Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Ο ΜΟΝΑΧΌΣ ΖΩΣΙΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΈΡΟΝΤΑ ΣΊΜΩΝ ΤΟΝ ΚΤΗΤΩΡΑ ΙΕΡΑΣ ΜΌΝΗΣ ΑΓΊΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΉΜΩΝΑ ΠΕΝΤΕΛΗΣ.

 




Ένα βράδυ που κοιμόμουν στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα ἔβλεπα στὸ ὕπνο μου νὰ μὲ πειράζουν οἱ δαίμονες. Ο Γέροντας
μὲ φώναξε δυνατὰ καὶ ξύπνησα. Ήταν μεσάνυχτα. Μοῦ εἶπε:
Σήκω ἐπάνω καὶ κάνε προσευχή!
Τοῦ εἶπα πὼς ἔβλεπα δαίμονες νὰ μὲ πειράζουν.
-
Τὸ ξέρω, μοῦ ἀπάντησε. Τοὺς βλέπω ἐγὼ ποὺ σὲ
πειράζουν, γι᾽ αὐτὸ ἄρχισε τὴν προσευχή σου.
Ὅταν ἄρχιζα τον κανόνα μου καὶ νὰ κάνω τὰ κομποσχοίνια μου, ξεχνοῦσα πολλὲς φορὲς τὸν ἀριθμό, δηλαδὴ πόσα κομποσχοίνια είχα κάνει καὶ βασανιζόμουν γιατὶ δὲν ἤξερα ἀπὸ ποῦ νὰ συνεχίσω. Ο ἕνας λογισμὸς μοῦ ἔλεγε:
«Τρία κομποσχοίνια ἔκανες». Ὁ ἄλλος λογισμὸς μοῦ ἔλεγε:
«Έχεις κάνει τέσσερα». Καὶ δὲν ἤξερα ἀπὸ ποῦ νὰ συνεχίσω. Τὸ ἔλεγα στὸ Γέροντα καὶ ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε: «Θὰ
συνεχίζεις πάντα ἀπὸ τὸ μικρὸ ἀριθμό». Τὸ ἴδιο συνέβαινε
καὶ μὲ τὴ μελέτη μου. Εχανα τη συνέχεια καὶ δὲν ἤξερα
ἀπὸ ποῦ νὰ συνεχίσω. Ο πειρασμὸς μοῦ ἔλεγε νὰ προχωρήσω μπροστά. Ὁ Γέροντας μοῦ ἔλεγε πώς, ὅσες φορές
δὲν θυμόμουν που σταμάτησα, πρέπει νὰ ἀρχίζω ἀπὸ πίσω κι ἂς εἶχα διαβάσει τὸ κείμενο αὐτό. Δὲν θὰ πείραζε νὰ τὸ
ξαναδιάβαζα.
Ὁ Γέροντας μὲ συμβούλευε νὰ δίνω ὡς βοήθεια σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν φτωχοὶ καὶ εἶχαν χρεωκοπήσει, μεγάλα ποσά, εφόσον βέβαια υπήρχαν. Μια μέρα μοῦ εἶπε να δώσω σὲ κάποιον ἕνα ἑκατομμύριο, ὅσα εἴχαμε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Μονῆς. Καὶ πρόσθετε: «Στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς
χρειάζεται νὰ δίνεις πολλὰ γιὰ νὰ ἀναστηθούν. Δὲν θεραπεύονται οἱ ἀνάγκες τους με λίγα».
«Όταν σου λέει κάποιος να προσευχηθεῖς γι' αὐτόν, νὰ τὸ κάνεις ἀμέσως ἐκεῖ πού βρίσκεσαι. Θὰ κάνεις τὸ σταυρό
σου καὶ θὰ λές: «Κύριέ μου ή Παναγία μου, δεῖξε, σὲ παρακαλῶ, τὸ ἔλεός σου στὸ δοῦλο σου τάδε καὶ δῶσε του την
ὑγεία του ἢ ὅ,τι ἄλλο». Αὐτὸ θὰ λές. Δυὸ λέξεις καὶ μὲ
ἀγάπη. Επίσης, πρόσθετε, νὰ μὴν ξυπνᾶς κανέναν ποὺ κοιμᾶται. Νὰ τὸν ἀφήνεις να κοιμηθεῖ. Νὰ μὴν πιέζεις κανένα
νὰ γίνει Μοναχός. Νὰ μὴ λὲς σὲ κανένα νὰ ἐξομολογηθεῖ
μὲ τὸ ζόρι, ἂν δὲν τὸ θέλει».
* * *
 
Μιὰ φορὰ εἶχα κρατήσει από τη Μ. Πέμπτη ἕνα πιάτο
ταχινόσουπα, γιὰ νὰ τὴ φάω το Πάσχα μετὰ τὴν ᾿Ανάσταση.
Προτιμούσα τὴν ταχινόσουπα ἀπό τή μαγειρίτσα. Μόλις τελείωσε ἡ ἀκολουθία καὶ κοινώνησα, τρέχω ἀμέσως στὴν
κουζίνα γιὰ νὰ φάω τὴν ταχινόσουπα. Οἱ ἄλλοι ἔτρωγαν μαγειρίτσα. Μόλις τὴ δοκίμασα μου φάνηκε τόσο ἄνοστη ποὺ
δὲν ἤθελα νὰ τὴ βλέπω στὰ μάτια μου. Απόρησα. Πήγα στὸ
Γέροντα καὶ τοῦ λέω τὶ μοῦ συνέβη. «Παιδί μου, μοῦ λέει,
σήμερα τρῶνε πασχαλινά φαγητά. Δὲν καταλαβαίνεις τὶ
πρέπει νὰ φᾶς; Ὁ Θεὸς πῆρε τὴ χάρη του ἀπὸ τὸ φαγητὸ
ἐκεῖνο, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι τόσο ἄνοστο καὶ χωρὶς γεύση. Δὲν
ἐπιτρέπεται. Πάσχα σήμερα, νὰ φᾶς νηστήσιμο φαγητό; Νὰ
τὸ πετάξεις γρήγορα»!
* * *
Συνεχίζοντας ἄλλοτε τὶς συμβουλές του μοῦ ἔλεγε:
• Ὅταν μιλᾶς μὲ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ Μοναστηριοῦ, νὰ
προσέχεις πῶς μιλᾶς. Νὰ μιλᾶς με γλυκό καὶ εὐγενικό
τρόπο καὶ ὄχι μὲ τρόπο ελεγκτικὸ καὶ σὰν χωροφύλακας.
• Οταν ἀπευθύνεσαι σε κάποιον ἢ σὲ κάποια, να χρησιμοποιεῖς τὴ λέξη κύριε, κυρία. Καὶ νὰ μὴ μιλᾶς μέ ἀπόλυτο
τρόπο, ἀλλὰ νὰ λὲς π.χ. «νὰ σᾶς πῶ κι ἐγώ τή γνώμη μου
στὸ θέμα αὐτό; Μήπως δὲν εἶναι ἔτσι τά πράγματα ἢ
μήπως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα»;
• Καὶ πάντα πρίν νὰ μιλήσεις γιὰ κάτι, νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν
Κύριο: «Κύριέ μου, φώτισέ με, σε παρακαλῶ, νὰ πῶ κάτι
ποὺ πρέπει γιὰ τὴν περίπτωση». Η, ὅταν πρόκειται γιὰ
κάποια εργασία, να λές: «Κύριέ μου, τί θέλεις νὰ κάνω
καὶ πῶς νὰ τὸ κάνω»;
Ὁ Γέροντας δὲν ἤθελε νὰ ἔρχονται οἱ προσκυνητές
Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ποὺ εἶναι ἡμέρες νηστείας. Ἤθελε
νὰ ἔρχονται – ἔλεγε νὰ τοὺς τὸ λέμε κι ἐμεῖς αὐτό– τὶς ἄλλες ἡμέρες. Καὶ τὸ ἤθελε αὐτό, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε πολύ
νὰ μπορεῖ νὰ τούς περιποιηθεῖ κατὰ τὸ δυνατόν περισσότερο καὶ καλύτερα προσφέροντας ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἴχαμε
στὴ διάθεσή μας.
***
Στὸ Γέροντα ἔφερναν τὰ πνευματικά του παιδιὰ μικρὰ βιβλιαράκια μὲ βίους ῾Αγίων καὶ εἰκονίτσες. Ὁ Γέροντας μοῦ
ἔλεγε νὰ μὴν τὰ μοιράζω στὸν κόσμο ἔτσι στὴν τύχη, ἀλλὰ
νὰ τὰ φυλάγω σε κάποιο ντουλάπι καὶ νὰ βρίσκονται ἐκεῖ.
«Θὰ τὰ δίνω ἐγώ, ἔλεγε, σὲ ἀνθρώπους που χρειάζεται νὰ
τὰ πάρουν, διότι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πετοῦνε τὶς εἰκόνες
καὶ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦν τὰ βιβλιαράκια. Καὶ ὅταν χρειαζόταν νὰ δοθοῦν βιβλιαράκια ἢ εἰκονίτσες, μοῦ ἔλεγε σὲ ποιοὺς τὶ νὰ δώσω.
**

Ὅταν ἦταν ἄρρωστος ὁ Γέροντας στο Νοσοκομεῖο, δὲν
ἐρχόταν κανένας στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ Μοναστήρι μᾶς φαινόταν ἄδειο καὶ ἔνιωθα ένα φόβο. Καὶ ὁ π. Μᾶρκος, άδελφὸς τῆς Μονῆς μας, ἔλεγε πως χωρὶς τὸν Γέροντα εἴμαστε
σὰν ὀρφανὰ παιδιά. Όταν ὁ Γέροντας βρισκόταν στο Μοναστήρι νιώθαμε ἀσφαλεῖς καὶ σὰν πριγκηπόπουλα. Τώρα όμως
ὅλος ὁ κόσμος πήγαινε στο Νοσοκομεῖο νὰ δοῦν τὸν Γέροντα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν κι ἐμεῖς αἰσθανόμασταν μόνοι καὶ
ἐγκαταλειμμένοι, ἐνῶ τὸ Νοσοκομεῖο φαινόταν νὰ εἶχε γίνει
Μοναστήρι. Καὶ ὅταν ἔλεγα στὸ Γέροντα πὼς τὸ Μοναστήρι
ἦταν ἄδειο, γιατὶ δὲν πήγαινε κανένας προσκυνητής ἐπάνω,
ἀφοῦ ὅλοι ἔρχονταν στο Νοσοκομεῖο, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε: «Όπου εἶμαι, παιδί μου, ἐγώ, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ Μοναστή-
ρι. Τὸ Μοναστήρι δὲν εἶναι οἱ τοίχοι, ἀλλὰ ὅπου εἶναι ὁ Γέροντας».
***
Πολλὲς φορὲς ἔλεγα στὸ Γέροντα πώς, ὅταν θυμώνω,
θέλω μὲν νὰ πάω να συμφιλιωθῶ μὲ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ μέσα
μου κρατάει ὁ θυμός. Συμφιλιώνομαι, ἀλλὰ ὄχι ὅπως θέλει
ὁ Θεός, μὲ ἀγάπη. «Παιδί μου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐσὺ νὰ
προσπαθεῖς νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, ἔστω
καὶ μὲ τὸ ζόρι. Ὁ Θεὸς ποὺ τὸ βλέπει, θὰ σὲ βοηθήσει. Δὲν λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι “βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ";»
* * *
Οταν στὸ Μοναστήρι δὲν εἴχαμε επισκέψεις καὶ οἱ Μοναχοὶ εἶχαν φύγει, ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε νὰ μὴν ἐργάζομαι
τώρα, ἀλλὰ νὰ μελετῶ καὶ νὰ εἶμαι κοντά του, νὰ ἐξυπηρετῶ
τοὺς προσκυνητές, νὰ κάνω καφέδες, νὰ σερβίρω φαγητό
κλπ.
Οταν εἴχαμε ἡσυχία, καθόμασταν στὸ κελλὶ τοῦ Γέρον
τα καὶ μοῦ ἔδινε διάφορες συμβουλές. Όπως αναφέρω καὶ
προηγουμένως μὲ συμβούλευε να μελετῶ Καινὴ Διαθήκη
Ὅταν ἦταν ἄρρωστος ὁ Γέροντας στο Νοσοκομεῖο, δὲν
ἐρχόταν κανένας στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ Μοναστήρι μᾶς φαινόταν ἄδειο καὶ ἔνιωθα ένα φόβο. Καὶ ὁ π. Μᾶρκος, άδελφὸς τῆς Μονῆς μας, ἔλεγε πως χωρὶς τὸν Γέροντα εἴμαστε
σὰν ὀρφανὰ παιδιά. Όταν ὁ Γέροντας βρισκόταν στο Μοναστήρι νιώθαμε ἀσφαλεῖς καὶ σὰν πριγκηπόπουλα. Τώρα όμως
ὅλος ὁ κόσμος πήγαινε στο Νοσοκομεῖο νὰ δοῦν τὸν Γέροντα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν κι ἐμεῖς αἰσθανόμασταν μόνοι καὶ
ἐγκαταλειμμένοι, ἐνῶ τὸ Νοσοκομεῖο φαινόταν νὰ εἶχε γίνει
Μοναστήρι. Καὶ ὅταν ἔλεγα στὸ Γέροντα πὼς τὸ Μοναστήρι
ἦταν ἄδειο, γιατὶ δὲν πήγαινε κανένας προσκυνητής ἐπάνω,
ἀφοῦ ὅλοι ἔρχονταν στο Νοσοκομεῖο, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε: «Όπου εἶμαι, παιδί μου, ἐγώ, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ Μοναστήρι. Τὸ Μοναστήρι δὲν εἶναι οἱ τοίχοι, ἀλλὰ ὅπου εἶναι ὁ Γέροντας».
***
Πολλὲς φορὲς ἔλεγα στὸ Γέροντα πώς, ὅταν θυμώνω, θέλω μὲν νὰ πάω να συμφιλιωθῶ μὲ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ μέσα μου κρατάει ὁ θυμός. Συμφιλιώνομαι, ἀλλὰ ὄχι ὅπως θέλει
ὁ Θεός, μὲ ἀγάπη. «Παιδί μου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐσὺ νὰ
προσπαθεῖς νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, ἔστω
καὶ μὲ τὸ ζόρι. Ὁ Θεὸς ποὺ τὸ βλέπει, θὰ σὲ βοηθήσει. Δὲν
λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι “βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ";»
* * *
Οταν στὸ Μοναστήρι δὲν εἴχαμε επισκέψεις καὶ οἱ Μοναχοὶ εἶχαν φύγει, ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε νὰ μὴν ἐργάζομαι τώρα, ἀλλὰ νὰ μελετῶ καὶ νὰ εἶμαι κοντά του, νὰ ἐξυπηρετῶ τοὺς προσκυνητές, νὰ κάνω καφέδες, νὰ σερβίρω φαγητό
κλπ.
Οταν εἴχαμε ἡσυχία, καθόμασταν στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα καὶ μοῦ ἔδινε διάφορες συμβουλές. Όπως αναφέρω καὶ προηγουμένως μὲ συμβούλευε να μελετῶ Καινὴ Διαθήκη
Ὅταν ἦταν ἄρρωστος ὁ Γέροντας στο Νοσοκομεῖο, δὲν ἐρχόταν κανένας στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ Μοναστήρι μᾶς φαινόταν ἄδειο καὶ ἔνιωθα ένα φόβο. Καὶ ὁ π. Μᾶρκος, άδελφὸς τῆς Μονῆς μας, ἔλεγε πως χωρὶς τὸν Γέροντα εἴμαστε
σὰν ὀρφανὰ παιδιά. Όταν ὁ Γέροντας βρισκόταν στο Μοναστήρι νιώθαμε ἀσφαλεῖς καὶ σὰν πριγκηπόπουλα. Τώρα όμως
ὅλος ὁ κόσμος πήγαινε στο Νοσοκομεῖο νὰ δοῦν τὸν Γέροντα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν κι ἐμεῖς αἰσθανόμασταν μόνοι καὶ
ἐγκαταλειμμένοι, ἐνῶ τὸ Νοσοκομεῖο φαινόταν νὰ εἶχε γίνει
Μοναστήρι. Καὶ ὅταν ἔλεγα στὸ Γέροντα πὼς τὸ Μοναστήρι
ἦταν ἄδειο, γιατὶ δὲν πήγαινε κανένας προσκυνητής ἐπάνω,
ἀφοῦ ὅλοι ἔρχονταν στο Νοσοκομεῖο, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε: «Όπου εἶμαι, παιδί μου, ἐγώ, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ Μοναστήρι. Τὸ Μοναστήρι δὲν εἶναι οἱ τοίχοι, ἀλλὰ ὅπου εἶναι ὁ Γέροντας».
***
Πολλὲς φορὲς ἔλεγα στὸ Γέροντα πώς, ὅταν θυμώνω, θέλω μὲν νὰ πάω να συμφιλιωθῶ μὲ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ μέσα μου κρατάει ὁ θυμός. Συμφιλιώνομαι, ἀλλὰ ὄχι ὅπως θέλει
ὁ Θεός, μὲ ἀγάπη. «Παιδί μου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐσὺ νὰ
προσπαθεῖς νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, ἔστω
καὶ μὲ τὸ ζόρι. Ὁ Θεὸς ποὺ τὸ βλέπει, θὰ σὲ βοηθήσει. Δὲν
λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι “βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ";»
* * *
Οταν στὸ Μοναστήρι δὲν εἴχαμε επισκέψεις καὶ οἱ Μοναχοὶ εἶχαν φύγει, ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε νὰ μὴν ἐργάζομαι
τώρα, ἀλλὰ νὰ μελετῶ καὶ νὰ εἶμαι κοντά του, νὰ ἐξυπηρετῶ
τοὺς προσκυνητές, νὰ κάνω καφέδες, νὰ σερβίρω φαγητό
κλπ.
Οταν εἴχαμε ἡσυχία, καθόμασταν στὸ κελλὶ τοῦ Γέρον
τα καὶ μοῦ ἔδινε διάφορες συμβουλές. Όπως αναφέρω καὶ
προηγουμένως μὲ συμβούλευε να μελετῶ Καινὴ Διαθήκη καὶ Πατέρες καὶ πρὸ πάντων τὸν ῞Αγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τὸν ὁποῖο λάτρευε. Καὶ συνιστοῦσε νὰ τὸν διαβάζω
ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Ἐγὼ τοῦ ἔλεγα πώς εἶμαι ἀγράμματος
καὶ δὲν μπορῶ οὔτε τὴν μετάφρασή του στα νεοελληνικά
νὰ καταλάβω, πῶς νὰ καταλάβω τὸ ἀρχαῖο κείμενο; «Ἐσὺ νὰ μὴ στενοχωριέσαι, μοῦ ἔλεγε. Να κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ
λέω. Καὶ θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ θὰ τὰ καταλαβαίνεις όλα».
Αλλες φορὲς μὲ γύμναζε στο Ψαλτήρι. Μοῦ ἔλεγε να διαβάζω ὅλο τὸ Ψαλτήρι κάθε μέρα καὶ ὅσο μπορῶ πιό γρήγορα κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνω. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνω
γιὰ νὰ στρώσει ή γλώσσα μου καὶ νὰ συνηθίσω νὰ διαβάζω
τὸ Ψαλτήρι στὴν ἐκκλησία καλὰ καὶ χωρὶς λάθη, ἐπειδὴ ἔρχονταν πολλοὶ στὴν ἐκκλησία μας καὶ ἔπρεπε νά ἀκοῦνε
ὅσα διαβάζονταν νὰ διαβάζονταν σωστά, χωρὶς λάθη καὶ μὲ
νόημα. Επίσης καθημερινῶς στὴν ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου διαβάζαμε τό βίο τοῦ ἑορταζομένου
ἐκείνη τὴν ἡμέρα ῾Αγίου. Καὶ πάντα ἐπέμενε να τηροῦμε
αὐτὴν τὴν τάξη, πού, ὅσο ήμασταν στὴ Μονὴ τὴν τηρούσαμε. Δὲν ξέρω ὅμως, ἂν παραμένει ή τάξη αὐτὴ σήμερα ἐκεῖ.
**
Ο Γέροντας ήταν πραγματικὸς ἀπόστολος, γεννημένος
νὰ ἁρπάζει ψυχὲς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τὶς κατευθύνει στὸ Χριστὸ καὶ στὸν Παράδεισό του. Μιὰ ἐπιβεβαίωση σ' αὐτὸ ποὺ σημειώνω εἶναι καὶ ὅ,τι ἀναφέρω ἀμέσως.
Πρόσφατα μου τηλεφώνησε μια Κυριακὴ πρωΐ μιὰ πνευματική του θυγατέρα ἀπό τήν Καλλιθέα.
-
Πάτερ Ζωσιμᾶ, μοῦ λέει, θὰ σοῦ πῶ ἕνα ὄνειρο ποὺ
εἶδα σήμερα τα ξημερώματα. Βρέθηκα σὲ μιὰ ἐκκλησία καὶ
βλέπω μέσα σὲ ἕνα φέρετρο τὸν π. Σίμωνα, ὄχι πεθαμένο,
ἀλλὰ ζωντανό. Πῆγα ἀμέσως κοντά του χαρούμενη νὰ πάρω
τὴν εὐχή του. Ἐκεῖνος μοῦ δείχνει μὲ τὸ χέρι νὰ ἰδῶ ἀπέναντί του. Γύρισα νὰ ἰδῶ καὶ ἐκεῖ βλέπω μιὰ ἀπέραντη πεδιάδα ποὺ εἶχε ἀμέτρητο κόσμο. Φῶς ἀλλιώτικο, οὐράνιο,
τοὺς σκέπαζε ὅλους. Καὶ μοῦ λέει: «Βλέπεις, παιδί μου, ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο»; «Τὸν βλέπω», απάντησα. «Όλοι αύτοὶ ποὺ βλέπεις εἶναι δικοί μου», μοῦ ἀποκρίθηκε.
Όπως ἐκείνη, κατάλαβα κι ἐγώ, ὅτι ἦταν οἱ ψυχές που
διακονοῦσε καὶ προσευχόταν γι' αὐτὲς ὁ Γέροντας ἐπὶ τόσα
χρόνια...
Ὅταν ρωτοῦσα τὸ Γέροντα ποῦ τὰ ξέρει ὅλα αὐτὰ ποὺ
μᾶς λέει, ἀκόμα καὶ τοὺς λογισμούς μας, ἀπαντοῦσε: «Παιδί
μου, ἐὰν δὲν μοῦ μιλήσει ὁ Θεός, ἐγὼ δὲ λέω καὶ δὲν κάνω
τίποτε. Πάντα ρωτάω τὸν Κύριο γιά τό κάθε τι. Καὶ ὅ,τι μου
λέει νὰ κάνω, αὐτὸ κάνω καὶ λέγω κι ἐγώ».
***
Οταν στὸ Μοναστήρι μας ήταν ὅλοι οἱ πατέρες, μᾶς
ἔλεγε ὁ Γέροντας νὰ ἀρχίζουμε τὴν ἀκολουθία στὶς ἑπτὰ τὸ
πρωΐ. Τὸ τάλαντο χτυποῦσε στις ἕξη. Οἱ Πατέρες ἔλεγαν νὰ
ἀρχίζουμε νύχτα καὶ νὰ τελειώνουμε τα ξημερώματα γιὰ νὰ
ἔχουμε χρόνο να κάνουμε τὶς δουλειές μας, γιατὶ εἴχαμε νὰ
κάνουμε πολλά. Ο Γέροντας ὅμως δὲν συμφωνοῦσε. «Τὸ Μοναστήρι μας δὲν εἶναι ἄβατο, ἔλεγε, ἀλλὰ προσκύνημα.
Θὰ πρέπει ὁ κάθε προσκυνητής να προλαβαίνει νὰ ἔρχεται
ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει. ᾿Αλλιῶς
πῶς νὰ προλάβει νὰ ἔρθει ἔγκαιρα; Αὐτὸ ποὺ λέτε δὲν γίνεται. Ἐσεῖς νὰ κάνετε υπομονή». Ο Γέροντας ἤθελε νὰ μὴ
χάνουν τὰ πνευματικά του παιδιὰ τὶς πνευματικές ευκαιρίες
ποὺ τοὺς προσέφερε καὶ ποὺ ἐκεῖνα τόσο πολὺ λαχταρούσαν.
* * *
Οταν γνώρισα τὸν Γέροντα καὶ πήγαινα στο Μοναστήρι
γιὰ ἐξομολόγηση, ἐπειδὴ ἦταν ἄρρωστος, μὲ δεχόταν ξαπλωμένος στὸ κελλί του. Καὶ ἔβλεπα πὼς εἶχε πάντα κοντά
του ἕνα μεγάλο ἐκκλησιαστικό Εὐαγγέλιο. Καὶ ἐνῶ ἐγὼ ἔκανα τὴν ἐξομολόγησή μου, αὐτὸς ἔπαιρνε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ
χέρια του, τὸ ἄνοιγε καὶ φαινόταν πως διάβαζε. Αὐτὸ δὲ μοῦ καλοφαινόταν καὶ κατὰ κάποιον τρόπο διαμαρτυρόμουν.
· Πάτερ Σίμων, ἔλεγα ἐγώ, ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ ἐξομολογηθώ.
Ναί, παιδί μου, σὲ ἀκούω, ἀπαντοῦσε αὐτός.
Ο λογισμός μου ὅμως μοῦ ἔλεγε πως «αὐτὸς διαβάζει
καὶ πὼς ἀνάμεσά μας παρεμβάλλεται τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ
κρατοῦσε ἀνοιχτό. Τό Εὐαγγέλιο κρύβει το πρόσωπό του
ἀπὸ τὸ δικό μου. Πῶς μὲ προσέχει»;
-
Παιδί μου, σὲ ἀκούω, μή φοβᾶσαι. Τὰ ἀκούω ὅλα ὅσα
λές, διαβεβαίωνε ἐκεῖνος.
Καὶ ὅταν τελείωνα, μὲ ρωτούσε:
-
Εν τάξει, παιδί μου. Τὰ εἶπες ὅλα;
- Μάλιστα, π. Σίμων.
Ἐκεῖνος μοῦ διάβαζε τὴν εὐχὴ καὶ ἔφευγα ἐλαφρὸς καὶ
χαρούμενος. Τον τρόπο αὐτόν τόν χρησιμοποιοῦσε καὶ σὲ
ἄλλους. ᾿Αργότερα κατάλαβα πώς, ἐπειδὴ ντρεπόμασταν νὰ
ἐξομολογηθοῦμε βλέποντάς τον καταπρόσωπο, ἐκεῖνος μὲ
τὸν τρόπο αὐτὸν ἔκρυβε το πρόσωπό του, ὥστε νὰ αἰσθανόμαστε ἄνετα καὶ νὰ λέμε χωρίς δυσκολία ὅ,τι μᾶς βάραινε.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αποφθέγματα του Αρχιμανδρίτη π. Σίμωνος Αρβανίτη (+1988)
επιλεγμένα από τα πέντε βιβλία που έγραψε γι’ αυτόν ο μαθητής του Μοναχός π. Ζωσιμάς.

https://www.imdleo.gr/diaf/2012/gSimon_Arban.pdf