Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Δίψα Θεοῦ

 

Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ζητῶ. Πῶς νὰ μὴ Σὲ ζητῶ; Σὺ μὲ ζήτησες πρῶτος καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γευθῶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ ψυχή μου Σὲ ἀγάπησε ἕως τέλους.

Βλέπεις, Κύριε, τὴ λύπη καὶ τὰ δάκρυά μου … Ἂν δὲν μὲ προσείλκυες μὲ τὴν ἀγάπη Σου, δὲν θὰ Σὲ ζητοῦσα ὅπως Σὲ ζητῶ. Ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου, γιατί Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου καὶ Σὲ διψῶ μέχρι δακρύων.

Ποθεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ζητῶ, μὲ δάκρυα. Εὔσπλαχνε Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν πτώση μου καὶ τὴ θλίψη μου. Ταπεινὰ ὅμως παρακαλῶ τὸ ἔλεός Σου: Χορήγησέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Ἡ θύμησή της ὁδηγεῖ τὸ νοῦ μου νὰ ξαναβρῆ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Κύριε, δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μὴ ξαναχάσω τὴ χάρη Σου καὶ ξαναρχίσω νὰ τὴν θρηνῶ, ὅπως θρηνοῦσε ὁ Ἀδὰμ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεὸ.

Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς ζωῆς μου στὸ Μοναστήρι, ἡ ψυχή μου γνώρισε τὸν Κύριο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Πολύ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος· αὐτὸ τὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος κατὰ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἐγέρασα καὶ ἑτοιμάζομαι γιὰ τὸ θάνατο καὶ γράφω τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν λαὸ.

Τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος, θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι, νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὸν Θεὸ.

Ὁ Κύριος ἔδωσε στὸν ληστὴ τὸν παράδεισο· ἔτσι θὰ δώσει τὸν παράδεισο καὶ σὲ κάθε ἁμαρτωλὸ. Ἐγὼ ἤμουν χειρότερος κι ἀπὸ ἕνα βρωμερὸ σκύλο, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου· σὰν ἄρχισα ὅμως νὰ ζητῶ συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεὸ, Αὐτός μοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο τὴ συγχώρεση, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἔτσι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐγνώρισα τὸν Θεὸ.

Βλέπεις ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιά μᾶς; Ποιὸς, στ’ ἀλήθεια, θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει αὐτὴ τὴν εὐσπλαχνία Του;

Ἀδελφοί μου, πέφτω στὰ γόνατα καὶ σᾶς παρακαλῶ, πιστεύετε στὸ Θεὸ, πιστεύετε πὼς ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Θεὸ σ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες μας καὶ στὴν ψυχή μου.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη πλημμυρίζει ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν οὐρανοπολιτῶν ἁγίων. Καὶ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι στὴ γῆ, στὶς ψυχὲς ὅσων ἀγαποῦν τὸν Θεὸ.

Ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ὅλοι οἱ οὐρανοὶ βλέπουν τὴ γῆ, ἀκούγουν τὶς προσευχές μας καὶ τὶς προσκομίζουν στὸν Θεὸ.

Ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων, αὐτὸ τὸ ξέρει ἡ ψυχή μου, μὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω. Εἶναι στὸ ἔπακρον πράος καὶ ταπεινὸς καὶ ὅταν Τὸν δῆ ἡ ψυχὴ, τότε ἀλλάζει καὶ γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ γίνεται κι ἡ ἴδια πράη καὶ ταπεινὴ. Μὰ ἂν χάση ὁ ἄνθρωπος αὐτὴ τὴ χάρη, τότε θὰ κλαίει σὰν τὸν Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὀδυρόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τοὺς στεναγμοὺς του, τὰ δάκρυά του ἦταν πικρὰ ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ ἔκλαιγε γιὰ πολλὰ χρόνια.

Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὴν ἔχασε, πονᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ λέγει:

«Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ἀναζητῶ».

Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλὸς, καὶ ὅμως εἶδα τὴν ἄμετρη ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα.

Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιὰ ὅσους μὲ πρόσβαλλαν καὶ ἔλεγα: «Κύριε, μὴ τοὺς καταλογίζεις ἁμαρτίες γιὰ ὅσα μοῦ κάνουν». Ὅμως, παρότι μοῦ ἄρεσε νὰ προσεύχομαι, δὲν ἀπόφυγα τὶς ἁμαρτίες. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν θυμήθηκε τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ ἔδωσε ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νὰ σωθεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νὰ εἰσέλθουν ὅλοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νὰ δοῦν τὴν δόξα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Κρίνω ἀπὸ τὴν δική μου ἐμπειρία: Ἂν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμὲ τόσο πολὺ, αὐτὸ σημαίνει πὼς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς, ὅπως ἀγάπησε κι ἐμένα.

Ὢ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Δὲν ἔχω δυνάμεις νὰ τὴν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καὶ θαυμαστὴ.

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνει δύναμη γιὰ ν’ ἀγαπᾶς τὸν Ἀγαπημένο. Τότε ἡ ψυχὴ ἕλκεται ἀδιάκοπα πρὸς τὴν προσευχὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσει τὸν Κύριο οὔτε δευτερόλεπτο.

Φιλάνθρωπε Κύριε, πῶς δὲν ἐλησμόνησες τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο Σου, ἀλλὰ γεμάτος ἔλεος μὲ εἶδες ἀπὸ τὴ δόξα Σου καὶ μοῦ ἐμφανίστηκες μὲ ἀκατάληπτο τρόπο.

Ἐγὼ πάντα Σὲ πρόσβαλλα καὶ Σὲ λυποῦσα. Σὺ ὅμως, Κύριε, γιὰ τὴ μικρή μου μετάνοια μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω τὴ μεγάλη Σου ἀγάπη καὶ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητά Σου.

Τὸ ἱλαρὸ καὶ πράο βλέμμα Σου ἔθελξε τὴν ψυχή μου.

Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσω, Κύριε, ἢ ποιὸν αἶνο νὰ Σοῦ προσφέρω;

Σὺ δίνεις τὴν χάρη Σου, γιὰ νὰ καίγεται ἀδιάλειπτα ἡ καρδιὰ ἀπὸ ἀγάπη – καὶ δὲν βρίσκει πιὰ ἀνάπαυση οὔτε νύχτα οὔτε μέρα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη.

Ἡ θύμησή Σου θερμαίνει τὴν ψυχή μου, ποὺ τίποτε στὴ γῆ δὲν τὴν ἀναπαύει ἐκτὸς ἀπὸ Σένα. Γι’ αὐτὸ μὲ δάκρυα Σὲ ζητῶ, καὶ πάλι Σὲ χάνω, καὶ πάλι ποθεῖ ὁ νοῦς μου τὴν γλυκύτητά Σου, ἀλλὰ Σὺ δὲν ἐμφανίζεις τὸ Πρόσωπό Σου, ποὺ ἐπιθυμεῖ νύχτα καὶ μέρα ἡ ψυχή μου.

Κύριε, δῶσε μου νὰ ἀγαπῶ μόνον Ἐσένα.

Σὺ μὲ ἔκτισες, Σὺ μὲ φώτισες μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα, Σὺ συγχωρεῖς τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ μοῦ δίνεις τὴ χάρη νὰ κοινωνῶ τὸ τίμιο Σῶμα καὶ Αἷμα Σου. Δῶσε μου τὴ δύναμη νὰ μένω πάντα κοντά Σου.

Κύριε, δῶσε μου τὴ μετάνοια τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἅγια ταπείνωσή Σου.

Ἡ ψυχή μου πλήττει στὴ γῆ καὶ ποθεῖ τὰ οὐράνια.

Ὁ Κύριος ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς πάρει ἐκεῖ ποὺ μένει Αὐτὸς, ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του, ἡ Ὁποία Τὸν ὑπηρέτησε στὴ γῆ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, καὶ οἱ μαθητὲς καὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου.

Ἐκεῖ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, παρ’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας.

Ἐκεῖ θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ποὺ δοξάζονται ὡς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους προφῆτες καὶ ἱεράρχες, τοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ θὰ δοῦμε τοὺς ὁσίους, ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ ταπεινώσουν μὲ τὴ νηστεία τὴ ψυχή τους. Ἐκεῖ δοξάζονται οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ, ποὺ νίκησαν τὸν κόσμο.

Ἐκεῖ θὰ δοξάζονται ὅλοι, ὅσοι νίκησαν τὸν ἑαυτὸ τους, ὅσοι προσεύχονταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σήκωσαν πάνω τους τὴ θλίψη ὅλου τοῦ κόσμου, γιατί εἶχαν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ – κι ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει τὴν ἀπώλεια ἔστω καὶ μιᾶς ψυχῆς.

Ἐκεῖ θέλει νὰ κατασκηνώσει ἡ ψυχή μου. Ἐκεῖ ὅμως δὲν θὰ μπεῖ τίποτε ἀκάθαρτο, γιατί μπαίνουν μὲ μεγάλες θλίψεις, μὲ πολλὰ δάκρυα, μὲ συντριβὴ πνεύματος. Μονάχα τὰ παιδιὰ, ποὺ φύλαξαν τὴ χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, περνοῦν ἐκεῖ χωρὶς θλίψεις καὶ γνωρίζουν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τὸν Κύριο.

Νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ προσεύχεται μέρα καὶ νύχτα, γιατί τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εἶναι γλυκὸ καὶ πολυπόθητο γιὰ τὴν προσευχόμενη ψυχὴ καὶ τὴν ἑλκύει στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἔζησα πολὺ καιρὸ στὴ γῆ καὶ ἄκουσα καὶ εἶδα πολλὰ. Ἄκουσα πολλὴ μουσικὴ ποὺ ἐγλύκαινε τὴν ψυχή μου. Καὶ σκεφτόμουν πώς, ἂν αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι τόσο γλυκιὰ, τότε πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ εὐχαριστεῖ τὴν ψυχὴ ἡ οὐράνια μελωδία, ἐκεῖ ποὺ δοξάζουν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τὸν Κύριο γιὰ τὰ πάθη Του.

Ἡ ψυχὴ ζεῖ πολὺ στὴ γῆ καὶ ἀγαπᾶ τὰ γήινα κάλλη. Ἀγαπᾶ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἥλιο, ἀγαπᾶ τοὺς ὄμορφους κήπους, τὴ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια, τὰ δάση καὶ τὰ λειβάδια. Ἀγαπᾶ, ἀκόμη, καὶ τὴ μουσικὴ ἡ ψυχὴ, κι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια τὴν εὐφραίνουν. Ὅταν ὅμως γνωρίσει τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ, τότε δὲν θέλει πιὰ νὰ βλέπει τὰ ἐπίγεια.

… Κύριε πόσο πολὺ ἀγαπᾶς τὸν ἄνθρωπο ! …

… Ὦ Κύριε , κάνε μας ἄξιους γιὰ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ κατανοήσομε τὴ δόξα Σου καὶ νὰ ζήσομε στὴ γῆ μὲ εἰρήνη καὶ ἀγάπη. Ἂς μὴν ὑπάρχουν πόλεμοι, κακία κι ἐχθροὶ κι ἂς βασιλεύσει μονάχα ἡ ἀγάπη – ἔτσι δὲν θὰ χρειάζονται πιὰ στρατὸς καὶ φυλακὲς καὶ ἡ ζωὴ θὰ εἶναι εὔκολη σ’ ὅλη τὴ γῆ. …

… Γνωρίζω, Κύριε, πὼς ἀγαπᾶς τὸν λαό Σου, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀγάπη Σου καὶ θορυβοῦνται ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς καὶ οἱ σκέψεις τους εἶναι σὰν τὰ σύννεφα ποὺ τὰ παρασύρει ὁ ἄνεμος σ’ ὅλα τὰ μέρη. …

… Πόσο ἀπέραντο εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς! …

… Πολλοὶ πλούσιοι καὶ ἰσχυροὶ θὰ πλήρωναν πολλὰ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Κύριο ἢ τὴν Πανάχραντη Μητέρα Του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στὴν ταπεινὴ ψυχὴ καὶ ὄχι στὸν πλοῦτο. …

… Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ εὔχονται γιὰ τοὺς ἐχθρούς τους ἢ γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἀπώλεια καὶ τὰ βάσανα στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως. Σκέφτονται ἔτσι, γιατί δὲν ἐδιδάχθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος τὴν ἐδιδάχθηκε πραγματικὰ, αὐτὸς χύνει δάκρυα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Λέγεις ὅτι εἶναι κακοῦργος κι ἂς καεῖ στὴ φωτιὰ τοῦ Ἅδη. Σ’ ἐρωτῶ ὅμως: ἂν ὁ Θεὸς δώσει σ’ ἐσένα μία καλὴ θέση στὸν παράδεισο καὶ δεῖς πεταμένο στὶς φλόγες ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ εὐχόσουν αὐτὰ, ἄραγε δὲν θὰ λυπηθεῖς τότε γι’ αὐτὸν, ὅποιος κι ἂν ἦταν, ἔστω καὶ ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας; …

… Κύριε, ὅλοι οἱ λαοὶ εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν Σου. Ἀπομάκρυνέ τους ἀπὸ τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος καὶ δῶσε τους μετάνοια, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὴν ἀγάπη Σου. …

… Κύριε, σκόρπισε τὴ χάρη Σου στὴ γῆ. Δῶσε σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς νὰ γευθοῦν τὴν ἀγάπη Σου, νὰ μάθουν πὼς Σὺ μᾶς ἀγαπᾶς σὰν μητέρα κι ἀκόμη περισσότερο. Γιατί μπορεῖ κι ἡ μητέρα νὰ ξεχάσει τὸ παιδὶ της, ἀλλὰ Σὺ ποτὲ, γιατί ἀγαπᾶς ἀπείρως τὸ πλάσμα Σου καὶ ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσει. …

… Ἂν γνώριζε ὁ κόσμος τὴ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ:

«Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ οἰκουμένη, θὰ ἐγκατέλειπαν ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ θὰ μάθαιναν μόνον αὐτὴ τὴν οὐράνια ἐπιστήμη. …

… Κι ἂν κανεὶς δὲν μάθει τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀκακία, τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ τοῦ δώσει τὴ γνώση τοῦ Ἑαυτοῦ Του. Ψυχὴ ὅμως ποὺ γνώρισε ἀληθινὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τὸν Κύριο καὶ πληγώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ Τὸν λησμονήσει, ἀλλὰ ὅπως ὁ ἄρρωστος θυμᾶται διαρκῶς τὴν ἀσθένειά του, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριο πάντα θυμᾶται τὸν Κύριο καὶ τὴν ἀγάπη Του γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. …

«Τώρα δὲν ἀντιλαμβάνεστε τὴν ἀγάπη μου γιὰ σᾶς, ἀλλὰ θὰ ’ρθει ἡ ὥρα, ὁπότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ σᾶς δώσει νὰ τὴν καταλάβετε».

«Μὴν ἀργεῖτε, ἐλᾶτε κοντά μου. Σᾶς περιμένω μὲ πόθο σὰν παιδιὰ ἀγαπημένα καὶ θὰ σᾶς δώσω τὴν εἰρήνη μου καὶ θὰ ἔχετε χαρὰ καὶ ἡ χαρά σας θὰ εἶναι αἰώνια». …

… Γι’ αὐτὸ, ἀδελφοὶ, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις σας φυλάγετε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ σᾶς δόθηκε δωρεὰν. Κι ἂν κάποιος μᾶς κακοποιεῖ, ἂς τὸν ἀγαποῦμε, ἔστω καὶ μὲ κόπο, καὶ ὁ Κύριος βλέποντας τὸν κόπο μας θὰ μᾶς βοηθήσει μὲ τὴ χάρη Του. …

… Πόση χαρὰ εἶναι γιὰ μᾶς ὅτι ὁ Κύριος ὄχι μόνο συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀλλὰ καὶ δίνει στὴν ψυχὴ τὴν γνώση Του, ἀρκεῖ μόνο νὰ ταπεινωθεῖ. Κι ὁ τελευταῖος φτωχὸς μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν χρειάζονται οὔτε χρήματα, οὔτε τίτλοι γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν Θεὸ, ἀλλὰ μονάχα ἡ ταπείνωση. Ὁ Κύριος δίνεται δωρεὰν, μόνο χάρη στὸ ἔλεός Του. Πρὶν δὲν τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα βλέπω καθημερινὰ κάθε ὥρα, κάθε λεπτὸ ὁλοφάνερα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς χαρίζει εἰρήνη ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει εἰρήνη στὴν ψυχὴ. …

… Σὺ ἐστόλισες τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ ἄστρα, τὸν αἰθέρα μὲ τὰ σύννεφα, τὴ γῆ μὲ τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια καὶ τοὺς πράσινους κήπους ὅπου κελαηδοῦν τὰ πουλιὰ, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου ἀγάπησε μονάχα Ἐσένα καὶ δὲν ποθεῖ τὸν κόσμο αὐτὸ, ἔστω κι ἂν εἶναι ὡραῖος. …

… Ποῦ κατοικεῖς, Φῶς μου; Βλέπεις πῶς Σὲ ἀναζητῶ μὲ δάκρυα. Ἂν δὲν ἐμφάνιζες Σὺ τὸν Ἑαυτό Σου σὲ μένα, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ Σὲ ζητῶ τώρα ὅπως Σὲ ζητῶ. Ἀλλὰ Σὺ ὁ ἴδιος μὲ ἀναζήτησες, ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω τὴν ἀγάπη Σου. Μ’ ἄφησες νὰ δῶ πὼς ἡ ἀγάπη Σου γιὰ μᾶς Σὲ ὁδήγησε στὸ Σταυρὸ καὶ πέθανες μέσα σὲ πόνους γιὰ χάρη μας. Σύ μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω πὼς ἡ ἀγάπη Σου Σὲ κατέβασε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ, ἀκόμη καὶ στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν δόξα Σου. …

… Ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ παράδεισος ἐκεῖνος τῆς τρυφῆς, στὸν ὁποῖο ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση ὁ πατέρας μας Ἀδὰμ. …

Δεν υπάρχουν σχόλια: