«Όταν με επεσκέφθη η Χάρις. Όλα ήταν όμορφα, χαρούμενα. Δεν περπατούσα, πετούσα! Καταλάβαινα τα πάντα. Άνοιξαν τα μάτια μου, ο κόσμος όλος της ψυχής μου. Καταλάβαινα τα πουλιά, τα δέντρα, τους βράχους. Ω!, αυτοί οι βράχοι και τι δεν μου έλεγαν! Μου μαρτυρούσαν τους αγώνες, τα δάκρυα, την αγιότητα. Ώρες καθόμουνα και άκουγα τις συναυλίες των πουλιών. Σαν τρελλός ήμουν από χαρά. Εκείνη την φορά είχα πάει βαθειά στο δάσος, καθόμουν σ’ ένα βράχο κι έλεγα την ευχή, όταν μέσα στην σιγή άκουσα ένα αηδονάκι να κελαηδή τόσο όμορφα! Αχ, να έβλεπες με πόσο δόσιμο, με τι λατρεία υμνούσε στην αφάνεια τον Δημιουργό του!».
Εκείνη την ώρα που έλεγε αυτά μπαίνει ένα αηδονάκι από την μεγάλη ανοιχτή πόρτα της βεράντας και χώθηκε μέσα στα γένεια του!
– Βρε, καλώς το, βρε, καλώς το (και το χάϊδευε). Πού το ‘ξερες ότι για σας λέγαμε τώρα; (συνέχισε να το χαϊδεύη). Άντε φτάνει, φτάνει τώρα.
Το ξέμπλεξε από τα γένεια του, το έβαλε στην παλάμη του και το αηδονάκι πέταξε κι έφυγε.
Άγιος Γέροντας Πορφύριος .