Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Η «Λειτουργική Κίνησις» της Δύσεως και ο Οικουμενισμός

 

Γέροντα Νικοδήμου, ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης-Νεζερῶν, ( 250 08 Πάτραι)

Εἰσήγησις ἐκφωνηθεῖσα εἰς τὸ Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο: «Οἰκουμενισμός. (Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις)», τὸ ὁποῖον διωργανώθη εἰς τὴν Θεσσσαλονίκην, τὴν 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, ὑπὸ τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν».

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

      Οἱ συνέπειες τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως ἦσαν ὀλέθριες διὰ τὸν Χριστιανισμὸ τῆς Δύσεως. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία 2 ἐδιώχθη ἀπηνῶς, καὶ χίλια περίπου μοναστήρια ἐξηφανίσθησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1789-1815 3. Γι’ αὐτὸ οἱ περισσότεροι ἐκπρόσωποι τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἐτάχθησαν ὑπὲρ τῆς ἐνισχύσεως τῆς ὀργανωτικότητος τῆς Ἐκκλησίας των πρὸς ἀντιμετώπισι τῆς πολιτειακῆς ἀπειλῆς. Δηλαδὴ ἀντέταξαν εἰς τὴν καλῶς ὀργανωμένη ἐχθρικὴ πολιτεία μίαν ἐξ ἴσου καλῶς ὀργανωμένη ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι, πολέμησαν τὸν κόσμο μὲ τὰ ἴδια του τὰ ὅπλα, προσηρμόσθησαν εἰς τὶς κοσμικὲς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς των, διὰ νὰ διασώσουν τὴν Ἐκκλησία, ὡς ἐνόμιζον· ἀλλὰ τοῦτο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσουν τοὺς πιστοὺς εἰς μίαν ἐκκοσμικευμένη περὶ Ἐκκλησίας ἀντίληψιν.

      Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Δύσεως ἐνόμισαν πλέον ὅτι Ἐκκλησία εἶναι μία εὔρυθμος καὶ πειθαρχημένη ζωή, ἀτομικὴ καὶ συλλογική, καὶ ἀδιαφόρησαν διὰ τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, διὰ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ διὰ τὴν ἀπόλυτον ἐξάρτησι τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἄμεσος συνέπεια τῆς περιφρονήσεως τῶν δογμάτων εἶναι ἡ παραμέλησις τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν καὶ ἡ ἐπικέντρωσις τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτῶν εἰς τὸν ἠθικισμό 4.
      Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς μετεπαναστατικῆς Γαλλίας, καὶ τῆς Δύσεως γενικῶς, ἐλάμβανε τὴν μόρφωσί του ἀπὸ τοὺς Ἰησουΐτας, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐδίδασκαν ὅτι πρέπει νὰ ἐπιμένῃ κυρίως εἰς ἠθικὲς καὶ τυπολατρικὲς ὑποχρεώσεις προσωπικῆς εὐσεβείας.
      Παραλλήλως, ὅμως, ἡ ἐνοριακὴ εὐσέβεια, προσπαθοῦσα νὰ καλύψῃ τὰ κενά, ὁποὺ ἐδημιουργοῦσε ἡ ἰησουϊτικὴ ἀγωγή, ἐφεῦρε νέους τρόπους εὐσεβείας, ἀνεξαρτήτους τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καὶ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ὑπερέξαρσι τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, τὴν πλήρη συναισθηματισμοῦ λατρεία τῆς «ἱερᾶς καρδίας» τοῦ Ἰησοῦ, ἤ, ὡς ἀποκορύφωσι ὅλων, τὴν Τελετὴ τῆς «Ἁγίας Δωρεᾶς» 5. Ὁ λαός, ἔστω καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς αἱρέσεως, ἔσπευδε διψασμένος εἰς τὴν ἀναζήτησι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ ἡγέται τῆς Ἐκκλησίας του , ἀποβλέποντες εἰς τὴν εὔκολον λύσι, τοῦ προσέφεραν ἀφειδῶς «εὐσεβεῖς» τελετάς, ἀνεξαρτήτους μὲν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, πλουσίας ὅμως εἰς συναισθηματισμοὺς καὶ ἐντυπώσεις, βαυκαλιζόμενοι ὅτι ἡ ἐφήμερος συγκινησιακὴ φόρτισις θὰ ἀναπληρώσῃ τὴν ἐκ τῆς ἐκκοσμικεύσεως ἀπωλεσθεῖσα χάριν, καὶ θὰ συγκρατήσῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν Ἐκκλησία.
      Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὡς ἐκτροπὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ ἕναν ἀριθμὸ πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ Δυτικοῦ κόσμου 6. Ἀντιστρατευόμενος τοὺς πανίσχυρους Ἰησουΐτας ὁ Dom Prosper Guéranger, ἀνακαινιστὴς τοῦ κατεστραμμένου ὑπὸ τῆς Ἐπαναστάσεως ἀββαείου τοῦ Solesmes τὸ 1833, προσεπάθησε νὰ καλλιεργήσῃ τὴν λειτουργικὴ συνείδησι τῶν βενεδικτίνων μοναχῶν 7. Διαπιστώνοντας ὅτι ἡ εὐσέβεια μετεβλήθη εἰς λαοφιλεῖς «φολκλορικὰς» ἑορταστικὰς ἐκδηλώσεις, ἠθέλησε μὲν νὰ μυήσῃ ὅλους τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς εἰς τὴν λειτουργικὴ ζωή, συγχρόνως δὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν Ἕνωσιν ὑπὸ τὸν Πάπα 8, θέτων ἔτσι τὶς βάσεις τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» εἰς τὴν Δύσι 9.
      Ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις», ἀρχικῶς μὲν ἕνα ὅραμα κάποιων διακεκριμένων βενεδικτίνων μοναχῶν, σὺν τῷ χρόνῳ, ἰδίως μετὰ τὴν σθεναρὰ ἀντίδρασι τῶν Ἰησουϊτῶν κατὰ τὸ ἔτος 1914 10, ἀπέκτησε τὴν μορφὴ μιᾶς καλῶς ὁργανωμένης προσπαθείας, ἡ ὁποία ἔλαβε τὸ χαρακτηριστικὸν ὄνομα: «Ἡ Κίνησις», καὶ τῆς ὁποίας ὁ σκοπὸς ἔλαβε τὸ ἐπίσης ἰδιαίτερον ὄνομα: «Τὸ Ἔργον». Ἡ δρᾶσις τῆς «Κινήσεως» ἐκαλύπτετο πάντοτε ὑπὸ τὴν μορφὴ μιᾶς μὴ σαφῶς διατυπουμένης μελλοντικῆς προοπτικῆς, ὥστε νὰ ἀποφεύγεται ἡ τυχὸν ἀντίδρασις τῶν ἀντιφρονούντων καὶ νὰ ἀφήνεται ἐλεύθερος ὁ δρόμος διὰ τὴν ὅποιαν ἐξέλιξιν. Αὐτὸ τὸ «ἔργο», ἦταν ἡ ἐλπὶς ὅλων διὰ τὴν ἀναζωπύρωσι τῆς πίστεως, (κατὰ τὴν ἐκτίμησι πολλῶν), καὶ ἡ ἀσφαλὴς προσδοκία τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, (κατὰ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς «Κινήσεως»).
       Ἀφετηρία καὶ κύριος σκοπὸς τῆς «Λειτουργικῆς» αὐτῆς «Κινήσεως», ἦταν ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἰς τὴν λειτουργία. Εἶναι ἐντυπωσιακὸν ὅτι ὑπ’ αὐτὸ τὸ αἴτημα εἰσέβαλε καὶ εἰς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ὅμως, οἱ Δυτικοὶ εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους μία λειτουργικὴ πρᾶξι τελείως ἀντίθετον ἐκείνης τὴν ὁποίαν εἶχαν παρ’ ἡμῖν οἱ ἡμέτεροι. Ἡ ρωμαιοκαθολικὴ λειτουργικὴ πρᾶξις γνωρίζει τὴν τέλεσι τῆς λειτουργίας ὑπὸ μόνου τοῦ ἱερέως 11. Ὅ,τι λέγει ἢ πράττει ὁ λειτουργὸς ἀφοροῦν μόνον αὐτὸν καὶ οὐδ’ ἕνα ἄλλον· οἱ πιστοί, ὅταν παρίστανται, εἶναι ἁπλοὶ θεαταὶ ἑνὸς ἱερέως, ὁ ὁποῖος καθ’ ἑαυτὸν ποιεῖ κάτι· ἡ χορωδία, ὅταν παρίσταται, συνιστᾶ ἁπλῶς μουσικὴ ἐπένδυσι τῆς προσωπικῆς τελετῆς τοῦ ἱερέως.
      Ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις» ἐτόνισε μὲν τὴν ἀνάγκη τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν συστατικῶν – καθαγιαστικῶν λόγων 12, ἀλλὰ ἐζήτησε τὸν διάλογο κλήρου καὶ λαοῦ κατὰ τὴν τέλεσι τῆς λειτουργίας, ὅ,τι δηλαδὴ ὑπάρχει πάντοτε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐν πρώτοις φαίνεται ἀπορίας ἄξιον, πῶς μία λατινικὴ «Κίνησις», ἡ ὁποία εὐνοοῦσε εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ τὴν ὀρθόδοξον Λειτουργικὴ, εὑρῆκε εἴσοδο εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία, αἰτοῦσα αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ὑπῆρχε…
      Ὅμως, ὑπάρχει καὶ μία ἅλλη παράμετρος. Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἡ «Κίνησις» εἶχε καλλιεργήσει ἐντόνως τὴν ἀναζήτησι τῶν λειτουργικῶν πηγῶν. Ἡ ἀναζήτησις αὐτὴ ἐδημιουργοῦσε γοητεία καὶ συγκίνησιν εἰς τὴν νεολαία τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, διότι παρουσιάζετο ὡς κάτι τὸ νέο…
      Ἡ παροῦσα εἰσήγησις ἀναφέρεται κυρίως εἰς τὴν δρᾶσι τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» κατὰ τὸν Κ΄ αἰῶνα, διότι κατ’ αὐτὴν ἡ «Κίνησις» ἔφθασε εἰς τὴν πλήρη ὡρίμανσι τοῦ ἔργου της 13 καὶ ἔγινε γνωστὴ εἰς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Καὶ παλαιότερα, τὸ 1891, ἡ «Κίνησις» εἶχε προτείνει τὴν ἀποστολὴ βενεδικτίνων μοναχῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα πρὸς ἐπέκτασι καὶ ὑλοποίησι τῆς προοπτικῆς τοῦ «ἔργου» της, ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ἐπετεύχθῃ κάτι 14. Μᾶλλον περιωρίσθη εἰς τὴν ἐπανίδρυσι τοῦ «Κολλεγίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου» εἰς τὴν Ρώμη, ὅπου ἐδιδάσκετο ὅ,τι δὲν χωρίζει τοὺς Λατίνους ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, καὶ κατεβάλλετο ἰδιαιτέρα φροντίδα διὰ τὴν καλὴ τέλεσι τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς θείας λειτουργίας, κατὰ τὸ τυπικὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κάτι τὸ ὁποῖον εἶχε τόσην ἐπιτυχία, ὥστε ἐκαυχῶντο ὅτι τὸ Κολλέγιον αὐτὸ ἀποτελεῖ πλέον πρότυπο διὰ τὸν ἑλλαδικὸ κλῆρο, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, εἶχε περιέλθει εἰς πλήρη λειτουργικὴ παρακμή 15.

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

      Ἡ Δύσις συνήθιζε πλέον νὰ μὴν ταυτίζῃ τὸν «κανόνα τῆς λατρείας» μὲ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως» 16, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἐνίσχυε τὴν διαφοροποίησί της ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν. Ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις» ἐπεσήμανε μὲν τὸ ἄτοπον αὐτό, ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ διακρίνῃ ὅτι ἕνα μέρος —ἴσως τὸ σημαντικώτερο— τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῆς λατινικῆς λατρείας ὀφείλεται εἰς τὰ καινοφανῆ δόγματα τοῦ Ρωμαικαθολικισμοῦ. Ὀρθῶς ἀνεγνώριζε ὅτι τὸ δόγμα ἐκφράζεται δι’ ὅλων τῶν λεπτομερειῶν τῶν λειτουργικῶν λόγων καὶ πράξεων, ὅτι τὰ λειτουργικὰ κείμενα εἶναι συμβολικὰ κείμενα ὑψίστης ἀξίας, ὅτι ἡ ταυτότης τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζεται διὰ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ὅτι ἡ βασικωτέρα πηγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως εἶναι ἡ ἐν χρήσει τάξις τῆς καθημερινῆς λατρείας 17, καὶ ὅτι ἡ θεία εὐχαριστία «συνιστᾶ» τὴν Ἐκκλησία 18.
      Ὅμως ἠρνήθη νὰ παραδεχθῇ, ὡς ἀσυμβίβαστον πρὸς τὴν ἀποστολικὴ παράδοσι, τὸ πρωτεῖον καὶ τὸ καινοφανὲς ἀλάθητον τοῦ Πάπα19, δι’ αὐτὸ καὶ ἔθεσε ὡς βασικὴ προϋπόθεσι τῆς αὐθεντικότητος καὶ γνησιότητος τῆς θείας λειτουργίας, τοῦ «δείπνου τῆς βασιλείας», ὡς ἔλεγε 20, τὴν τέλεσι αὐτῆς ὑπὸ ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἀνήκουν εἰς τὸ μυστικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνδεδεμένοι μετὰ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί, κατ’ αὐτήν, ὁ σύνδεσμος αὐτὸς πραγματοποιεῖται μόνον διὰ τῆς ἑνώσεως τῶν ἐπισκόπων μετὰ τοῦ «ἀντιπροσώπου» τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ ἀλαθήτου Πάπα τῆς Ρώμης 21, κατὰ τὸ γνωστὸ πυραμυδοειδὲς σύστημα 22.
      Ἡ «Κίνησις» διεπίστωσε ὅτι ἡ δημιουργία τῶν σχισμάτων ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν περιορισμὸ τῆς παγκοσμιότητος τῆς παπικῆς ἐξουσίας23. Ἐπειδὴ ὑπεστήριζε ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται διὰ τῆς τελέσεως μιᾶς λειτουργίας 24 καὶ τῆς ἑνώσεως μεθ’ ἑνὸς παγκοσμίου πατρός, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, διεκήρυξε, ἀφ’ ἑνός μὲν τὴν ἀνάγκη προσεγγίσεως τῶν λειτουργικῶν πηγῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ἀνάγκη ἐξευρέσεως νέας ἑρμηνείας τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου, ὥστε τοῦτο νὰ καταστῇ εὔληπτον ὑπὸ τῶν «σχισματικῶν» Ὀρθοδόξων. Κατὰ τὴν ἄποψι τῆς «Κινήσεως», ὁ ρωμαιοκαθολικὸς κόσμος ἔπρεπε σταδιακῶς, ἁπλουστεύοντας τὸ τελετουργικόν μέρος, νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴ τὴν λειτουργία, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας, κάτι εἰς τὸ ὁποῖον ἀνεμένετο ὅτι εὐκόλως θὰ διωλίσθαιναν οἱ Ὀρθόδοξοι, δεχόμενοι τὸ ἀρχαιότερον ὡς αὐθεντικότερον.
      Ὡς γνωστόν, σήμερα ἐλάχιστα γνωρίζομε διὰ τὶς λεπτομέρειες τοῦ τρόπου τῆς τελέσεως τῆς λειτουργίας τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, ὁπότε παρέχεται ἡ δυνατότης νὰ δοθοῦν πλῆθος ἑρμηνειῶν, ἐκδοχῶν καὶ ὑποδείξεων, δηλαδὴ παρέχεται ἡ δυνατότης μεγάλης αὐθαιρεσίας. Ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις» ὀρθῶς ἀντελήφθη ὅτι ἡ «τάξις τῆς λατρείας» ἐκφράζει τὴν πίστι, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅτι ἡ λατρεία ἀνεπτύχθη παραλλήλως πρὸς τὴν ἀνάπτυξι τῆς διατυπώσεως τῶν δογμάτων αὐτῶν, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον διὰ νὰ εἶναι ἡ λατρεία ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
      Οὐσιαστικῶς ἀντελήφθη ὅτι ἡ διαφοροποίησις μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ὀφείλεται κυρίως εἰς τὴν διαφορὰ τῆς πίστεως, γι’ αὐτὸ καὶ προσεπάθησε νὰ εὕρῃ ἕνα μέσον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀμβλυνθοῦν τὰ κριτήρια τῆς πίστεως. Ἐγνώριζε ἐπαρκῶς τὴν προσήλωσι τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὴν λατρεία25 καὶ ἀπεφάσισε νὰ τοὺς πλήξῃ εἰς τὸ σημεῖο αὐτό. Ὡς δέλεαρ ἐπαρουσίασε τὴν ἐπιστροφὴν εἰς τὰς πηγὰς, ὑπὸ τὸ πρόσχημα μὲν τῆς ἀναζητήσεως τῆς αὐθεντίας, κατ’ οὐσίαν δὲ εἰς τὴν ἀναζήτησι μιᾶς προ-δογματικῆς ἢ ἀ-δογματικῆς λατρείας26.
      Οὕτω πως θὰ ἠμποροῦσε νὰ εὑρεθῇ ἕνας λειτουργικὸς τύπος κοινὸς διὰ τοὺς Λατίνους καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἕνας λειτουργικὸς τύπος ὁ ὁποῖος θὰ ἀνεφέρετο εἰς τὰ παγκοσμίως κοινὰ προβλήματα τῆς ἐκκοσμικευμένης ἀνθρωπότητος καὶ εἰς τὰ κοινὰ δογματικὰ σημεῖα τῶν δύο Ὁμολογιῶν 27. Καὶ ὅπου αὐτὸ θὰ ἦταν ἀνεπίτευκτο, τὸ σημεῖο τοῦτο θὰ ἐθεωρεῖτο ὡς ἰδιαίτερον ἔθος αὐτῆς ἢ ἐκείνης τῆς λειτουργικῆς οἰκογενείας 28. Ἔτσι ἐνεκαινιάσθη ἡ μεγάλη προπαγάνδα τῆς ἁπλότητος, ἕνα μήνυμα τὸ ὁποῖον εὐκόλως εὑρίσκει ἀνταπόκρισιν εἰς τὸν κουρασμένο, τὸν προδομένο, τὸν δυσαρεστημένο διὰ τὰ τεκταινόμενα εἰς τὸν κόσμο σύγχρονο ἄνθρωπο, κάτι τὸ ὁποῖον ἐγνώριζε καλῶς καὶ ὁ Dom Beauduin ἐκ τῆς παλαιοτέρας θητείας του ὡς «ἱερεὺς-ἐργάτης»29.
       Πρότυπο τοῦ «ἔργου τῆς Κινήσεως» ἦσαν οἱ Συνομιλίες εἰς τὴν πόλι Μαλῖνες τοῦ Βελγίου ὑπὸ τὸν Καρδινάλιο Mercier, τὸ ἔτος 1909. Κατόπιν τῶν Συνομιλιῶν αὐτῶν, μεταξὺ Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Ἀγγλικανῶν, διεπιστώθη ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος προσεγγίσεως τοῦ ἐν διαστάσει εὑρισκομένου χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι ἡ «ἀρχὴ» πὼς «ὅλα εἶναι θέμα ἑρμηνείας»30. Κάθε διαφορὰ ἠμπορεῖ νὰ ἐξομαλυνθῇ διὰ μιᾶς ἄλλης ἑρμηνείας, μία ἀντίληψις ἡ ὁποία εἰσήγαγε τὴν διγλωσσία εἰς τὸν χῶρο τῆς πίστεως, εἰς τὸν χῶρο τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, εἶχε δὲ εὐρτάτη ἐφαρμογὴ εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας. Βάσει τῆς ἀρχῆς αὐτῆς, οἱαδήποτε αἵρεσις ἦταν δυνατὸν νὰ διακηρυχθῇ δίχως νὰ κινδυνεύῃ ὁ ἐκφραστὴς αὐτῆς νὰ χαρακτηρισθῇ ὅτι κηρύσσει τὴν αἵρεσι «παρρησίᾳ ἢ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», κατὰ συνέπειαν δίχως νὰ ἐμπίπτῃ εἰς τὰ ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων προβλεπόμενα31. Ἔτσι ἡ κρίσις κάποιων «εἰδικῶν» ἐτέθη ὑπὲρ τὴν θεοπνευστία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἐπροπαγανδίσθη ἡ ὑποκειμενικότης τῶν θεολογικῶν κριτηρίων.
      Δυστυχῶς, οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς ἐπηρέασαν καὶ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή καὶ ἐπέτυχαν τὴν βαθμιαία ἐξάντλησι καὶ ἀποδυνάμωσι τοῦ ἀμυντικοῦ συστήματος τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ. Ὅ,τι κατώρθωσε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὄχι μόνον κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὄχι μόνον ἐντὸς τοῦ κλίματος τῶν ἑλληνοφώνων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν Σλάβων καὶ τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Δυτικο-ευρωπαίων Ὀρθοδόξων32, ἀπωλέσθη, διὰ τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀρχῶν τῆς «Κινήσεως», μὲ ἀποτέλεσμα τὴν δημιουργία λειτουργικῆς ἀνομοιογενείας καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων 33. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ παραλλήλως ἐπετεύχθη καὶ ἡ ἀναγνώρισις λειτουργικῶν πράξεων τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν Συνοδικῶς καταδικασθῇ 34.
       Ἡ ἐμπειρία τῶν Συνομιλιῶν εἰς τὶς Μαλῖνες ὑπηγόρευσε ἐπίσης τὴν ἀνάγκη δημιουργίας συνεδρίων. Τὰ συνέδρια τῆς «Κινήσεως» δὲν ἐσκόπευαν εἰς τὴν μελέτη τοῦ θέματος, τὸ ὁποῖον διεπραγματεύοντο, ἀλλὰ εἰς τὴν διακήρυξι τοῦ θέματος. Οὐσιαστικῶς ἀπέβλεπαν εἰς τὴν δημιουργία ἐντυπώσεων διὰ τὸ «ἔργον τῆς Κινήσεως». Ἐγγύησις τῆς ὀρθότητος τῶν πορισμάτων τῶν συνεδρίων αὐτῶν ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ συγκίνησις καὶ ὁ βαθμὸς ἀποδοχῆς αὐτῶν ἀπὸ τὸν πολὺ λαό, ἰδιαιτέρως μάλιστα ἀπὸ τοὺς νέους. Ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιτυχίας, μάλιστα, ἐπέβαλε τὴν συνεργασία μὲ φορεῖς εὐρείας λαϊκῆς ἀπηχήσεως, ὡς λ.χ. μετὰ τῆς πολιτικῆς ὀργανώσεως τῆς «Χριστιανικῆς Δημοκρατίας» 35. Ὅλα αὐτὰ ἐντυπωσίασαν καὶ τοὺς ἡμετέρους, καὶ τοὺς ὡδήγησαν σταδιακῶς εἰς τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἔργου τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» 36.
      Ὡς ἤδη ἀνεφέρθη, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς «Κινήσεως» διέθεταν σημαντικὴ γνῶσι τῶν λειτουργικῶν πηγῶν, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ τῆς ἱστορίας τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἀνεγνώριζαν ὅτι τὸ ἐπίκεντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας εὑρίσκεται εἰς τὴν τέλεσι τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς λειτουργίας. Δὲν ἤθελαν νὰ μεταβληθῇ ἡ Ἐκκλησία εἰς γραφεῖον ἐπιτελικῶν σχεδίων καὶ κοινωνικῆς προνοίας37. Τὸ «Γραφεῖο ἐπικοινωνίας τῆς Κινήσεως» καὶ τὸ περιοδικὸ αὐτῆς, «Λειτουργικαὶ Ἀπορίαι» 38, φανερώνουν μὲν γνῶσι τῶν λειτουργικῶν πηγῶν, ἀλλὰ καὶ προσαρμογὴ τῶν ἀπαντήσεών των εἰς τὶς ἑκάστοτε ἀνάγκες, πρὸς δημιουργία ἐντυπώσεων καὶ εὐνοϊκοῦ κλίματος39, πρὸς ἐπικράτησι τῶν ἀρχῶν τῆς «Κινήσεως», τῆς ὁποίας τὸ «ἔργο» ἐνεφανίζετο ὅτι εἶναι ἡ ἀρχαιοπρεπὴς λατρεία τοῦ Θεοῦ.
       Πιστοὶ ἀκόλουθοι τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἀρχῶν τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ΄ καὶ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, γνήσιοι φορεῖς τοῦ δυτικοῦ οὑμανισμοῦ, ἐθεωροῦσαν τὴν λειτουργικὴ ζωὴ μέσα ἀπὸ ἕνα πρῖσμα ἀνθρωποκεντρικό40. Ἐκτιμοῦσαν τὴν λειτουργία ὡς τὴν ἀρίστη ἐκκλησιαστικὴ εὐκαιρία πρὸς ἐπίτευξι καλῆς διαπροσωπικῆς ἐπικοινωνίας, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ὑποδείξεις των περὶ τοῦ πρακτέου ἐντὸς τῆς «Κινήσεως» μετεβάλλοντο συνεχῶς, ἀναλόγως τῶν ἐκτιμήσεων τῆς νεολαίας καὶ τῆς ἀποδοχῆς ἢ ἐπιδοκιμασίας, ὁποὺ εἶχαν ἐξ αὐτῆς 41.
      Ἦσαν οὑμανισταί, ἐθεώρουν ἑαυτοὺς φιλελευθέρους42, καὶ ἐκινοῦντο πάντοτε ἐντὸς τοῦ πνεύματος τῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1905 τοῦ Πάπα Πίου Ι΄, ὁ ὁποῖος προκειμένου νὰ ἑλκύσῃ εἰς τὴν λειτουργία τὸ ἐκκοσμικευμένο του ποίμνιο, ἄνοιξε τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου, κατήργησε τὰ κωλύματα τῆς θείας μεταλήψεως καὶ ἔδωσε τὴν ἄδεια εἰς ὅλους τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς νὰ προσέρχωνται πλέον εἰς τὴν θεία κοινωνία «ὅπως εἶναι», χωρὶς νὰ ἔχῃ προηγηθῇ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ πρὸς τοῦτο ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ 43.
       Ἡ προπαγάνδα των διὰ τὴν ἀνάγκη προσαρμογῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονο κόσμο, ἡ ἐνθουσιώδης διακήρυξίς των περὶ ἀποδοχῆς πάσης λατρείας, καὶ ἡ πλήρης κατάφασίς των εἰς τὸν ἀνθρωπισμό 44, μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια ἦλθαν νὰ ταυτισθοῦν μὲ τὸ «aggiornamento» (ἐκσυγχρονισμὸς) τοῦ Πάπα Ἰωάννου ΚΓ΄ καὶ τὴν θεολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (196265), καὶ νὰ καταστήσουν τὸ «ἔργο τῆς Κινήσεως» ἐπίσημον πρᾶξι τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ 45.

Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

      Οἱ τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως», ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὁποίας, κατ’ αὐτούς, ἦταν καὶ τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο τῆς Ρώμης 46, ἀπέβλεπαν κυρίως εἰς τὴν Ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν47. Ἀντελαμβάνοντο, βεβαίως, ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ ἰσχυρὸν ἐμπόδιο δι’ ἡμᾶς — τοὺς σχισματικούς, κατὰ τὴν ἰδική τους ἐκτίμησι—, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν ἀναλάβει τὴν προσπάθεια ἀποφορτίσεως τῶν ἐντυπώσεων ἐκ τοῦ καινοφανοῦς τούτου δόγματος, λέγοντες ὅτι τὸ πρωτεῖο τῆς Ρώμης «πρέπει νὰ ἰδωθῇ μέσα ἀπὸ ἕνα καινούργιο φῶς»48 καὶ νὰ συζητηθῇ ἀργότερα ὑπὸ τῆς ἑνωμένης πλέον Ἐκκλησίας49.
      Ἀσφαλῶς ἐγνώριζαν ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ ἤδη δόγμα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ 50, ἀλλά, ὅπως ὑπεστήριζαν, ἡ τακτικὴ αὐτὴ ἠκολουθήθη καὶ παλαιότερα, καθ’ ὑπαγόρευσι τῆς ἄκρας φιλαδελφίας τῶν Παπῶν· ἐπρόβαλλον δὲ καὶ συγκεκριμένο παράδειγμα. Πρόκειται διὰ τὴν κενωτικὴ καὶ ἄκρως φιλεύσπλαγχνον, ὡς ἰσχυρίζοντο, στάσι τοῦ Πάπα Εὐγενίου Δ΄ κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1438-9). Ὁ Πάπας, ὡς ἔλεγαν, ἐδέχθη τότε νὰ ὑποστῇ αὐτὴν τὴν ἐσχάτη ταπείνωσι καὶ νὰ θέσῃ ὑπὸ συζήτησι τὸ Filioque, διὰ νὰ δώσῃ τὴν εὐκαιρία εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ εἰποῦν καὶ αὐτοὶ τὴν γνώμη των, καὶ ἦταν ἕτοιμος, ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν βιβλικὰ ἢ πατερικὰ ἐρείσματα κατὰ τοῦ Filioque, νὰ ἀθετήσῃ τὸ δόγμα τοῦτο. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς ἔλεγαν, δὲν εἶχαν τεκμηριωμένες ἀπαντήσεις, γι’ αὐτὸ κατέληξαν, ἑκουσίως καὶ αὐτοβούλως, εἰς τὴν ἐπίσημον ἀποδοχὴ αὐτοῦ. Ἔτσι, ὡς ἔλεγαν, καὶ σήμερα, μετὰ τὴν Ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν αἴτησι συγγνώμης τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἄλλην51, θὰ συζητηθῇ καὶ τὸ δόγμα τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου52, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.
      Διὰ νὰ προχωρήσῃ τὸ «ἔργο τῆς Ἑνώσεως» ἐστρέφοντο πλέον πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, «τοὺς σχισματικοὺς ἀδελφούς», ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν, μὲ σεβασμό. Ἀρχικῶς ἐπερίμεναν «νὰ καθαρίσῃ ἡ ἀτμόσφαιρα» 53, ἀποκρύπτοντες ἐπιμελῶς ὅ,τι χωρίζει τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Ἐν συνεχείᾳ ἐφηῦραν νέον τρόπο· τὴν δημιουργία φιλικοῦ κλίματος μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἕνωσι τῶν καρδιῶν καὶ τῶν συναισθημάτων μεταξὺ αὐτῶν 54, γι’ αὐτὸ καὶ ἐφήρμοσαν εὑρύτατα τὴν λεγομένη «ψυχολογικὴ μέθοδο» 55.
       Διεπίστωσαν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν ἀφοσιωμένοι εἰς τὴν λατρεία, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἔλεγαν ὅ,τι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν διὰ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν, ὁποὺ τοὺς ἐκληροδότησαν οἱ Πατέρες των. Ὁμιλοῦσαν μὲ πολὺ θαυμασμὸ διὰ τὴν γοητεία καὶ τὴν μεγαλοπρέπεια τῆς βυζαντινῆς λειτουργίας, ἐξέφραζαν τὴν βαθειά τους νοσταλγία πρὸς τὴν ἀρχαιοπρεπῆ λειτουργικὴ παράδοσι τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τὴν αὐστηρὰ καὶ ἀρρενόφρονα μορφὴ τῶν μακρῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἀνεγνώριζον αὐτὰ τὰ «κράσπεδα» τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
      Μάλιστα τὰ μέλη τῆς «Κινήσεως» ἔλαβαν ἐμπεριστατωμένες συστάσεις νὰ ἐπιζητοῦν τὴν μαθητεία παρὰ τοὺς πόδας τῶν Ἀνατολικῶν ἐπὶ θεμάτων λατρείας, προσκαλῶντας παραλλήλως καὶ κάποιους ἐξ αὐτῶν εἰς τὴν Δύσι, διὰ νὰ τοὺς γνωρίσουν τὸν λειτουργικὸ πλοῦτο τῆς ἀκαινοτομήτου Ἀνατολῆς. Ἦσαν βέβαιοι ὅτι καρπὸς αὐτῆς τῆς ἀλληλογνωριμίας θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἡ δημιουργία μιᾶς ὁμοιομόρφου λειτουργικῆς πράξεως, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως56.
      Ἀσφαλῶς, αὐτὴν «τὴν φοίτησι», ὡς ἔλεγαν, «εἰς τὸ σχολεῖο τῆς Ἀνατολῆς» ἐθεωροῦσαν ἀναγκαία ὄχι διὰ νὰ μεταβληθοῦν οἱ Λατῖνοι εἰς Ἀνατολικούς, ἀλλὰ διὰ νὰ κερδίσουν τὴν ἐκτίμησι καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ μάλιστα τῶν Ρώσσων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ὑπὸ τὰ δεινὰ τοῦ κομμουνιστικοῦ διωγμοῦ57. Προσεπάθουν μακροπροθέσμως νὰ κερδίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Ὀρθοδόξων, ἀναμένοντες ὅτι θὰ καμφθοῦν ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῶν λόγων των περὶ τῶν θησαυρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὥστε οἱ ἴδιοι νὰ τοὺς ἀνοίξουν μόνοι τους τὴν θύρα, διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μὲ ἀσφάλεια εἰς τὴν Ἕνωσι μετὰ τοῦ Πάπα 58.
      Εἶχαν ἀντιληφθῇ ὅτι ἡ ἀξίωσις τοῦ Πάπα Πίου Θ΄, νὰ προηγηθῇ ἡ αἴτησις συγγνώμης τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μετὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ Ἕνωσις 59, δὲν τελεσφοροῦσε πλέον. Διεβεβαίωναν λοιπὸν τοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι ἡ Ἕνωσις, κατὰ τὰ δεδομένα τῶν Συζητήσεων εἰς τὶς Μαλῖνες, δὲν ἐσήμαινε τὴν ἀφομοίωσι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ὑπὸ τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ἀλλ’ ἕνωσι μετ’ αὐτοῦ κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Οὑνιτῶν60. Ἔτσι ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ πραγματοποιεῖτο κάποια στιγμὴ de facto καὶ χωρὶς σκληρὲς διαδικασίες, οἱ ὁποῖες συνήθως φέρουν ἀντίθετα ἀποτελέσματα, ὁ δὲ Πάπας θὰ ἀπεκαθίστατο ὡς παγκόσμιος ἐπίσκοπος 61.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ « PRO RUSSIA»

      Μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῶν κομμουνιστῶν εἰς τὴν Ρωσσία τὸ 1917, τὸ Βατικανὸ ἀπεφάσισε νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴν τὸ σχέδιον: «Pro Russia». Ἐντὸς αὐτῆς τῆς προοπτικῆς, τὴν 18η Φεβρουαρίου τοῦ 1921, εἰς τὸ «Ἀνατολικὸ Ἰνστιτοῦτο» τῆς Ρώμης, ὁ οὑνίτης μητροπολίτης τῆς Οὐκρανικῆς πόλεως Λβὼφ Ἀνδρέας Szepticky, ὁ ὁποῖος ἐσκόπευε νὰ ὀνομασθῇ καὶ Πατριάρχης, ἔδωσε μία διάλεξι διὰ τὸν Χριστιανισμὸ εἰς τὴν Ρωσσία, ὅπου κατέληξε λέγων: Μὲ τὴν πτῶσι τῶν Ρομανώφ, «ἔπεσαν τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς· οἱ πῦλες εἶναι ἀνοικτές, διὰ πρώτη φορὰ εἰς τὴν ἱστορία· οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ μισσιονάριοι, ἔλθετε· σᾶς προσφέρεται ἡ μοναδικὴ πλατειὰ εὐκαιρία διὰ νὰ πραγματοποιήσετε ἐπιτέλους τὴν Ἕνωσι· 150 ἑκατομμύρια ψυχὲς Ρώσσων, ὁλόκληρος ἡ ἀπέραντος Ἀνατολή, εἰς τὸ ἑξῆς εἶναι παραδεδομένη εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Ποντίφηκος» 62.
      Ἐν συνεχείᾳ, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1925, «τηρουμένης ἀπολύτου μυστικότητος», ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος καὶ ἐστάλη εἰς τὴν Οὐκρανία, ὡς δῆθεν Γάλλος διπλωμάτης, ὁ οὑνίτης Μιχαὴλ d’ Herbigny, διὰ νὰ ὁργανώσῃ μυστικῶς τὴν Οὑνία ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Σοβιετικῆς Ρωσσίας63. Ὁ Πάπας ἔδωσεν ἐπισήμως εἰς τὸν ἐπίσκοπο αὐτὸν τὸν τίτλο τῆς πάλαι ποτὲ ἐπισκοπῆς Ἰλίου, δηλαδὴ τῆς Τροίας, διότι ὅπως ἀπροκαλύπτως ὡμολόγησε τὸ Βατικανόν, ὁ οὑνίτης αὐτὸς ἐπίσκοπος, ὡς ἄλλος «δούρειος ἵππος», θὰ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ρωσσία, διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ μυστικῶς τὴν Ἕνωσι αὐτῆς μετὰ τῆς Ρώμης 64.
       Ὀλίγον πρίν, τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ 1923, ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις» εἶχε ἀρχίσει μία στενὴ ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ Ἀνδρέου Szepticky65. Μετὰ ἀπὸ μακρὰς συζητήσεις μετ’ αὐτοῦ, κατέστρωσε σχέδιο διὰ τὴν προώθησι τοῦ «ἔργου» τῆς λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ρωσσίας καί, ἰδιαιτέρως, τῆς Οὐκρανίας, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦν αὐτὲς εἰς τὴν Ἕνωσι της μετὰ τῆς Ρώμης. Τὸ σχέδιο προέβλεπε ἐπίσκεψι μελῶν τῆς «Κινήσεως» εἰς τὴν Οὐκρανία, πρὸς διαπίστωσι τῆς ἀδυναμίας τῶν Ὀρθοδόξων νὰ διατηρήσουν τὸ ὀρθόδοξο τυπικὸν τῆς θείας Λατρείας εἰς τὸ ἀπαιτούμενον ὕψος, ὥστε δι’ αὐτοῦ νὰ στηρίζεται ὁ λαὸς εἰς τὴν πίστι, ἐφ’ ὅσον κάθε ἄλλη μορφὴ δραστηριοποιήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸ Σοβιετικὸ καθεστώς, ἐκτὸς τῆς τελέσεως τῆς θείας Λατρείας, ἀπεκλείετο.
      Ἡ ἐπιτροπή, αὐτοαποκαλουμένη «droujina», (δηλαδὴ «συνομωσιακὴ ὁμάδα»)66, καὶ ἀποτελουμένη ὑπὸ τῶν Lambert Beauduin, Lev Gillé καὶ Olivier Rousseau, ἐπεσκέφθη μερικὲς οὐκρανικὲς ἐνορίες καὶ τὴν περίφημον Λαύρα τοῦ Ποτσάγιεφ, ἡ ὁποία ἀνῆκε ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους 67. Παρηκολούθησε τὴν τέλεσι τῶν ἰερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ ἐθαύμασε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ διεπίστωσε τὸ τεράστιον κύρος, ὁποὺ εἶχαν εἰς τὸν λαὸν οἱ μοναχοὶ τοῦ Ποτσάγιεφ, καὶ τὴν μεγάλη ἐπιρροή, ὁποὺ ἀσκοῦσε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τῆς Μονῆς αὐτῆς, εἰς ὁλόκληρον τὴν Δυτικὴ Οὐκρανία68. Θὰ ἀνέμενε κανεὶς ὅτι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπισκέψεως αὐτῆς θὰ ἦταν ἡ ματαίωσις τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ «ἔργου τῆς Κινήσεως» εἰς τὴν Οὐκρανίαν.
      Ἀντιθέτως ὅμως, ἡ «Κίνησις» ἐπωφελουμένη τῆς πείρας, τὴν ὁποίαν ἀπεκόμισαν οἱ ἀπεσταλμένοι της εἰς τὴν Οὐκρανίαν, ἀφ’ ἑνός μὲν κατήρτισε προσεκτικὸ καὶ ἐκλεπτυσμένο σχέδιο ψυχολογικῆς προσεγγίσεως τῶν Ρώσσων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπεφάσισε τὴν ἵδρυσιν εἰς τὸ Λβὼφ ἑνὸς οὑνιτικοῦ Σεμιναριου καὶ τὴν ἐπανίδρυσι ἑνὸς σημαντικοῦ μοναστηρίου, τοῦ «Νέου Στουδίου», βάσει τῶν ἀρχῶν της, ὅτι πρέπει νὰ πολεμῇται ὁ ἐχθρὸς με τὰ ἴδια του τὰ ὅπλα, ἱδρύοντας μοναστήρια ἐκεῖ ὁποὺ εἶναι τὰ ἰδικά του69.
      Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τῶν οὑνιτῶν μοναχῶν, τῶν λεγομένων «Βασιλειανῶν», καπηλευόμενο τὸ ὄνομα τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀρχαίας Μονῆς τῶν Στουδίου, ἔθεσε ὡς ἔργο του τὸν κλονισμὸ τοῦ κύρους καὶ τῆς ἐπιρροῆς τῆς Λαύρας τοῦ Ποτσάγιεφ. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως», τὸ «Νέο Στούδιο» προσεπάθησε νὰ ἐφαρμόσῃ ἄριστα τὸ ὀρθόδοξο λειτουργικὸ τυπικό, τὴν παραδοσιακὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὸ ὀρθόδοξον ὕφος τῆς εἰκονογραφίας, κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ «Κολλεγίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου» τῆς Ρώμης70, καὶ ἐπεχείρησε, ἐκμεταλλευόμενο τὴν εὐσέβεια τῶν Ρώσσων Ὀρθοδόξων, νὰ τοὺς ἑνώσῃ μετὰ τῆς Ρώμης.
      Ἀκολούθησαν συνομιλίες τοῦ Πάπα Πίου ΙΑ΄ μετὰ τοῦ Dom Beauduin, τοῦ κυριωτέρου ἐκπροσώπου τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτήν. Ἀρχικῶς μὲν ὑπῆρχε συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν. Μετ’ ὀλίγον, ὅμως, μετὰ τὴν ἐκδήλωσιν εἰς τὴν Ἑλβετία μιᾶς αὐστηρᾶς κριτικῆς διὰ τὶς θέσεις τοῦ οὑνίτου μητροπολίτου Ἀνδρέου, ὁ Beauduin διεχώρισε τὴν θέσι του. Ἐτόνισε ἰδιαιτέρως τὴν ἀνάγκη προσεγγίσεως τῶν Ὀρθοδόξων διὰ τῆς «ψυχολογικῆς μεθόδου», ὁπότε, ὡς ἔλεγε, οἱ πῦλες θὰ ἀνοίξουν μόνες τους διὰ τὴν Ἕνωσι71.
      Ἐπ’ αὐτοῦ συνεφώνησε καὶ ὁ Πάπας. Ἔτσι ἀνεδιωργανώθη τὸ «Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου» εἰς τὴν Ρώμη, διεφημίσθη ἡ ἀρτιότης τῆς ἀνατολικῆς λειτουργίας, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο ἐκεῖ, καὶ συνίστατο, εὑρέως πλέον, εἰς τοὺς φοιτητὰς καὶ τοὺς λοιποὺς νέους κληρικοὺς τῶν διαφόρων θεολογικῶν σχολῶν τῆς «αἰωνίας πόλεως», νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Κολλέγιο αὐτὸ, διὰ νὰ γνωρίσουν τὴν Ὀρθοδοξία εἰς τὴν αὐθεντικωτέρα της μορφή, καὶ νὰ πεισθοῦν ὅτι Αὐτὴ εἰς οὐδὲν ἀντιτίθεται πρὸς τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό.
      Παραλλήλως, ὅσοι ἐκ τῶν μεταναστῶν Ἑλλήνων καὶ Ρώσσων ἤθελαν νὰ φοιτήσουν εἰς θεολογικὰς Σχολάς, διευκολύνοντο νὰ φοιτήσουν εἰς αὐτὸ τὸ Κολλέγιο, ἢ ἄλλα παρόμοια Σεμινάρια, ὁποὺ ἱδρύθησαν ὑπὸ τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» εἰς τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη 72, διὰ νὰ διδαχθοῦν τὴν ἀκριβῆ ὀρθόδοξον πίστι καὶ λειτουργικὴ ζωή, ὡς ὑπεστηρίζετο, δηλαδὴ μία πίστιν ἡ ὁποία συμβαδίζει ἀπολύτως μὲ ἐκείνην τῶν Λατίνων, καὶ ἡ ὁποία δὲν ἔχει, παρὰ μερικὲς λειτουργικὲς ἰδιαιτερότητες, σεβαστὲς ὅμως ὑπὸ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Δύσεως.
       Ἀλλά, μία τοιαύτη συμπεριφορά, μία τοιαύτη ψυχολογικὴ προσέγγισις τῶν «σχισματικῶν» Ὀρθοδόξων, κυοφοροῦσε κινδύνους διὰ τὸν ἴδιον τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ἔτσι ἀντέδρασαν: α΄. Οἱ Βενεδικτῖνοι μοναχοί, καὶ μάλιστα ὁ γενικὸς ἡγούμενος τοῦ Τάγματος αὐτῶν Dom Fidèle von Stotzingen, ὑποστηρίζοντες ὅτι εἶναι, ὡς ἐκ τοῦ Κανόνος καὶ τῆς ἱστορίας των, Λατῖνοι μοναχοὶ καί, κατὰ συνέπειαν, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τελοῦν τὸ ὀρθόδοξο λειτουργικὸ τυπικό. Κατ’ αὐτούς, ὁ Πάπας θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρατεύσῃ ἄλλους, ἂν ἤθελε νὰ κυριεύσῃ τὴν Ρωσσία 73, καὶ β΄. Πολλοὶ ἀξιωματοῦχοι τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, διατυπώνοντες σοβαροὺς φόβους ὅτι, κατὰ τὴν πορεία τῆς ψυχολογικῆς προσεγγίσεως τῶν Ὀρθοδόξων, ἐτίθετο ὑπὸ κίνδυνον μερὶς Ρωμαιοκαθολικῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐπιφορτισμένοι μὲ τὴν προσέγγισι αὐτήν, δηλαδὴ τὰ μέλη τῆς «Κινήσεως».
      Ὁ Beauduin —ὡς καὶ ὁ Πάπας— ἐθεώρει ὅτι πρὸ μιᾶς τοιαύτης μεγαλοπνόου ἐπιχειρήσεως δὲν θὰ ἦταν φοβερὸν ἂν παρετῃροῦντο κάποιαι ἀπώλειαι, καὶ ἐξηκολούθει νὰ ὁμιλῇ περὶ «νοσταλγίας τῆς Ὀρθοδοξίας». Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅταν ἐπληροφορήθη τὴν μεταστροφὴν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία τοῦ Δαυῒδ Balfour, κατόπιν γνωριμίας αὐτοῦ μετὰ τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος 74, καὶ τοῦ Lev Gillé, διὰ τοῦ ἐκ Παρισίων Μητροπολίτου Εὐλογίου Gueorguievsky 75, ἐλυπήθη βαθύτατα, ἐνῶ τὸ Βατικανὸ ἀντέδρασε διὰ τῆς ἐπιβολῆς σοβαροτάτων ποινῶν. Ἡ ὑπ’ αὐτῶν πολυθρυλουμένη «νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας» ἦταν ἁπλῶς μία κολακευτικὴ ἔκφρασις πρὸς τοὺς «σχισματικοὺς» Ὀρθοδόξους, διὰ τῆς ὁποίας ἤλπιζαν νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὴν Ἕνωσι.
      Ἐν μέσῳ αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» ἀπεφάσισαν τὴν ἵδρυσι ἑνὸς μοναστηρίου ἀφοσιωμένου εἰς τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ πρόθεσις αὐτὴ ἀνεκοινώθη εἰς τὸν Πάπα Πῖον ΙΑ΄ καὶ ἔτυχε τῆς ὁλοθύμου ἐπιδοκιμασίας καὶ ὑποστηρίξεως αὐτοῦ76. Ἡ ἀπόφασις ἐτέθη εἰς ἐφαρμογὴ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1925, δηλαδὴ ἓξ μῆνες μετὰ τὴν ἐπίσκεψι τῆς ἐπιτροπῆς εἰς τὴν Λαύρα τοῦ Ποτσάγιεφ.
      Ἔτσι ἱδρύθη ἡ μετέπειτα γνωστὴ μονὴ τῆς Chevetogne, ἡ ὁποία θὰ ἦταν πλέον ἡ ὑποστασιοποίησις τῶν οἰκουμενιστικῶν ἰδεῶν τοῦ «ἔργου» καὶ ἡ ἐγγύησις διὰ τὴν ἐπιτυχία του. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς συζητήσεις ἀπεφασίσθη νὰ ἔχῃ ὡς ἕδρα του τὸ Amay, πλησίον τῆς Louvain τοῦ Βελγίου, καὶ ὡς βασικὴ ἀποστολή του τὴν τροφοδότησι, ἐνίσχυσι καὶ ὑποστήριξι τῆς οὑνιτικῆς μονῆς τοῦ «Νέου Στουδίου» καὶ τῶν παραρτημάτων αὐτῆς εἰς ὅλην τὴν Ρωσσία 77.
      Ἀλλ’ ἐκτὸς αὐτοῦ, ἤδη ἀπὸ τὸ 1926, ἡ μονὴ τῆς Chevetogne ἄρχισε τεχνηέντως νὰ ὑπεισέρχεται εἰς τὸ ἐμπερίστατο ἐκκλησιαστικὸ Σχολεῖο παρὰ τὴν ὀρθόδοξον Λαύρα τοῦ Πσκώφ, εἰς τὸ Πετσόρι, συνθέτων ἔτσι μίαν ὁλόκληρον περιπέτεια διὰ τὴν ὀρθόδοξον τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἐκ τῆς ὁποίας μόλις διεσώθη κατόπιν τῆς δραστηρίου ἐπεμβάσεως τοῦ ἐκ Παρισίων Μητροπολίτου Εὐλογίου Gueorguievsky 78. Τὸ σχέδιο αὐτὸ τοῦ «εἰρηνικοῦ» προσηλυτισμοῦ ἐπανελήφθη μὲ τὴν κατάρρευσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, τὸ 1988, δημιουργώντας τὰ γνωστὰ προβλήματα εἰς τὴν Λαύρα τοῦ Πσκὼφ μετὰ τοῦ ταλαντούχου ἱερομονάχου Ζήνωνος 79.
       Μία ἄλλη, λοιπόν, μεγάλη συμβολὴ τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» εἰς τὸν Οἰκουμενισμὸ εἶναι καὶ αὐτὸ τὸ λεγόμενο «Μοναστήριον τῆς Ἑνώσεως». Ὅμως τὸ θέμα εἶναι εὐρύ, δι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀπαιτεῖται μία νέα εἰσήγησις, διότι σήμερα ὁ ἐν Ἑλλάδι μοναχισμὸς ἔχει δεχθῇ σημαντικὲς ἐπιδράσεις ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις τῆς Μονῆς τῆς Chevetogne.

Ὑποσημειώσεις

1 Εἰσήγησις ἐκφωνηθεῖσα εἰς τὸ Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο: «Οἰκουμενισμός. (Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις)», τὸ ὁποῖον διωργανώθη εἰς τὴν Θεσσσαλονίκην, τὴν 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, ὑπὸ τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν».
2 Σημειωτέον ὅτι οἱ ὅροι: Ἐκκλησία, μητροπολίτης, ἐπίσκοπος, ἱερεύς, θεία Λειτουργία, ἱερὰ Μυστήρια, κτλ, οἱ ἀναφερόμενοι εἰς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, μόνον ψιλῷ ὀνόματι χρησιμοποῦνται εἰς τὴν παροῦσαν εἰσήγησι.
3 Πρβλ. «Un pionnier: Dom Lambert Beauduin (1873-1960)»-«Ἕνας σκαπανεὺς: ὁ κῦρ Lambert Beauduin», ἔκδ. Chevetogne, Βέλγιο 2001, σ. 57.
4 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 67.
5 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 63.
6 Πρβλ. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, «Ἡ Λειτουργικὴ Κίνησις τῆς Δύσεως», ἐν «Θεοδρομία», τ. Δ΄/1-3, Ἰαν.-Σεπτ. 2002, σ. 107-127.
7 Ὁ Dom Guéranger ἔθεσε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του τὴν ἀναβίωσι τῆς εὐσεβείας τοῦ ἀββαείου τοῦ Cluny, τὸ ὁποῖον ὡς ἀρχαῖο λίκνο τῆς χριστιανικῆς εὐσεβείας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, μετὰ τόσης μανίας κατεκρημνίσθη μέχρι θεμελίων καὶ ἐξηφανίσθη ὑπὸ τῶν ἀθέων τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ βασικωτέρα πτυχὴ τοῦ «κλουνιακοῦ» βίου ἦταν ἡ λειτουργικὴ ζωή, ἡ ὁποία μετὰ τὴν Ἐπανάστασι εἶχε πλέον χαθῇ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Dom Guéranger ἀνέπτυξε σημαντικὴ συγγραφικὴ δρᾶσι ἐπὶ τῶν λειτουργικῶν θεμάτων. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 647, 1075, 1125. Ἐπίσης πρβλ. ἀρχιμ. Νικοδήμου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 111-117).
8 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 361.
9 Πρὸς ἐπιδίωξι τῶν προθέσεών του, ὁ Dom Guéranger ἔσπευσε νὰ δημιουργήσῃ τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις διὰ νὰ συμπορευθοῦν μαζί του καὶ ἄλλα μοναστήρια βενεδικτίνων. Τὸ πρῶτο, τὸ ὁποῖο τὸν ἠκολούθησε εἶναι τὸ Ligugé εἰς τὴν Γαλλία, τὸ ἔτος 1853, ἐνῶ οἱ μαθηταί του Maur Wolter καὶ Placide Wolter ἐπανίδρυσαν, πρὸ τοῦ 1870, τὸ Ἀββαεῖο τοῦ Beuron εἰς τὴν Γερμανία, βάσει τῶν ἀντιλήψεων τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως»9. Τὸ 1872 βενεδικτῖνοι τοῦ Beuron ἀνεκαίνισαν τὸ Ἀββαεῖο τοῦ Maredsous εἰς τὸ Βέλγιο, βάσει τῶν ἰδίων ἀρχῶν τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως», μὲ λαμπροὺς ἐκπροσώπους τοὺς ἡγουμένους Dom Gerard van Caloen, καὶ Dom Columba Marnion. Ὁ δεύτερος ἐξ αὐτῶν εἶχε διατελέσει προϊστάμενος (prieur) τοῦ Ἀββαείου τοῦ Mont-Cesar, τὸ ὁποῖο εἶχε ἱδρυθῇ τὸ 1897 ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Maredsous εἰς τὴν πόλι Louvain τοῦ Βελγίου. Τέλος, ὁ Dom Robert de Kerchove, ἡγούμενος τοῦ Mont-César ἵδρυσε τὸ 1925, εἰς τὸ Amay, πλησίον τῆς Louvain, τὴν γνωστὴ μονὴ τῆς Chevetogne ὑπὸ τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τοῦ Dom Lambert Beauduin.
10 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 144 ἑξ.
11 «Messe privé, Messe basse».
12 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 119.
13 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 1.237.
14 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 400, 434.
15 Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς τὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἐπειδὴ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν δόγμασιν ἔχουσιν τὴν ἰσχύν, ἐν τοῖς ἡμετέροις σαθροῖς ταύτην θηρεύουσι, καὶ διὰ τοῦτο, ὥσπερ αἱ μυῖαι τοῖς τραύμασιν, οὕτω τοῖς ἡμετέροις ἐπιτίθενται, εἴτε ἀτυχήμασι χρὴ λέγειν, εἴτε ἁμαρτήμασιν» (P.G. 36, 17).
16 «Lex orandi Lex credendi».
17 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 213. 
18 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 235. 
19 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 627. 
20 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 229.
21 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 532, 560, 561, 627.
22 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 534.
23 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 583.
24 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 579 ἑξ.
25 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 874.
26 «Ἐφ’ ὅσον ἡ λειτουργία πρέπει νὰ ἀνταποκρίνεται εἰς τὰ αἰτήματα τοῦ λαοῦ, ὁ δὲ ἐκκοσμικευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος κάθε ἄλλο παρὰ διὰ τὶς δογματικὲς ἀλήθειες ἐνδιαφέρεται». (Πρβλ. περιοδ. «Irénikon», ἔκδ. Chevetogne, Βέλγιο, τ. 3/2001, σ. 388).
27 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 572, 866.
28 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 3/1992, σ. 312.
29 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 534.
30 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 328.
31 Πρβλ. τοὺς ἱεροὺς Κανόνας: λα΄ Ἀποστολικὸν καὶ ιε΄ Πρωτοδευτέρας.
32 (πρβλ. τὰς Συνόδους ἐπὶ Ἱερεμίου τοῦ Τρανοῦ, τῆς Μόσχας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν 18ο αἰῶνα.
33 Πρβλ. τὶς ποικίλες ἑλληνικὲς ἐκδόσεις Λειτουργικῶν βιβλίων, (ὡς λ.χ. τοῦ «Εὐχολογίου», τοῦ «Ἱερατικοῦ», κτλ., κατὰ τὶς ὁποῖες παρατηροῦνται σημαντικὲς διαφορὲς ὄχι μόνον μεταξὺ τῶν ἐκδοτικῶν Οἴκων, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ α΄ ἢ β΄ ἐκδόσεως τοῦ αὑτοῦ Οἴκου, ὡς ἐὰν εἰσήχθῃ καὶ παρ’ ἡμῖν τὸ λατινικὸν ἔθος διαφοροποιήσεως τῶν λειτουργικῶν βιβλίων ἀναλόγως τοῦ ἑκάστοτε Πάπα, (πρβλ. «Γρηγοριανὸν» ἢ «Γελασιανὸν» Εὐχολόγιον, κτλ., ἕνα ἔθος τὸ ὁποῖον συνέβαλε κατὰ πολὺ εἰς τὸ μεταρρυθμιστικὸ ἔργο τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως»).
34 Πρβλ. τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ὅρου: «ὁ σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς», ἢ τοῦ ἀκράτου οἴνου εἰς τὴν θεία Εὐχαριστία, ὅταν τελῇται ἡ λειτουργία κατὰ τὸν προχαλκηδόνιο λειτουργικὸ τύπο.
35 Τὸ ἐπίλεκτον μέλος τῆς «Χριστιανικῆς Δημοκρατίας», ὁ καθηγητὴς Kurth, ἀνέλαβε κεντρικὴ εἰσήγησιν εἰς τὸ συνέδριο τοῦ «Ἐθνικοῦ Συμβουλίου τῶν Ἔργων τῶν Καθολικῶν», εἰς τὶς 23-26 Σεπτεμβρίου 1909 εἰς τὶς Μαλῖνες ὑπὸ τὸν Mercier. Τὸ θέμα του εἶχε τὸν τίτλον: «Ὁ ρόλος τῆς λειτουργίας εἰς τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας», καὶ ἐπεδοκιμάσθη ἐνθουσιωδῶς ὑπὸ τῆς νεολαίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖον μετέδωσε βαθύτατον αἴσθημα ἱκανοποιήσεως εἰς τοὺς ὀργανωτάς, ποὺ ἀπέβλεπον κυρίως εἰς τὴν ἀπήχησι τοῦ «ἔργου» εἰς τοὺς συλλόγους τῆς νεολαίας. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 79).
36 Πρβλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, «Ἡ Ρωμαϊκὴ Λειτουργικὴ Κίνησις καὶ ἡ πρᾶξις τῆς Ἀνατολῆς», Ἀθῆναι 1943.
37 Ἔτσι λ.χ. ἀντέδρασαν εἰς τὴν ἀπόφασι τοῦ Πάπα νὰ καταργηθῇ ἡ ὑποχρέωσις τῶν «κανονικῶν» —ἐν κόσμῳ ἀγάμων— κληρικῶν (chanoine) νὰ τελοῦν καθημερινῶς τὶς ἀκολουθίες εἰς τοὺς καθεδρικοὺς ναούς.
38 Πρβλ. Περιοδικὸν: «Les Questions liturgiques» (ἔκδ. Monastère d’ Amay). Ἄλλα περιοδικὰ τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» εἶναι: «La vie liturgique» (ἔκδ. Monastère de Mont-César, «L’ Irénikon» (ἔκδ. Monastère d’ Amay-Chevetogne), «La maison-Dieu» (Paris). Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 1232.
39 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 573. 40 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 145. 41 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 573. 42 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 388. 43 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 69.
44 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 573, 583.
45 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 566, 576.
46 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 713.
47 «Ὅπως οἱ Ἑβραῖοι τὸν ἐρχόμενο Μεσσία». (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 452).
48 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 3/1991, σ. 337.
49 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 627.
50 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 3/1991, σ. 404.
51 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 882. 
52 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 873. 
53 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 632. 
54 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 207.
55 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 850, 868. Ἡ «ψυχολογικὴ μέθοδος», περιφρουροῦσα τὶς «ἀτομικὲς κλήσεις», ἀπέβλεπε εἰς τὴν πρόσληψι τῶν πνευματικῶς ἐκλεκτῶν, τῶν μορφωμένων, ὥστε δι’ αὐτῶν νὰ κερδίσῃ τοὺς ἁπλοϊκούς. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 461). Ὁ καρδινάλιος Mercier εἶχε ἐφαρμόσει τὴν μέθοδο αὐτὴν εἰς τὰ σχολεῖα, τὰ ὁποῖα εἶχε ἱδρύσει διὰ τοὺς Ρώσσους μετανάστες εἰς τὴν Γαλλία καὶ τὸ Βέλγιο. Βεβαίως, κανέναν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῶν μαθητῶν δὲν μετέστρεψε εἰς τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία εἰς τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἐφήβους. Μὲ τὴν «εἰρηνική» του συμπεριφορὰ κατώρθωσε ὥστε ἕνα μικρὸ μέρος ἐξ αὐτῶν νὰ γίνουν Λατῖνοι, ἐνῶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία των νὰ γίνουν οἰκουμενισταί, «πρὸς μεγάλη χαρὰ τοῦ καρδιναλίου», ὅπως σημειώνει τὸ περιοδικὸ «Irénikon», (ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/ 2003, σ. 197). Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 255 ἑξ.
56 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 362.
57 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 199.
58 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 632, 863.
59 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 616.
60 Κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ φρᾶσι τοῦ Beauduin: «Unie non absorbée». (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 1/1996).
61 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 469.
62 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 352 καὶ «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 462. 63 Ὁ Μιχαὴλ ἐχειροτονήθη εἰς τὸ Βερολῖνο, ὑπὸ τοῦ παπικοῦ «νουντσίου» Εὐγενίου Paceli. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 376). Κατ’ ἄλλην πληροφορία, ὁ Μιχαὴλ εἰσῆλθε διὰ πρώτη φορὰ εἰς τὴν Ρωσσία τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1925, καὶ ἐξῆλθεν αὐτῆς τὸν Μάρτιο τοῦ 1926, ὁπότε καὶ ἐτελέσθη ἡ χειροτονία του. Ἐπέστρεψε εἰς τὴν Ρωσσία τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926, ὅπου ἐχειροτόνησε τρεῖς Λατίνους ἐπισκόπους, ἀλλὰ γενόμενος ἀντιληπτὸς ὑπὸ τῶν Σοβιετικῶν ἀρχῶν ἐξετοπίσθη. Τὸ 1937, κατ’ ἐντολὴ τοῦ Βατικανοῦ, ὑπέβαλε τὴν παραίτησί του. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 461 ἑξ).
64 Ἕνα ἔργο, διὰ τὸ ὁποῖον πρὸ πολλοῦ εἶχε ἑτοιμασθῇ, μετὰ μεγάλης φροντίδος, ὑπὸ τοῦ Βατικανοῦ. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 461 ἑξ).
65 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 349 ἑξ.
66 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 384.
67 Τὴν 25η Μαρτίου/7η Ἀπριλίου 1925. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 201).
68 Τὶς θαυμαστὲς ἐντυπώσεις του ἐδημοσίευσε ὁ Beauduin εἰς τὸ ἔργο του: «Une visite à la Laure orthodoxe de Potchaïev»-«Μία ἐπίσκεψις εἰς τὴν ὀρθόδοξον Λαύρα τοῦ Ποτσάγιεφ», τὸ ὁποῖον ἐξεδόθη εἰς τὴν σειρά: «Σελίδες δόξης»-«Pages de gloire», (Liège-Bruges 1927-8).
69 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 405.
70 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 440.
71 Ὁ Beauduin ἐπέμεινε ἀποφασιστικῶς εἰς τὴν οἰκουμενιστικὴ γραμμή, τὴν ὁποίαν ἐχάρασσαν: Ὁ Yves Congar, (εἰς τὸ ἔργο του: «Chretiens désunis. Principes d’ un “œcumenisme” catholique»-«Διηρημένοι Χριστιανοί. Βασικὲς ἀρχὲς δι’ ἕνα (ρωμαιο)καθολικὸ οἰκουμενισμό», τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη ἀργότερα, τὸ 1937, εἰς τὸ Παρίσι. Οἱ οἰκουμενιστικὲς Συζητήσεις τῆς Ὀξφόρδης/Γενεύης («Ζωὴ καὶ Δρᾶσις»-«Vie et Action») καὶ τοῦ Ἐδιμβούργου («Πίστις καὶ Θεσμὸς»-«Foi et Constitution»), ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ὁ Πάπας Λέων ΙΓ΄, κατὰ τὸ «Εὐχαριστιακὸ Συνέδριο» εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 1893, (πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 469), καὶ ἡ πρωτοπόρος παπικὴ Ἐγκύκλιος «Mortalium Animos», τοῦ 1928, (πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2000, σ. 256). Αὐτὴν τὴν «ψυχολογικὴ μέθοδο», ὁ γνωστὸς Γάλλος ποιητὴς Κάρολος Péguy ἐχαρακτήριζε ὡς «μεγάλη φιλοσοφία», διότι ἐπετύγχανε, «διὰ τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν ἀξιῶν, νὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν συναδέλφωσι τῶν λαῶν». (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 1/1996, σ. 14 καὶ τ. 2-3/2003, σ. 256).
72 Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα αὐτὰ Σεμινάρια εἶναι καὶ αὐτὸ τοῦ «Ἁγίου Βασιλείου», τὸ ὁποῖον ἱδρύθη ὑπὸ τοῦ Πάπα Πίου ΙΑ΄, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1923, διὰ τοὺς Ρώσσους μετανάστες. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ Σεμιναρίου ἐξεδίδετο καὶ τὸ γνωστὸ περιοδικὸ «Istina»-«Ἀλήθεια».
73 Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 386.
74 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 205.
75 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 250-1.
76 Διὰ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ «Ἀποστολικοῦ Γράμματος: Equidem Verba», τὴν 21-31924. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 392 καὶ «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 459).
77 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 463. 78 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 204. 79 Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 212.

Δεν υπάρχουν σχόλια: