Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ἕνα σύννεφο στὰ Καυσοκαλύβια...


Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο 
Ἀρχὲς τοῦ Δεκεμβρίου. Ὁ Ἅη Νικόλας ἔρχεται μὲ χιόνια φορτωμένος. Θάλασσες ἀφρισμένες κι οἱ ναυτικοὶ ὅλοι μὲ τὴν εὐχή του στὰ χείλη. Νικολοβάρβαρα ζυγώνουν.
Φυλλομετρῶ τὸ συναξάρι, τὸ βαγγέλιο τοῦ πιστοῦ…
Στὸ γύρισμα τῶν σελίδων του ἦχοι ἀγριεμένων κυμάτων, ἀντίφωνα ἀγέρηδων ποὺ μανιάζουν, βροχῆς ὁ χτύπος ὁ ἄμετρος, τρυπᾶ τὴ γῆ. Τὰ μάτια μου ἐκστατικὰ μπροστὰ στὸ ἀντάριασμα τοῦ καιροῦ.
Μυρίσματα ἀπὸ καυσόξυλα καὶ τζάκια ποὺ φουντώνουν τὴν πύρα τους, μετὰ τῆς μέρας τὸν κάματο τὸν ἱερό.
Λίγο καψαλισμένο ψωμί, μὲ τὸ πρῶτο χρυσάφι ἀπ’ τὰ λιόδεντρα σταγμένο πάνω του. Τὶς αἰσθήσεις μου ὁδηγεῖ ἡ μνήμη.
Λιγοστὰ τὰ καταφύγιά μου. Στὸ γύρεμά τους καταλαβαίνω πὼς μόνο ἡ ἀληθινὴ ζωὴ γεννᾶ τὴ νοσταλγία.
Μὰ ὑπάρχει κι ὁ ἀδελφὸς δόξα τῷ Θεῷ! Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κράτησε τίποτα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ποῦ μοιράστηκε τὶς εὐλογίες πολλαπλασιάζοντάς τις. Ποῦ τὶς ἔκοψε ἀντίδωρο καὶ ψίχουλο τὸ ψίχουλο, χόρτασε μ’ αὐτὲς μυριαρίθμητες πεινασμένες γιὰ Θεὸ ψυχές.
Ἀρχὲς τοῦ Δεκεμβρίου.
Στὸ συναξάρι τῆς δεύτερης μέρας του μία προσθήκη ποὺ σκόρπισε ἐλπίδα στὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἐνεπλήσθημεν χαρᾶς!
Τῇ αὐτῇ ἡμέρα Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Τώρα τὶς αἰσθήσεις μου τὶς ὁδηγεῖ ὁ ταπεινὸς σκυφτὸς Γέροντας. Ἄλλος ἕνας ταπεινὸς γίγαντας ποὺ θὰ πρόσθετε καὶ ὁ Κὺρ-Φώτης στὴν γνωστὴ χορεία τῶν ἡρῴων του… Ὁρμὴ κυμάτων ξανά.
Τῶν Καυσοκαλυβίων ὁ ἀρσανὰς δὲν φαίνεται ἀπ’ τὰ θεριασμένα βουνά τους, ποὺ τὸν σκεπάζουν ὁλότελα. Ἀπ’ τὸ κοιμητήρι ποὺ οἱ λιγοστοὶ μοναχοὶ μὲ τὰ μουσκεμένα κουκούλια καὶ τὰ ράσα ἀποθέτουν στὴ γῆ τὸ Ἁγιασμένο καὶ πολυβασανισμένο σκήνωμα, δὲν ξεχωρίζεις τίποτα!
Σταγόνες χοντρὲς παγώνουν πιότερο τὰ πρόσωπα καὶ σμίγονται μὲ τὴν ἁλμύρα τῶν ματιῶν ποὺ ἀσταμάτητα κυλᾶ.
Μία ὁμίχλη σὰν σύννεφο μπροστά σου περιμένει τὸν
ταξιδευτή της. Τὸ χῶμα ποὺ σκάφτηκε, μυρίπνοο κι αὐτὸ ἑτοιμάζεται νὰ μπλεχτεῖ μὲ τὸ μυρωμένο ἀπ’ τοῦ Παναγίου Τάφου τὰ ἀρώματα σῶμα τοῦ Πορφυρίου.
Ἵνα ὦσιν ἕν! Ἵνα ὦσιν ἕν!
Ἀντίλαλος στῶν Κυσοκαλυβίων τὰ βραχόσπαρτα μονοπάτια!
Σκέπασε ἡ γῆ τὸν Ἅγιο. Ταξίδεψε τὸ σύννεφο!
Γαλήνεψε ὁ καιρὸς καὶ φάνηκε τὸ γαλάζιο τοῦ Θεοῦ.
Ἔμεινε παντοτινὴ ἡ εὐωδία καὶ ὁ Οὐρανὸς ὑποδέχθηκε τὸ ἀλητόπαιδο τοῦ Χριστοῦ!
Εἴκοσι χρόνια κύλησαν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν χειμῶνα.
Ἀγρύπνια στὴ χάρη του. Ἀσπασμὸς στὸ λουλουδοστόλιστο εἰκόνισμά του.
Τὸ φρέσκο ξύλο σιγὰ-σιγὰ ρουφᾶ τὰ χρώματα τῶν χαρισμάτων του. Καὶ ἐμεῖς τὶς μνῆμες ὅσων τὸν εἶδαν καὶ τὸν ἄκουσαν.
Ὅσων ψηλάφισαν τὴν Ἁγιότητά του.
Ἀκοῦμε ξανὰ τὴν φωνούλα του νὰ ψέλνει τὸν Ἱκετήριο κανόνα τοῦ Ἰησοῦ, φιλᾶμε τὰ χεράκια του, αὐτὰ ποὺ ἀκόμα ἄφθορα σώζονται, ἐκεῖ δίπλα στὴν αὐτοσχέδια ξυλόσομπά του στὰ Καλλίσια, στὸν Ἅη Γεράσιμο, στὸ εὐωδιαστὸ παράπηγμά του στὸ Μήλεσι ἐκεῖ ποὺ θέτει ἀκόμα νοῦ καὶ μπολιάζει μὲ ἐλπίδα.
«Φίλος σας ὁ Χριστὸς βρέ, ἀδελφὸς καὶ Πατέρας! Δὲν βαστᾶ τὴν κόλαση στὸ χέρι!»
Ἕνα ἀπολυτίκιο ψέλνω σὲ πλάγιο τοῦ πρώτου, βγαλμένο γι’ αὐτὸν ἀπ’ τὴν ἀκάθαρτη ψυχή μου, τὴν μέρα ποὺ τ’ ὄνομά του γράφτηκε σιμὰ στὸν Θεηγόρο Προφήτη Ἀββακούμ.
Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ γιὰ αὐτὸν ποὺ τόσο Τὸν ἐμεγάλυνε;
Τὸν θαυμάσιον μύστην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Μηλεσίου
τὸ κλέος καὶ τῶν Γερόντων φωνή, τὴν βοήθειαν ἡμῶν καὶ
διόρασιν· Τὸν ἀναπαύσαντα σοφῶς τὰς ψυχὰς τῶν
ἀσθενῶν, τοῦ πνεύματος συνεργείᾳ.
Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην, ἐπικαλέσωμεν ἅπαντες.
Νώντας Σκοπετέας
Στὴν μνήμη τῆς Μοναχῆς Πορφυρίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Πόσα χωρᾶνε σὲ ἔνα Ἀμήν;»
Πρόμαχος Ὀρθοδοξίας 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: