O παπποῦς εἶχε γεράσει πολύ. Τὰ πόδια του δὲν τὸν πήγαιναν, τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν, τ’ αὐτιά του δὲν ἄκουγαν. Δόντια δὲν εἶχε. Κι ὅταν ἔτρωγε, τοῦ χυνόταν τὸ φαγητό. O γιος του καὶ ἡ νύφη του δὲν τὸν ἔβαζαν πιὰ μαζί τους στὸ τραπέζι, ἀλλὰ τοῦ ‘διναν νὰ φάει πάνω στὴ μεγάλη χτιστῇ χωριάτικη θερμάστρα ὅπου πλάγιαζε.
Κάποτε ποὺ τοῦ βάλανε νὰ φάει στὸ πήλινο πιάτο, τοῦ ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια, ἔπεσε κι ἔσπασε. Ἡ νύφη του ἄρχισε τότε νὰ τὸν μαλώνει πὼς ὅλα τὰ χαλάει στὸ σπίτι καὶ σπάει τα πιάτα. Τέλος του εἶπε πὼς ἀπό δῶ καὶ πέρα θὰ τοῦ ‘διναν νὰ τρώει στὴν ξύλινη γαβάθα. O παπποῦς ἀναστέναξε μόνο καὶ δὲν εἶπε τίποτα.
Μιὰ μέρα ὁ ἄντρας μὲ τὴ γυναῖκα του παρακολουθοῦσαν ποὺ ὁ γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ἕνα μικρὸ κούτσουρο. O πατέρας λοιπὸν τὸν ρώτησε:
«Τί φτιάχνεις ἐκεῖ, Μίσα;».
Κι ὁ Μίσα ἀπαντᾷ:
«Φτιάχνω μιὰ μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Ὅταν ἐσὺ κι ἡ μάνα μου γεράσετε, θὰ σᾶς ταΐζω σ’ αὐτὴν τὴ γαβάθα».
O ἄντρας κι ἡ γυναῖκα του κοιτάχτηκαν καὶ δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπὴ ποὺ εἶχαν προσβάλει τὸν παπποῦ. Κι ἀπὸ τότε τὸν βάλανε νὰ τρώει μαζί τους στὸ τραπέζι καὶ τὸν πρόσεχαν ὅπως πρέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου