ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Καθηγήτρια Δέσπω Αθ. Λιάλιου
ΜΕΛΗ: Καθηγητής Κωνσταντίνος Χρήστου
Καθηγητής π. Χρίστος Βλαχάβας
Η προκειμένη εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος περιγράφεται αρχικά η σημασία της έννοιας της αναλογίας στην αρχαία Ελλάδα, με σκοπό να αποδειχθεί ότι αυτή δεν είναι δυνατό να δώσει βάσεις για το σχηματισμό της αναλογίας του όντος, όπως αντιθέτως νόμιζαν οι Λατίνοι θεολόγοι. Όπως θα δειχθεί στο πρώτο κεφάλαιο, η αναλογία χρησιμοποιήθηκε
από τους προσωκρατικούς ως λογική μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων,
προκειμένου να εξηγηθούν με επιστημονικό τρόπο τα φυσικά φαινόμενα, οι
νόμοι και οι βαθύτερες αρχές του κόσμου. Στη συνέχεια, θα δούμε ότι ο
Πλάτων θεωρούσε πως η αναλογική σχέση ανάμεσα στα ανώτερα και στα
κατώτερα είδη γνώσεως θεμελιώνεται στην ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα
στα αισθητά και στα νοητά· η αναλογία αποτελεί τον «κάλλιστο» δεσμό, διαμέσου του οποίου γίνεται ο συσχετισμός ανάμεσα στις ιδέες και στα αισθητά. Ακολούθως, θα δειχθεί ότι στον Αριστοτέλη, η αναλογία είναι
ένας λογικός τρόπος σύνδεσης των πραγμάτων, ο οποίος χρησιμοποιείται
όταν οι υπόλοιπες λογικές διεργασίες αδυνατούν να εξηγήσουν τον τρόπο
λειτουργίας των όντων. Η αναλογία αποτελεί επίσης γνωσιολογική
προϋπόθεση ώστε τα όντα να συνδέονται σε μία ενότητα παρά τη
διαφορετικότητά τους. Τέλος, θα δούμε ότι η αναλογία στη
φιλοσοφία του Πλωτίνου δεν είναι μαθηματική-ποσοτική αλλά
ποιοτική-υπαρκτική σχέση, η οποία βασίζεται στη μετάδοση του νοητού
φωτός από τα ανώτερα επίπεδα του όντος στα κατώτερα· η αναλογία αποτελεί
επίσης ένα φιλοσοφικό μέσο κάθαρσης, διαμέσου του οποίου η ψυχή μπορεί
να επιστρέψει στο θεό.
Στο
δεύτερο κεφάλαιο, θα διερευνηθούν αρχικά οι θεωρητικές αφετηρίες
σχηματισμού του «δόγματος της αναλογίας του όντος». Στη συνέχεια, θα
αναφερθούν οι θεμελιωτές του εν λόγω «δόγματος», καθώς και ποια ήταν η
σημασία που προσέλαβε στον καθένα από αυτούς, η οποία οδήγησε στην
τελική διαμόρφωσή του κατά τον ιδ’ αιώνα. Ακολούθως, θα εξεταστεί η
μορφή και το περιεχόμενο της αναλογίας του όντος, μέσα στη θεολογία του
σημαντικότερου σχολαστικού θεολόγου, Θωμά του Ακινάτη, με σκοπό να
ξεκαθαριστούν οι λόγοι για τους οποίους το «δόγμα» αυτό είναι όντως
αιρετικό. Όπως θα γίνει φανερό, σύμφωνα με το Θωμά Ακινάτη, χωρίς την
ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των όντων,
δε μπορεί να υπάρξει δυνατότητα μετοχής και ένωσης των όντων με το Θεό.
Η «analogia entis»,
στο θεολογικό σύστημα του Ακινάτη, ανάγεται σε μέθοδο αποκαλύψεως του
Θεού, διαμέσου των διανοητικών δυνάμεων του ανθρωπίνου λόγου. Όπως θα
αποδειχθεί, αποτελεί ένα εργαλείο εξερεύνησης και κατανόησης της θείας
ουσίας, όχι μόνο μετά το θάνατο αλλά και σ’ αυτήν ακόμη τη ζωή.
Στο
τρίτο κεφάλαιο, θα διερευνηθεί αρχικά κατά πόσον η αναλογία του όντος
μπορεί να θεμελιωθεί στη θεολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Όπως θα
δούμε, σύμφωνα με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ενώ η ουσία του Θεού παραμένει
παντελώς άγνωστη, οι δυνάμεις του μπορούν να γίνουν γνωστές διαμέσου
των θείων παραδειγμάτων, τα οποία υπάρχουν αναλογικά μέσα στα κτιστά
όντα. Ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψει στο Θεό και να ενωθεί μαζί του,
ανάλογα με την κάθαρση και το φωτισμό που θα πετύχει στη ζωή του. Στη
συνέχεια, θα αποδειχθεί ότι οι βυζαντινοί λόγιοι και αντίπαλοι του αγ.
Γρηγορίου Παλαμά, Βαρλαάμ και Γρηγοράς, χρησιμοποιούν στα έργα τους μία
ιδιαίτερη μορφή αναλογίας του όντος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη
χρήση της αναλογίας στο έργο του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και μοιάζει ως
προς το περιεχόμενό της με την αντίστοιχη αναλογία του όντος στη
λατινική θεολογία.
Στο
δεύτερο και κύριο μέρος της εργασίας, θα προβούμε στη αναίρεση του
δόγματος της αναλογίας του όντος, μέσα από τα έργα του αγ. Γρηγορίου
Παλαμά.
Στο
πρώτο κεφάλαιο, θα δειχθεί πως ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταδεικνύει ότι
ο Βαρλαάμ χρησιμοποιεί την αναλογία στη θεολογία με λανθασμένο τρόπο,
γι’ αυτό και προβαίνει άμεσα στην αναίρεσή της.
Στο
δεύτερο κεφάλαιο, θα μελετηθεί ποια είναι η ορθή χρήση της αναλογίας
στη θεολογία, με βάση τα έργα του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Αρχικά, θα
αναζητηθεί ποιος είναι ο ρόλος της αναλογίας στη λογική, έτσι όπως αυτή
ορίζεται στη θεολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Μέσα από τη μελέτη
συγκεκριμένων περιπτώσεων, θα αποδειχθεί ότι η αναλογία χρησιμοποιείται
από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ως μέθοδος συλλογισμού, η οποία δε
στηρίζεται στις διάφορες γνώμες, αλλά στις αυτόδηλες προτάσεις της
πίστεως.
Στη
συνέχεια, θα ερευνηθεί η σχέση της αναλογίας με την εικόνα, στα πλαίσια
της θεολογίας του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Με βάση τα παραδείγματα που
παρατίθενται, θα διαπιστωθεί ότι οι αναλογίες ανάμεσα στα θεία και στα
ανθρώπινα είναι όλες εικονιστικές, περιγράφουν δηλαδή τη θεία αλήθεια με
τον ίδιο τρόπο που η εικόνα παραπέμπει στο πρωτότυπο: αποδίδοντας σ’
αυτό την πρέπουσα τιμή και αξία, καθιστώντας το πιο οικείο, εύληπτο και
κατανοητό, χωρίς να παραβιάζεται η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στο άκτιστο
και στο κτιστό.
Ακολούθως,
θα αναζητηθεί ο ρόλος της αναλογίας κατά τη λειτουργία του θεολογικού
παραδείγματος, μέσα από τα έργα του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Όπως θα
δείξουμε, το θεολογικό παράδειγμα στηρίζεται στην αναλογική σύγκριση
εξωτερικών ομοιοτήτων, γι’ αυτό και η χρήση του δεν προϋποθέτει
οποιαδήποτε ουσιαστική αντιστοιχία ή αναλογία ανάμεσα στα θεία και στα
ανθρώπινα.
Τέλος,
θα περιγραφεί ο ρόλος που επιτελεί η αναλογία μέσα στην ίδια τη
θεολογία, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά. Όπως θα διαπιστώσουμε, η
αναλογία ως νοερή ενέργεια και φυσική οδός κατανόησης των θείων
μυστηρίων, αποτελεί μία εμπειρία του κτιστού νου η οποία είναι ολότελα
διαφορετική από την υπερφυσική γνώση και την ακατάληπτη ένωση με το Θεό.
Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να παύσει εντελώς η λειτουργία της, προκειμένου
να γίνει ο νους δεκτικός των θεοποιών δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
Στα
τρία επόμενα κεφάλαια επιχειρείται η αναίρεση του «δόγματος της
αναλογίας του όντος», μέσα από τρεις διαδοχικές φάσεις. Στην πρώτη, αυτό
γίνει μέσα από τη διάκριση ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και στη
χριστιανική θεολογία. Όπως θα αποδειχθεί, η αναλογία ως μέρος της
«απλής» σοφίας έχει θετικό περιεχόμενο διότι γυμνάζει το νου για να
κατανοεί τα μυστήρια του Θεού μέσα στον κόσμο. Αποτελεί, ωστόσο,
ματαιοπονία μπροστά στη σοφία που προσφέρει στον άνθρωπο η παιδεία του
Αγίου Πνεύματος. Είναι ένα απλό φυσικό μέγεθος και όχι δώρο της θείας
χάριτος, γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος αποκάλυψης
του Θεού.
Στη
συνέχεια, θα προβούμε στην αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του
όντος», μέσα από τη ριζική διάκριση ανάμεσα στις δύο «αλήθειες». Όπως θα
διαπιστωθεί, το είδος της αλήθειας, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά,
είναι διπλό: άκτιστο και κτιστό. Το δεύτερο είδος ονομάζεται αλήθεια
μόνο κατά ομωνυμία. Δεν υπάρχει καμία αναλογία ανάμεσα στα δύο αυτά είδη
αλήθειας, διότι είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Στόχος είναι να
τονιστεί ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρηματολογώντας ενάντια στην
εξομοίωση ανάμεσα στις δύο «αλήθειες», αναιρεί ταυτόχρονα τόσο τη
«βαρλααμική» όσο και τη «σχολαστική» αναλογία, οι οποίες στηρίζονται στη
θεωρία ότι η «φυσική» αλήθεια είναι ενιαία με την «πνευματική» αλήθεια,
αφού η διαφορά τους είναι μόνο ποιοτική και όχι ριζική και απόλυτη.
Ακολούθως,
θα προχωρήσουμε στην αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»,
μέσα από τη θεολογία της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου. Όπως
θα αποδειχθεί, η ύπαρξη θείων τύπων και εικόνων του Τριαδικού Θεού μέσα
στον άνθρωπο, δεν οδηγεί στην ίδρυση οποιασδήποτε αναλογίας ανάμεσα
στην ύπαρξη του Θεού και στην ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτό που
θα διαπιστωθεί, είναι ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αναφερόμενος στην
ύπαρξη των θείων τύπων και των τριαδικών εικόνων, θεωρεί ότι όταν τις
αναγνωρίζει μέσα του ο άνθρωπος μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη γνώση του
εαυτού του με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγείται στη μνήμη του Τριαδικού
Θεού και στον πόθο για συνάντηση μαζί του.
Τέλος,
θα επιδιωχθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα
από τη διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά για τους λόγους των όντων. Όπως
θα τονίσουμε, τα όντα δεν αποτελούν κτιστές εικόνες των θείων αρχετύπων
που υπάρχουν στο νου του Δημιουργού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που
γίνεται αποδεκτό το «δόγμα της αναλογίας του όντος». Τα όντα υπάρχουν
σύμφωνα με τα θεία τους παραδείγματα όχι ως ατελείς εικόνες τους, αλλά
ως μετέχοντα στη θεία πρόνοια, στη θεία πρόγνωση, στο θείο προορισμό και
στο θέλημα του Θεού. Οι λόγοι των όντων υπάρχουν ως θεία θελήματα και
δυνάμεις οι οποίες δεν ταυτίζονται με τη θεία ουσία, ούτε είναι
αυθυπόστατες. Αντιθέτως, υπάρχουν μέσα στη θεία ουσία, χωρίς να
συντελούν με κάποιο τρόπο στην ύπαρξη του Θεού, διότι αυτός είναι ο
«υποστάτης» τους.
Το
τέταρτο κεφάλαιο αποτελεί τη δεύτερη φάση αναίρεσης του «δόγματος της
αναλογίας του όντος». Αρχικά, θα δούμε με ποιο τρόπο μπορεί να αναιρεθεί
το «δόγμα της αναλογίας του όντος», μέσα από το μυστήριο της θείας
οικονομίας και της θεολογίας. Όπως θα αποδείξουμε, εκείνος που διδάσκει
για την Αγία Τριάδα σύμφωνα με τη γνώση που συνάγει μελετώντας τη
δημιουργημένη φύση, οδηγείται στην ταύτιση της θεολογίας με τη θεία
οικονομία, υποβιβάζοντας έτσι το Θεό στις τάξεις του δημιουργημένου
κόσμου. Αντίθετα, εκείνος που διαχωρίζει τη θεία οικονομία από τη
θεολογία, αποφεύγει τις πλάνες της αναλογίας, γνωρίζοντας ότι ο τρόπος
της δημιουργικής αρχής και της μοναρχίας του Πατρός ο οποίος προσιδιάζει
σ’ αυτήν, είναι εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο της αρχής και
μοναρχίας η οποία είναι επώνυμος της θεογονίας.
Κατόπιν,
θα επιδιωχθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», μέσα
από την επιχειρηματολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά ενάντια στο «filioque».
Αυτό που θα διαπιστωθεί είναι ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς δεν αφήνει
περιθώριο για ύπαρξη μίας μέσης οδού ανάμεσα στην ομωνυμία και τη
συνωνυμία, η οποία να δικαιολογεί τη σύναψη των δύο υποστατικών αρχών σε
μία, όπως φαντάζονται οι Λατίνοι χρησιμοποιώντας αυθαίρετα την έννοια
της analogia entis.
Θα αποδειχθεί έτσι ότι η αξίωση των Λατίνων να εξηγήσουν την απόδοση
μίας «υποστατικής» ιδιότητας σε δύο διαφορετικά πρόσωπα, με βάση την
αρχή της «αναλογίας των ιδιοτήτων», είναι εντελώς εσφαλμένη και
αιρετική.
Τέλος,
θα επιχειρηθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα
από τη θεολογία της διακρίσεως ανάμεσα στη θεία ουσία και στις άκτιστες
ενέργειες του Θεού. Όπως θα αποδειχθεί με βάση τα παρατιθέμενα
παραδείγματα, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, διαμέσου της πιο πάνω διακρίσεως
καταφέρνει να αποφύγει την εξομοίωση ανάμεσα στα «ὑπὲρ φύσιν» και στα
«κατὰ φύσιν», απορρίπτοντας έτσι την ύπαρξη φυσικής ομοιότητας ή
αναλογίας ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά. Χωρίς να διασπά τη θεία
απλότητα, η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στις ενέργειες του Θεού
προφυλάσσει από το «δόγμα» της αναλογίας ανάμεσα στα κτιστά όντα και στα
θεία τους αρχέτυπα μέσα στο νου του Θεού, καθώς και από το «δόγμα» της
αναλογίας ανάμεσα στις κτιστές θείες ενέργειες και στις άκτιστες θείες
ενέργειες, οι οποίες είναι ταυτόσημες με τη θεία ουσία.
Στο
πέμπτο κεφάλαιο, το οποίο στην παρούσα εργασία αποτελεί την τρίτη και
τελευταία φάση αναίρεσης του «δόγματος της αναλογίας του όντος»,
προβαίνουμε στο εν λόγω εγχείρημα κατά πρώτο λόγο διαμέσου της θεολογίας
του αγ. Γρηγορίου Παλαμά περί του ακτίστου φωτός. Όπως
θα δείξουμε, η απουσία οποιασδήποτε ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στο
κτιστό και στο άκτιστο φως είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η
παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, για την ολοκληρωτική ανάπλαση
και αναγέννηση του ανθρώπου. Αντίθετα
προς όσα ορίζει το «δόγμα της αναλογίας του όντος», ο δρόμος προς το
όρος της μεταμορφώσεως, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ξεκινά πρώτα
από την εκούσια απόσπαση του νου και των αισθήσεων από κάθε αισθητή ή
νοητή αναλογία του Θεού προς τον κόσμο. Εξαρτάται μόνο από
την «αναλογία τῆς θεαρέστου πράξεως» η οποία αποτελεί το μέτρο της
αποχής του νου από όλα τα άλλα (είτε αισθητά είτε νοητά), της προσοχής
του κατά την προσευχή, καθώς και της ολοκληρωτικής στροφής της ψυχής
προς το Θεό.
Κατά
δεύτερο λόγο, θα επιχειρηθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του
όντος» μέσα από τη διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά περί θεολογικού
συμβολισμού. Όπως θα αποδειχθεί, η αναλογική και αναγωγική ιδιότητα του
θεολογικού συμβόλου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επιτελεί τρεις
διαφορετικές λειτουργίες, οι οποίες είναι αναιρετικές του «δόγματος της
αναλογίας του όντος»: (α) διαχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στην φύση του
αισθητού συμβόλου και τους πνευματικώς συμβολιζόμενου (ομωνυμία), (β)
ανάγει εικονιστικά και παραπεμπτικά από το αισθητό σύμβολο προς το
συμβολιζόμενο (εικονισμός), (γ) διαφυλάσσει την ουσιαστική και
πραγματική υπόσταση τόσο του αισθητού συμβόλου όσο και του πνευματικώς
συμβολιζομένου (διπλή αλήθεια).
Εν
τέλει, θα ολοκληρωθεί η προσπάθεια αναίρεσης του «δόγματος της
αναλογίας του όντος», μέσα από τη θεολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά περί
προσευχής και θείας ενώσεως. Όπως θα δούμε, το σώμα γίνεται κι αυτό
θεός μαζί με τη ψυχή, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο μετέχει στη θεοποιό
δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Η ένωση με το Θεό, σύμφωνα με τον άγ.
Γρηγόριο Παλαμά, δεν τελείται έμμεσα, αναλογικά ή ιεραρχικά, αλλά είναι
άμεση και αυτοφανής. Το είδος, ο τρόπος και το μέτρο κάθε μυστικής
θεωρίας η οποία προέρχεται από το Θεό, είναι ανάλογο αφενός προς τα
μέτρα της δυνάμεως και της πνευματικής ωριμότητας του αποδέκτη της,
αφετέρου προς την αιτία και το σκοπό τον οποίο υπηρετεί. Η φύση της
ενέργειας, ωστόσο, και της χάριτος που παρέχεται, παραμένει εντελώς
άλλης τάξεως, χωρίς να έχει καμιά ομοιότητα ή αναλογία με την κτιστή
φύση προς την οποία μεταδίδεται.
Στο
έκτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας, ακολουθώντας τη θεολογία του
αγ. Γρηγορίου Παλαμά, θα προβληθεί στη θέση του «δόγματος της αναλογίας
του όντος» η Παναγία Θεοτόκος, ως το μοναδικό μεθόριο μεταξύ κτιστής και
ακτίστου φύσεως, καθώς και το μόνο αληθινό πρότυπο της θεώσεως. Όπως
θα τονίσουμε, η «αναλογία της εκάστου καθαρότητας» αποτελεί μία
βιωματική κατάσταση πίστεως στο Θεό, κατά την οποία η Θεοτόκος γίνεται η
αιτία ώστε να ενοικήσει στον άνθρωπο όλος ο πλούτος της θεότητας. Εν
κατακλείδι, η παρούσα μελέτη θα δείξει ότι η «στοχαστική αναλογία» την
οποία προβάλλουν οι αντίπαλοι των ησυχαστών, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο
Παλαμά δεν οδηγεί στην κάθαρση της καρδιάς, αλλά σ’ αυτήν οδηγεί μόνο η
ιερή ησυχία, της οποίας σαφή απόδειξη και επισφράγιση αποτελεί η
Παναγία Θεοτόκος.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου