η συνέχεια από εδώ
Τοῦ Γεωργίου Καραλῆ
2ον
ΑΠΟΡΡΙΨΙΣ ΩΣ ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ποὺ ἐνέπτυξε ἐν ζωῇ ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου, ἡ ὁποία στηρίζεται, ὅπως εἴδαμε στὴν ἀντιπατερικὴ ὀντολογία τοῦ προσώπου, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀνεχθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν ἀναχωρητῶν ποὺ προσπαθοῦν νὰ καταργήσουν τὸ γνωμικὸ θέλημα – τὸ θέλημα δηλαδὴ ποὺ ἀνήκει στὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν παρὰ φύσιν φορὰ τοῦ φυσικοῦ θελήματος-. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ χριστιανός, ὁ μοναχὸς καταργεῖ οὐσιαστικὰ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ κινεῖται κατὰ τὸ φυσικὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι καταργώντας τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ ἀκολουθώντας τὸ φυσικό, ὁ μοναχός, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς ποὺ ἀσκεῖται, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀνθρωπίνην φύσιν ἄνευ γνωμικοῦ θελήματος. Ἕνας ὁ Χριστός, δύο οἱ φύσεις,- θεϊκὴ καὶ ἀνθρωπίνη- δύο καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα. Ὅπως μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῆ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ σύναξις ἐπὶ τὸ αὐτό, γιὰ νὰ δημιουργηθῆ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ χρειάζεται πρωτίστως ἡ ὀρθοδοξία καὶ ἡ ὀρθοπραξία.
Ὁ ἐκλιπὼν Μητροπολίτης Περγάμου ὅμως σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Πατερικὴ παράδοση, εἰκάζει ὅτι κατὰ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἄτομο: ἕνα κλειστὸ ὑποκείμενο σὲ μία φύση, ἀδύνατο νὰ βρεθεῖ σὲ πλέγμα σχέσεων. Φέρει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἄσκηση εἶναι “βελτίωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἢ βελτίωση τοῦ τρόπου δράσης καὶ συμπεριφορᾶς της μέσῳ ἠθικῶν ἐπιτεύξεων καὶ ἀρετῆς· ἁπλῶς μία ψυχολογικὴ ἐμπειρία τῶν καρπῶν τοῦ Πνεύματος, ὅπως τῆς εἰρήνης, τῆς χαρᾶς, τῆς ὑπομονῆς κ.λπ.”[36] Ἔτσι ὁ ἀναχωρητὴς τῆς ἐρήμου ὡς μεμονωμένο ἄτομο μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο προσπαθώντας νὰ θεραπεύσει τὴν φύση του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία παραμένει αἰχμαλωτισμένο στὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ πλέγμα σχέσεων, νὰ γίνει δηλαδὴ πρόσωπον. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιολογία -ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ- στηρίζεται στοὺς ἀντίποδες τῆς “Ἐκκλησίας” καὶ κανένας ἀναχωρητὴς – ἀσκητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὴν «Ἐκκλησία» ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση μέσῳ τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ πρώτου. Αὐταπατᾶται λοιπὸν ὅποιος πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σωτηρία ἄνευ ἐπισκόπου: ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἴδια αὐταπάτη ἔτρεφαν πρωτίστως οἱ Ἅγιοι Προπάτορες, ἡ Παναγία, ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ πλῆθος ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Τὸ συστατικὸ γεγονὸς τῆς ὑποστάσεως εἶναι ἀναπόφευκτα συνδεδεμένον μὲ τὸ φυσικὸν ἔνστικτον, μὲ μίαν ὁρμὴν δεδομένην καὶ «ἀνεξέλεγκτον» ἀπὸ τὴν ἐλευθερίαν. Ἔτσι τὸ πρόσωπον ὡς «ὂν» ὑφίσταται ὄχι ὡς ἐλευθερία, ἀλλ’ ὡς ἀνάγκη. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ βεβαιώσει τὴν ὑπόστασίν του μὲ ἀπόλυτον ὀντολογικὴν ἐλευθερίαν, ὅπως τὴν περιγράψαμε ἐνωρίτερα: ἐὰν ἐπιχειρήση νὰ ἀναγάγη τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὸ ὀντολογικὸν ἀπόλυτόν της θὰ ἀντιμετωπίση τὸν κίνδυνο τοῦ μηδενισμοῦ. Τὸ δεύτερον πάθος εἶναι φυσικὴ συνέπεια τοῦ πρώτου. Εἰς τὸ πρῶτον στάδιον θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθῆ τὸ πάθος τοῦ ἀτομικισμοῦ, τῆς διαστάσεως τῆς ὑποστάσεως. Τελικὰ ὅμως ταυτίζεται μὲ τὸ ἔσχατον καὶ μέγιστον πάθος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν διάστασιν τῆς ὑποστάσεως, τὸν θάνατον. Ἡ βιολογικὴ σύστασις τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου δεσμευμένη εἰς τὴν βάσιν της μὲ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς «φύσεώς» της, καταλήγει εἰς τὴν διαιώνισιν τῆς «φύσεως» αὐτῆς μὲ τὴν δημιουργία σωμάτων, δηλαδὴ ὑποστατικῶν ἑνοτήτων ποὺ βεβαιώνουν τὴν ταυτότητά τους ὡς διάστασιν ἀπὸ τὰς ἄλλας ἑνότητας ἢ ὑποστάσεις. Τὸ σῶμα ποὺ γεννᾶται ὡς βιολογικὴ ὑπόστασις, ἐνεργεῖ ὡς φρούριον, κάποιο ἐγώ, ὡς νέον «προσωπεῖον», ποὺ ἐμποδίζει τὴν ὑπόστασιν νὰ γίνει πρόσωπον, νὰ βεβαιωθῆ δηλαδὴ ὡς ἀγάπη καὶ ἐλευθερία. Τὸ σῶμα τείνει εἰς τὸ πρόσωπον, ἀλλὰ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἄτομον. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι τὸ ὅτι, διὰ νὰ βεβαιώση πλέον ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑπόστασίν του, δὲν χρειάζεται τὴν σχέσιν (τὴν ὀντολογικὴν καὶ ὄχι ἁπλῶς ψυχολογικὴ) μὲ τοὺς γονεῖς του: ἀντιθέτως ἡ διακοπὴ τῆς σχέσεως αὐτῆς ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς αὐτοβεβαιώσεώς του”.[37]
ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΝ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΕΙΣ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ Η ΦΥΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ
Εἴμαστε ὅμως σίγουροι ὅτι αὐτὸ ποὺ διατύπωσε μὲ πομπώδη τρόπο ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου δὲν τὸ εἶχαν διανοηθεῖ καὶ διατυπώσει αἱρετικοὶ στὸν παρελθόν; Ὄντως οἱ ἀρειανοὶ γιὰ παράδειγμα, πίστευαν, ἑρμηνεύοντας ὅπως νόμιζαν τὸν Ἀριστοτέλη, ὅτι: πᾶν φυσικὸν πάντως καὶ ἠναγκασμένον, ὅτι δηλαδὴ ἡ φύση εἶναι ἀναγκαστική, σὲ ὑποχρεώνει νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι καὶ ἡ φύση κινεῖται πάντοτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ γιατί λοιπὸν ἐκμεταλλευόντουσαν ἔτσι τὸν Ἀριστοτέλη; Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ μόνος ἄκτιστος εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ προϊόντα τῆς Θείας θελήσεως, ὅπως ἀκριβῶς εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Πατέρας, σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἤθελε νὰ γεννήσει τὸν Υἱὸν καὶ τὸν γέννησε μὲ τὴν θέλησή Του. Ἑπομένως ὁ Υἱός, ὡς προϊόν, εἶναι ἕνα κτίσμα καὶ δὲν ἔχει ἄκτιστη φύση. Γιατί ἡ θέληση, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἀκτίστου Πατρὸς καὶ παράγει κτίσματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι προϊὸν τῆς θελήσεως, ἀλλὰ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός. Δηλαδὴ ὁ Πατὴρ τὸν γεννάει κατὰ φύσιν (φυσικὰ) καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν θέλησή Του. Ἀπὸ τὴν μοναδικὴ κοινὴ θέληση τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων δύο προσώπων, πηγάζει ὁ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος κόσμος. Ἄλλο λοιπὸν γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους σήμαινε τὸ ρῆμα γεννῶ καὶ ἄλλο τὸ ποιῶ. Τὸ γεννῶ εἶναι ὑποστατικὸ ἰδίωμα ἀκοινώνητο τοῦ Πατρός, τὸ ποιῶ ὅμως εἶναι ἐνέργεια καὶ ἀνήκει καὶ στὰ τρία πρόσωπα, γιατί ἀνήκει στὰ κοινά, ποὺ ἔχουν στὸν ἴδιο βαθμὸ καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος.
Οἱ Ἀρειανοὶ ὅμως ὅταν ἄκουσαν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους νὰ λένε ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸν κατὰ φύσιν (φυσικὰ) καὶ Αὐτὸς δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεως τοῦ Πατρός, σκανδαλίσθησαν καὶ ἀντέδρασαν ὡς ἑξῆς. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν εἶναι προϊὸν τῆς θελήσεως ὁ Υἱός, ὁ Πατέρας, ἔλεγαν, εἶναι ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴν φύση Του νὰ Τὸν γεννᾶ. Ἑπομένως τὸ κατὰ φύσιν γι’ αὐτοὺς ἦταν συνώνυμο μὲ τὸ κατ’ ἀνάγκην. Δηλαδὴ πᾶν φυσικὸν πάντως καὶ ἠναγκασμένον. Νομίζοντας ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψης θὰ στριμώξουν τοὺς ὀρθοδόξους, ἔκαναν μία δύσκολη ἐρώτηση: πῶς ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱόν; ἆραγε ἐπειδὴ Τὸν θέλει; Ἢ μήπως Τὸν γεννάει φυσικά; Ἂν ἀπαντοῦσε κάποιος, ἐπειδὴ Τὸν θέλει θὰ τοῦ ἀπαντοῦσαν: ἄρα ὁ Υἱὸς εἶναι προϊὸν τῆς θελήσεως, δηλαδὴ κτίσμα, τὸν ἔκτισε ὁ Πατὴρ πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ βέβαια ὑπῆρχε χρόνος ποὺ ὑπῆρχε ὁ Πατὴρ ἄνευ τοῦ Υἱοῦ (ἦν ποτὲ ὅτε οὐκ ἦν). Ἂν ἀπαντοῦσε κάποιος ὅτι Τὸν γεννᾶ φυσικά, γιατί δὲν ὑπῆρχε ποτὲ καιρὸς ποὺ ὑπῆρχε ὁ Πατὴρ ἄνευ τοῦ Υἱοῦ (οὐκ ἦν ποτὲ ὅτε οὐκ ἦν), τότε θὰ τοῦ ἔλεγαν. Ἄρα εἶναι ἀναγκασμένος νὰ Τὸν γεννᾶ χωρὶς νὰ Τὸν θέλει, ἁπλῶς ἡ φύση Του Τὸν ἀναγκάζει νὰ Τὸν γεννήσει. Σ’ αὐτὴν τὴν δύσκολη ἐρώτηση πρῶτος ἀπάντησε ὁ μέγας Ἀθανάσιος, μὲ πολὺ ἀποτελεσματικὸ τρόπο καὶ αὐτὴν τὴν ἀπάντηση τὴν συναντᾶμε σ’ ὅλους βέβαια τοὺς Πατέρες: ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι φυσικὸς Υἱὸς καὶ ὄχι κατὰ θέληση, μήπως νομίζετε ὅτι εἶναι Υἱὸς ἀθέλητος ἀπὸ τὸν Πατέρα καί, εἶναι Υἱὸς μὴ θέλοντος τοῦ Πατρός; ὄχι βέβαια! Ἀντιθέτως εἶναι Υἱὸς ἐπιθυμητὸς καὶ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα καί, ὅπως αὐτὸς λέγει, ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ὅλα τὰ δείχνει σ’ αὐτόν. Καὶ ὅπως ὁ Πατὴρ δὲν ἄρχισε νὰ εἶναι καλὸς ἀπὸ θέληση καὶ εἶναι καλὸς ὄχι ἐνάντια στὴν θέληση καὶ πρόθεσή Του, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς δὲν ἄρχισε νὰ ὑπάρχει ἀπὸ θέληση, δὲν ὑπάρχει ὅμως παρὰ τὴ θέληση, οὔτε ἐνάντια στὴν πρόθεσή Του. Γιατί ὅπως ἐπιθυμεῖ τὴν δική Του οὐσίαν ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοούσιος Αὐτοῦ, δὲν εἶναι ἀνεπιθύμητος εἰς Αὐτόν. Τὸν θέλει καὶ τὸν ἀγαπᾶ ὁ Πατὴρ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ θέλειν τοῦ Θεοῦ, κάποιος ἂν σκέπτεται μὲ εὐσέβεια, δὲν πρέπει νὰ τὸ ἐννοήσει χωρὶς βούληση. Καὶ βέβαια ὁ Υἱὸς ἀγαπήθηκε καὶ θελήθηκε μὲ τὴν ἴδια θέληση ἀπὸ τὸν Πατέρα ποὺ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀγαπᾶ καὶ θέλει καὶ τιμᾶ τὸν Πατέρα, καὶ μία εἶναι ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἔτσι λοιπὸν πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸν Πατέρα ἐν τῷ Υἱῷ. Κανένας λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ νομίζει ὅτι ἡ θέληση στὸν Θεὸ προηγεῖται ἀπὸ τὴν φύση, σύμφωνα μὲ τὸν Οὐαλεντῖνον. Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, δηλαδὴ κάτι σὰν θέληση. Γιατί βέβαια θὰ ἦταν τρελλὸς αὐτὸς ποὺ εἰσάγει μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ θέληση καὶ σκέψη.[38]
Δηλαδὴ ὁ Μέγας αὐτὸς Πατὴρ μᾶς λέει ὅτι ἡ φύση δὲν εἶναι ἀναγκαιότητα καὶ ἐξηγεῖ τὸ γιατί. Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ αὐθορμητισμὸς τῆς φύσεως δὲν ἐλέγχεται οὔτε καθορίζεται ἀπὸ τὴ θέληση, ἀλλὰ ὑπέρκειται τῆς θελήσεως. Ἔτσι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἀγαθοί, ὄχι γιατί τὸ διάλεξαν καὶ τὸ θέλησαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐθορμήτως, ἀνάρχως καὶ ἐλευθέρως ἡ φύση τους ἐκδηλώθηκε ἔτσι,[39] γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ δὲν ὑπάρχει ἀναγκαιότητα οὔτε στὸν Θεό, οὔτε στὸν ἄνθρωπο. Καὶ βέβαια δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐνδιάμεση θέληση, ἀκριβῶς γιατί ἡ φύση εἶναι αὐθόρμητη, ἀλλὰ ὁ αὐθορμητισμὸς αὐτὸς τῆς φύσεως, δὲν εἶναι οὔτε κατὰ τῆς θελήσεως, οὔτε καὶ ἀκούσιος[40].
Συνεχίζοντας ὁ μέγας αὐτὸς Πατήρ, τονίζει, μὲ ἰδιαίτερο τρόπο, ὅτι κοινὴ καὶ μία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι μία ἡ θέληση καὶ ἡ ἀγάπη, μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ ἀγάπη ποὺ ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ καὶ θέλει τὸν Υἱὸν μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ ὁ Πατὴρ ἀγαπιέται καὶ θέλεται ἀπὸ τὸν Υἱόν. Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι στὴν Παναγία Τριάδα δὲν ὑπάρχει ὁ ἐρῶν καὶ ὁ ἐρώμενος, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει καὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπιέται. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι κοινὴ καὶ μοναδική, μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη ποὺ ὁ Πατὴρ ἀγαπάει τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη ἀγαπιέται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο[41]. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν καμμιὰ ἀμοιβαιότητα στὴν Παναγία Τριάδα: γι’ αὐτὸ εἶναι ἕνας ὁ Θεὸς μὲ τρία πρόσωπα ποὺ τὰ πάντα τὰ ἔχουν κοινά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀκοινώνητα ὑποστατικὰ ἰδιώματα. Δηλαδὴ ἡ φύση εἶναι αὐθόρμητη, αὐτεξούσια (μὲ ἐλευθέρα θέληση) καὶ ἑκούσια.
Ἀργότερα ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐπαναλάβουν αὐτὴν τὴν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου καὶ θὰ καταλήξουν ὅτι: ὄχι μόνο ἡ θεία καὶ ἄκτιστη φύση εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἀναγκασμό, ἀλλὰ καὶ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερό. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση ἀγαθὸς κατὰ φύση δημιουργὸς καὶ κατὰ φύση Θεός, ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπόκεινται στὴν ἀνάγκη. Ἄλλωστε ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἰσαγάγει στὸν Θεὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη;[42] καὶ ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς λέει: ἂν τὸ φυσικὸ ἦταν ἀναγκασμένο τότε καὶ ὁ Θεὸς ποὺ φυσικὰ εἶναι Θεὸς ,φυσικὰ ἀγαθὸς καὶ φυσικὰ δημιουργός, θὰ ἦταν ἀναγκασμένος νὰ εἶναι Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός. Ἑπομένως ἂν κάποιος ἁπλῶς διανοηθεῖ νὰ πεῖ ποτὲ κάτι τέτοιο αὐτὸ συνιστᾶ ἐσχάτη βλασφημία, γιατί ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἰσαγάγει στὸν Θεὸ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη;… βέβαια ὁ μακάριος Κύριλλος, στὸ τρίτο κεφάλαιο πρὸς τὶς μέμψεις τοῦ Θεοδωρήτου, μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ περιττὰ πράγματα διασαφηνίζοντας μὲ μεγάλη ἀκρίβεια ὅτι κανένα φυσικὸ δὲν εἶναι ἀκούσιο στὴν νοερὴ φύση[43]. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ μάθει περὶ τούτου ἂς πάρει νὰ διαβάσει αὐτὸ τὸ κεφάλαιο.[44]
συνεχιζεται.
3 σχόλια:
Και άλλοι είπαν το 《 απέθανε και ετάφη 》 αλλά δεν .......
Μου φαίνεται σαν να καταφέρεται εναντίον της εμπροσθοφυλακής αλλά και οπισθοφυλακής της Ορθοδοξίας, τον μοναχισμό, στο σύνολο της. Κάνω λάθος;
Δεν σου φαίνεται ειναι η σύγχρονη πηγή κάθε κακοδοξίας ο λόγος του με επιστημοσύνη δαιμονικά περίτεχνος που δυστυχώς τον έχουν ως Ευαγγελιο οι μεταπατερικοί και όχι μόνο ,ξερουμε πολους σοβαρους Μητροπολιτες που διδασκουν σε συναξεις τις κακοδοξιες του ως αυθεντικη δογματικη ! ο Θεος να τον συχωρέσει για το κακό που έκανε στην Εκκλησία του ...
Δημοσίευση σχολίου