Αυτά δεν έγιναν με μεταβολή της φύσεως, αλλά με ένωση κατ’ οικονομία (Θεού)· εννοώ την υποστατική ένωση, σύμφωνα με την οποία ενώθηκε αδιάσπαστα με το Λόγο του Θεού· εννοώ την αλληλοπεριχώρηση των φύσεων, όπως συμβαίνει με την πυράκτωση του
σιδήρου· διότι, όπως ομολογούμε την ενανθρώπηση χωρίς μεταβολή και μετατροπή, έτσι πιστεύουμε ότι έγινε και η θέωση της σάρκας.
Ο Λόγος, δηλαδή, επειδή έγινε σάρκα, δεν βγήκε έξω από τα όρια της θεϊκής του φύσεως και από την θεοπρεπή του δόξα· ούτε όμως η σάρκα, επειδή θεώθηκε, άλλαξε τη δική της φύση και τα φυσικά της γνωρίσματα.
Οι φύσεις, δηλαδή, και μετά την ένωσή τους έμειναν ασύγχυτες, και οι ιδιότητές τους απείραχτες.
Η σάρκα του Κυρίου μάλιστα πλουτίστηκε με τις θείες ενέργειες, εξαιτίας της πλήρους ενώσεώς της με το Λόγο· χάρη, δηλαδή, στην υποστατική ένωση, χωρίς καθόλου να χάσει τα φυσικά της γνωρίσματα.
Διότι, δεν ενεργούσε τα θεία σύμφωνα με τη δική της ενέργεια, αλλά χάρη στο Λόγο που ήταν ενωμένος μαζί της· καθώς ο Λόγος μέσω αυτής (της σάρκας) φανέρωνε την ενέργειά του. Όπως ο πυρακτωμένος σίδηρος καίει χωρίς να έχει αποκτήσει την καυστική ενέργεια με φυσική αιτία, αλλά εξαιτίας της ενώσεώς του με τη φωτιά.
Η ίδια, λοιπόν, η σάρκα ήταν θνητή εξαιτίας του εαυτού της, αλλά και ζωοοποιά εξαιτίας της υποστατικής ενώσεώς της με το Λόγο.
Παρόμοια λέμε και για τη θέωση του θελήματος· δεν άλλαξε η φυσική του κίνηση· αλλά, αφότου ενώθηκε με το θείο και παντοδύναμο θέλημα, έγινε το θέλημα του Θεού που ενανθρώπησε.
Γι’ αυτό, όταν (το ανθρώπινο θέλημα) θέλησε να κρυφτεί, δεν τα κατάφερε· διότι ο Θεός Λόγος θέλησε να φανεί ότι πράγματι υπάρχει στον εαυτό του το αδύναμο ανθρώπινο θέλημα· όταν θέλησε, ενήργησε τον καθαρισμό του λεπρού, χάρη στην ένωση με το θείο θέλημα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ακόμη ότι η θέωση της φύσεως και της θελήσεως είναι εμφαντική και δεικτική και των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων.
Διότι όπως η πυράκτωση δεν μεταβάλλει σε φωτιά τη φύση αυτού που πυρακτώνεται, αλλά φανερώνει και αυτό που πυρακτώθηκε και αυτό που πυράκτωσε και δεν δηλώνει ένα πράγμα αλλά δύο, έτσι και η θέωση δεν δημιουργεί μία σύνθετη φύση, αλλά μία υποστατική ένωση δύο φύσεων.
Λέει, λοιπόν, ο θεολόγος Γρηγόριος:
«Απ’ αυτά το ένα θέωσε και το άλλο θεώθηκε»· με το να πει «απ’ αυτά» και «το ένα» και «το άλλο» φανέρωσε δύο φύσεις.
Για όσα πάλι, μετά την ανάσταση, αρμόζουν στον άνθρωπο υπάρχουν διάφοροι τρόποι.
Άλλα, δηλαδή, λέγονται αληθινά, όχι όμως σύμφωνα με τη φύση, αλλά σύμφωνα με την οικονομία, για να βεβαιωθούμε ότι το ίδιο το σώμα που έπαθε, αναστήθηκε, όπως οι μωλωπισμοί, η βρώση και η πόση μετά την ανάσταση· άλλα λέγονται αληθινά σύμφωνα με τη φύση, όπως η μετάβαση χωρίς κόπο από τόπο σε τόπο και η είσοδος μέσα από κλειστές
πόρτες· άλλα πάλι προσποιητά, όπως το «προσποιήθηκε ότι θα πάει πιο μακριά»· και άλλα ανήκουν και στις δύο φύσεις, όπως το «ανεβαίνω προς τον Πατέρα και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας», και το «θα εισέλθει ο βασιλιάς της δόξης», και το «κάθισε στα δεξιά της μεγαλωσύνης του στα υψηλά»· και άλλα λέγονται, επειδή έβαλε το εαυτό του μεταξύ μας, με τον τρόπο της απλής θεωρητικής διαιρέσεως, όπως το (χωρίο) «ο Θεός μου και Θεός σας».
Πρέπει, λοιπόν, ν’ αποδίδουμε τα υψηλά στη θεία φύση που είναι ανώτερη από τα πάθη και το σώμα, ενώ τα ταπεινά στην ανθρώπινη· και τα κοινά ν’ αποδίδουμε στη σύνθετη (υπόσταση), δηλαδή στον ένα Χριστό, ο οποίος είναι Θεός και άνθρωπος, και να γνωρίζουμε ότι και τα δύο είναι φύσεις του ενός και αυτού Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Διότι, αν γνωρίζουμε το ιδιαίτερο γνώρισμα του καθένα και βλέπουμε ότι ένας ενεργεί και τα δύο, τότε πιστεύουμε ορθά και δεν θα πλανηθούμε.
Απ’ όλα αυτά διακρίνεται η διαφορά των φύσεων που ενώθηκαν και «δεν είναι το ίδιο η φυσική ποιότητα της θείας και ανθρωπίνης φύσεως», όπως λέει ο θειότατος Κύριλλος. Ένας είναι, λοιπόν, ο Υιός και Χριστός και Κύριος, και επειδή είναι ένας, ένα είναι και το πρόσωπό του, χωρίς, με κανένα τρόπο, να διαιρείται η υποστατική ένωση, για να φανεί η διαφορά των φύσεων.