Τρύφων Νάκος Κορδονούρης
Υπάρχουν
κάποιες ανθρώπινες μορφές που μπορεί οπτικά να μην τις πιάνει το μάτι
σου…δεν είναι άνθρωποι της προβολής, του πλούσιου λόγου. Έχουν όμως κρυφά χαρίσματα, πλούσια καρδιά, πλούσιο συναισθηματικό κόσμο….
Καταλαβαίνει κανείς το μεγαλείο τους, όταν τους ζυγώσει κοντά…από τα μάτια τους, τα μάτια της ειλικρίνειας, της κατανόησης, από το αληθινό τους χαμόγελο, από την αύρα τους…περισσότερο όταν έχει την τύχη να τους ζήσει.
Μα πιο πολύ το καταλαβαίνει… από το κενό που αφήνουν φεύγοντας…
Μια τέτοια γαλήνια μορφή ήταν κι η μάνα μου. Η Γιαννούλα.. η Νικολάκαινα όπως την έλεγαν οι συγχωριανοί.
Το όμορφο πρόσωπό της ακτινοβολούσε καλοσύνη.. ηρεμία….
Δεν
είχε πάει στο σχολείο…ωστόσο με τ’ από γεννησιμιού θεία χαρίσματά της..
με τον γλυκό της λόγο δίδασκε ήθος, καλοσύνη, ευγένεια.
Ποτέ δεν είχε προσβάλλει…δεν είχε στενοχωρήσει άνθρωπο.. ποτέ δεν ακούστηκε βρισιά ή κατάρα από το στόμα της…
Όταν καμιά φορά τη σκάγαμε εμείς τα παιδιά…”μπα…. που να μη σ’ εύρει το κακό”
Δεν είχε περάσει από το σπίτι μας άνθρωπος αφίλευτος…κι ας μην είχε περίσσια αγαθά… υπήρχε φτώχια…μα μια φέτα ψωμί με δυο ελιές, ένα ποτήρι κρασί, ένα ποτήρι νερό….
Τα
πρόσφερε πάντα μ’ένα γλυκό χαμόγελο, με μια καλή κουβέντα…έτσι που
μ’έναν μαγικό τρόπο, έδιωχνε από πάνω του καθε ψυχική και σωματική
κούραση…
«Έλα καρδούλα…κάτσε ‘δωπά να ξαποστάσεις…να πα μια στιγμή στο πηγάδι να φέρω κρύο νεράκι να πιείς»..
Έκανε το παν να μας ευχαριστήσει…δεν μας χαλούσε χατήρι, κι όταν της κάναμε το δικό της.. “Α…να’χεις την ευκή μου”
Ερχόντουσαν
ζητιάνες γύφτισσες…τους έδινε ότι φτώχεια είχε…κι ας είχε μεγάλη
φαμελιά να θρέψει. Έπαιρναν καμιά φορά κι ότι έβρισκαν χωρίς να
ρωτήσουν…
Εγώ τις έβλεπα μ’αυτές τις περίεργες φορεσιές, με την βαριά προφορά και φοβόμουν μην κάνουν κακό στην μάνα μου.
-Μάνα μας κλέβουνε. Θ’απολύκω τον Βεζύρη να τις κυνηγήσει να φύγουνε.
-Άφτες
παιδάκι μου, τους έδωκα λίγο ψωμάκι, δύο χούφτες αλεύρι, πήρανε κι ένα
κρεμμύδι…άφτες δεν πειράζει, φτωχοί άνθρωποι είναι…δεν έχουνε να φάνε οι
κακόμοιροι.
Θυμόταν την πείνα της κατοχής που είχε περάσει… «να μη σώσουνε να ξαναρθούνε κείνα τα έρμα τα χρόνια» έλεγε…
Γέμιζε
μια μισοκαδιάρα λάδι…την έβαζε κάτω από την ποδιά της να μην την δει
κανένας… και κατά το σούρουπο την πήγαινε σε μια φτωχιά γειτόνισσα…
Τα
τελευταία χρόνια τα πέρασε με την οικογένεια του Γιώργου του αδερφού
μου, με τα εγγονάκια της που την λάτρευαν…με μια σπάνια αρμονική σχέση
με την αγαπημένη της νύφη την Γιωργία.
Το
αγαπημένο της κάθισμα τώρα στα γεράματά της, ήταν ένα κουτσουράκι στην
αυλή…κείθε κατά τον ήλιο…ν’ακουμπάει στον τοίχο…ν’ανακουφίζει την
κατάκοπη από τις δουλειές κι από τα χρόνια ράχη της.
Την ξάφνιαζα καμιά φορά, πηγαίνοντας στο χωριό απρόσμενα… Πάντα εκεί στην θέση της στο κουτσουράκι, παρέα με μια γατούλα. Καλώς το παιδάκι μου… Έβαζε τα χέρια της να στηριχτεί να σηκωθεί… Έλαμπε το πρόσωπό της..
Τα
χαραγμένα της χέρια που μ’αγκάλιαζαν, έγραφαν πόσες αξίνες, πόσα
δραπάνια είχε λιώσει στο διάβα της ζωή της, πόσα ξύλα είχε κουβαλήσει
στην κυρτωμένη ράχη της, να μας ζεσταίνει τους χειμώνες να μαγειρεύει,
να καίει τον φούρνο, να μοσχοβολάει κάθε φορά την αυλή μας και τα στήθη
μας με την μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.
Όταν
έφευγε κάποιος από εμάς τα παιδιά για την Αθήνα, για τον στρατό, οι
αδερφές μου για την Γερμανία…η καρδιά της ράγιζε….με την τρεμάμενη ψιλή
φωνούλα της… «στο καλό καρδούλα, καλό δρόμο να’χεις»…«να πας στην ευκή της Παναγίας»… σκουπίζοντας διακριτικά με το λυτό μαντήλι της, ένα δάκρυ που κυλούσε στο μήλο του προσώπου της…
Τώρα και κάμποσα χρόνια…το κουτσουράκι είναι αδειανό…. Κάπου θα’χει βρει άλλο κουτσουράκι και θα κάθεται …στο προσήλιο του παραδείσου….
Της έχω κρατήσει κι εγώ ένα προσήλιο να ξεκουράζεται… εδώ μέσα…στον κήπο της καρδιάς μου.
Φεύγοντας
άφησε παρακαταθήκη την αγάπη της σ’εμάς τα παιδιά της… Όταν πηγαίνω
καμιά φορά στ’αδέρφια μου, το ίδιο σαν κι εκείνη χαίρονται, όπως κι εγώ
γι’αυτούς. Αυτή είναι η κληρονομιά που μας άφησε!
Έφυγε
όταν ήμουν 45 χρονών…μεγάλο το κενό… κι ας έκανα δική μου οικογένεια. Η
απουσία της με κάνει να αισθάνομαι σαν ορφανό παιδί… Λείπει ο γλυκός
γιατρευτικός της λόγος, σε κάθε δυσκολία της ζωής μας.
Υπάρχει όμως ακόμα η δύναμη της ψυχής της…με συντροφεύει πάντα…κι όταν την φέρνω στην σκέψη μου…μαλακώνει.. αγαλιάζει η καρδιά μου…
1 σχόλιο:
Αχ μάνα.....
Δημοσίευση σχολίου