Ὁ
πολιός Γέρων Τρύφων Νεοσκητιώτης, ὁ ἐμποδιζόμενος στά φυσικά βήματα,
ἀλλά μέγας ἄλτης στά πνευματικά, ὁ λιβανᾶς Μοναχός, ὁ ἀρχαιότερος
Ἁγιορείτης μάγειρος, ἀπό τό Περιβόλι τῆς Κυρίας Θεοτόκου -καί δή καί
μάλιστα ἀπό τήν Σκήτη Της, ὅπως ἀποκαλεῖται ἡ πανεύμορφη Νέα Σκήτη, στίς
νότιες ἀθωνικές ἀκτές- μετέβη στό Περιβόλι τοῦ Οὐρανοῦ, τόν Παράδεισον,
καθώς ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ τῆς
χρηστότητός Του, τό σωτήριον ἔτος 2024. Ὁ Γέρων Τρύφων, εἰς τήν τρυφήν
τοῦ Παραδείσου!
Ὁ μακαριστός, "παλαιᾶς κοπῆς" Καλόγηρος, εἰσῆλθε στό ἁγιώνυμον Ὄρος, σέ ἡλικίαν μόλις δεκαπέντε ἐτῶν, ἀλλά πῶς;
Μοῦ ἀφηγήθηκε ὁ πρωτοπρεσβύτερος, στρατηγός ἐ.ἀ., π. Γρηγόριος Λαζαρίνης, τό ἀκόλουθο θαυμαστό γεγονός:
Ὁ
Γέροντας τῆς Καλύβης τῶν Ἁγίων 20 Ἀναργύρων (τῆς πάνω-πάνω Καλύβης τῆς
Νέας Σκήτης) ἐπί πολλά χρόνια μόνος, κάποια μέρα, γύρω στό 1955, πῆγε
στήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γονάτισεν, ὕψωσε τά χέρια καί Τῆς εἶπε
μέ τό παράπονο παιδιοῦ πρός τήν Μητέρα: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, τόσα χρόνια
ὁλομόναχος στήν Καλύβη, προσπαθῶ γιά τά πάντα, μέ τήν εὐλογία Σου.
Μεγάλωσα, ὅμως καί δέν τά καταφέρνω καλά, ὅπως ὀφείλω, γιʼ αὐτό στεῖλε
μου Σέ θερμοπαρακαλῶ, σέ καθικετεύω, Δέσποινά μου, ἕνα παληκάρι, νά
κάνουμε μαζύ τόν ἀγώνα πού ὀφείλουμε. Στεῖλε μου ἕνα καλογέρι, νά ὑπάρχῃ
ἄλλη μία παρουσία στόν χῶρον κι ἄς εἶναι... κουτσό»!
Τό
πρωί τῆς ἑπομένης ἡμέρας, ἀκούσθηκαν κτυπήματα στήν πόρτα τῆς Καλύβης
κι ἐμφανίσθηκε ὁ νεαρότατος τότε, ἀνάπηρος Γερο-Τρύφων (ὁ ὁποῖος ἦλθε
ἀπό τήν γενέτειρά του, περπατῶντας μέ τά... τέσσερα, ἔχοντας ξύλινα
τσόκαρα στά πόδια καί στά χέρια) ὁ ὁποῖος παρεκάλεσε τόν ἐν συνεχείᾳ
Γέροντά του Ἀθανάσιον, νά τόν δεχθῇ ὡς ὑποτακτικόν!!!
Ὑπῆρξεν
ὁ παλαιότερος-καλύτερος μάγειρος τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας, ὁ ὁποῖος
μετεκαλῆτο καί μαγείρευε στίς πανηγύρεις τῶν Μονῶν, κατά κανόνα τήν
σπεσιαλιτέ, τό ἐπίσημο φαγητό τῆς ἱερᾶς χερσοννήσου, τό πεντανόστιμο
"ἁγιορείτικο ψάρι", τήν παμπάλαια συνταγήν αἰώνων, γι αὐτό ἐξαιρετική,
τήν ὁποία μοῦ ἐμπιστεύθηκε καί τήν συμπεριέλαβα μαζί μέ ἑκατοντᾶδες
ἄλλες, στόν Γ´τόμο τῶν μοναστηριακῶν συνταγῶν ὑγιεινῆς διατροφῆς, μέ
τίτλον "ΥΠΕΡ ΥΓΕΙΑΣ" καί ὑπότιτλον "Συνταγές Ἁγίου Ὄρους καί Μοναστηριῶν
τοῦ κόσμου". Στήν τρίτομη πρός τό παρόν Σειράν, (ἕπεται ὁ Δ´ὁ καί
τελευταῖος τόμος μέ τήν μοναστηριακήν ἀρτοποιία, ζαχαροπλαστική καί
ποτοποιία), παρατίθενται ἑκατοντᾶδες συνταγές τῆς περιφήμου ὑγιεινῆς
διατροφῆς, ἀπό ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, σχεδόν ὅλα τά Μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος,
τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας, τοῦ Λιβάνου καί τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἀπό ὅλην
τήν λεκάνη τῆς Μεσογείου. Μαθήτευσε στούς παλαιούς Γεροντάδες, τά
γαστρονομικά μυστικά τοῦ Ἄθωνα κι ἐπέμενε στό μαγείρευμα μέ ξύλα, στόν
ξυλόφουρνο, πάντα μέ σιγανή φωτιά. Ἀγαπημένο του πιάτο, τό κοφτό
μακαρονάκι μέ χταπόδι.
Προσκυνητής
πού τόν εἶχε συναντήσει στήν πανήγυρη τῆς Πορταϊτίσσης, στήν Ἱεράν
Μονήν τῶν Ἰβήρων μέ τήν εὐλογημένη ποδιά τοῦ μάγειρα, ἕν ἄλλο
"πετραχήλι", σέ μιάν ἄλλη Λειτουργία, τήν λειτουργία τῆς ἀγάπης γιά τούς
ἀδελφούς Μοναχούς καί προσκυνητάς, ξεδιπλώνει τήν θύμησή του πῶς ἔδινε
ὁδηγίες στούς νεοτέρους, γιά τήν τέχνη τῆς γαστρονομίας, πού κάνει τά
φαγητά καί τά γλυκίσματα νά εὐωδιάζουν, ὅπως τόν ἔμαθαν οἱ παλαιοί
Ἁγιορεῖται. Κάποτε, ὁ Γερο-Τρύφων, μαγείρευε στοῦ Γέροντος Ἀνδρέου, στή
νεοσκητιώτικη Ἀδελφότητα τῶν Ἀβραμαίων.
Κάποια στιγμή, τοῦ λέει ἕνα καλογέρι: -Γέροντα, ὁ νταβᾶς γέρνει καί θά πέσῃ.
Ὁ θυμόσοφος Γέροντας ἀμέσως τοῦ ἀπαντᾶ, αὐτοδιασκεδάζοντας μέ τό σοβαρό πρόβλημα, πού εἶχε μέ τό πόδι του:
-Μπά κι ἐγώ γέρνω, ἀλλά δέν πέφτω!..
Ἦτο χάρμα ὀφθαλμῶν καί ὤτων, ὅταν μαγείρευε, ὁ χαριτωμένος Γέροντας!
Ὁ
Γερο-Τρύφων, ταυτοχρόνως, ἦτο ὁ ἀρχαιότερος Ἁγιορείτης παρασκευαστής
θυμιάματος, ἐργόχειρο τό ὁποῖον ἐπίσης ὑπηρέτησεν ἐπί ἑξήντα πέντε
συναπτά ἔτη καί τό συνεχίζει ὁ κατά πάντα ἄξιος ὑποτακτικός καί διάδοχός
του Γέρων Ἀθανάσιος, στήν καλύβη τους, τήν Ἱεράν Καλύβην τοῦ
Μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, στήν Νέαν Σκήτην.
Ἐκεῖ
καλλιέργησε τήν ψυχή του μέ ἡσυχίαν καί ὑπομονήν, ἀρετές οἱ ὁποῖες τόν
ἔφεραν πλησιέστερον εἰς τόν Θεόν. Τήν πρώτη φορά πού πῆγα στήν Καλύβη
του, ἀνέβηκα τά περίπου 480 σκαλοπάτια, ἀπό τόν ἀρσανᾶ καί τόν βλέπω νά
μέ περιμένῃ στήν εἴσοδο. Σκύβω νά τόν χαιρετίσω, πιάνω τό χέρι του,
προλαβαίνει ἐκεῖνος, σκύβει καί φιλᾶ τό δικό μου!.. Ἔνιωσα ἀμήχανα. Γιά
νά σπάσῃ τήν πρόδηλη ἀμηχανία μου, μέ ρώτησε:
-Πόσα σκαλοπάτια ἀνέβηκες;
-Δέν τά μέτρησα, Γέροντα· τοῦ ἀπάντησα καί ἀμέσως μοῦ ἀνταπαντᾶ:
-Νά πᾶς, τώρα, νά τά μετρήσῃς καί νά ἔλθῃς πίσω!
Ἔβαλα
λογισμό, βρέ ποῦ ἔμπλεξα…Ἔκανα νά φύγω, γιά νά τά μετρήσω, ἀλλά μέ
κράτησε καί κατάλαβα ὅτι μέ ζύγιζε. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ γνωρισθήκαμε, τόν
ρώτησα πῶς εἶναι τό εἰκοσιτετράωρό του καί εἶπε:
-Σηκώνομαι
στίς 4 τό πρωί, γιά τόν Ὄρθρον καί τήν Θείαν Λειτουργίαν κι ἐν
συνέχειᾳ, πηγαίνω στήν καλύβα μου γιά τό ἐργόχειρό μου, τό θυμίαμα.
Φτιάχνω θυμίαμα, χωρίς νά τό διαθέτω ἔξω, στόν κόσμο, παρά μόνο στούς
ἐλαχίστους προσκυνητάς πού καταφθάνουν ὡς ἐδῶ. Ὅπως γνωρίζετε, τό
θυμίαμα συμβολίζει τήν προσευχή, πού ἀνεβαίνει στόν Θεόν. Λέει ὁ ψαλμός:
«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου». Ταυτίζεται μέ
τήν ἐπιθυμία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νά γίνῃ ἡ προσευχή του δεκτή «εἰς ὀσμήν
εὐωδίας πνευματικῆς»! Τό λιβάνι ἔχει διάφορα ἀρώματα, ὅπως λ.χ. τά
χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη παπαρούνα, γιασεμί, τριαντάφυλλο,
νυκτολούλουδο, ἅγιο μύρο, λεμονανθός, κυπαρίσσι, κρίνος, κεχριμπάρι,
κατουνακιώτικο, ζουμπούλι, γαρύφαλλο, γαρδένια, βυζαντινό, Ἄθων καί
ἄνθος τῆς ἐρήμου. Νά σᾶς πῶ, ἐν τάχει, πῶς γίνεται. Ἀνακατεύουμε καλά,
μέ τό χέρι, σέ δοχεῖο, τήν λιβανόσκονη καί τό ἄρωμα, μέ γάντια, γιατί
θά... εὐωδιάζουμε γιά μέρες, καθώς καί ὅ,τι ἀγγίζουμε. Δέν θά ἔχουμε,
δυστυχῶς, ἁγιάσει· θά εἶναι ἀπό τό ἄρωμα!.. Βάζουμε σε άλλο δοχείο λίγο
νερό και από πάνω βάζουμε το πρώτο με το λιβάνι. Κάνουμε, ἔτσι, κάτι
σάν μπέν μαρί καί τό βάζουμε στό μάτι τῆς κουζίνας. Αὐτό τό κάνουμε,
διότι ἡ λιβανόσκονη μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ψηθῇ, ἀλλιῶς, καίγεται.
Ἀνακατεύουμε τό μεῖγμα καλά-καλά, ὅσο αὐτό ζεσταίνεται, ἕως ὅτου δοῦμε
νά κολλᾶ στό χέρι καί νά γίνεται ἐλαφρῶς σκοῦρο. Τό ἀπομακρύνουμε ἀπό
τήν φωτιά καί τό πλάθουμε κορδόνι. Ὅταν δοῦμε ὅτι τεμαχίζεται, τό
κόβουμε μικρά κομμάτια μέ τό χέρι ἤ μέ ψαλίδι. Τό κάθε λιβανάκι πού
κόβουμε, τό ρίχνουμε στήν μαγνησίαν.
Ὁ
Γέρων Τρύφων, ἐφοδίαζεν ἐρημίτες μέ τρόφιμα καί ἄλλα χρειώδη. Ἕνα
πρωινό μέ καλόν καιρό γιά περίπατον, ὁ Γέροντας, ἔδωσεν εὐλογία νά πᾶμε
τρόφιμα σέ Μοναχόν, πού ἠσκῆτο σέ σπηλιά, ἀρκετά ψηλά στόν Ἄθωνα. Πήραμε
τά σακίδια καί ξεκινήσαμε γιά τόν Γέροντα Καλλίστρατον. Φθάσαμε καί
ἀπουσίαζεν· ἔτσι, σκεφθήκαμε, νά ἀνεβοῦμε ψηλότερα, μήπως τόν βροῦμε.
Σκαρφαλώσαμε ἀρκετά καί μετά ἀπό μιάμισην ὥρα, φθάσαμε σέ μίαν καλύβαν
ἀπό ἀνοιγμένους τενεκέδες. Ἦταν ἐκεῖ, ὁ Γέροντας. Εἶχεν ἀνεβεῖ πιό
ψηλά,
γιά νά μή τόν ἐνοχλοῦν. Ἐπιστρέψαμε στήν Καλύβην, ὅπου μοσχοβολοῦσε
ὁλόκληρη, καθώς ὁ Γέροντας μαζί μέ τόν π. Ἀθανάσιον, παρεσκεύαζαν
θυμίαμα.
Ό
Γερο-Τρύφων ἦτο εὐγενής καί εἶχε πάντα ἕναν καλόν λόγο γιά ὅλους. Μιά
μέρα, στή Νέα Σκήτην, ἦσαν συγκεντρωμένοι ἀρκετοί Μοναχοί. Πέρασε
κάποιος Ἀρχιμανδρίτης, ἀλλά δέν ἐχαιρέτισε μέ τόν καθιερωμένον
χαιρετισμόν, οὔτε μέκάποιον ἄλλον. Τότε, κάποιος ἀπό τούς Μοναχούς,
εἶπε:
-Γερο-Τρύφον, πολύ καλός, ἠθικός, αὐτός ὁ Ἀρχιμανδρίτης.
Ὁ Γέροντας ἀπήντησε:
-Ἀδελφέ
μου καί τά μουλαράκια μας, ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, ἠθικά εἶναι, ὑπονοῶντας
ὅτι δέν φθάνει τό νά ἔχῃ κάποιος σωματικήν ἐγκράτεια, μά πρέπει νά ἔχῃ
καί ἔλεος, νά ἔχῃ ἐπιείκεια καί καλωσύνην...
-Μακαριστέ
Γέροντα, εὔχου ὑπέρ ἡμῶν, τώρα πού ἔφθασες ἐκεῖ, ὅπου φθάνει ὁ καπνός
ἀπό τό προσευχητικό θυμίαμα τῆς χαριτωμένης ψυχῆς σου!..
Ἐ μ μ α ν ο υ ή λ Μ ε λ ι ν ό ς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου