέρουν δεν μπορούσαν τελικά.                  Του είπα να πάω ο ίδιος στην Κίσσαμο για να τον μεταφέρω.
Επέμενε να μην πάω για να μη με κουράσει, ότι θα βρει κάποιους να τον φέρουν και να τον περιμένω.
Είχε νυχτώσει όταν ήλθε στο Σπήλι, πολύ κουρασμένος, ντυμένος με απλά καλογερικά ρούχα και σε ένα μοναχικό ντουρβά κράταγε τα λίγα πράγματά του. Μου είπε ότι είχε να έρθει από παιδί στην Κρήτη, τότε που είχε έρθει με τους γονείς του.

Οι μοναχοί του Σπηλίου τον δέχθηκαν με χαρά και τον ρώτησαν αν είχε φάει κάτι. Καθώς δεν είχε πάρει κάτι για φαγητό, τον οδήγησαν πρώτα στην Τράπεζα και μετά θα ερχόταν να τα πούμε. Αν και τον περιμέναμε πολλές ώρες για να έλθει από τα Χανιά, δεν αισθανόμασταν κουρασμένοι και η χαρά μας ήταν μεγάλη.

 

Του γνώρισα την οικογένειά μου και χάρηκε γι’ αυτή τη συνάντηση.

Συζητήσαμε στο Σπήλι για διάφορα θέματα, για την οικογένεια, για το σχολείο, για πνευματικά ζητήματα. Θυμάμαι που μου έκανε αναφορές από το Ευαγγέλιο και τον Παύλο, με έβαζε σε πολύ βαθιά νερά. «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων∙ γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ.1,16). «Πρέπει να μεγαλώνουμε και να αποκτούμε μια σοφία, μια πνευματική κατάσταση.

Έρχονται οι νέοι μοναχοί στη Δοχειαρίου χωρίς καμιά πείρα, κάθονται κοντά μας, κάτω στα πόδια μας, και περιμένουν να τους δώσουμε κάτι, να πάρουν κάποια πράγματα από εμάς, να ακουμπήσουν σε εμάς.

 

Να είμαστε παράδειγμα».

Ήταν η εποχή της πανδημίας του covid19, το Καλοκαίρι του 2020, και ήταν διάστημα  φόβου για όλους μας, ιδίως για μας που ήμασταν στο σχολείο και κινδυνεύαμε να κωλύσουμε εύκολα τον ιό αλλά και η θέση μας ήταν επισφαλής αν δεν ακολουθούσαμε τα όσα μας ζήταγαν. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Ιω Α΄ 4-18), μου έλεγε. «Να μη φοβόμαστε, να έχουμε
εμπιστοσύνη στον Θεό μας, ότι δε θα μας αφήσει ό,τι κι αν συμβεί».

 

«Έχεις κανένα χωραφάκι;», μου λέει πάλι. «Να το καλλιεργείς. η συνέχεια


Δεν υπάρχουν σχόλια: