Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Ὁ ἅγιος Νικόλαος παπᾶ ‐ Πλανᾶς, ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ οἱ ἀγρυπνίες στὸν ἅγιο Ἐλισσαῖo

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο

Δρ. Νίκος Ορφανίδης, φιλόλογος – λογοτέχνης

Ό ναός τού αγίου Ελισσαίου στήν Πλάκα τής Αθήνας καί από αριστερά ό Άγιος Νικόλαος Πλανάς, ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί ό Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Από τό βιβλίο τού δρος Νίκου Ορφανίδη,
«Μαθητεία στόν Διονύσιο Σολωμό καί στόν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», τών εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία, 2018 σελ. 118 – 139.
Τό κείμενο δημοσιεύεται μέ τήν ευκαιρία της χθεσινής γιορτής τού Προφήτου Ελισσαίου.
Τιμώντας τὴ μνήμη τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ δεόμενοι γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου τοῦ Γένους ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας, τοῦ κορυφαίου τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας μας, ὑποκλινόμεθα, συγχρόνως, καὶ στὴν ἁγιασμένη μορφὴ ἑνὸς ἄλλου συνομήλικού του, ἁγιασθέντος πρὸ πολλῶν χρόνων, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα ‐ Πλανᾶ.
Ὑποκλινόμαστε, ἔτσι, ταπεινὰ καὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν παπα‐ Πλανᾶ, ἀπὸ τὴν Νάξο, μὲ τὸν ὁποῖο συναντήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, στὴν ὁδὸ Ἄρεως 10, στὴν Ἀθήνα, στὴν Πλάκα, δίπλα ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Ἠλεκτρικοῦ στὸ Μοναστηράκι, ἐκεῖ στὸν Παλιὸ Στρατῶνα,στὴν ἀρχαία ρωμαϊκὴ ἀγορά. Ὑποκλινόμαστε καὶ στοὺς δύο, τοὺς ἀσπαζόμαστε ταπεινά. Κι ἀσπαζόμαστε, ὑποκλινόμενοι, τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Νικολάου, ζητοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη του.
Συνομήλικοι οἱ δυό τους, κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο, βρέθηκαν ὑπὸ τὴν σκέπη τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, σ ̓ ἐκεῖνες τὶς ἱστορικὲς ἀγρυπνίες, κατὰ τὸ ἦθος τῶν κολλυβάδων καὶ τῆς ̔Αγιορείτικης παράδοσης, ὅπως τὴν ἀνέδειξε ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννηση, στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως καὶ ἐξόχως εἶχε μαθητεύσει ὁ Παπαδιαμάντης, εἴτε στὴ μονὴ τῆς Εὐαγγελίστριας στὴ Σκίαθο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση.
Γεννήθηκαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἔτος 1851. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1851 στὴ Σκιάθο. Κι ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπα ‐ Πλανᾶς, πάλι το 1851, στὴ Νάξο. Νησιῶτες καὶ οἱ δύο. Καὶ οἱ δυὸ μετοικοῦν στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ δυὸ ζοῦν, διάγουν τὸν ἐν Ἀθήναις βίο τους ἐν πλήρει πενίᾳ,ὅπως ἐπαληθεύσουν αὐτὸ τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἐν Μύροις, ποὺ ἀποδίδουμε καὶ ὡς τροπάριο στὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ: «Διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.»
Κέρδισαν καὶ οἱ δυό τους, μὲ την ταπείνωση, τὰ ὑψηλὰ καὶ μὲ τὴν πτωχεία τους, τὰ πλούσια.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπα‐ Πλανᾶς, ἀφοῦ ἀφήνει ὀπίσω του καὶ μοιράζει ὅλη τὴν πατρικὴ περιουσία, φτάνει στὴν Ἀθήνα τὸ 1870, σὲ ἡλικία 19 χρονῶν. Τὸν ἴδιο καιρό, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1869, φτάνει στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Διαβάζουμε στὴν ταπεινή, σεμνὴ καὶ συνοπτικὴ αὐτοβιογραφία του: «Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α ́ καὶ Β ́ τάξιν. Τὴν Γ ́ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ ́ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ ̓ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά,κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ʺἡ Μετανάστιςʺ ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν ʺΣωτήραʺ. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη ʺΟἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶνʺ εἰς τὸ ʺΜὴ χάνεσαιʺ. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.»
Πρῶτος, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποὺ πρωτοφθάνει στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτεμβριο τοῦ 1869, θὰ ἐπανέλθει καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὁριστικὰ τὸ 1873, τρία χρόνια μετὰ τὴν πρώτη του ἄφιξη, σὲ ἡλικία πιὰ 22 χρόνων, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὶς Γυμνασιακὲς σπουδές του. Ἐγγράφεται στὴν Δ ́ τάξη τοῦ Βαρβακείου, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο τῆς Χαλκίδας, καὶ γιὰ ἕνα χρόνο, τὸ 1872, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια σχεδόν, χρονιά, τὸ 1870,σὲ ἡλικία 19 χρονῶν, φτάνει καὶ ἐγκαθίσταται ὁριστικὰ στὴν Ἀθήνα, σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ βίου του, ποὺ διαθέτουμε, καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ παπα ‐ Πλανᾶς. Ἀλλά, καὶ πάλιν παραδόξως, κατὰ μία εὐλογία καὶ δωρεά, τὸν ἴδιο άκριβῶς καιρό, τὸ 1877, φτάνει στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει καὶ ἐκεῖνος τὶς Γυμνασιακές του σπουδές του, καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Ποὺ γεννήθηκε πέντε χρόνια πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους δυό, τὸ 1846, στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης. Γιὰ νὰ διέλθει καὶ αὐτὸς ἐν πενίᾳ καὶ δοκιμασίᾳ καὶ κατατρεγμῷ τὸν βίο του καὶ νὰ ἁγιασθεῖ ἐν τέλει.