I
“Τί νὰ γράψω;” ρώτησε ὁ Γίγκορ, βουτῶντας τὴν πένα του στὸ μελάνι.
Ἡ Βασιλίνα δὲν εἶχε δεῖ τὴν κόρη της γιὰ τέσσερα χρόνια. Ἡ Ἐφιμία εἶχε φύγει μακριά, στὴν Ἁγία Πετρούπολη μὲ τὸν σύζυγό της μετὰ τὸν γάμο, εἶχε γράψει τέσσερα γράμματα, καὶ μετὰ ἐξαφανίστηκε λὲς καὶ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τὴν κατάπιε, οὔτε μιὰ λέξη, οὔτε ἕνας ἦχος δὲν ἀκούστηκε ἀπὸ ἐκείνη ἀπὸ τότε. Ἔτσι τώρα, εἴτε ἡ γερασμένη μάνα ἄρμεγε τὴν ἀγελάδα τὸ χάραμα, εἴτε ἄναβε τὴν σόμπα, εἴτε λαγοκοιμόταν τὴ νύχτα, τὸ μυαλό της γύριζε πάντοτε στὸ ἴδιο: “Πῶς νὰ εἶναι ἡ Ἐφιμία; Ζεῖ; Εἶναι καλά;” Ἤθελε νὰ τῆς στείλει ἕνα γράμμα ἀλλὰ ὁ γέρος πατέρας της δὲν μποροῦσε νὰ γράψει, καὶ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ τὸ γράψει ἐκ μέρους τους.
Τώρα ὅμως εἶχαν ἔρθει τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Βασιλίνα δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει ἄλλο τὴν σιωπή. Πῆγε στὴν ταβέρνα νὰ δεῖ τὸν Γίγκορ, τὸν κουνιάδο τοῦ πανδοχέα, ποὺ δὲν ἔκανε τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ κάθεται τεμπέλικα στὸ σπίτι του στὴν ταβέρνα ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴ θητεία· ὁ κόσμος ὅμως ἔλεγε πὼς ἔγραφε τὰ πιὸ ὡραῖα γράμματα, ἐὰν τὸν πλήρωνες ἀρκετά. Ἡ Βασιλίνα μίλησε μὲ τὸν μάγειρα στὴν ταβέρνα, καὶ μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ πανδοχέα, καὶ στὸ τέλος μὲ τὸν ἴδιο τόν Γίγκορ, καὶ τελικὰ συμφώνησαν στὴν τιμή – δεκαπέντε καπίκια.
Ἔτσι τώρα, τὴν δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων, ὁ Γίγκορ καθόταν σ’ ἕνα τραπέζι στὴν κουζίνα τοῦ πανδοχείου μὲ μία πένα στὸ χέρι. Ἡ Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σὲ σκέψεις, μὲ τὸ ὕφος τῆς ἔγνοιας καὶ τῆς θλίψης στὸ πρόσωπό της. Ὁ ἄντρας της, ὁ Πέτρος, ἕνας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας μὲ φαλακρὸ σκουρόχρωμο κεφάλι, τὴν συνόδευε. Κοιτοῦσε σταθερὰ μπροστά του ὅπως ἕνας τυφλὸς· ἕνα τηγάνι ποὺ τηγάνιζε χοιρινὸ τσιτσίριζε καὶ κάπνιζε, κι ἔμοιαζε νὰ λέει: “Σούτ, σούτ, σούτ!” Ἡ κουζίνα ἦταν ζεστὴ καὶ στενή.
“Τί νὰ γράψω;” ὁ Γίγκορ ρώτησε ξανά.
“Τί εἶπες;” ρώτησε ἡ Βασιλίνα κοιτῶντας τον ἄγρια καὶ καχύποπτα. “Μὴν μὲ βιάζεις! Γράφεις αὐτὸ τὸ γράμμα γιὰ τὰ λεφτά, ὄχι ἀπὸ ἔρωτα! Λοιπόν, ἀρχίνα. Στὸν ἀξιότιμο γαμπρό μας, Ἀντρέϊ Κραϊζόφιτς καὶ στὴν μοναχοκόρη μας, τὴν ἀγαπημένη Ἐφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα καὶ ἀγάπη καὶ τὴν παντοτινὴ εὐλογία τῶν γονιῶν τους.”
“Ἐντάξει, παρακάτω!”
“Τοὺς εὐχόμαστε εὐτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζοῦμε καὶ εἴμαστε καλά, καὶ τὸ ἴδιο εὐχόμαστε γιὰ ἐσᾶς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα μας στὰ οὐράνια… τοῦ Πατέρα μας στὰ οὐράνια…” Ἡ Βασιλίνα σταμάτησε γιὰ νὰ σκεφτεῖ, καὶ ἀντάλλαξε ματιὲς μὲ τὸν γέροντα.
“Τὸ ἴδιο εὐχόμαστε γιὰ σᾶς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα μας στὰ οὐράνια… ” ἐπανέλαβε καὶ ξέσπασε σὲ κλάματα.
Αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ πεῖ. Εἶχε ὅμως σκεφτεῖ, ὅσο ἦταν ἄγρυπνη στὸ κρεββάτι τὴ μία νύχτα μετὰ τὴν ἄλλη, ὅτι οὔτε δέκα γράμματα δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ περιλάβουν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἤθελε νὰ πεῖ. Πολὺ νερὸ εἶχε κυλήσει στὸ ποτάμι ἀπὸ τότε ποὺ ἡ κόρη τους εἶχε φύγει μὲ τὸν ἄντρα της καὶ οἱ γέροντες ἦταν μόνοι, σὰν ὀρφανοί, ἀναστενάζοντας λυπημένα τὶς νύχτες, σὰν νὰ εἶχαν θάψει τὸ παιδί τους. Πόσα πράγματα εἶχαν συμβεῖ στὸ χωριὸ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια! Πόσοι ἄνθρωποι δὲν παντρεύτηκαν, πόσοι δὲν πέθαναν! Πόσο μακρεὶς ὑπῆρξαν οἱ χειμῶνες, καὶ πόσο μεγάλες οἱ νύχτες!
Ὄυφφ, κάνει ζέστη!” ἀναφώνησε ὁ Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας τὸ γιλέκο του. “Ἡ θερμοκρασία πρέπει νὰ εἶναι 70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.
Οἱ γέροντες δὲν ἀπάντησαν.
“Ποιό εἶναι τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γαμπροῦ σου;”
“Κάποτε ἦταν στρατιώτης, ἀδερφὲ· τὸ ξέρεις αὐτό,” ἀπάντησε ὁ γέροντας μὲ μιὰν ἀδύναμη φωνή. “Ἔκανε τὴν στρατιωτική του θητεία τὸν ἴδιο καιρὸ μ΄ ἐσένα. Ἦταν στρατιώτης, ἀλλὰ τώρα εἶναι σὲ ἕνα νοσοκομεῖο ὅπου ὁ γιατρὸς θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους μὲ νερό. Εἶναι ὁ πορτιέρης ἐκεῖ.”
“Μπορεῖς νὰ τὸ δεῖς γραμμένο ἐδῶ” εἶπε ἡ γερόντισσα βγάζοντας ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ μαντήλι της. “Τὸ λάβαμε ἀπὸ τὴν Ἐφιμία πάρα πολὺ καιρὸ πρίν. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ζεῖ τώρα.”
Ὁ Γίγκορ συλλογίστηκε γιὰ ἕνα λεπτό, καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ γράφει γρήγορα.
“Ἡ μοῖρα σὲ προορίζει γιὰ τὸ στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα,” ἔγραψε, “γι’ αὐτό σας συστήνουμε νὰ ἐξετάσετε τὰ ἄρθρα σχετικὰ μὲ τὶς πειθαρχικὲς κυρώσεις καὶ τὸ ποινικὸ δίκαιο τοῦ Ὑπουργείου Ἄμυνας, καὶ νὰ βρεῖτε ἐκεῖ τοὺς νόμους περὶ ἐκπολιτισμοῦ γιὰ τὰ μέλη τοῦ συγκεκριμένου τομέα.”
Ὅταν τὸ ἔγραψε τὸ διάβασε φωναχτὰ ἐνῷ ἡ Βασιλίνα σκέφτηκε πόσο θὰ ἤθελε νὰ γράψει ὅτι πέρυσι δὲν εἴχανε τρόφιμα, καὶ ὅτι τὸ ἀλεύρι τους δὲν κράτησε οὔτε μέχρι τὰ Χριστούγεννα, κι ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ πουλήσουν τὴν ἀγελάδα τους· ὅτι ὁ γέροντας ἀρρώσταινε συχνά, καὶ σὲ λίγο θὰ παρέδιδε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ· ὅτι χρειάζονταν χρήματα – ἀλλὰ πῶς μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ ὅλα αὐτὰ μὲ λέξεις; Τί πρέπει νὰ πεῖ πρῶτα καὶ τί μετά;
“Δῶσε προσοχὴ στὸν πέμπτο τόμο τοῦ στρατιωτικοῦ λεξικοῦ”, ἔγραψε ὁ Γίγκορ. “Ἡ λέξη στρατιώτης εἶναι μιὰ γενικὴ ὀνομασία, ἕνας διακριτικὸς ὅρος. Καὶ ὁ ἀρχιστράτηγος ἑνὸς στρατοῦ καὶ ὁ τελευταῖος πεζικάριος στὴν σειρὰ λέγονται καὶ οἱ δύο στρατιῶτες…”
Τὰ χείλια τοῦ γέροντα κινήθηκαν καὶ εἶπε μὲ χαμηλὴ φωνή: “Θὰ ἤθελα νὰ δῶ τὰ μικρὰ ἐγγόνια μου!”
“Ποιά ἐγγόνια;” ρώτησε ἡ γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἐγγόνια.”
“Νὰ μὴν ὑπάρχουν ἐγγόνια; Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ ὑπάρχουν! Ποιός ξέρει;”
“Καὶ ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐξαχθεῖ τὸ συμπέρασμα,” ὁ Γίγκορ βιάστηκε νὰ συνεχίσει, “γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς καὶ ποιός εἶναι ὁ ξένος ἐχθρός. Ὁ μεγαλύτερος ἐσωτερικὸς ἐχθρός μας εἶναι ὁ Βάκχος…”
Τὸ μολύβι ἔγδερνε κι ἔσκιζε, καὶ τραβοῦσε μακριὲς κατσαρὲς γραμμὲς σὰν ἀγκίστρια στὸ χαρτί. Ὁ Γίγκορ ἔγραφε μὲ μεγάλη ταχύτητα καὶ ὑπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ἢ τρεῖς φορές. Καθόταν σὲ ἕνα σκαμνὶ μὲ τὰ πόδια του τεντωμένα μακριὰ κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι· ἕνα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ’ ἕναν χοντρό, πυρόξανθο αὐχένα καὶ τὸ πρόσωπο ἑνὸς μπουλντόγκ. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς τραχιᾶς, ὑπεροπτικῆς, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· ὑπερήφανος ποὺ εἶχε γεννηθεῖ καὶ μεγαλώσει σ’ ἕνα καπηλειό, καὶ ἡ Βασιλίνα ἤξερε πολὺ καλὰ τὸ πόσο χυδαῖος ἦταν ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ τὶς λέξεις γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσει, μποροῦσε μόνο νὰ τὸν ἀγριοκοιτάζει μὲ καχυποψία. Τὸ κεφάλι της πονοῦσε ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του καὶ τὶς ἀκαταλαβίστικες λέξεις του, καὶ ἀπὸ τὴν βαριὰ ζέστη τοῦ δωματίου, καὶ τὸ μυαλό της θόλωσε. Δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ σκεφτεῖ οὔτε νὰ μιλήσει, μόνο νὰ στέκεται μποροῦσε καὶ νὰ περιμένει τὸ μολύβι τοῦ Γίγκορ νὰ πάψει νὰ γρατζουνά. Ὁ γέροντας ὅμως κοιτοῦσε τὸν συγγραφέα μὲ ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη στὰ μάτια του. Εἶχε ἐμπιστοσύνη στὴν γριά του ποὺ τὸν ἔφερε ἐκεῖ, εἶχε ἐμπιστοσύνη στὸν Γίγκορ καί, ὅταν μίλησε γιὰ τὸ ὑδροθεραπευτήριο πρὶν ἀπὸ λίγο, τὸ πρόσωπό του ἔδειξε πὼς εἶχε ἐμπιστοσύνη καὶ σ’ αὐτό, καὶ στὴν θεραπευτικὴ δύναμη τῶν λουτρῶν του.
Ὅταν τὸ γράμμα τελείωσε, ὁ Γίγκορ σηκώθηκε καὶ τὸ διάβασε φωναχτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος. Ὁ γέροντας δὲν κατάλαβε οὔτε μία λέξη ἀλλὰ συγκατένευσε μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ εἶπε:
“Πολὺ καλά. Εἶναι στρωτό. Εὐχαριστοῦμε θερμά, εἶναι πολὺ καλό.”
Ἄφησαν τρία καπίκια τῶν πέντε στὸ τραπέζι κι ἔφυγαν. Ὁ γέροντας ἀπομακρύνθηκε κοιτῶντας σταθερὰ μπροστά, ὅπως ἕνας τυφλός, καὶ μὲ ὕφος ὑπέρτατης αὐτοπεποίθησης στὰ μάτια του ἀλλὰ ἡ Βασιλίνα, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ταβέρνα, κλώτσησε ἕναν σκύλο ποὺ βρέθηκε στὸ δρόμο της καὶ ἀναφώνησε μὲ θυμό:
“Ἄ, τὴν πανούκλα!”
Ἐκείνη τὴν νύχτα ἡ γερόντισσα ἔμεινε ξάγρυπνη ἀπὸ τὶς ἀνήσυχες σκέψεις καὶ τὸ χάραμα σηκώθηκε, ἔκανε τὴν προσευχή της καὶ περπάτησε ἕντεκα μίλια μέχρι τὸν σταθμὸ γιὰ νὰ ταχυδρομήσει τὸ γράμμα.
II
Τὸ ὑδροθεραπευτήριο τοῦ Δόκτορος Μοζελβάϊζερ ἦταν ἀνοιχτὸ ἀνήμερα τὴν Πρωτοχρονιά, ὡς συνήθως· ἡ μόνη διαφορὰ ἦταν πὼς ὁ Ἀντρέϊ Κραϊζόφιτς, ὁ πορτιέρης, φοροῦσε ἀσυνήθιστα γυαλισμένες μπότες καὶ μία στολὴ φινιρισμένη μὲ καινούργιο χρυσὸ σειρήτι, καὶ πὼς εὔχονταν σὲ κάθε ἕναν ποὺ ἐρχόταν Καλὴ Χρονιά.
Ἦταν πρωί. Ὁ Ἀντρέϊ στεκόταν στὴν πόρτα διαβάζοντας ἐφημερίδα. Στὶς 10 ἀκριβῶς ἔφτασε ἕνας γέρος στρατηγὸς ποὺ ἦταν ἀπὸ τοὺς τακτικοὺς ἐπισκέπτες τοῦ θεραπευτηρίου. Πίσω του ἐρχόταν ὁ ταχυδρόμος. Ὁ Ἀντρέϊ πῆρε τὸ παλτὸ τοῦ στρατηγοῦ καὶ εἶπε:
“Εὐτυχισμένο τὸ νέο ἔτος, Ἐξοχότατε!”
“Εὐχαριστῶ, φίλε, ἐπίσης!”
Καὶ καθὼς ἀνέβαινε τὶς σκάλες ὁ στρατηγὸς ἔδειξε κουνῶντας τὸ κεφάλι τοῦ μιὰ κλειστὴ πόρτα καὶ ρώτησε, ὅπως ἔκανε κάθε μέρα, ξεχνῶντας πάντα τὴν ἀπάντηση:
“Καὶ τί ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα;”
“Τὸ δωμάτιο τοῦ μασάζ, Ἐξοχότατε!”
Ὅταν τὰ βήματα τοῦ στρατηγοῦ δὲν ἀκουγόνταν πιά, ὁ Ἀντρέϊ περιεργάστηκε τὰ γράμματα καὶ βρῆκε ἕνα ποὺ ἀπευθυνόνταν σὲ ἐκεῖνον. Τὸ ἄνοιξε, διάβασε μερικὲς γραμμὲς καὶ μετά, διαβάζοντας τὴν ἐφημερίδα του, περπάτησε ἀργὰ πρὸς τὸ μικρὸ δωμάτιο στὸν κάτω ὄροφο, στὸ τέλος τοῦ διαδρόμου, ὅπου ζοῦσε αὐτὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ σύζυγός του ἡ Ἐφιμία καθόταν στὸ κρεβάτι καὶ τάϊζε τὸ μωρό, τὸ μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στὰ πόδια της μὲ τὸ σγουρομάλλικο κεφάλι του νὰ ἀκουμπᾶ στὴν ποδιά της κι ἕνα τρίτο παιδὶ κοιμόταν στὸ κρεβάτι. Ὁ Ἀντρέϊ μπῆκε στὸ μικρό τους δωμάτιο καὶ ἔδωσε τὸ γράμμα στὴν σύζυγό του λέγοντας:
“Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἀπὸ τὸ χωριό.”
Μετὰ βγῆκε πάλι ἔξω, χωρὶς νὰ σηκώσει τὰ μάτια του ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα, καὶ σταμάτησε στὸν διάδρομο ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πόρτα. Ἄκουσε τὴν Ἐφιμία νὰ διαβάζει μερικὲς γραμμὲς μὲ τρεμάμενη φωνή. Δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει παρακάτω ἀλλὰ αὐτὲς ἦταν ἀρκετές. Δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια της καὶ ἀγκάλιασε τὸ μεγαλύτερο παιδί της καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ μιλάει καὶ νὰ τὸ φιλᾶ. Ἦταν δύσκολο νὰ ξεχωρίσει ἂν γελοῦσε ἢ ἂν ἔκλαιγε.
“Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴν γιαγιὰ καὶ τὸν παπποῦ” εἶπε… “ἀπὸ τὸ χωριό, Ὦ! Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν! Ὦ! Ἅγιοι Πάντες!” Οἱ σκεπὲς εἶναι γεμᾶτες χιόνι ἐκεῖ τώρα, καὶ τὰ δέντρα εἶναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τὰ παιδάκια εἶναι ἔξω καὶ τρέχουν στὶς κατηφόρες μὲ τὰ μικρά τους ἔλκυθρά, καὶ ὁ καλὸς ὁ παπποῦς, μὲ τὸ ὄμορφο γυμνὸ κεφάλι του κάθεται δίπλα στὴν μεγάλη ζεστὴ σόμπα καὶ τὸ μικρὸ καφετὶ σκυλί… Ὦ! Τὰ ἀγαπημένα μου μικρά…”
Ὁ Ἀντρέϊ θυμήθηκε ὅσο τὴν ἄκουγε πὼς ἡ σύζυγός του τοῦ εἶχε δώσει κάποια γράμματα σὲ τρεῖς ἢ τέσσερις διαφορετικὲς περιστάσεις, καὶ τοῦ εἶχε πεῖ νὰ τὰ στείλει στὸ χωριὸ ἀλλὰ πάντα προέκυπταν σημαντικὲς ὑποχρεώσεις καὶ τὰ γράμματα παρέμεναν στὴν θέση τους, κάπου ἐκεῖ τριγύρω· ἀταχυδρόμητα.
“Καὶ τὰ κατάλευκα μικρὰ λαγουδάκια χοροπηδοῦν στὰ χωράφια τώρα…” εἶπε μέσα σὲ λυγμοὺς ἡ Ἐφιμία καὶ ἀγκάλιασε τὸ ἀγόρι της μὲ μάτια ποὺ ἔτρεχαν. “Ὁ παππούκας εἶναι τόσο καλὸς κι εὐγενικός, καὶ ἡ γιαγιὰ εἶναι τόσο εὐγενικὴ καὶ πονόψυχη. Οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἁπαλὲς καὶ ζεστὲς στὸ χωριό… Ὑπάρχει μία μικρὴ ἐκκλησία ἐκεῖ καὶ οἱ ἄντρες τραγουδοῦν στὴν χορωδία. Ω, πᾶρε μας μακριὰ ἀπὸ δῶ, Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν! Κάνε κάτι γιά μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”
Ὁ Ἀντρέϊ ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιό του γιὰ νὰ καπνίσει μέχρι ὁ ἑπόμενος ἐπισκέπτης νὰ ἔρθει, καὶ ἡ Ἐφιμία ξαφνικὰ πάγωσε καὶ σκούπισε τὰ μάτια της· μόνο τὰ χείλη της ἔτρεμαν. Τὸν φοβόταν, ὦ! πόσο τὸν φοβόταν! Ἔτρεμε καὶ ζάρωνε σὲ κάθε του βλέμμα καὶ σὲ κάθε του βῆμα, καὶ ποτὲ δὲν τολμοῦσε νὰ ἀνοίξει τὸ στόμα της ὅσο ἦταν μπροστά.
Ὁ Ἀντρέϊ ἄναψε τσιγάρο ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνα καμπανάκι χτύπησε στὸν ἐπάνω ὄροφο. Ἔσβησε τὸ τσιγάρο καὶ παίρνοντας ἕνα πολὺ ἐπίσημο ὕφος βιάστηκε νὰ πάει στὴν εἴσοδο.
Ὁ γέρος στρατηγός, ροδαλὸς καὶ φρέσκος ἀπὸ τὸ λουτρό του, κατέβαινε τὶς σκάλες.
“Καὶ τί ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μιὰ κλειστὴ πόρτα.
Ὁ Ἀντρέϊ πῆρε στάση προσοχῆς καὶ ἀπάντησε μὲ δυνατὴ φωνή:
“Τὸ ζεστὸ μπάνιο, Ἐξοχότατε!”
Τὸ διήγημα ἀνήκει στὴν συλλογὴ “From Russian Silhouettes: More Stories of Russian Life, by Anton Chekhov” ποὺ μετέφρασε ἀπὸ τὰ Ρωσικὰ ἡ Μαριὰν Φὲλλ (Charles Scribner’s Sons, October, 1915). Μετάφραση στὰ ἑλληνικά: Χρυσούλα Γούναρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου