Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι τὸ παρθενικὸ καὶ “ἀλατόμητον ὄρος”, ἀπὸ τὸ ὁποῖο “ἀρρήτως ἐτμήθη λίθος”, ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Ἄθως, ὅρος ἀλατόμητο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀποτελεῖ τὸ προσφιλέστερο ἐνδιαίτημα τῆς Παναγίας καὶ μετέχει στὴ χάρη τῆς γόνιμης παρθενίας της.
Ἡ Παναγία ἐκδηλώνει ἐναργέστερα τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Ἄθωνα τὸν 9ο αἰώνα. Ἔχει ἐμφανιστεῖ καὶ προηγουμένως σὲ ἀσκητὲς καὶ μονύδρια ποὺ ὑπῆρξαν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Ἔχουν διαλάμψει κι ἄλλα μοναστικὰ κέντρα στὸ παρελθόν. Ὅταν ὅμως καὶ τὸ τελευταῖο πάει νὰ σβήσει, ἡ Παναγία παρουσιάζεται στὸν ἅγιο Πέτρο τὸν Ἀθωνίτη καὶ τοῦ ὑπόσχεται: “Τοῦτο [τὸ ὅρος] τῆς γῆς ἁπάσης ἀπολεξαμένη, τῷ μοναχικῷ πρέπον καταγώγιον προσκληρῶσαι διέγνων ἔγωγε· ταύτ’ ἄρα, καὶ ἰδιαίτατον ἐνδιαίτημα τοῦτ’ ἀφιέρωσα ἐμαυτή· καὶ ἅγιον τουντεῦθεν κεκλήσεται· καὶ τῶν ἐπ’ αὐτοῦ δὲ πρὸς τὸν κοινὸν ἀνθρώποις πολέμιον ἐπαναιρομένων ἀγώνα, προπολεμήσω διὰ βίου παντός· καὶ πάντως ἔσομαι τούτοις ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μὴ πρακτέων ἑρμηνευτής, κηδεμών, ἰατρός, τροφεύς…” (1). Ἔτσι, ὁ χῶρος ἀφιερώνεται ἀποκλειστικὰ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν τιμή της. Εἶναι τὸ “Περιβόλι τῆς Παναγίας”.
Στοὺς αἰῶνες ποὺ περνοῦν, ἡ Παναγία τὸ φυλάγει ἀπὸ κάθε λογῆς καταιγίδες ποὺ χειμάζουν τὴ γύρω περιοχή. Ἡ σκέπη της περιβάλλει τὸν χῶρο, ὅπου καλλιεργεῖται ὁ ἁγιασμὸς καὶ διατηρεῖ πάντα τὶς συνθῆκες κατάλληλες γιὰ νὰ εὐωδιάσουν τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ὡριμάσουν οἱ καρποὶ τῶν ἀρετῶν.
Ἡ Παναγία ἐμφανίζεται σὲ πολλοὺς καὶ ἁγιάζει τὸν τόπο μὲ τὴν παρουσία της. Φανερώνει ἄριστους ποιμένες καὶ φωτισμένους θεολόγους (ἅγιοι Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς…). Γεμίζει τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, καὶ ξεπηδοῦν ἀπὸ μέσα τους ὕμνοι δοξολογίας, ὕδωρ κατανύξεως, φῶς ἱλαρὸν (ἅγιοι Ἰωάννης Κουκουζέλης, Μάξιμος Καυσοκαλύβης, Σάββας Βατοπεδινός…). Ἀρχάγγελος διδάσκει σὲ ἀνώνυμο ὑποτακτικὸ τὸ “Ἄξιον ἐστιν” καὶ τὸ Ὄρος γεμίζει ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ θεομητορικοῦ ὕμνου. Ὁ Χριστός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα ἀπὸ αὐτήν, καθιστά τοὺς ἀφανεῖς μοναχοὺς θεοὺς κατὰ χάριν καὶ ἀνεξάντλητες πηγὲς ἁγιασμοῦ γιὰ τὴν κτίση, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὰ ἔργα του. Ἔτσι, ὅποιος μπαίνει στὸ Ὅρος, νιώθει ὅτι περιβάλλεται ἀπὸ ἀτμόσφαιρα ἁγιασμένη.
Κι ἡ Παναγία κατοικεῖ μόνιμα στὸ περιβόλι της κι ἀγκαλιάζει μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη της οἰκήματα καὶ οἰκήτορες. Τὸ μαρτυροῦν οἱ τόσες θαυματουργὲς εἰκόνες της ποὺ παρέχουν τὴν ἴαση καὶ τὸν ἁγιασμό: Πορταΐτισσα, Γοργοεπήκοος, Τριχεροῦσα, Γερόντισσα, Γλυκοφιλοῦσα, Ἀντιφωνήτρια, Παραμυθία, Ἐσφαγμένη, Φοβερὰ Προστασία… Τὸ βλέπει κανεὶς καὶ σὲ μοναστήρια ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες καὶ τὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες, διακονεῖ καὶ στὶς καθημερινὲς χρεῖες. Εἶναι ἡ Πορτάρισσα, ἡ Βηματάρισσα, ἡ Οἰκονόμισσα, ἡ Τραπεζάρισσα…
Εἶναι ἡ μητέρα τῶν μοναχῶν. Τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τῆς Πλατυτέρας, αὐστηρὸ καὶ ἱλαρὸ ὅπως τοῦ Παντοκράτορος, ἀκολουθεῖ παντοῦ τὰ παιδιά της καὶ ἀνάλογα, ἐπιπλήττει, καθοδηγεῖ, νουθετεῖ ἢ ἐπιδοκιμάζει. Κι οἱ μοναχοὶ σ’ αὐτὴν ἀπευθύνονται γιὰ κάθε ζήτημά τους· τὶς καθημερινές, μὲ τοὺς Χαιρετισμούς, τὸ Θεοτοκάριο, τοὺς παρακλητικοὺς κανόνες καὶ τοὺς θεομητορικοὺς ὕμνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι κατάστικτες οἱ ἱερές μας ἀκολουθίες· τὶς γιορτὲς καὶ πανηγύρεις της -εἶναι πολλὲς στὸ Ὅρος- συγκεντρώνονται ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τὴν ὑμνήσουν, καὶ παραδίδονται στὴ μητρικὴ στοργή, καθὼς ψάλλουν τὸ “Θεοτόκε παρθένε”, ἢ “Λόγον ἀγαθόν” ἢ “Ἄνωθεν οἱ προφῆται”.
Τῆς χτίζουν ναοὺς καὶ παρεκκλήσια, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει μοναστήρι ἢ συγκρότημα καλυβῶν χωρὶς θυσιαστήριο στὸ ὄνομά της καὶ μοναχικὸ κελλὶ χωρὶς καντήλι μπροστὰ στὴν εἰκόνα της. Τὸ ὄνομά της εἶναι στὴ σκέψη κάθε μοναχοῦ, εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του, ἡ πιὸ πρόχειρη ἐπίκληση βοήθειας -“Παναγία μου”. Ἕνα μέρος τῆς προσευχῆς, τοῦ μοναχικοῦ κανόνα, εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Παναγία -“Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”. Καὶ ἡ ἀπάντησή της, ἡ παράκληση ποὺ πλημμυρίζει σῶμα καὶ ψυχῆ, μένει κρυμμένη στὴν εὐλαβῆ σιωπὴ τῶν μοναχῶν.
Ἔτσι, ἡ χάρη της γεμίζει τὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἔτσι ἔχει διαποτίσει κάθε πέτρα, κάθε βράχο, κάθε ὁρμίσκο. Ἔτσι, ἔχει ἀναδείξει τὸ Ὄρος “τόπον ἁγιάσματος”, τὸν Ἄθωνα κλίμακα οὐράνιας ἀναβάσεως. Ἔτσι, ἔγινε ἄλλο ὅρος Σινά, ὅπου ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται διὰ τῆς ἀκατάφλεκτης βάτου καὶ τῆς φωτεινῆς νεφέλης, τοῦ μυστηρίου τῆς παρθενίας της.
Τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἡ Παναγία ἀλληλοπεριχωροῦνται. Οἱ μοναχοί, ὅπως κι ὅλοι οἱ πιστεύοντες καὶ μετανοοῦντες, γίνονται μητέρες Χριστοῦ μὲ τὸ νὰ τὸν συλλαμβάνουν μέσα τους “πνευματικῶς μέν, οὐσιωδῶς δέ”, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο (2). Κι ὅπως ἡ Παναγία μετὰ τὴ μετάστασή της εἶναι κοντὰ σὲ κάθε πιστό, ἔτσι κι αὐτὸς ὁ τόπος, μὲ τὸ νὰ γίνει οὐρανὸς ποὺ χωρᾶ τὸν Ἀχώρητο, ὑπάρχει ὅπου ὀρθόδοξος χριστιανὸς ποὺ μετανοεῖ, ἀγωνίζεται καὶ ὑπομένει. Κι ἡ θάλασσα ποὺ τὸν περιβάλλει, ἄλλο μαφόριο τῆς Πλατυτέρας ποὺ συγχέεται μὲ τὸν οὐρανὸ στὶς τοιχογραφίες, ἀγκαλιάζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν ἁγιορείτικη εὐλογία. Ἔτσι, δὲν ξέρει κανεὶς ἂν ἀπευθύνεται καὶ στὸ Ὅρος ὁ χαιρετισμὸς πρὸς τὴν Παναγία:
“Χαίρε, ἅγιον ὅρος καὶ θεοβάδιστον…” (3).
Σημειώσεις
- (Αὐτὸ τὸ βουνὸ τὸ ἐπέλεξα ἀπ’ ὅλη τὴ γῆ κι ἀποφάσισα νὰ τὸ ἀπονείμω στοὺς μοναχούς, ὡς διαμονὴ κατάληλη γι’ αὐτούς. Καὶ λοιπόν, ὡς μία ἰδιαίτερη κατοικία, τὴν ἀφιέρωσα σὲ μένα· καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ὀνομάζεται ἅγιο. Κι ὅλους ὅσοι θὰ ζήσουν ἐκεῖ, ἀναλαμβάνοντας τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τῶν ἀνθρώπων, θὰ τοὺς ὑπερασπιστῶ ἰσοβίως. Καὶ θὰ εἶμαι βέβαια ἀνίκητη σύμμαχός τους, θὰ τοὺς εἰσηγοῦμαι τί πρέπει νὰ κάνουν, θὰ τοὺς ἐξηγῶ τί δὲν πρέπει· θὰ εἶμαι προστάτις, ἰατρός, τροφοδότης τους…) Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγος εἰς τὸν βίον τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἴα΄, Ἅγιον Ὅρος 1991, σσ. 28-30.
- Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, λόγος ἅ΄, κέφ. ἴ΄.
- Παρακλητική, ἦχος πλ. ἅ΄, Κυριακή, Ὄρθρος, Κάθισμα μετὰ τὴν ἅ΄ στιχολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου