κυρ Φώτη Κόντογλου*
Η πόρτα στο καλύβι της κυρά-Γιάνναινας ήτανε χαμηλή, είχε και μια τρύπα, για παράθυρο. Αποπάνω το καλύβι ήτανε σκεπασμένο με κλαριά, με χορτάρια και με τενεκέδες. Μέσα μοναχά που κοιμόντανε. Όλα τ’ άλλα τα κάνανε απ’ έξω. Ζούσανε στον ανοιχτό αγέρα.
Η χήρα κυρά-Γιάνναινα ήτανε πάντα χαμογελαστή. Δεν την είδα ποτέ κατσουφιασμένη. Ήσυχη, λιγομίλητη, απροσποίητη, είχε μιαν ιεροπρέπεια που μου έκανε βαθιά εντύπωση, σαν να είχα μπροστά μου κάποιο εγιασμένο πρόσωπο. Συλλογιζόμουνα που τούτη η βουνίσια, ξυπόλητη, με τη ρόκα στο χέρι, με το μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της, με το υφαντό φουστάνι της, μ’ όλη την ταπείνωση που είχε απάνω της, ήταν σαν κάποιο επίσημο πρόσωπο.
…Μήτε απελπισία, μήτε αναστενάγματα, μήτε παράπονα. Γι’ αυτήν, όλα ήτανε καλά. Ω, βλογημένη γυναίκα, τι δύναμη που είχες μέσα σου! Όλο χαμογελαστή, καλόγνωμη, με τον καλό λόγο στο στόμα της, συμμαζεμένη, σεμνή, ταπεινή, αυστηρή. Ποιος της έμαθε τον καλό τρόπο μάσα στα βουνά; Από ποιν διδάχτηκε αυτή την αξιοπρέπεια; Μυστήριο! Να, τέτοιες ήτανε οι μανάδες που γεννήσανε παλληκάρια σαν τον Θανάση Διάκο, σαν τον Τζαβέλλα, τον Νικηταρά…
Μ’ όλη τη φτώχεια της, ήτανε κατακάθαρη. Ολοένα έπλενε ρούχα, ολοένα λουζότανε η ίδια, έλουζε τα παιδιά της. Μέσα το καλύβι έλαμπε. Κουβαλούσε νερό από μακριά, με το βαρέλι, γιατί το λιγοστό καλό νερό που έβγαινε κοντά τους το είχανε για να πίνουνε.
Η ομιλία της είχε πολλή χάρη και εξυπνάδα. Έλεγε πολλά ρητά. Είχε και μεγάλη ευλάβεια. Θυμιάτιζε κάθε βράδυ κι άναβε τα καντήλια ταχτικά στο ρημοκκλήσι της αγίας Βαρβάρας μαζί με τον Χρήστο, τον μικρό της γιό. Μ’ όλο που δεν έμαθε καθόλου γράμματα, ήξερε κάμποσες προσευχές κι ιστορίες γι’ αγίους και για θάματα. Δε θυμάμαι να μου έκανε κανένας γραμματιζούμενος την εντύπωση που μου ‘κανε η αγράμματη κυρά-Γιάνναινα”.
* “Απλή και αληθινή ζωή. Αγαπημένο καταφύγιο
1 σχόλιο:
... αλίμονο κύρ Φώτη μας... διδάσκαλέ μας...
τέτοιας λογῆς ἀνθρώπους,
ἴσα-ἴσα ποὺ τοὺς προφτάσαμε
στὰ νειάτα μας γιὰ λίγο
κι ἔτσι μᾶς φαίνονται
γιὰ... τὰ ὡραῖα παραμυθάκια
ποὺ γράψανε κάποιοι παράξενοι ρομαντικοί λογᾶδες
μὰ δὲν ὑπήρξαν ποτέ στʹἀλήθεια,
ἀφοῦ... ἡ ρωμηοσύνη μας... κρέμεται πιά ἀπὸ μιά κλωστή, τόσο λεπτή, ποὺ εἶναι θαῦμα πὼς ἀντέχει τέτοιο βᾶρος
ἔτσι ὅμοια ἀκριβῶς ὅπως κρεμόταν κάποτε καὶ ἡ βυζαντινή ζωγραφική μας
καὶ τὴν ἀνάπιασες σὰν τὸ προζύμι
καὶ ζωντάνεψε στὰ χέρια σου
καὶ φανερώθηκε τὸ μεγαλεῖο της...
Δημοσίευση σχολίου