«Έλα, μαμά, τι κάνεις;»
«Καλά, βρε αγόρι μου, πήγες στο εξωτερικό και δεν μου το είπες;»
«Πού το έμαθες;»
«Μίλησα με τη γραμματέα σου και μου είπε: “Ο κύριος Στάθης είναι στην Πολωνία”».
«Στη Λιθουανία».
«Δίπλα στην Πολωνία».
Θα με ρωτήσει αν έχω «παρουσιάσεις».
«Έχεις παρουσιάσεις;»
«Συναυλίες».
«Πολλές;»
«Δύο».
«Έγιναν;»
«Η πρώτη».
«Και πώς πήγε;»
«Πολύ καλά, ήταν γεμάτη η αίθουσα».
«Τους άρεσε;»
«Επί πέντε λεπτά χειροκροτούσαν όρθιοι».
Θα μου ευχηθεί «εις ανώτερα».
«Μπράβο, αγόρι μου – μπράβο! Εις ανώτερα σου εύχομαι!»
«Ευχαριστώ, μαμά».
Θα με ρωτήσει αν τρώω.
«Τρως;»
«Ναι, έχει ωραίο φαγητό».
Θα με ρωτήσει αν ντύνομαι καλά.
«Ντύνεσαι καλά;»
«Δεν κάνει κρύο».
«Μη λες δεν κάνει, εσύ αρρωσταίνεις εύκολα».
«Με τα κοντομάνικα γυρίζει εδώ ο κόσμος».
«Άσε τον κόσμο! Αυτοί μπορεί να είναι τρελοί!»
«Όλοι;»
«Μπορεί να είναι χοντρόπετσοι, βρε παιδί μου!»
Θα μου πει πως ανέκαθεν είχα ευαισθησία.
«Εσύ από μικρός ήσουν ευαίσθητος με το κρύο».
«Γι’ αυτό με κυνηγούσες πάντα με μια ζακέτα».
«Ναι, γιατί όταν σε άφηνα χωρίς ζακέτα ερχόσουν στο σπίτι κρυωμένος».
«Στο μεταξύ, ξέρεις, μεγάλωσα».
«Και; Την ευαισθησία την έχεις ακόμα».
«Τέλος πάντων…»
Θα μου πει να προσέχω.
«Να προσέχεις».
«Καλά».
«Και το πορτοφόλι σου να προσέχεις».
«Τι εννοείς;»
Θα μου πει να προσέχω τους κλέφτες.
«Να μη σ’ το αρπάξουνε, βρε παιδί μου – κλέβουν στην Πολωνία».
«Στη Λιθουανία είμαι».
«Όπου κι αν είσαι! Κλέφτες υπάρχουν παντού».
Θα με ρωτήσει πάλι για την «παρουσίαση».
«Πότε είναι η άλλη παρουσίαση;»
«Συναυλία».
«Έστω».
«Το βράδυ».
«Πού;»
«Στην κεντρική πλατεία».
«Έξω δηλαδή – από παντού ανοιχτά!»
Θα μου πει πάλι για τη ζακέτα.
«Μη μου πεις πως δε θα βάλεις τη ζακέτα!»
«Μα είσαι σοβαρή; Με ζακέτα θα βγω να διευθύνω την ορχήστρα;»
«Γιατί, είναι άσχημη αυτή η ζακέτα; Μια περιουσία την είχα πληρώσει!»
«Δεν το ξεχνάω, φροντίζεις να μου το υπενθυμίζεις διαρκώς».
Θα μου πει ότι την ειρωνεύομαι.
«Άρχισαν και οι ειρωνείες. Μπράβο, αγόρι μου, μπράβο…»
«Πες μου ότι θα βάλεις και τα κλάματα!»
Θα μου ζητήσει να της υποσχεθώ πως θα τη φορέσω.
«Υποσχέσου μου πως θα τη φορέσεις».
«Έλεος, βρε μαμά!»
«Σε εκλιπαρώ!»
Τη φόρεσε τελικά τη φούξια ζακέτα. Και δεν τον ένοιαξε που τον κοίταζαν μουσικοί και κοινό περίεργα. Ήθελε να της κάνει το χατίρι, που ήταν έξι χρόνια πεθαμένη και θαμμένη στο νεκροταφείο Ζωγράφου με τη φούξια ζακέτα της, την ακριβή.
«Βάλε τη ζακέτα σου»
του Μάκη Τσίτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου