Στις επιστολές της η Ελισάβετ Φεοντόροβνα αποκαλύπτει τις συναισθηματικές αναζητήσεις που την ενθάρρυναν να εγκαταλείψει τον κόσμο. «Το δέχτηκα όχι ως σταυρό, αλλά ως δρόμο που έχει άφθονο φως, δρόμο που μου υπέδειξε ο Κύριος. Νυμφεύομαι τον Χριστό και το έργο Του. Ό,τι μπορώ το δίνω σε Αυτόν και στον πλησίον» – γράφει η Δούκισσα. Σε αυτά τα βαθιά λόγια βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε την πληρότητα της πραγματικής μοναχικής άσκησης.
Το 1884 η Ελισάβετ παντρεύτηκε τον μέγα πρίγκιπα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς, αδελφό του τσάρου Αλεξάνδρου Γ΄. Παρότι αλλόδοξη, δεν της ζητήθηκε να αλλάξει την πίστη της. Όμως η ορθόδοξη πίστη της κέντρισε εξ αρχής το ενδιαφέρον. Από την πρώτη ημέρα πού ήλθε στη Ρωσία μελετούσε με επιμέλεια τη ρωσική γλώσσα και παρακολουθούσε τη ζωή των απλών Ρώσων, πού ηταν ζυμωμένη με την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Μαζί με το σύζυγό της ταξίδεψε και στους Αγίους Τόπους, όταν το 1888 έγιναν τα εγκαίνια τοϋ ρωσικού ναού της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή. Το προσκύνημα στην Αγία Γη, όπου έζησε ο Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην Ελισάβετ. Η καρδιά της, «γη αγαθή», ήταν έτοιμη να δεχτεί το σπόρο της ορθόδοξης πίστης.
Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με τον σύζυγό της ένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. Όσο για τη Μεγάλη δούκισσα, ζήτησε από το σύζυγό της να της προμηθεύσει βιβλία για την πίστη, σχολιασμούς και μια ορθόδοξη κατήχηση. Μόνη της μελετούσε και σύγκρινε, ώσπου μετά από αλλεπάληλες αμφιβολίες και συγκρούσεις (ορισμένοι συγγενείς της ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτή τη μεταστροφή της), η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Στη μεταστροφή της αυτή κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 παραβίασε τον ήρεμο ρυθμό της πνευματικής και ιεραποστολικής ζωής της Μονής των Αγίων Μάρθας και Μαρίας. Στην αυγή αυτής της τραγικής εποχής, η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ, αναλογιζόμενη την προοπτική που θα είχε η επικείμενη ζωή της αυτοκρατορίας, απευθύνει επιστολή στον Νικόλαο Β’, στην οποία ανάμεσα στα άλλα έγραφε και τα εξής λόγια: «Όλους εμάς σύντομα θα μας πάρουν μεγάλα κύματα. <…> Όλες οι τάξεις, από τις κάτω έως τις άνω, ακόμα και αυτοί που είναι τώρα στον πόλεμο, έφτασαν στα όρια! <…> Τι άλλες τραγωδίες μπορούν να συμβούν ακόμα; Τι άλλα δεινά μας περιμένουν ακόμα;»
Τα δεινά που ανέμενε η Αγία Δούκισσα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1918. Την Τρίτη ημέρα του Πάσχα, στο μοναστήρι μπήκαν οπλισμένοι άνθρωποι με σκοπό να συλλάβουν την Αγία ιδρύτρια της Μονής. Μαζί με την Μεγάλη Δούκισσα συνέλαβαν και δύο αδελφές – τη Βαρβάρα και την Αικατερίνη. Όπως και οι Άγιοι Βασιλομάρτυρες, οι μοναχές μεταφέρθηκαν στην Αικατερινμπούργκ, και μετά, μαζί με άλλους συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στο Αλαπάεβσκ για την οριστική καταδίκη.
Στις 5/18 Ιουλίου του 1918, ξύπνησαν τους συλληφθέντες τη νύχτα, τους έβαλαν σε κάρα και τους πήγαν στο χωριό Σινιάτσιχα σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο. Τα τελευταία λόγια της Αγίας που είπε, πριν πέσει στο γκρεμό, ήταν η φράση του Σωτήρα που την είπε όταν ανέβαινε τον Γολγοθά: «Κύριε, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν!». Συνέχιζε να προσεύχεται για τους δολοφόνους της, αφήνοντας τον εαυτό της στα χέρια του Θεού.
Όταν την έριξαν στο ορυχείο, η Δούκισσα επιβίωσε, αν και είχε πέσει σε πέτρινη προεξοχή. Δίπλα της βρίσκονταν και μερικοί άλλοι άνθρωποι. Ακόμα και εδώ, στο κατώφλι του θανάτου, η Ελισάβετ Φεόντοροβνα δεν σταμάτησε να εκτελεί την υπόσχεση που είχε δώσει να υπηρετεί τους ανθρώπους. Έβγαλε το μοναχικό κάλυμμα της κεφαλής, το έσκισε σε λωρίδες και έδεσε την πληγή στο κεφάλι του Δούκα Ιωάννη Κωνσταντίνοβιτς και συνέχισε να βοηθάει όσο μπορούσε και άλλους επιζώντες.
Οι εξαγριωμένοι εκτελεστές, έχοντας πετάξει όλους τους συλληφθέντες στο λάκκο, αποφάσισαν να τελειώσουν την αιματηρή εκτέλεση και άρχισαν να πετάνε στο ορυχείο βόμβες. Εκτός από τις βόμβες με τις εκκωφαντικές εκρήξεις, οι βασανιστές πέταξαν στο λάκκο προσανάμματα και έβαλαν φωτιά. Αλλά από την φωτιά που άναψε ξαφνικά άρχισαν να ηχούν ψαλμωδίες. Οι δολοφόνοι τρόμαξαν και κάποιοι από αυτούς έχασαν τα λογικά τους, όντας μάρτυρες του γεγονότος ότι ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο έσωζε τις ζωές των μαρτύρων.
Τρείς μέρες η Αγία Δούκισσα, μαζί με άλλους μάρτυρες, πέρασε στο ορυχείο χωρίς φαγητό και φως και δεν έπαψε να βοηθάει τους τραυματίες και να προσεύχεται συνεχώς. Σε αυτό το εγκαταλελειμμένο ορυχείο, αποδυναμωμένη, πέρασε στην αιώνια γαλήνη. Η αθάνατη ψυχή της, έχοντας απελευθερωθεί από το σώμα και έχοντας ξεπεράσει το πέτρινο εμπόδιο, πέταξε εις τα Ουράνια.
Την Αγία Οσιομάρτυρα Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ τιμούν όχι μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην προτεσταντική εκκλησία την τιμούν βαθιά ως γυναίκα που αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή της στο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο. Ο επικεφαλής των αγγλικανών, ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπερι Τζάστιν Ουέλμπι, σε επιστολή του προς τον Αγιώτατο Πατριάρχη Κύριλλο σημείωνε ότι «η Αγία Ελισάβετ είναι παράδειγμα χριστιανικής ελεημοσύνης, προσφοράς και ανθεκτικότητας». Στη δυτική όψη του Αββαείου του Ουέστμινστερ, ανάμεσα στα αγάλματα των μαρτύρων της πίστης του 20ου αιώνα, βρίσκεται και το άγαλμα της Αγίας Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ Φεόντοροβνα.
Μέχρι και σήμερα η Αγία Ελισάβετ παραμένει για μας οδοιπορικό αστέρι που οδηγεί τους χριστιανούς προς τη σωτηρία με το παράδειγμα της ηρωικής της ζωής.
Νικόλαος Βολόσιν
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα, Ένωση Ορθοδόξων Δημοσιογράφων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου